Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Ζήσης Σκάρος (1917 - 8 Μαρτίου 1997)

Ο Ζήσης Σκάρος με τη γυναίκα του την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας ( 1944)

Ο Ζήσης Σκάρος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Απόστολου Ζήση) γεννήθηκε στα Κανάλια της Καρδίτσας από φτωχική οικογένεια και είχε πέντε μεγαλύτερα αδερφούς και μια αδερφή. Το 1929 γράφτηκε στο Γυμνάσιο Καρδίτσας όπου πρωτοστάτησε σε μαθητικές εξεγέρσεις και απεργίες, με αποτέλεσμα να αποβληθεί το 1933 από όλα τα σχολεία της Ελλάδας με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας. Τελικά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο μετά από εξετάσεις σε επιτροπή καθηγητών το 1936. Περιπετειώδη ήταν και τα νεανικά του χρόνια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά διώχτηκε για την παράνομη πολιτική δράση του και το 1937 καταδικάστηκε σε οκτάμηνη κάθειρξη, την οποία εξέτισε αρχικά στην Καρδίτσα και στη συνέχεια στη Λάρισα. Το 1938 γράφτηκε στο οικονομικό τμήμα της Νομικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών και στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Το 1941 μετά από διακοπή της αναβολής του στρατεύτηκε στη διλοχία σπουδαστών της Λαμίας. Η γερμανική εισβολή στάθηκε αιτία της απόλυσης όλων των φαντάρων της διλοχίας πριν την ολοκλήρωση της θητείας τους με επ’ αόριστον ανδρεία. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1942) στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο. Το 1943 διορίστηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, θέση από την οποία διώχτηκε λόγω πολιτικών φρονημάτων, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τους γερμανούς. Το τέλος της κατοχής τον βρήκε στη φυλακή του σανατορίου Σωτηρία, από όπου τον συνέλαβαν οι Άγγλοι και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο στο Γουδί ως τη συμφωνία της Βάρκιζας. Από το 1946 και ως το 1967 - οπότε διώχτηκε από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου-, εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Την περίοδο εκείνη παρακολούθησε μαθήματα στο αγγλικό ινστιτούτο της Αθήνας και ταξίδεψε σε χώρες της κεντρικής Ευρώπη. Μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου απαγορεύτηκαν από το καθεστώς και ο Σκάρος κατέφυγε στη Ρώμα. Εκεί έμεινε ως το 1970 και ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση, από το 1969 από τη θέση του κεντρικού συμβούλου των ελληνικών αντιδικτατορικών επιτροπών του εξωτερικού. Από το 1970 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του Αφροδίτη Σαμαρά στις Βρυξέλλες, όπου εργάστηκε ως μεταφραστής στα πλαίσια του ελληνόγλωσσου περιοδικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά τη μεταπολίτευση, επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια η οποία του είχε αφαιρεθεί κατά την απουσία του και συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο Οικονομικών ως τη συνταξιοδότησή του το 1980, χρονιά κατά την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας για την τριλογία του Οι ρίζες του ποταμού. Το 1977 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, θέση που διατήρησε ως το 1982. Το 1981 πήρε μέρος στο 7ο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων. Τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της πόλης της Καρδίτσας για την αγωνιστική και λογοτεχνική προσφορά του (1981), το μετάλλιο της αντιφασιστικής νίκης από το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. (1985), το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Τ.Τρανούλη για το έργο του Ο σημερινός κόσμος (1987), με τιμητική πλακέτα για τη λογοτεχνική του προσφορά από το Σύλλογο των απανταχού Καρδιτσιωτών (1988) και από το 4ο Αντάμωμα των Αγραφιώτικων Χωριών (1991) και από τη λέσχη γυναικών Καρδίτσας (1995). Πέθανε στην Αθήνα. Στη λογοτεχνία ο Σκάρος πρωτοεμφανίστηκε το 1937 με τη δημοσίευση του διηγήματος Το αέρι του θανάτου στο περιοδικό Νέος λενινιστής. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε τη νουβέλα Οι δυνατοί. Το έργο του τοποθετείται χρονικά στα πλαίσια της ελληνικής πεζογραφίας του μεσοπολέμου, ενώ υφολογικά στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι ο σταθερός ιδεολογικός προσανατολισμός του, στα πλαίσια του οποίου κινήθηκε, με αξιοσημείωτη ικανότητα στο συνδυασμό αυτοβιογραφικών, ιστορικών και πλασματικών στοιχείων που προσδίδει στη γραφή του την αναγκαία δυναμική για αναγωγή του μερικού στο γενικό, με σαφή διδακτικό στόχο.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Αργώ. Αθήνα, 1942.
• Το φλογισμένο βουνό. Αθήνα, 1954 (και έκδοση β΄ συμπληρωμένη στις Βρυξέλλες, 1971).

ΙΙ.Πεζογραφία
• Οι δυνατοί. Αθήνα, 1938 (και έκδοση β΄ συμπληρωμένη με τίτλο Τα γεράκια της Πίνδου, 1953).
• Ναθαναήλ Μαρκός. Αθήνα, 1943.
• Οι κλούβες. Αθήνα, 1945 (και έκδοση στο εξωτερικό από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις το 1961).
• Χαραυγή. Αθήνα, 1950 (= β΄ έκδοση συμπληρωμένη του Ναθαναήλ Μαρκός).
• Ανοιχτοί ουρανοί. Αθήνα, 1957.
• Οι ρίζες του ποταμούΑ΄ · Ραγιάδες και κολήγοι. Αθήνα, 20ος αιώνας, 1960.
• Το κορίτσι με το σαντούρι. Αθήνα, Μέλισσα, 1963.
• Οι ρίζες του ποταμούΒ΄ · Αστοί και εργάτες. Αθήνα, Δωρικός, 1966.
• Τρεις νουβέλες: Οι δυνατοί – Ο νόμος – Μια πολύ πενιχρή εποχή. Αθήνα, Δωρικός, 1975.
• Ο κόσμος των ελπίδων. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1976.
• Οι ρίζες του ποταμούΓ΄ · Αντίσταση και πόλεμος. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1980.
• Η τιμωρία· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1982.
• Ο σημερινός κόσμος· Μυθιστόρημα· Εισαγωγή Μιχ.Μερακλής. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983.
• Αλλαγή συνθηκών. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991.
• Η συμμορία των αθώων. Αθήνα, Δωρικός, 1991.
• Φωκίων · σχέδιο για μυθιστόρημα · Εισαγωγή Μ.Γ.Μερακλής. Αθήνα, Εκκρεμές, 1997.

ΙΙΙ. Ταξιδιωτικά κείμενα
• Το ταξίδι της φιλίας. Αθήνα, 1956.

ΙV. Θέατρο
• Ανάψτε τα φώτα. Αθήνα, 1966.

V. Άρθρα
• Εκατόν πενήντα χρόνια αγώνων για τη λευτεριά και τη δημοκρατία. Αθήνα, 1972 (και αγγλική μετάφραση με τίτλο The cry of the Greek people από τις εκδόσεις Nouvelles Frontieres).
• Ζητήματα τέχνης. Αθήνα, Σοκόλης, 1983.

VΙ. Παιδική λογοτεχνία
• Για ένα λουλούδι. Αθήνα, Μόκας-Μορφωτική, 1988.

VΙΙ. Ανθολογήσεις
• Ψηφίδες. Διηγήματα. Εισαγωγή Μ.Γ.Μερακλή. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1981.

VII. Μεταφράσεις
• Luigi da Porto, Ιουλιέτα και Ρωμαίος. Αθήνα, Διάττων, 1988. 1. Για πληρέστερα εργογραφικά στοιχεία για το Ζήση Σκάρο βλ. Μερακλής Μ.Γ., «Εργο-βιο-γραφικό χρονολόγιο», Σκάρος Ζήσης, Φωκίων · σχέδιο για μυθιστόρημα · Εισαγωγή Μ.Γ.Μερακλής, σ.111-118. Αθήνα, Εκκρεμές, 1997.


ΚΕΙΜΕΝΑ

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Σε ένα γράμμα του στο γραμματέα του και φιλόλογο Έκκερμαν το 1827 ο Γκαίτε έγραφε: “Μελέτησα τη φύση επιστημονικά σε όλες τις λεπτομέρειές της έτσι, που όταν έχω ανάγκη από μια εικόνα, σαν ποιητής, τη χρησιμοποιώ, χωρίς να παραποιώ την αλήθεια”.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως για να γίνει, κανένας καλός ποιητής πρέπει πρώτα να είναι καλός επιστήμονας. Υποδηλώνει όμως το μεγάλο ρόλο που παίζει η γνώση στην τέχνη. Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί έχουν επίγνωση του ρόλου της αυτού και όχι μόνο δεν τον επέρριπταν, μα φρόντιζαν να πλουτίσουν τις εμπειρίες τους και με επιστημονικές γνώσεις. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος και σύγχρονα ένας μεγάλος επιστήμονας. Ο Τολστόι ασχολήθηκε και επιστημονικά με την τέχνη, ανέπτυξε δικές του παιδαγωγικές θεωρείες, ενώ ο Σαίξπηρ θα πρέπει να ήταν βαθύς γνώστης της ρωμαικής ιστορίας για να δανειστεί από αυτή τόσα πρόσωπα για το έγο του.
Στις τραγωδίες του ΑΙσχύλου νομίζεις πως δεν είναι άνθρωποι αυτοί που κινούνται στη σκηνή, μα ιδέες, μεγάλες γνώμες και διάνοιες. “Ανάγκη μεγάλων γνωμών και διανοιών ίσα και τα ρήματα τίκτειν”, λέει ο Αριστοφάνης για το ύφος του Αισχύλου. Το ίδιο και στο έργο του Γκαίτε δεν μπορείς να καταλάβεις πού τελειώνει η φιλοσοφική σκέψη κι από πού αρχίζει η συγκίνηση, γιατί και τα δυο είναι τόσο αριστοτεχνικά δεμένα, όσο χρειάζεται για να αποτελέσουν ποίηση.
Βεβαια, σε ένα λογοτεχνικό έργο ή σ΄έναν πίνακα ζωγραφικής δεν θα περίμενε κανείς να διαβάσει όλους τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Αν ήταν έτσι, δεν θα μιλούσαμε για λογοτέχνες ή ζωγράφους αλλά για κοινωνιολόγους. Στίχους έγραφε και ο Εμπεδοκλής, αλλά “Ουδέν κοινόν έστιν Ομήρω και Εμπεδοκλεί, πλην το μέτρον δια τον μεν ποιητήν δίκαιον καλείν, τον δε φυσιολόγον μάλλον ή ποιητήν” (Αριστοτέλης “Περί ποιητικής”).
Ωστόσο και ο συγκεκριμένος λογοτέχνης και ο συγκεκριμένος ζωγράφος είναι πριν απ΄όλα άνθρωποι. Ζουν μέσα σ΄ανθρώπινη κοινωνία και δε΄χονται τις επιδράσεις της, συγκινούνται και συλλογίζονται. Από την “Ανθρώπινη Κωμωδία” του Μπαλζάκ γράφει σ΄ένα γράμμα του ο Ενγκελς “έμαθα και πληροφορήθηκα πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να μου πουν οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι και οι επαγγελματίες στατιστικοί εκείνης της εποχής”.
Η γνώση στην τέχνη και όταν ακόμη δεν έχει ως αφετηρία την επιστημονική σκέψη, εμφανίζεται είτε ως ιδιότητα “κοινού ειδήμονα” είτε ως εμπειρία, όπβς συμβαίνει στη λαική τέχνη, που απ΄αυτή την άποψη δεν είναι παρά συγκινησιακή πείρα ζωής. Αυτά τα δύο, η γνώση και η συγκίνηση, αποτελούν συστατικά στοιχεία της τέχνης και δεν είναι δυνατό να χωριστούν. Κατά τον Αριστοτέλη, “δια γαρ τούτο χαίρουσι (οι άνθρωποι) τας εικόνας, ότι συμβαίνει θεωρούντας μανθάνειν και συλλογίζεσθαι το έκαστον”. Άλλη συγκίνηση θα νιωσουμε μπροστά σ΄έναν σκοτωμένο, όταν ξέρουμε πως αυτός ήταν ήρωας απελευθερωτικού αγώνα και άλλη, όταν ξέρουμε πως ήταν μια εγκληματική φυσιογνωμία απ΄τα διοικητικά τάγματα του κατακτητή, Το ίδιο συμβαίνει και με τη βροχή. όταν στη μια περίπτωση αυτή είναι ευλογία για τα σπαρτά, ενώ στην άλλη η καταστροφή τους.
Η αισθητική αξιολόγηση ενός φυσικού φαινομένου εξαρτάται από τις σχέσεις ζωής που έρχεται αυτό το φαινόμενο με τον άνθρωπο. Άλλες οι σχέσεις ζωής ενός καταρράχτη με τον άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να δαμάσει την ορμή του και άλλες όταν απόκτησε τη δυνατότητα να κατασκευάσει εκεί έναν υδροηλεκτρικό σταθμό.
Γνώση στην τέχνη, σημαίνει αισθητική αποκάλυψη της αλήθειας. Και λέμε αισθητική, γιατί είναι διαφορετιή από εκείνη της επιστήμης, Η τέχνη δεν έχει την ευχέρεια της μαθηματικής απόδειξης ούτε από τη φύση της (εφόσον δεν είναι αλγεβρικός λογισμός) ούτε από τη λειτουργία της (εφόσον περιγράφει και περιττές για την επιστημονική διατύπωση καταστάσεις). Έχει κάτι πιο προσιτό. Με μεταφορές ή συμβολισμούς, αλλά και προπαντώς με κατάλληλη χρησιμοποίηση της αστείρευτης ποικιλίας της γλώσσας κάνει τον αναγνώστη ή θεατή να βιώνει, να ζει κι ό ίδιος αυτό που παρουσιάζει. Το έργο της γίνεται κάτι το ζωντανό, ένα τυπικό κομμάτι από την πολύμορφη ζωή που μας περιβάλλει, χωρίς να είναι απλή αντιγραφή ή στεγνή ανάλυση χημικού εργαστηρίου, όπως απαιτεί η απιστήμη.
Για να το πετύχει αυτό ο καλλιτέχνης, για να εξυψώσει το έργο του σε ζωντανό κομμάτι ζωής, είναι απαραίτητο να μην ξεριζώσει το αντικείμενο του θεάματός του από την πραγματικότητα, μα να το δει μέσα στην ιστορικότητά του, να το συχετίσει με τον περίγυρό του και να εκτιμήσει σωστά το ρόλο του στη ζωή. Μόνο έτσι από δικό τους ερέθισμα καλλιτεχνικής δημιουργίας θα το μετατρέψει σε ερέθισμα αισθητικής συγκίνησης για τους άλλους.
Κάθε έργο τέχνης έχει τη δική του προσωπικότητα. Τα έργα τέχνης είναι σαν τα δαχτυλικά αποτυπώματα, μπορεί να μοιάζουν, να έχουν μεταξύ τους ίση αξία, μα δεν ταυτίζονται. Η γνώση (όπως και η καλλιτεχνική ευαισθησία) ποικίλλει και ποτέ δεν είναι πλήρης σε απόλυτη έννοια. Πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν τον Όμηρο ή το Σοφοκλή, μα μια είναι η “ΟΔΥΣΣΕΙΑ” κι ένας ο “ΟΙΔΙΠΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ”, δεν αναπαράγονται.
Σήμερα μάλιστα, στην εποχή της επιστημονικής επανάστασης που κατά την ποιητική έκφραση του Τεύκρου Ανθία “έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι”. πλάτυναν τόσο οι ορίζοντες της ανθρώπινης σκέψης, που απαιτούν νέα στάση του ανθρωπου απέναντι στη ζωή.
Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν βρέθηκε με τόσα ερωτηματικά μπροστά στα ίδια του τα δημιουργήματα. Για πρώτη φορά σημερα το πρόβλημα της ύπαρξής του όχι σαν ατόμου, μα σαν είδιους στο ζωικό βασίλειο μπαίνει τόσα άμεσα και καθαρά μπροστά του, εξαιτίας όχι κάποιας άγνωστης και υπερφυσικής δύναμης, αλλά του ίδιου του εαυτού του. Κι εδώ, στον άνθρωπο, μιας και δικό του δημιουργημα είναι το πρόβλημα, εναποθέτουνται όλες οι ελπίδες. Ο άνθρωπος είναι ανάγκη να γίνει ανθρωπινότερος.
Αυτόν τον ανθρωπιστικό ρόλο έρχεται να παίξει η τεχνη, σαν κοινωνική αναγκαιότητα. Γέννημα της κοινωνικής πραγμαατικότητας, η Τέχνη παίρνει τα χαρακτηριστικά της, αλλά σύγχρονα μετατρέπεται και σε μια από της κύριες δυνάμεις της. Όταν ανταποκρίνεται στην ιστορική της αποστολή, που είναι συνυφασμένη με τον αγώνα της ζωής, συμπορεύεται με τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που συντελούν στην πρόοδο και στην όλο και μεγαλύτερη εξανθρώπιση του ανθρώπου. Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου δεν έχει τέλος.


Ο ΛΥΚΟΣ ΔΕ ΔΙΑΛΕΓΕΙ

Είχε στο στόμα ένα κουκούτσι ελιάς και το κλωθογύριζε. Όπως ήταν ξαπλωμένος στο πατάρι, με τις πλάτες στον τοίχο, το πουκάμισό του χυνόταν κάτω απ’ την ξέσφιγγη ζώνη του πανταλονιού του βαθουλώνοντας ανάμεσα στα λαγγόνια, σα σε μια άδεια λεκάνη. Το τραγανάδι των αυτιών του φέγγιζε και μπροστά στο λαιμό του ξεχώριζε στηλωμένο ένα καρελωτό σφοντύλι, λες και κείνο κρατούσε ψηλά το κεφάλι του. Άσαρκο το πρόσωπό του κι αναιμικό μήτε μια γκριμάτσα δεν έκανε. Είχε πολύ φυράνει για να μπορεί να ζαρώνει. Δεν ήταν παρά ένα κέρινο ομοίωμα κρανίου, με δυο γυάλινα μάτια, που κοίταζαν στο βάθος, δίχως να βλέπουν. Κάποια υπόνοια ζωής έδιναν μονάχα οι μασέλες του, που σάλευαν δαγκώνοντας τα πανιασμένα μάγουλά του, όταν βύζαινε το λιοκούκουτσο.

Ένας βόγκος ακουγόταν κάθε λίγο κάτω απ’ το πατάρι.

- Ώχου, μανούλα μου!

- Πονάει, φαίνεται, ο καημένος ο Ρόβας. Γιατί τον χτύπησαν, είδες;

- Βρήκε στο διάδρομο μια λεμονόκουπα και δεν πρόφτασε να την κρύψει.

- Εσύ τα κατάφερες με το κουκούτσι ...

- Το πάτησα και σφηνώθηκε στα δάχτυλά μου. Ό,τι το είχαν πετάξει. Ήταν νωπό ακόμα.

- Και δε σιχαίνεσαι να γλείφεις τα σάλια εκεινού του λυσσασμένου εσντέ!

Ο Δημοράγκας έπιασε στο χέρι του το λιοκούκουτσο, το κοίταξε και το ’χωσε πάλι στο στόμα.

- Δεν πρέπει ν’ αφήνεστε έτσι, λέει ο Λάιος. Στο πρόσωπό μας οι ναζήδες θέλουν να ταπεινώσουν έναν ολόκληρο λαό.

Στο θάλαμο 11 του μπλοκ 15 ήμασταν στοιβαγμένοι εκείνες τις μέρες πάνω από πενήντα άνθρωποι. Για να χωράμε είχαν στήσει γύρω στους τοίχους πατάρια. Τα καμιόνια κουβαλούσαν συνέχεια. Έφερναν, έπαιρναν, κρεμούσαν, - ο αριθμός των κρατουμένων δεν κατέβηκε ποτέ κάτω απ’ τους 30. Όσοι ήταν απ’ τους παλιότερους φάνταζαν ίδιοι κινούμενοι σκελετοί. Αποθήκη ανθρώπων είχε βαφτίσει κάποιος το μπλοκ 15. Κι ένας άλλος διόρθωσε: αποθήκη φαντασμάτων.

Το μπλοκ 15 στο στρατόπεδο του Χαιδαριού ήταν το χτίριο της απομόνωσης. Επικοινωνία δεν επιτρεπόταν με τον έξω κόσμο, δεν παίρναμε δέματα, ούτε και αγγαρείες κάναμε. Μέρα παρά μέρα μας έβγαζαν ένα τέταρτο της ώρας να περπατήσουμε στον κύκλο, μπροστά στο χτίριο. Το συσσίτιο ήταν πολύ λειψό. Μια φετίτσα ψωμί μάς έδιναν το μεσημέρι που αργότερα κόπηκε κι αυτή, κι ένα πιάτο μπιζελόζουμο ή αλατισμένο σκουμπρί. Νερό μια φορά τη βδομάδα: για τον καθένα ένα κυπελάκι, όπου συχνά έπλεαν μικρά κόκκινα σκουλήκια σαν τρίχες. Γι’ αυτό πάντα προτιμούσαμε τη σούπα. Το σκουμπρί άναβε μέσα μας.

Πολλοί, για να ξεγελάνε τα δυο φοβερά στοιχειά της δίψας και της πείνας, άρπαζαν από κάτω, στον κύκλο, καμιά λεμονόφλουδα ή κάνα λιοκούκουτσο, που πετούσαν οι δεσμοφύλακες, και τα γλείφανε. Μα κάθε τέτοια απόπειρα μπορούσε να στοιχίσει δέκα βουρδουλιές με το σύρμα.

Μη νομίσετε πως όλα τούτα γίνονται απρογραμμάτιστα, συνέχισε ο Λάιος· οι ναζήδες ξέρουν πως ο άνθρωπος κι ως τις τελευταίες του στιγμές μπορεί να παλεύει με τα μέσα της ψυχής και της θέλησης. Όσο πλησιάζει το τέλος του τόσο αιστάνονται την ανάγκη να φαίνονται νικητές και πάνε να σπάσουν το ηθικό μας. Ο σκοπός τους μένει πάντα ο ίδιος, χωρίς εξαίρεση. Είναι σαν το λύκο που αίμα θέλει μονάχα, δε διαλέγει.

Ο Δημοράγκας σα να είχε ξεχαστεί με το κουκούτσι στο στόμα, ανατρόχιζε αργά τις μασέλες του κι άκουγε, χωρίς ν’ αποκρίνεται. Από κάτω εξακολουθούσε ο βόγκος του Ρόβα.

- Ωχ, μανούλα μου!

Έκανε ζέστη κι ο θάλαμος μύριζε ξυνίλα κι ανθρώπινο χνώτο. Είχαν φύγει απ’ το στρατόπεδο τα πρωινά συνεργεία, που δούλευαν στα καταναγκαστικά έργα, μα δεν ήταν αργά. Είχαμε γυρίσει απ’ τα ουρητήρια και περιμέναμε – ήταν η σειρά μας – να μας βγάλουν στον κύκλο για το «σπαστίρεν», όπως έλεγαν στη γλώσσα τους οι ναζήδες τον περίπατο. Άνοιξε σε λίγο η πόρτα και μπήκε μέσα ένας κρατούμενος, που έκανε τον καθαριστή. Τέτοιους καθαριστές έβγαζε κι απ’ άλλους θαλάμους στο μπλοκ 15 η φρουρά.

Η πόρτα ξανάκλεισε. Δεν ήταν για «σπαστίρεν». Όμως ο καθαριστής κάποια καλή είδηση, φαίνεται, είχε φέρει. Από κάτω γινόταν σούσουρο. Έφτυσε το κουκούτσι ο Δημοράγκας κι έγειρε το κεφάλι του κάτω απ’ το πατάρι.

- Τι λέει;

- Θα μας βγάλουν στο βουνό!

Ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει αυτό στην απομόνωση. Μ’ όλο που όλοι ήξεραν πως οι αγγαρείες ήταν εξαντλητικές και τα εσντέ στέκονταν αδιάκοπα με το βούρδουλα πάνω απ’ το κεφάλι σου, η λαχτάρα ν’ ανασάνουμε καθαρόν αέρα και να νιώσουμε το μάτι μας ανέμποδο να πετάει στον ορίζοντα, σκέπασε κάθε άλλη σκέψη. Την πνιγερή ως τότε σιωπή την έδιωξε ένας χαρούμενος ψίθυρος που γέμιζε όλο το θάλαμο.

- Ανέβηκες καμιά φορά πρωί σε βουνό; γυρίζει και μου λέει ο Δημοράγκας. Δε χορταίνεις να κοιτάς! Είμαι από ’να χωριό της Πίνδου, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κορφές. Απ’ τη μια βλέπεις κάτω ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο, κι αν είναι καθαρός ο ουρανός μπορείς να δεις ως πέρα στη θάλασσα. Εγώ δεν την είδα, μα όσοι βρέθηκαν τέτοια ώρα εκεί έτσι λεν.

- Κι εγώ έχω ακούσει γι’ αυτή τη βουνοκορφή. Είναι κάπου πάνω στον Ασπροπόταμο.

- Πήγες στον Ασπροπόταμο;

- Πέρασα. Όμως έχω πάει σ’ αρκετά μέρη της Πίνδου.

- Α, εκεί ήθελα να σ’ έχω... Να δεις πηγές που να μην αντέχεις απ’ το κρύο ούτε ως τα τρία να κρατήσεις το δάχτυλό σου στο νερό. Δε χρειάζεται να ’χεις παρά ψωμοτύρι και ντομάτα.

Ο Λάιος άκουγε χαμογελώντας.

- Θα μάς καλέσεις, ρε Δημοράγκα, άμα βγούμε, να ‘ρθουμε να δούμε το χωριό σου;

- Και βέβαια! Θα συνεννοηθούμε να πάμε να μείνουμε μερικές μέρες κατά το δεκαπενταύγουστο, όταν γίνουνται τα σταφύλια και τα σύκα.

Βρόντησε ανοίγοντας η πόρτα στον τοίχο και πρόσταξε ο δεσμοφύλακας κουνώντας το βούρδουλα.

- Ράους! Άλε ράους (όλοι έξω)!

Βγήκαμε στο προαύλιο και κάναμε δυάδες. Οι σκοποί με τα ταχυβόλα τους στον ώμο μάς έβαλαν στη μέση.

- Ζίγγε (τραγούδι)! έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουμε ο επικεφαλής.

Είχαμε συνηθίσει να φοβόμαστε και την ίδια μας τη φωνή. Μα η ελπίδα του λεύτερου αέρα του βουνού μάς έδωσε το κουράγιο ν’ αρχίσουμε το πιο αστείο τραγουδάκι, από κείνα π’ ακούγαμε κάθε πρωί, σαν τα εξωτερικά συνεργεία ξεκινούσαν για τις αγγαρείες.

Θα σου χτί – θα σου χτίσω ένα σπίτι
γύρω με – ρία, ρία, ρο,
γύρω με σκαλώματα.

Βγήκαμε απ’ τη δυτική πύλη και στρίψαμε δεξιά, πλάι στον τοίχο. Λίγα μέτρα πιο πάνω απ’ το στρατόπεδο ανεβήκαμε σ’ ένα λόφο και μας σταμάτησαν στην κορφή. Η φρουρά έπιασε τις άκρες και ο επικεφαλής κάτι είπε χειρονομώντας.

- Από εδώ, εξήγησε ένας κρατούμενος, θα παίρνουμε τα πετραδάκια που βρίσκουμε και θα τα πετάμε πέρα, μακριά!

Δε μας φάνηκε δύσκολη δουλειά. Σαν τον άρρωστο που ύστερα από μακρόχρονη κατάκλιση πρωτοβγαίνει στο ύπαιθρο, χαιρόμασταν τον περίπατο, την άπλα του ορίζοντα, την κάθε μας κίνηση. Μα όσο περνούσε η ώρα δίχως καμιά αλλαγή, καμιά ανάπαυλα, με τη δίψα μέσα μας να σκάβει και τον ήλιο κατακούτελα τόσο η εξάντληση γινόταν αισθητή και το κορμί παραλούσε.

Ο λόφος ήταν μια πετρωτή ράχη, γεμάτη χαλίκι και βράχια, που κι ολόκληρο το στρατόπεδο να κουβαλιόταν εκεί, κοντά χίλιοι άνθρωποι, δε θα προλάβαινε σε μια μέρα να το καθαρίσει. Γύρω μας ούτ’ ένα δεντράκι ούτ’ ένα πράσινο φύλλο. Θυμάρι μονάχα έβλεπες να φυτρώνει πού και πού, ανάμεσα απ’ τις πέτρες ή από καμιά σχιματιά βράχου. Ο ήλιος είχε ανεβεί αρκετά κι η τυφλωτική του λάμψη σκορπούσε πυρωμένη, σκεπάζοντας την Αθήνα με μια φασματική άχνα που σε θάμπωνε. Στέγνωσε το σάλιο μας κι ο λαιμός έκαιγε. Δυο τρεις δοκίμασαν να καθίσουν. Έτρεξαν γαυγίζοντας οι σκοποί και τους μαστίγωσαν.

- Προσέξτε! Απαγορεύετε να κάθεστε! ακούστηκε μια φωνή.

Μερικοί είχαν βγάλει τα πουκάμισά τους και τα κάτασπρα κορμιά τους κοκκίνισαν σαν καψαλισμένα.

- Μια παλάμη χλόη, μωρέ, ας ήταν κάπου να πέσω να βοσκήσω... ψιθύρισε ο Δημοράγκας.

Πιο πέρα είδα το Λάιο να ξεριζώνει μια τούφα θυμάρι και να τη βάζει στο κεφάλι του. Ένιωθα δυνατό πόνο στα μηλίγγια και θέλησα να κάνω το ίδιο. Μα ένα εσντέ πλησίασε το Λάιο και του ‘δωσε μια βουρδουλιά στο πρόσωπο.

Κόντευε πια μεσημέρι. Ο καθένας έσκυβε με κόπο – είχαμε κοψομεσιαστεί στο ίδιο πάντα σκύψε σήκω – έπιανε μια πέτρα και την έριχνε αδιάφορα πίσω του. Δε χρειαζόταν παρά ένα ελαφρό αεράκι για να μας γκρεμίσει κάτω. Ένας κιόλας έπεσε από μόνος του. Τον σήκωσαν οι διπλανοί του κι ο επικεφαλής της φρουράς πρόσταξε να τον μεταφέρουν στο στρατόπεδο στέλνοντας κοντά τους κι ένα σκοπό. Εμάς τους άλλους μάς κατέβασαν στα ριζά κι είπαν, τις πέτρες που είχαμε πετάξει να τις πάρουμε και να τις ρίξουμε πάλι στην κορφή.

Το δεύτερο τούτο πλάνο θα βάσταξε πάνω από μια ώρα. Κι όταν άρχισαν να πέφτουν κι άλλοι από ηλίαση, μάς έβαλαν στη γραμμή να γυρίσουμε στο στρατόπεδο. Το τραγούδι, φαίνεται, ήταν στο πρόγραμμα.

- Ζίγγε! ούρλιαξε ο επικεφαλής βλέποντάς μας να περπατάμε μουγγοί και τρεκλίζοντας. Ζίγγε! ξαναφώναξε και με κλωτσιές και χειρονομίες μάς έδωσε να καταλάβουμε πως έπρεπε να ’μαστε ζωηροί.

Ξεκίνησαν οι πρώτοι τραγουδώντας κι ακολουθήσαμε με ματωμένο λαρύγγι στο σκονισμένο χωματόδρομο.

Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα,
της άνοιξης καμάρι,
τα λούλουδα, οι ζέφυροι,
ο ήλιος, το φεγγάρι,
χάνουν την ομορφάδα τους
στη σκλαβωμένη γη.

Έξω απ’ το μπλοκ 15 μάς περίμενε ο μάγερας μ’ ένα νταβά.

- Σκουμπρί πάλι, το θεό τους! έβρισε δαγκωμένα ο Δημοράγκας.

Μόλις αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα, είδαμε να ’ρχεται απ’ το βάθος του διαδρόμου ένας καθαριστής κρατώντας στα χέρια του ένα τενεκέ γεμάτο νερό. Αμέσως τότε χυμάει καταπάνω του ένα παλικάρι, αρπάζει τον τενεκέ και χώνει τη μούρη του μέσα. Ήταν ο Ρόβας.

- Α! έκανε πειραγμένος ένας λοχίας που στεκόταν πλάι. Βγάζει το πιστόλι του και τ’ αδειάζει στο κεφάλι του Ρόβα.

Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε με διπλοσκοπιές. Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, κοίταζε κάποιος όξω απ’ το παράθυρο, κι αν έβλεπε στους πύργους στημένα πολυβόλα και διπλούς σκοπούς, καταλαβαίναμε πως θα ’χει εκτέλεση. Τους μελλοθάνατους, όσο να ’ρθουν να τους πάρουν τα καμιόνια για τ’ απόσπασμα, τους συγκέντρωναν στην αυλή του μπλοκ 15 και μπορούσαμε να τους μετράμε.

Σαράντα πέντε έφερναν τώρα απ’ το στρατόπεδο. Δεν είχαν μαζί τους κουβέρτες κι αυτό ήταν απόδειξη πως δεν προορίζονταν για μεταφορά.

Ο Δημοράγκας πήδησε απ’ το πατάρι και κόλλησε το μάτι του στην κλειδαρότρυπα.

- Άλλους τρεις, είπε, κατέβασαν απ’ το πάνω πάτωμα.

Ήταν φανερό πως πήγαιναν να συμπληρώσουν πενήντα. Κι ο κλήρος για τους δυο έπεφτε στο θάλαμό μας. Οι αναπνοές κρατήθηκαν. Η σιωπή έπηξε απ’ την αγωνία. Ακούστηκαν βαριά βήματα στο τσιμέντο, κλειδιά στην πόρτα και στ’ άνοιγμά της στάθηκε ο διοικητής του στρατοπέδου μ’ έναν κατάλογο στα χέρια.

- Τεοντόρος Μπαλάφας.

- Παρών! ξεφώνισε κάποιος πνιγμένα, ξετρυπώνοντας κάτω απ’ το πατάρι.

- Ράους!

Ο Μπαλάφας έσκυψε να μαζέψει τις κουβέρτες.

- Όχι κουβέρτας!

Κίνησε μουδιασμένος ο Μπαλάφας, βγήκε στο διάδρομο.

- Μελετίος Ρόβας! διάβασε παρακάτω ο διοικητής.

- Ρόβας; Νιξ Ρόβας! Χτες καπούτ, βιάστηκε να εξηγήσει ο Δημοράγκας, που δεν είχε προφτάσει να γυρίσει στη θέση του, όταν άνοιξε η πόρτα.

Ο διοικητής μίλησε με τους σκοπούς, σκέφτηκε για μια στιγμή και στράφηκε στο Δημοράγκα.

- Κομ ντου! (έλα συ)

Μαρμάρωσε ο Δημοράγκας.

- Λος, λος, ράους! αγρίεψε ο διοικητής.

Ο Δημοράγκας έφερε ένα απορημένο βλέμμα γύρω, είδε το Λάιο, που τον κοίταζε και κείνος ολόρθος πάνω απ’ το πατάρι όπου μέναμε, και τεντώνοντας περήφανα το κορμί του σήκωσε τη γροθιά του.

- Ζήτω η λευτεριά!

Έτρεξε όξω, και μια που είχε συμπληρωθεί ο αριθμός, ο διοικητής έκλεισε τον κατάλογο. Ο λύκος δε διαλέγει.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου