Μουσείο Βρέλλη - Γιαγιά και εγγονή |
Θυμάμαι πάντα αυτές τις μέρες όταν ήμουν παιδί την κυρά Αγγελική να φτιάχνει τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα με τις λαμαρίνες. Τι λαμαρίνα έχω κουβαλήσει στο φούρνο του Μπέλου , δε λέγεται. Κάποια στιγμή εκεί στην εφηβεία της αντιμίλησα όλα νεύρα.
- Αμάν ρε γιαγιά με τις λαμαρίνες σου, αφού δεν τα τρώμε όλα αυτά τι με βάζεις και τα κουβαλάω. Δε μίλησε, με κοίταξε μόνο. Τη νύχτα ένιωσα το χέρι της να με σκουντάει. Σήκω μου είπε, έχουμε δουλειά.
Να μην τα πολυλογώ, στο διάδρομο του σπιτιού ήταν αραδιασμένες κάμποσες σακούλες, φίσκα γεμάτες, κρέατα, γάλατα και τι δεν είχαν μέσα.Τις έβαλε μέσα στο καρότσι της λαϊκής και τέσσερις μου τις έδωσε να τις κρατάω. Πήραμε το δρόμο μες τα σκοτάδια και εγώ να γκρινιάζω που κάνει κρύο,που νυστάζω, που με έχει φορτώσει σαν το γαϊδούρι. Σταματήσαμε σε κάποια σπίτια. Εδενε τις σακούλες γερά πάνω στα χερούλια της κάθε πόρτας. Μας πήρε κάμποση ώρα ποδαρόδρομο μέχρι να τελειώσουμε. Στο τελευταίο σπίτι θυμάμαι μου πήρε τις σακούλες από τα χέρια και μου είπε. -Είναι χήρα με τέσσερα παιδιά, περπατάνε ξυπόλυτα, ο άντρας της σκοτώθηκε στην οικοδομή 30 χρονών , ούτε σύνταξη δεν έχει, πως να τα θρέψει; Αφησε τις σακούλες στο κατώφλι, της έπιασα σφιχτά το χέρι και το βούλωσα.
Είμαι σίγουρη πως κάθε φορά πριν που άκουγα θόρυβο μες τη νύχτα και κάθε φορά μετά στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι που έφυγε η άγια αυτή γυναίκα ,έπαιρνε τους δρόμους στα κρυφά να κάνει το λίγο που μπορούσε, γέλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου