Τα λιγνά τους χέρια, δυο στάχυα ξανθά
τεντωμένα στ’ αχνογάλαζο τ’ ουρανού,
δεν μπόρεσαν δυο παρακάλια θερμά,
να τα φτάσουν στην πόρτα του Θεού.
Οι ώμοι τους γερτοί, σπασμένα κλώνια,
σταυροκοπημένα τα στήθη σε μία ευχή,
μοιραίοι προσκυνητές σε μαύρα χρόνια,
όρθιοι να πατήσουν σε μια φιλόξενη γη.
Τα όνειρά τους, τους τα είχαν σταυρώσει,
οι δρόμοι που πήραν οδηγούσαν σε τάφους
και τις ελπίδες τους τις είχαν βαλτώσει,
σε γέρικα, σάπια καράβια στους κάβους.
Θάρρεψαν στη συμπόνια και το σεβασμό,
τη στέρηση και την πίκρα πίσω ν’ αφήσουν,
στο αύριο μαζί να συντρέξουν χωρίς διχασμό
και σε μέρες χαράς και ευτυχίας να ζήσουν.
Οι κοινωνίες κλειστές σε ναούς και γραφεία,
οικτιρμοί οι ματιές κι αδιαφορία οι σιωπές,
ερημίτες κι απότακτοι σε ανθρώπινα και θεία
και οι απλωμένες παλάμες, ένοχες κι αδειανές.
Στριμώχτηκαν απάτριδες χωρίς καταφυγή,
στρατοκόποι μιας προσδοκίας απατηλής,
ψυχές χαροκαμένες στη θλίψη και την οργή,
δούλοι της ανάγκης κι απόκληροι της ζωής.
Γιώργος Αλεξανδρής
στρατοκόποι μιας προσδοκίας απατηλής,
ψυχές χαροκαμένες στη θλίψη και την οργή,
δούλοι της ανάγκης κι απόκληροι της ζωής.
Γιώργος Αλεξανδρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου