Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Σοφία Κατάρα – Ξυλογιαννοπούλου "Χάρτινος Πύργος" , Μυθιστόρημα



Σοφία Κατάρα-Ξυλογιαννοπούλου : Χάρτινος Πύργος

ΕΚΔΟΤΗΣ : Εκδόσεις Ελκυστής
ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 2019
ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ : 192
ΕΞΩΦΥΛΛΟ : Μαλακό
ISBN : 978-618-5424-23-7

Οπισθόφυλλο 

Ένα χωριό δίπλα στην Αθήνα φιλοξενεί μια κλειστή, παραδοσιακή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες. Σε ένα αρχοντικό, πέτρινο σπίτι τρία αδέρφια χαράζουν τρεις παράλληλες ζωές. Ξετυλίγεται ένας αιώνας Ιστορίας -Πόλεμος, Κατοχή, Απελευθέρωση- ένας χορός γεγονότων. Οι ήρωες παραδέρνουν από την Αγάπη στο Μίσος, ζουν την Τραγωδία, αντέχουν τη Συγχώρεση. Μέσα από τα μονοπάτια της Φιλίας ή της Μοναξιάς, στη Ζωή και στον Θάνατο ο Άνθρωπος συναντιέται τελικά με τον Θεό. Ώσπου… Ο σεισμός της Αθήνας – 7/9/1999 – γκρεμίζει το σπίτι σαν… χάρτινο πύργο. Τέλειωσαν όλα. Ή μήπως όχι;

 Αποσπάσματα

Κι έτσι, καθισμένη ανάμεσα στα χαλάσματα, μια ήσυχη νύχτα κρυφά απ’ όλους, βάλθηκε να γυρίσει πίσω την ανέμη του χρόνου. Να πιάσει το νήμα απ’ την αρχή. Όσο πιο πίσω μπορούσε να θυμηθεί. Να ξαναγνωριστεί με την ίδια της την οικογένεια. Να ξεδιαλύνει μέσα της σκέψεις και συναισθήματα. Να συστηθεί ξανά με τον παππού. Να καταλάβει, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά. Από την επόμενη μέρα όλα θα άλλαζαν. Δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να τακτοποιήσει τους παλιούς λογαριασμούς της με το σπίτι και με ό,τι αυτό αντιπροσώπευε. Εκείνη, τη μοναχική νύχτα, που ήταν η αντίστροφη μέτρηση για τον οριστικό ενταφιασμό του παππού. Μια μόνο νύχτα έπρεπε να χωρέσει σχεδόν έναν αιώνα ζωής. Άνθρωποι, γεγονότα, μνήμες, πρόσωπα, ονόματα, άρχισαν να παρελαύνουν στο μυαλό της, όλο και πιο πίσω, όλο και πιο παλιά. Και διαπίστωσε με έκπληξη ότι ήξερε περισσότερα απ’ ό,τι νόμιζε ή θυμόταν. Το κάθε τι ξαφνικά έπαιρνε τη θέση του σ’ αυτό το γαϊτανάκι των αναμνήσεων κι όλα αποκτούσαν νόημα καινούριο, ξεκάθαρο. Σαν να της μιλούσε το ίδιο το σπίτι. Σαν να έμαθε ό,τι έμαθε όλα αυτά τα χρόνια μόνο γι’ αυτή τη νύχτα, της μνήμης μα και της γνωριμίας.

✤    ✤   ✤   ✤

Ήταν στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, αμέσως μετά το Πάσχα, το σπουδαιότερο γεγονός της ευρύτερης περιοχής από πολύ παλιά. Κόσμος μαζευόταν από τα γύρω χωριά, Λιόσια, Χασιά, Καματερό, οργανώνονταν εμποροπανηγύρεις, ζωοπανηγύρεις, γλέντια και χοροί συνοδεία οργάνων. Η Ελπίδα τρελαινόταν για τις βόλτες με τα παιδιά της γειτονιάς στο ίδιο πανηγύρι, χρόνια αργότερα, όταν το όλο θέμα είχε εμπλουτιστεί με ατραξιόν όπως ο γύρος του θανάτου, αν και την επίμαχη στιγμή, αυτή πάντα το έσκαγε με πρόφαση να πάρει σάμαλι ή μαλλί της γριάς, πριν τελειώσει. Άγριο πράγμα ο γύρος του θανάτου. Και ξεκινά τόσο αργά, σχεδόν χορευτικά. Σαν την πρώτη γνωριμία ζευγαριού, πριν στροβιλιστούν στη δίνη του έρωτα. Ή του θανάτου. Αργά και χορευτικά γνωρίστηκαν και ο Πανάγος με την Αγαθή. Δύο άνθρωποι από κόσμους αντίθετους. Μια αέρινη φιγούρα εκείνη, να παίζει με το φως και τις σκιές, τα ματόκλαδά της να λαμπυρίζουν και το απαλό χνούδι στο μάγουλό της να χρυσίζει στον ήλιο. Κι αυτός, βαρύς και γήινος, με δυο χέρια να σφίγγονται στα πλευρά του, μη χυθούν και την αρπάξουν. Μετρήθηκαν με τα μάτια, μια, δυο φορές. Και μετά, αιχμαλωτίστηκαν με αόρατα άγκιστρα που εκτόξευσε ο ένας προς τον άλλο. Άγκιστρα τόσο γερά, που ήταν αδύνατο να χωριστούν δίχως να ματώσουν.

✤    ✤   ✤   ✤

Άγρυπνο το μάτι της Θωμέσας, τίποτα δεν της ξέφευγε, πόσο μάλλον η αλλαγή του Λουκά, τόσο διάφανος ήταν που θα ήταν αδύνατο να μην πάρει είδηση τι ετοιμάζει. Την προηγουμένη της αναχώρησής του λοιπόν τον πήρε απ’ το χέρι και κάθισαν δίπλα-δίπλα στο τζάκι, όπως το συνήθιζαν. Στην αρχή τον κοίταζε μόνο χωρίς να μιλάει. Τα μάτια της μόνο μιλούσαν κι έλεγαν πολλά. Του χάιδεψε το μάγουλο με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, κάτι ανάμεσα σε χάδι και τσιμπιά.
-«Τι είναι πάλι;», τη ρώτησε εκείνος. «Πάλι θα μου πεις πως αδυνάτισα και πρέπει να τρώω;»
-«Όχι, λεβέντη μου. Ξέρεις εσύ. Ξέρεις και πόσο να τρως. Ξέρεις και που να πας.» Και βγάζοντας ένα χρυσό σταυρουδάκι του μακαρίτη του άντρα της, που ποτέ δεν το έβγαζε από πάνω της, του το έβαλε στο χέρι και συνέχισε.
-«Να πας, παιδί μου. Εσύ πάντα για κει ήσουνα και δεν το ‘ξερες. Να πας , μπας κι ανέβουμε κι εμείς λίγο μαζί σου. Να μη σε νοιάξει τίποτα. Και με την ευχή μου».
Έτσι, το άλλο πρωί, ανάλαφρος κι όλο ανυπομονησία, με το χρυσό σταυρό στο λαιμό, τα φιλιά της θείας στα μαλλιά, το χαμόγελο του αδερφού στα μάτια και την ευχή της γιαγιάς στην καρδιά, ξεκίνησε ο Λουκάς για το Άγιο Όρος.

✤    ✤   ✤   ✤

Ποιος ξέρει πότε ακριβώς, προπολεμικά πάντως, ο Γιώργης κι η Μαριώ αποφάσισαν να πάνε σινεμά! Ως τα τότε μόνο ακουστά το είχαν. Άνθρωποι, λένε, μιλάνε και κινούνται, όχι στη σκηνή – σαν κάτι μπουλούκια που είχαν παρακολουθήσει κάποτε στην πλατεία – αλλά πάνω σ’ ένα πανί! Μυστήρια πράγματα!
Πάνε λοιπόν, αρχίζει το έργο και για κακή τους τύχη το τι πιστολίδι είχε δεν περιγράφεται!
Ξεροκατάπιναν και κοίταζαν τους διπλανούς τους με την άκρη του ματιού, τίποτα, ατάραχοι αυτοί. Περνούσε η ώρα, ώσπου σε μια σκηνή ο ήρωας στρέφει την κάνη του όπλου του μπροστά του. Το πλάνο ήταν τέτοιο, που ο θεατής έμπαινε στη θέση του θύματος! Έντρομη η Μαριώ φωνάζει στον άντρα της : «Σκύψε, Γιώργη, θα σου ρίξει!». Θες η τσιρίδα της, θες γιατί φοβόταν κι ο ίδιος, σκύβει απότομα ο έρημος ο Γιώργης και κοπανάει το κούτελο στο μπροστινό του κάθισμα! Φέρνει το χέρι στη ματωμένη πληγή και μονολογεί δραματικά : «Αχ, Μαριώ, με φάγανε!!!».

✤    ✤   ✤   ✤

Προτού τοποθετηθεί στο Μενίδι, ο Τζούλιο είχε πολεμήσει και στην Αλβανία. Εκεί γνώρισε τον πατέρα Φιλάρετο. Κάτω από διαρκή χιονόπτωση και μέσα σε εκκωφαντικούς θορύβους από οβίδες και πολυβόλα. Ο λόχος που ανήκε ο πατήρ Φιλάρετος μόλις είχε καταλάβει ένα ύψωμα και μεταξύ των Ιταλών αιχμαλώτων ήταν και ο Τζούλιο. Ίσως και να μην τον πλησίαζε ποτέ ο ιερέας, αν ο Τζούλιο δεν είχε μια ιδιότητα ξεχωριστή στο δικό του λόχο.
Ήταν ο μάγειρας!
Ο πατήρ Φιλάρετος εκείνη ακριβώς την ημέρα είχε στεναχωρηθεί πολύ, καθώς ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Την επομένη έπρεπε να τελέσει τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Πώς όμως να μεταλάβουν οι στρατιώτες του, αφού δεν υπήρχε ίχνος ψωμί και κρασί; Από την άλλη, η γιορτή ήταν μεγάλη, μεγάλο και το ψυχικό όφελος των στρατιωτών.
Από το αδιέξοδο έμελλε να τον βγάλει ο Τζούλιο. Ο πατήρ Φιλάρετος αναζήτησε το μάγειρα με τη βοήθεια διερμηνέα, μόλις τον βρήκε όμως συνεννοήθηκε αρκετά καλά, μια και ο Τζούλιο μιλούσε λίγα ελληνικά ελέω Ρουθ. Κρασί δεν υπήρχε, δυστυχώς. Λίγο ψωμί κι αυτό κατάξερο.
-«Κάνει αυτό;», ρώτησε ο Τζούλιο δείχνοντας το ψωμί του.
-«Κάνει, πώς δεν κάνει!». Σαν πολυμήχανος Οδυσσέας ο πατήρ Φιλάρετος βρήκε λύση και για το κρασί. Το κονιάκ που κουβαλούσαν οι στρατιώτες για το κρύο ήταν απόσταγμα κρασιού στο κάτω-κάτω! Έτσι μετέλαβαν την άλλη μέρα. Με κονιάκ και ξερή ιταλική κουραμάνα!

✤    ✤   ✤   ✤

-«Καλά, έτσι θα πας;»
-«Γιατί, τι έχω;», ρωτάει απορημένος ο Δημητρός.
-«Εδώ, φίλε μου, είναι Αθήνα, κλινική, γιατροί, νοσοκόμες, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει.
Με το πρώτο παιδί, σπίτι σας ήσασταν με τη μαμή, Κατοχή είχαμε, ούτε λόγος για δώρα και
τέτοια. Τώρα όμως με άδεια χέρια θα πας στη γυναίκα σου; Τι θα πούνε οι άλλοι στο θάλαμο να σε δούνε έτσι;»
Τελείως θολωμένος ο Δημητρός, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του μπήκε στη διαδικασία του «τι θα πει ο κόσμος»!
-«Λες, ε;», ρωτάει ξύνοντας το σβέρκο του. «Και τι να της πάρω; Τρία-τέσσερα κιλά πορτοκάλια, καλά είναι;»
-«Τι πορτοκάλια, μωρέ; Στη γυναίκα σου πας, λουλούδια θα της πάρεις!»
Λουλούδια, λουλούδια! Πήγανε σ’ ένα κοντινό ανθοπωλείο, φορτώθηκε μια ανθοδέσμη- θηρίο ο Δημητρός, μπαίνει στην κλινική, ρωτάει μια νοσοκόμα και μένει εμβρόντητος!
Η Αργυρώ δεν είχε γεννήσει!!! Δεν ήταν η ώρα της ακόμα, λέει, κάτι ψευτοπονάκια που την ξεγέλασαν. Την εξέτασαν και την έστειλαν σπίτι. Είχε φύγει ήδη από την κλινική! Κάνουν τα μπρος-πίσω Νότης και Δημητρός σιωπηλοί. Ώσπου, με το που έστριψαν τη γωνία, γυρνά ο Δημητρός και του φέρνει τα λουλούδια στο κεφάλι του Νότη!
-«Λουλούδια δεν ήθελες; Φαγώθηκες! Πάρτα τώρα και κάντα τουρσί! Παλαβιάρη και κάθομαι και σ’ ακούω! Ενώ, αν είχαμε πάρει τα πορτοκάλια που σου ‘λεγα, τώρα τουλάχιστον θα τα ’χαμε να τα τρώγαμε, να μας έμενε κι η γλύκα!!!

✤    ✤   ✤   ✤

Ο Δημητρός συνόδεψε αμίλητος την αδερφή τους σπίτι, μια και ήταν αργά. Μόλις εκείνη μπήκε μέσα κι η αυλόπορτα έκλεισε πίσω της με το γνωστό της τρίξιμο, ο Δημητρός δε γύρισε αμέσως την πλάτη να φύγει. Στάθηκε μπροστά στο μαντρότοιχο και άπλωσε το χέρι του. Χάιδεψε την αδρή, ασβεστωμένη επιφάνεια, που με τον καιρό είχε γίνει κρουστή, σαν κόρα φρεσκοψημένου ψωμιού. Ανάσανε βαθιά και τράβηξε το χέρι του. Τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει στις άκρες. Τα έφερε κοντά στο πρόσωπό του, τα κοίταξε χωρίς να επιχειρήσει να τα τινάξει. Και τα φίλησε απαλά…

✤    ✤   ✤   ✤

-«Δεν είμαι χήρος», της είπε. «Παντρεμένος είμαι. Απλά η γυναίκα μου λείπει ταξίδι. Θα την
ξαναδώ, όταν θέλει ο Θεός να ταξιδέψω κι εγώ. Αυτό είναι όλο.»

✤    ✤   ✤   ✤

Καθώς έφευγαν η Ελπίδα παρατήρησε κάτι. Ένα ακροκέραμο πεσμένο στο σωρό των κεραμιδιών. Μικρούλα τα έλεγε κουκουβάγιες, λόγω του σχήματός τους. Τώρα, πρώτη φορά το έβλεπε από τόσο κοντά και τόσο καθαρά. Ένα υπέροχο ανθέμιο, σαν αυτά στις αρχαίες επιτύμβιες στήλες. Έσκυψε και το μάζεψε. Το έκρυψε βαθιά στην τσέπη της ζακέτας της χωρίς να πει τίποτα. Και δε σταμάτησε να το κρατάει σφιχτά, όσο χρειάστηκε να απομακρυνθεί. Οι μπουλντόζες ήρθαν και οι βρυχηθμοί τους σε ξεκούφαιναν. Η Ελπίδα προχώρησε προς το πατρικό της κρατώντας το ακροκέραμο. Δε γύρισε το κεφάλι της ούτε μια φορά. Τάχυνε το βήμα της. Το κρύο δυνάμωνε, μα ούτε που το ένιωθε. Απλά βάδιζε γρήγορα, αποφασιστικά, να συναντήσει την πρώτη μέρα της υπέροχης υπόλοιπης ζωής της.
Της ζωής που μόλις άρχιζε…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Σοφία Κατάρα – Ξυλογιαννοπούλου γεννήθηκε στις Αχαρνές.
Ευτύχησε να έχει υπέροχους δασκάλους και έτσι δε δυσκολεύτηκε να επιλέξει επάγγελμα! Από νωρίς, το σχολείο και τα βιβλία υπήρξαν ο φυσικός της χώρος. Μετά από σπουδές στην Αρχαιολογία, βρέθηκε να υπηρετεί ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση . Έχει έτσι τη χαρά να βρίσκεται κοντά στα πράγματα που αγαπά : τα παιδιά και τα βιβλία. Με αγάπη για τη γλώσσα και τη Λογοτεχνία, τριγυρισμένη από προσωπάκια και ιστορίες άξιες να ειπωθούν, ένιωσε κάποτε πως ήρθε η ώρα να συνδυάσει τις μεγάλες της αγάπες γράφοντας βιβλία για παιδιά, συγκεκριμένα εφήβους, αλλά και μεγάλους. Γιατί πιστεύει πως το βιβλίο είναι μια μεγάλη αγκαλιά, ο πιο πιστός φίλος και μια τρυφερή παρηγοριά για όλους μας, ανεξαρτήτως ηλικίας! Στη διάρκεια της συγγραφικής της προσπάθειας ευτύχησε να διακριθεί δύο φορές. Μία για τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας μικρού μήκους «Λέγε με φίλε», στο φεστιβάλ Αρχαίας Ολυμπίας, από το Συνήγορο του Παιδιού, το 2012. Έπειτα, το 2017 στα πρώτα βραβεία ορθόδοξου χριστιανικού παιδικού και εφηβικού βιβλίου, που διοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός «Πειραϊκή Εκκλησία», με το βιβλίο «Ο Άγιος της τελευταίας στιγμής» κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην κατηγορία του ανέκδοτου βιβλίου. 
Κατόπιν, το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική το μυθιστόρημά της για ενήλικες με τίτλο «Ταξίδι στην Ανεμούσα».
 Η μεγαλύτερη χαρά της όμως παραμένει το χαμόγελο των παιδιών, με τα οποία καθημερινά μοιράζεται τον αγώνα της γνώσης!
Η Σοφία Κατάρα - Ξυλογιαννοπούλου είναι παντρεμένη και μητέρα δύο αγοριών.

Κριτική 

Διαβάσαμε :Χάρτινος Πύργος – Εκδόσεις Ελκυστής

Γράφει η Μαρία Μωραϊτη

{...} Ο σεισμός του 1999 σήμανε την αρχή μιας σκοτεινής περιόδου. Η ιστορία του «Χάρτινου Πύργου» ταξιδεύει τους αναγνώστες σε άλλες εποχές, παρουσιάζοντας τις συνθήκες ζωής, τα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και πώς αυτά μπορούν να ανατραπούν από απλούς καθημερινούς ανθρώπους.

Η συγγραφέας αναδεικνύει σημαντικές ανθρώπινες αξίες και θεσμούς, όπως την οικογένεια, τη φιλία, την αγάπη, την ανιδιοτέλεια και την ευγνωμοσύνη. Το βιβλίο γεφυρώνει το χθες και το σήμερα, φέρνοντας στη μνήμη αμέτρητες παιδικές αναμνήσεις. Παρά τις δυσκολίες στο τέλος έρχεται η λύτρωση. Ο άνθρωπος αναγεννιέται από τις στάχτες του. Η ζωή άλλωστε μοιάζει με εκκρεμές που κινείται μεταξύ συναισθημάτων και γεγονότων με ροπή που μεταβάλλεται γρήγορα.

Σε κάθε κεφάλαιο παρουσιάζονται οι ήρωες, τα γεγονότα και οι απαραίτητες για τους αναγνώστες πληροφορίες με μεστό και λιτό λόγο. Η μετάβαση στις διαφορετικές χρονικές περιόδους είναι ομαλή και γραμμική, χωρίς να παρουσιάζει κενά. Η γραφή είναι λιτή και μεστή, χωρίς να κουράζει τους αναγνώστες με περιττές πληροφορίες. Η χρήση καλολογικών στοιχείων προσδίδει ζωντάνια στη διήγηση.

Πολλοί αναγνώστες ενδεχομένως να εντοπίσουν τον εαυτό τους σε κάποιον από τους πρωταγωνιστές, καθώς υπάρχει ποικιλία χαρακτήρων στο βιβλίο, ενώ άλλοι ίσως αναβιώσουν την παιδική τους ηλικία.

Ο Χάρτινος Πύργος είναι γεμάτος αναμνήσεις και συναισθήματα…
Μαρία Μωραϊτη









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου