Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (28 Σεπτεμβρίου 1893 – 21 Ιανουαρίου 1984)

Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αίγιο και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής.
Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουμερλής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.
 (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Στάδιον δόξης 

(συλλογή Εαυτούληδες 1950)



Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα 

οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα , 
κάθε μια της ζωής-μου ήταν κει στραβομάρα, 
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη 
(με καμπούρες κι αλλήθωροι με στραβή άλλα αρίδα). 
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν χαχόλοι 
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ μου φωνάξανε τη Χαλκίδα την είδες 
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις; 
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου όλοι εμείς φασουλήδες, 
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία 
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει. 
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία, 
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία 
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι 
μεταξύ-τους για ρόλους-των κάθε μια-μου αηδία, 
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες), 
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις 
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει 
(αχ, κι η πρόγκα τι δόξα-μου!.,. σ' ουρανούς θα με σύρει) 
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη 
σαν από τεμπεσίρι...



Χορός συρτός

Κάλλιο χορευταράς νά' μουνα πέρι 
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια~ 
θά' σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι, 
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους 
θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα 
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους, 
που θά' ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη, 
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι, 
κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι, 
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε! 
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια, 
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε- 
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και, σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία, 
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα, 
μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία, 
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...



Φαντασία 

Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί 
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη, 
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί 
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει. 

Kαι νάν σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά 
γι άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, 
κι αυτός ο άνεμος τρελλά, τρελλά να μας σκουντά 
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων. 

Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός 
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει 
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός : 
όξ απ τον κύκλο των νερών στα χάη. 

Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί 
πέρ από τόπους και καιρούς έως ότου φως μου 
καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν η κορδέλλα η φανταιζί, 
βγούμε απ την τρικυμία αυτού του κόσμου 



ΧΑΛΚΙΔΑ 
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος 
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη! 
νά μήν ξέρω άν είμαι μέσα στήν ασβόλη 
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε είπα ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, 
ώ Χαλκίδα πόλη (έλεγα) καί φέτος 
ήμουν στ' όνειρό μου είδα Περικλέτος, 
πάλι Περικλέτος ήμουν είδα?

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι 
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, 
Ως θερία, ως δέντρα αναγλυμένοι ως ψάρια 
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου 

κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα, 
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα 
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου. 
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο 
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα: 
ʼχ, νεκρόν στό χώμα νά φωνάζεις είδα 
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .


Σπασμένο καράβι

Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθιά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω

Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι

Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι



Ο γλάρος 

Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις- πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά, 
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο. 

Πηγαίνεις σύ ... Εγώ έκπεσµένο αλαργινό 
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι- και πονώ- 
µια καµαρούλα- αδέλφι µου υψωμένο. 

Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά 
στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου. 

Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου - πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς 
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο ...


ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά

απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,

κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά

κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,

αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι

και θα μυρίζει ήλιο και βροχή

και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,

στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,

και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ

χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"

που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει

καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά

προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·

κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -

μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή

κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,

που άκουγα διπλά τα βήματα μου!

Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;

κι εσύ κοντά μου . . .




Η Κυρά μου η τρέλα...
(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...

Εαυτούληδες
(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια..
.





ΠΗΓΗ http://www.mikrosapoplous.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου