Ο Γιώργος Λαζάνης ( 1928 - 5 Δεκεμβρίου 2006) ήταν ένας άνθρωπος ζυμωμένος με το θέατρο όπου είχε μία σταθερή και ενεργό παρουσία για τουλάχιστον μισόν αιώνα. Δοκιμασμένος σε όλες τις δημιουργικές εκφράσεις της θεατρικής τέχνης, στο σανίδι, στη σκηνοθεσία, στη συγγραφή, στη διδασκαλία, ο Γιώργος Λαζάνης είχε μία πορεία συνυφασμένη με το Θέατρο Τέχνης, από τη Σχολή του οποίου αποφοίτησε το 1954. Μετά τον θάνατο του Κάρολου Κουν, το 1987, ανέλαβε ηγετική θέση στο Θέατρο Τέχνης ως διευθύνων σύμβουλος και καλλιτεχνικός διευθυντής. Με την απώλεια του Γιώργου Λαζάνη και μετά τον θάνατο επίσης του Μίμη Κουγιουμτζή, κλείνει επί της ουσίας η περίοδος «Κουν» στο Θέατρο Τέχνης.
Ο Γιώργος Λαζάνης στους Αχαρνής (1977) .http://papadropouloschristos.blogspot.gr/ |
Ο Γιώργος Λαζάνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928 και αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή εντάχθηκε αυτοδικαίως στις δημιουργικές δυνάμεις του Θεάτρου Τέχνης. Ο Γιώργος Λαζάνης δοκίμασε και δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη του θεάτρου και ερμήνευσε ρόλους από μία πολύ πλατιά γκάμα ρεπερτορίου από αρχαίο δράμα και Σαίξπηρ έως κλασικό θέατρο των αρχών του 20ού αιώνα και έργα νεωτερικής γραφής, ελληνικά και ξένα.
Ωστόσο, το είδος στο οποίο άφησε χωρίς αμφιβολία το αποτύπωμά του ήταν το αρχαίο δράμα και ιδίως ο Αριστοφάνης. Στον αριστοφανικό ρόλο (αξιομνημόνευτος υπήρξε στους «Αχαρνής»), ο Γιώργος Λαζάνης είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το προσωπικό του καλλιτεχνικό ιδίωμα και να αναδείξει τον πηγαίο και άμεσο ρεαλισμό του. Ηταν πάνω στον Γιώργο Λαζάνη, που ο Κάρολος Κουν στήριξε τη στροφή του Θεάτρου Τέχνης προς το αρχαίο δράμα, κυρίως μετά το 1965. Ομως, ο Λαζάνης ξεχώρισε επίσης σε μία σειρά από παραστάσεις έργων συγγραφέων όπως οι Ουάιλντερ, Ουίλιαμς, Γκόρκι, Γκολντόνι, Ιονέσκο, Αλμπι, Τσέχοφ, Πιραντέλο, Γκόμπροβιτς, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, κ.ά.
Εγραψε, επίσης, το θεατρικό έργο «Λευκή Απεργία», το οποίο και σκηνοθέτησε. Παράλληλα με όλη τη δουλειά του στο θέατρο δίδασκε ανελλιπώς στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.http://www.kathimerini.gr/
Ο Κώστας Καζάκος για τον Γιώργο Λαζάνη
Ένας ευτυχισμένος ηθοποιός
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50. Βασανισμένος τόπος. Βασανισμένοι άνθρωποι. Εφηβεία σακατεμένη. Έβλεπες άγουρα παιδιά, γινωμένα άντρες, χαρακωμένοι από σκληρή ανάγκη. Σιδεράδες, οικοδόμοι, μπογιατζήδες, χαμάληδες - χασαπάκια και μαναβάκια που λένε – τά’ βλεπες να γυρίζουνε σαν παλαβά μέσα στην Αθήνα του Σχεδίου Μάρσαλ, στην Αθήνα των μαυραγοριτών και των δωσίλογων. Στο κυνήγι του μεροκάματου.
Στις δύσκολες ώρες τ’ απομεσήμερου, απαγκιάζανε στο «Ροζικλαίρ» και στην «Αλάσκα» και σε κείνο το «Αθηναϊκόν», πίσω από το Δημαρχείο, μ’ ένα ταληράκι τέσσερες ταινίες, κουτσουρεμένες σε δύο. Χάσκανε με κρεμασμένο το στόμα, σαν τον Τόμ του «Γυάλινου Κόσμου», με τις περιπέτειες του Φού Μαντσού σε τέσσερες εποχές, με τα κατορθώματα του Χώμφρευ Μπόγκαρτ και του Τζέημς Κάγκνευ και με τ’ άλλα κουστουμαρισμένα παλληκαράκια με το βιδωμένο καβουράκι στο κεφάλι. Μπόχα και δυσωδία κεί μέσα. Λωποδύτες, χασικλήδες, πορνόγεροι, αβανταδόροι και νταβατζήδες, μέσα στα κατρουλιά και τους εμετούς. Κίνδυνος θάνατος να λιώσεις και να χαθείς με σε κείνο τον ανοιχτό βόθρο.
Όσοι έτυχε να’ χουνε δυό δράμια δύναμη φυλαγμένη, ψάχνανε αλλού γι απάγκιο. Η λαχτάρα για μια μεταποίηση της ζωής, τους έσπρωξε σ’ έν’ απάνεμο λιμανάκι, που δεν το πιάνανε οι άγριες θύελλες εκείνης της εποχής. Ήτανε η Κινηματογραφική Σχολή – τρόπος του λέγειν – του Λυκούργου Σταυράκου, στην οδό Αριστοτέλους, σ’ ένα παλιό αρχοντόσπιτο, που λέγανε πως ήτανε κάποτε του Πάγκαλου του διχτάτορα.
Ούτε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ούτε τίτλους σπουδών ούτε πού’ θε κρατάει η σκούφια σου. Και τα δίδακτρα, τά’ γραφε ο γραμματέας ο Περικλής σ’ ένα κατάστιχο κι έψαχνε ο Σταυράκος να τα βρεί. Παρεϊστικη κατάσταση, ελεύθερη, επαναστατική. Το κουβεντολόι έδινε κι έπαιρνε. Πολλά παιδιά ήτανε διαβασμένα, από καλά σπίτια. Μερικοί είχανε καλλιέργεια περισσευούμενη, που την απλώνανε και στους άλλους, τους άφραγκους, με τα πέντε κολυβογράμματα, που βρώμαγε το χνώτο τους από την πείνα. Βιβλία κυκλοφορούσανε από χέρι σε χέρι και γινόντουσαν ανάρπαστα. Άνθρωποι σπουδαίοι, που κάνανε και το δάσκαλο, παίρνανε μέρος στις συζητήσεις σαν ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου, ο Ιάκωβος ο Καμπανέλλης, ο Μίνως ο Βολονάκης, ο Γιάννης ο Τσαρούχης, ο Μίκης ο Θεοδωράκης, ο Άγγελος ο Τερζάκης, ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος και κείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος με το μαύρο πουλόβερ και το τεράστιο κούτελο, φτωχοντυμένος, λιγομίλητος, χωρίς ανάγκες, που όταν συλλογιζότανε κι έφευγε το μάτι του μακριά, σ’ έπιανε μια μελαγχολία και σου ‘ρχότανε μια πίκρα στο στόμα. Ακόμα και τ’ όνομά του, έτσι ξενικό που ήτανε, είχε ένα μυστήριο. Κάρολος Κούν. Είχε τους δικούς του μαθητές κι ετοίμαζε για τον άλλο χρόνο την επίδειξη της Σχολής του, που έγινε τελικά τον Ιούνιο του 54, στο Υπόγειο του «Ορφέα», με τη «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Γουάιλντερ.
Από το άγριο λιβάδι της Σχολής Σταυράκου, διάλεξε πολλά παιδιά ο Κούν και τα μεταφύτεψε στο δικό του θερμοκήπιο του Θεάτρου Τέχνης. Ο πιο αγαπημένος, που στάθηκε πάντα «εκ δεξιών του πατρός», ήτανε ο Γιώργος ο Λαζάνης. Βασανισμένο, εργατικό παιδί, με έντονα χαρακτηριστικά, μικροκαμωμένος, μ’ ένα πυκνό, σγουρό, κορακάτο μαλλί, που κατέβαινε χαμηλά και πήγαινε να σμίξει με τα φρύδια του. Με το ζόρι ξεχώριζες δυό δάχτυλα κούτελο.
Δεθήκαμε με το Γιώργο εκείνους τους μήνες, κουβαλώντας με τα ζεμπίλια τα μπάζα απάνω στη Σταδίου, για να μεταμορφωθεί το αμερικάνικο καμπαρέ του υπογείου, στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης. Στον ιερότερο χώρο του μεταπολεμικού μας Θεάτρου.
Παρακολούθησα βήμα βήμα τη μεταμόρφωση του Λαζάνη, αυτού του ανθρώπου, του «στα σκληρά εθισμένου», όπως λέει κι ο ποιητής, σ’ έναν ευαίσθητο, καλλιεργημένο και ικανότατο Υποκριτή. Με τη μεγάλη του αυταπάρνηση, το πείσμα και την επιμονή του, με την ολοκληρωτική του αφοσίωση στους σκοπούς του Θεάτρου Τέχνης και του αγαπημένου δάσκαλου, κατάχτησε την ικανότητα, να βάζει ένα κομμάτι σίδερο, μεταξύ σφύρας και άκμωνος, να το κοπανάει ανελέητα και να φτιάχνει ένα όμορφο, πολλές φορές πανέμορφο, δαμασκηνό σπαθί. Παρακολουθούσα κάθε βράδυ από την κουίντα τον Πιραντελικό «Μπελαβίτα» του, να μπαίνει στη σκηνή, ένα αχαμνό, τρομαλέο ανθρωπάκι, ποδοπατημένο, κι από κείνο το συνονθύλευμα της αδυναμίας, έβλεπες να ξεπηδάει ξαφνικά μια σκοτεινή οργανωμένη δύναμη και να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Έπειτα, στο μικρό, επεισοδιακό ρόλο του ξυλοκόπου, στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, μαζί με το Θόδωρο τον Κατσαδράμη, ένα έξοχο ζευγάρι, μπαίνανε στη σκηνή του δάσους, με τις αξίνες στους ώμους, τρομαγμένοι κι ερεθισμένοι από την απαγωγή της νύφης, αφουγκράζονται τους ήχους της νύχτας και τα ποδοβολητά των αλόγων, ψελλίζοντας τα λίγα τους λόγια κι έβλεπες το μυστήριο του δάσους να ζωντανεύει κι ερχότανε στα ρουθούνια σου η μυρουδιά του αίματος που ήτανε να χυθεί κι αισθανόσουνα αληθινά, «τη νύχτα ν’ αργοπεθαίνει πάνω στου λιθαριού την κόψη»
Μέσα από μικρούς και μεγάλους ρόλους, δημιουργήθηκε ένας σπουδαίος «ρολίστας», που πήρε μέρος σ’ όλες τις διανομές του Θεάτρου Τέχνης, για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Ο Γιώργος Λαζάνης ήτανε η κεντρική κολόνα που στήριξε τον Κούν και το Θέατρο Τέχνης, σ’ όλες τις δύσκολες και τις εύκολες εποχές.
Δεν υπήρχε τομέας ευθύνης στο θέατρο που να μην ήταν στον έλεγχό του.
Εφάρμοσε με απόλυτη πιστότητα τις αρχές του υπέροχου δάσκαλου και η ζωή του ταυτίστηκε με το «Υπόγειο» και μετά, με τη «Φρυνίχου».
Σπάνια ηθοποιός αξιώθηκε να παίξει τόσους πολλούς ρόλους και όλων των ειδών, απ’ ολόκληρο το παγκόσμιο ρεπερτόριο.
Σπάνια ηθοποιός αφοσιώθηκε τόσο ολοκληρωτικά στο Θέατρο.
Υπήρξε ένας ευτυχισμένος Ηθοποιός.
Στις δύσκολες ώρες τ’ απομεσήμερου, απαγκιάζανε στο «Ροζικλαίρ» και στην «Αλάσκα» και σε κείνο το «Αθηναϊκόν», πίσω από το Δημαρχείο, μ’ ένα ταληράκι τέσσερες ταινίες, κουτσουρεμένες σε δύο. Χάσκανε με κρεμασμένο το στόμα, σαν τον Τόμ του «Γυάλινου Κόσμου», με τις περιπέτειες του Φού Μαντσού σε τέσσερες εποχές, με τα κατορθώματα του Χώμφρευ Μπόγκαρτ και του Τζέημς Κάγκνευ και με τ’ άλλα κουστουμαρισμένα παλληκαράκια με το βιδωμένο καβουράκι στο κεφάλι. Μπόχα και δυσωδία κεί μέσα. Λωποδύτες, χασικλήδες, πορνόγεροι, αβανταδόροι και νταβατζήδες, μέσα στα κατρουλιά και τους εμετούς. Κίνδυνος θάνατος να λιώσεις και να χαθείς με σε κείνο τον ανοιχτό βόθρο.
Όσοι έτυχε να’ χουνε δυό δράμια δύναμη φυλαγμένη, ψάχνανε αλλού γι απάγκιο. Η λαχτάρα για μια μεταποίηση της ζωής, τους έσπρωξε σ’ έν’ απάνεμο λιμανάκι, που δεν το πιάνανε οι άγριες θύελλες εκείνης της εποχής. Ήτανε η Κινηματογραφική Σχολή – τρόπος του λέγειν – του Λυκούργου Σταυράκου, στην οδό Αριστοτέλους, σ’ ένα παλιό αρχοντόσπιτο, που λέγανε πως ήτανε κάποτε του Πάγκαλου του διχτάτορα.
Ούτε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ούτε τίτλους σπουδών ούτε πού’ θε κρατάει η σκούφια σου. Και τα δίδακτρα, τά’ γραφε ο γραμματέας ο Περικλής σ’ ένα κατάστιχο κι έψαχνε ο Σταυράκος να τα βρεί. Παρεϊστικη κατάσταση, ελεύθερη, επαναστατική. Το κουβεντολόι έδινε κι έπαιρνε. Πολλά παιδιά ήτανε διαβασμένα, από καλά σπίτια. Μερικοί είχανε καλλιέργεια περισσευούμενη, που την απλώνανε και στους άλλους, τους άφραγκους, με τα πέντε κολυβογράμματα, που βρώμαγε το χνώτο τους από την πείνα. Βιβλία κυκλοφορούσανε από χέρι σε χέρι και γινόντουσαν ανάρπαστα. Άνθρωποι σπουδαίοι, που κάνανε και το δάσκαλο, παίρνανε μέρος στις συζητήσεις σαν ίσοι ανάμεσα σε ίσους. Ο Γρηγόρης ο Γρηγορίου, ο Ιάκωβος ο Καμπανέλλης, ο Μίνως ο Βολονάκης, ο Γιάννης ο Τσαρούχης, ο Μίκης ο Θεοδωράκης, ο Άγγελος ο Τερζάκης, ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος και κείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος με το μαύρο πουλόβερ και το τεράστιο κούτελο, φτωχοντυμένος, λιγομίλητος, χωρίς ανάγκες, που όταν συλλογιζότανε κι έφευγε το μάτι του μακριά, σ’ έπιανε μια μελαγχολία και σου ‘ρχότανε μια πίκρα στο στόμα. Ακόμα και τ’ όνομά του, έτσι ξενικό που ήτανε, είχε ένα μυστήριο. Κάρολος Κούν. Είχε τους δικούς του μαθητές κι ετοίμαζε για τον άλλο χρόνο την επίδειξη της Σχολής του, που έγινε τελικά τον Ιούνιο του 54, στο Υπόγειο του «Ορφέα», με τη «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Γουάιλντερ.
Από το άγριο λιβάδι της Σχολής Σταυράκου, διάλεξε πολλά παιδιά ο Κούν και τα μεταφύτεψε στο δικό του θερμοκήπιο του Θεάτρου Τέχνης. Ο πιο αγαπημένος, που στάθηκε πάντα «εκ δεξιών του πατρός», ήτανε ο Γιώργος ο Λαζάνης. Βασανισμένο, εργατικό παιδί, με έντονα χαρακτηριστικά, μικροκαμωμένος, μ’ ένα πυκνό, σγουρό, κορακάτο μαλλί, που κατέβαινε χαμηλά και πήγαινε να σμίξει με τα φρύδια του. Με το ζόρι ξεχώριζες δυό δάχτυλα κούτελο.
Δεθήκαμε με το Γιώργο εκείνους τους μήνες, κουβαλώντας με τα ζεμπίλια τα μπάζα απάνω στη Σταδίου, για να μεταμορφωθεί το αμερικάνικο καμπαρέ του υπογείου, στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης. Στον ιερότερο χώρο του μεταπολεμικού μας Θεάτρου.
Παρακολούθησα βήμα βήμα τη μεταμόρφωση του Λαζάνη, αυτού του ανθρώπου, του «στα σκληρά εθισμένου», όπως λέει κι ο ποιητής, σ’ έναν ευαίσθητο, καλλιεργημένο και ικανότατο Υποκριτή. Με τη μεγάλη του αυταπάρνηση, το πείσμα και την επιμονή του, με την ολοκληρωτική του αφοσίωση στους σκοπούς του Θεάτρου Τέχνης και του αγαπημένου δάσκαλου, κατάχτησε την ικανότητα, να βάζει ένα κομμάτι σίδερο, μεταξύ σφύρας και άκμωνος, να το κοπανάει ανελέητα και να φτιάχνει ένα όμορφο, πολλές φορές πανέμορφο, δαμασκηνό σπαθί. Παρακολουθούσα κάθε βράδυ από την κουίντα τον Πιραντελικό «Μπελαβίτα» του, να μπαίνει στη σκηνή, ένα αχαμνό, τρομαλέο ανθρωπάκι, ποδοπατημένο, κι από κείνο το συνονθύλευμα της αδυναμίας, έβλεπες να ξεπηδάει ξαφνικά μια σκοτεινή οργανωμένη δύναμη και να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Έπειτα, στο μικρό, επεισοδιακό ρόλο του ξυλοκόπου, στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, μαζί με το Θόδωρο τον Κατσαδράμη, ένα έξοχο ζευγάρι, μπαίνανε στη σκηνή του δάσους, με τις αξίνες στους ώμους, τρομαγμένοι κι ερεθισμένοι από την απαγωγή της νύφης, αφουγκράζονται τους ήχους της νύχτας και τα ποδοβολητά των αλόγων, ψελλίζοντας τα λίγα τους λόγια κι έβλεπες το μυστήριο του δάσους να ζωντανεύει κι ερχότανε στα ρουθούνια σου η μυρουδιά του αίματος που ήτανε να χυθεί κι αισθανόσουνα αληθινά, «τη νύχτα ν’ αργοπεθαίνει πάνω στου λιθαριού την κόψη»
Μέσα από μικρούς και μεγάλους ρόλους, δημιουργήθηκε ένας σπουδαίος «ρολίστας», που πήρε μέρος σ’ όλες τις διανομές του Θεάτρου Τέχνης, για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Ο Γιώργος Λαζάνης ήτανε η κεντρική κολόνα που στήριξε τον Κούν και το Θέατρο Τέχνης, σ’ όλες τις δύσκολες και τις εύκολες εποχές.
Δεν υπήρχε τομέας ευθύνης στο θέατρο που να μην ήταν στον έλεγχό του.
Εφάρμοσε με απόλυτη πιστότητα τις αρχές του υπέροχου δάσκαλου και η ζωή του ταυτίστηκε με το «Υπόγειο» και μετά, με τη «Φρυνίχου».
Σπάνια ηθοποιός αξιώθηκε να παίξει τόσους πολλούς ρόλους και όλων των ειδών, απ’ ολόκληρο το παγκόσμιο ρεπερτόριο.
Σπάνια ηθοποιός αφοσιώθηκε τόσο ολοκληρωτικά στο Θέατρο.
Υπήρξε ένας ευτυχισμένος Ηθοποιός.
15 Γενάρη 2007 - Κώστας Καζάκος
Στιγμιότυπο από τις πρόβες των «Ορνίθων», στη δεύτερη αναβίωσή τους, δέκα χρόνια μετά τονθάνατο του Κάρολου Κουν (1997), που επιμελήθηκαν σκηνοθετικά ο Γιώργος Λαζάνης και ο Μίμης Κουγιουμτζής. Δίπλα τους η Ζουζού Νικολούδη, που έκανε τις χορογραφίες με τη συνεργασία της Δόρας Στράτου, οι οποίες πήραντην τελική μορφή (1962), όταν ο Κουν άλλαξε τηνπρώτη εκδοχή (χορογραφία Ραλούς Μάνου) του Χορού των Πουλιών http://dromenalagadinos.blogspot.gr/
" Η Καταιγίδα " *Του August Strindberg* *Παράσταση του Θεάτρου Τέχνης*
*Παίζουν Γιώργος Λαζάνης, Κάτια Γέρου, Περικλής Μουστάκης, Δημήτρης Αστεριάδης, Λένα Κιτσοπούλου, Ζέτα Πασπαράκη, Σωτήρης Κατσένος, Πάνος Νομπέλης, Διονύσης Ακτύπης, Γεωργία Μαυρογεώργη* *Σκηνοθεσία Μάγια Λυμπεροπούλου* *Από την εκπομπή "Το θέατρο της Δευτέρας"* *Πρώτη προβολή 27/3/1996*
|
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 1989
Η σειρά «ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ» παρουσιάζει σε συμπαραγωγή με το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων του Υπουργείου Πολιτισμού την τραγωδία του ΣΟΦΟΚΛΗ «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ» από την παράσταση του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ σε σκηνοθεσία ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΖΑΝΗ και τηλεσκηνοθεσία ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΛΛΗ. Ο ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ), γιος του ΑΧΙΛΛΕΑ, και ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΟΓΛΟΥ), γιος του ΛΑΕΡΤΗ, προσπαθούν να παρασύρουν τον τραυματία ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ (ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΝΗΣ), γιο του ΠΟΙΑΝΤΑ, να πάρει τα όπλα του και να πολεμήσει στην ΤΡΟΙΑ. Ο ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ εκστρατεύει μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες εναντίον των Τρώων, επικεφαλής επτά πλοίων με Θεσσαλούς πολεμιστές. Στη ΛΗΜΝΟ, όπου κάνουν στάση, ο ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ πλησιάζει πολύ κοντά σε ένα ναό της Θεάς Αθηνάς και μια ύδρα, δηλητηριώδες ερπετό που τον δαγκώνει στο πόδι. Η πληγή του δε θεραπευόταν και ο ίδιος υπέφερε φοβίζοντας το στρατό, οπότε με προτροπή του ΟΔΥΣΣΕΑ και των Ατρειδών τον εγκαταλείπουν σε μια σπηλιά στο νησί. Εκεί, παραμένει δέκα χρόνια, καθ όλη τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου. Ωστόσο, βγαίνει χρησμός ότι οι Αχαιοί δε θα κυριεύσουν το Ίλιον, αν δε βοηθήσει το ανίκητο τόξο του Ηρακλή, ο οποίος, όταν πέθαινε, το είχε χαρίσει στο ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ, που ήταν ο μόνος που μπορούσε να το λυγίσει. Στέλνονται, λοιπόν, ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ και ο ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ, ώστε να αποσπάσουν, ακόμα και με δόλο, το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Ο ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ όμως αρνείται να τα δώσει, μη θέλοντας να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που του είχαν δείξει σκληρότητα και τον είχαν εγκαταλείψει πριν δέκα χρόνια. Ως από μηχανής θεός εμφανίζεται ο ΗΡΑΚΛΗΣ, ο οποίος τον πείθει να πάει στην Τροία και να φέρει τη νίκη στους Αχαιούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τραγωδία του ΣΟΦΟΚΛΗ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Διονύσια το 409 π. Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Τόσο ο Αισχύλος όσο και ο Ευριπίδης έχουν δώσει τη δική τους εκδοχή αλλά δε διασώζονται τα έργα τους.
Κυριακή, 1 Ιανουαρίου 1989 https://www.youtube
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου