Μια κόρη λεβεντόκορμη από μεγάλο σόι,
μια κόρη περδικόθωρη στεκότανε στη χλόη,
εκεί στης βρύσης το νερό κοντά σε μία δράνα
και φώναζε περήφανη κρατώντας μία στάμνα:
~
"Εγώ 'μαι μιαν αρχόντισσα, μια κόρη παινεμένη,
που έχω στα σεντούκια μου φλοκάτα 'ραδιασμένα
για προίκα έχω πλουμιστά δεν είμαι παντρεμένη,
έχω και χίλια πρόβατα στο κάμπο απλωμένα,
~
και νιο γυρεύω για να βρω, άντρα μου να τον κάνω
να μου γλυκάνει το καημό που 'χω στα στήθια μέσα,
δεκάξι χρόνων κορασιά, το πόθο μου να γιάνω
τα στήθια μου τριζοβολούν αχ πίσω απ' τη τρέσα,
~
σε κάθε μιά μ' ανασαιμιά τα ρίγη με τυλίγουν,
στο σώμα μου γυροβολιά πλανιέται η φαντασία,
του έρωτα λαβωματιά τα χείλη μου ανοίγουν
λες κι είναι τριαντάφυλλα τ' Απρίλη ορτανσία,
~
εγώ δεν θέλω γι' άντρα μου λεβέντη ζηλεμένο,
να 'χει τα χίλια πρόβατα τα δυό χιλιάδες γίδια,
και να 'χει στο κρεβάτι του κορίτσι φιλεμένο
εγώ ζητώ για ταίρι μου, δεντρί με τα στολίδια,
~
να με αρπάζει αγκαλιά να 'μαι το φόρεμά του,
στον ίσκιο του να τραγουδώ αγάπης παραμύθια
τα βράδια κει στ' ακρόκλωνα να λέω τ' όνομά του,
έτσι που θα λιγώνομαι φιλώντας με στα στήθια".
~
Κι ως έσκυβε η μορφονιά τη στάμνα να γιομίσει,
τα στήθια της εφάνηκαν στης βρύσης το καθρέφτη,
ταράχτηκε σαν άκουσε βουή από μελίσσι
που 'χε σταθεί στη πλατανιά και άρχισε να πέφτει.
~
Της βρύσης το νερό, θολό σα ν' άρχισε να τρέχει,
η γης αμέσως σείστηκε, βρυχιέται η νερομάνα,
στις ριζιμιές των πλατανιών, χώμα θαρρείς πως βρέχει
φωνή βραχνή ακούγεται, σπάει η δόλια στάμνα:
~
"Εσύ μικρή μ' αρχόντισσα και παινεμένη κόρη,
που 'χεις τα χίλια πρόβατα στο κάμπο απλωμένα,
κι έχεις στο χρυσομέτωπο θωριά 'πο βλαχοχώρι,
και στων βυζιών σου τις ελιές δυο ρίγη σκαλωμένα,
δεν άκουσες για παντρειά πως έχω εγώ το γιο μου,
το γιο μου τον μονάκριβο που έφυγε στα ξένα,
κι έχω χρόνους να τον ιδώ και μήνους τ' ακριβό μου
να του χαιδέψω τα μαλλιά που θα 'ναι χιονισμένα,
~
να του ειπώ γλυκόλογα και να τον νανουρίσω,
μες στη φτωχή μου αγκαλιά ξανά να τον εσφίξω
να τον χορτάσω με φιλιά να τον γαμπροστολίσω,
να τον γεμίσω με πλουμιά, και ρύζια να του ρίξω;"
~
Η κόρη ανατρίχιασε π' ακούει το μοιρολόι
τα πόδια της κολλήσανε στης βρύσης το αλώνι,
τα μάτια της εστάθηκαν για μια στιγμή στη χλόη
κι αμέσως αποκρίθηκε στη μάνα σαν τελειώνει:
~
"Εγώ κυρά μ' δεν ήξερα το γιο σου κει στα ξένα,
μα σα θελήσει δω να 'ρθει να με προϋπαντήσει,
να τον γνωρίσω 'πο κοντά να έρθει για τα μένα,
νυφούλα γω θε να ντυθώ να με κορφολογίσει,
~
σ' ανθόκλωνα θα κοιμηθώ μαζί του για να γιάνω
το πόθο που 'χω στη καρδιά μη τύχει κι αποθάνω,
και φύγω έτσι μοναχή αλώβητη παρθένα
εγώ το γιο σου γι άντρα μου τον παίρνω για τα μένα."
~
Τα λόγια τούτα έκραξε η άμοιρη κοπέλα,
τρεμάμενη σαν λεμονιά 'πο φόβο λιγωμένη,
και πίσω πίσω έκανε και μισοχαμογέλα
με τη ματιά της να θωρεί τη βρύση μαργωμένη.
~
Ξανά φωνή ακούστηκε βραχνή της νερομάνας,
λες κι έσβηνε μέσα βαθιά στα σωθικά της μάνας:
"Κόρη μ' εσύ του λογισμού νύφη μου δεν θα γίνεις,
γιατί ο γιος μου πέθανε και το νερό του πίνεις…."
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
Δημώδες 15σύλλαβος
απ' το βιβλίο μου "επιστολές στην αγάπη"
Η φωτογραφία είναι από http://ypati.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου