Μισόβγαινε ἀπ' τὸν ὕπνο ἡ πολιτεία. Τῶν καμπαναριῶν αἰχμὲς
Κοντοὶ σημαιῶν καὶ κάτι πρῶτα πρῶτα τριανταφυλλιὰ
Στοῦ μικροῦ παραθύρου σου — ποὺ ἀκόμη φώταγε — τὸ μαρμαράκι
Ἄ κεῖ μονάχα νὰ 'ταν
Ἕνα κλωνάρι μὲ δαφνόκουκα νὰ σοῦ ἄφηνα γιὰ καλημέρα
Ποὺ τέτοιας νύχτας τὴν ἀγρύπνια πέρασες. Καὶ τὴ γνωρίζω
Πάνω σ' ἄσπρα χαρτιὰ πιὸ δύσβατα κι ἀπ' τοῦ Μεσολογγιοῦ τὶς πλάκες
Ναί. Γιατί σ' εἶχε ἀνάγκη κάποτε τὰ χείλη σου χρύσωσε ὁ Θεὸς
Καὶ τί μυστήριο νὰ μιλᾶς κι οἱ φοῦχτες σου ν' ἀνοίγονται
Ποὺ κι ἡ πέτρα νὰ ποθεῖ ναοῦ νέου να' ναι τὸ ἀγκωνάρι
Καὶ τὸ κοράλλι θάμνους λείους νὰ βγάνει γιὰ ν' ἀπομιμηθεῖ τὸ στέρνο σου
Ὄμορφο πρόσωπο! Καμένο στῆς λαλιᾶς ποὺ πρωτάκουσες τὴν
ἀντηλιὰ καὶ ἀνεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πρώτη
Σὲ μιὰ γῆ μπλέ τῆς βιολέτας μ' ἄγριες χαῖτες τρικυμίας
Ὄστρακα κι ἄλλα τοῦ ἥλιου εὑρήματα νὰ γυαλίζει καταγίνονταν
Ὡσὰν τὰ ἐκμαγεῖα τοῦ νοῦ σου νὰ μὴν εἶχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη ἀπ' ὅλες τοῦ θυμοῦ τῶν θεῶν τὶς ἀστραψιὲς
Ἤ γιὰ λίγο νὰ μὴν εἶχε ἀπὸ δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει τὸ Ἀκοίταχτο!
Ἀλλ' ὁ λέων περνάει σὰν ἥλιος. Οἱ ἄνθρωποι μόνο ἱππεύουν
Κι ἄλλοι πεζοὶ πᾶνε• ὥσπου μέσα στὶς νύχτες χάνονται. Παρόμοια
Κεῖνα ποὺ σκυφτὸς ἐπάνω στὸ γραφεῖο μου ζητοῦσα νὰ διασώσω ἀλλ' Ἀδύνατον. Πῶς ἀλλιῶς. Ποὺ καὶ μόνο ἡ σκέψη σου γινωμένη ἀπὸ
καιρὸ οὐρανὸς
Καὶ μόνο ἡ σκέψη σου μοῦ 'κάψε ὅλα τὰ χειρόγραφα
Καὶ μιὰ χαρὰ ποὺ ἡ δεύτερη ψυχή μου
Πῆρε σκοτώνοντας τήν πρώτη, κίνησε μὲ τὰ κύματα νὰ φεύγει
Ὁ ἄγνωστος ποὺ ὑπῆρξα πάλι ὁ ἄγνωστος νὰ γίνω
Φοβερὰ μαλώνοντας οἱ ἄνεμοι
Ἐνῶ τοῦ ἥλιου ἡ λόγχη πάνω στὸ σφουγγαρισμένο πάτωμα ὅπου
Σφάδᾳζα
μ' ἀποτελείωνε.
Ἀπὸ: «Τὰ
ἐλεγεῖα
τῆς
Ὀξώπετρας»
Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/solomos/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου