Φωτογραφία :Henri Cartier Bresson
" Ήμουνα λέει σε τόπο άγνωστο , πάντα σε αγνώστους τόπους με πάνε τα όνειρά μου, επιμένουν όνειρα. Ποτέ , ποτέ στον ύπνο μου δεν είδα τόπο γνωστό, σπίτι γνωστό. ¨Όλα πρωτοειδωμένα. Περπατούσα λέει, ο δρόμος ήταν φαρδύς γεμάτος δέντρα ψηλά , μα φύσαγε με μανία ο θεός , έλεγες θα ξεσήκωνε όλο το τοπίο, τόσο θυμό τον είχε. Άξαφνα, ένα θεόρατο δέντρο, πανέμορφο , καταπράσινο, με πλούσιο φύλλωμα υγιές, έγειρε, έγειρε επικίνδυνα, ο άνεμος το λύγιζε , φοβόμουν πως δεν θα τα καταφέρει να κάνει υπόκλιση, οι γίγαντες δεν είναι τόσοι ευλύγιστοι. Έπεσε τελικά στη μέση του δρόμου.
Θεόρατο ήταν πραγματικά. Σαν ένας ωραίος πράσινος γίγαντας που έχει στα μακριά μαλλιά του πουλιά να παίζουν. Πουλιά μικρά, χαριτωμένα, μικρές φτερωτές ψυχές αλαφιασμένες πάνω από τον άψυχο πια πράσινο γίγαντα.
Φοβάμαι τα πουλιά. Ειδικά τα μεγάλα, φοβάμαι τα φτερά ,τα πούπουλα, τα ράμφη. Τραύμα παιδικό . Αυτά τα παιδικά τα τραύματα , τόσο ιώδιο, τόσο μπεταντίν και σκόνη άσπρη πάνω, δεν περνάνε εύκολα. Αφήνουνε σημάδι, να σε αναγνωρίζει ο εαυτός σου στον καθρέφτη. Να! Να, σου λέει, για να χει μείνει το σημάδι πάει να πει πως είσαι ακόμα εσύ καημένε. Εσύ θα είσαι... Τί έλεγα. Το δέντρο λοιπόν , πεσμένο στο δρόμο και τα πουλιά να τιτιβίζουνε, να ψάχνουν τις χαμένες τους φωλιές , τις φαμελιές τους . Πρόσφυγες με φτερά, χωρίς εστία , θύματα του ανέμου, της οργής των θεών και της κακής της Μοίρας τους. Μοίρα κακη που τσάκισε τον γίγαντά τους.
Ταράχτηκα. Μαζεύτηκαν παιδιά γύρω του με σχολικές τσάντες στον ώμο, μεγάλοι κατηφείς, διαβάτες βιαστικοί, όλοι το ίδιο συγκλονισμένοι, είχε παγωνιά και θύελλα , όλοι κοιτούσαν τον πεσμένο γίγαντα άπραγοι. Στα τετελεσμένα άπραγοι είμαστε όλοι, παγώνουν οι αντιδράσεις , σωπαίνουν οι λέξεις...Λένε όλοι : «Τι να πεις».. Μετά , δεν λένε τίποτα άλλο.
Μετά ήρθανε και άλλοι, αυτοί με επίγνωση του αμετάκλητου και ΄κόψαν τον κορμό του δέντρου σε ροδέλες τεράστιες και φύγαν τα πουλιά. Τώρα πια, ροδέλες πονεμένου ξύλου , χάσκαν στο δρόμο σαν συντρίμμια δωρικού κίονα
και εγώ τότε ξέσπασα σε ένα θρήνο πρωτόγνωρο, που έχω ακόμη μέσα μου το αναστέναγμά του. Θρηνησα το δέντρο, όπως του άξιζε. Μάθαμε πως ο θρήνος και η θλίψη είναι για τους ηττημένους και ξεχάσαμε πως οι ζωντανοί πρέπει να νιώθουν, να πονούν και να τιμούν πενθώντας τους νεκρούς τους. Όλα λάθος τα μάθαμε.
Ξύπνησα . Τράβηξα τις κουρτίνες. Είδα ωραία μέρα, καθαρή. Άνοιξα το παράθυρο. Να πάρει αέρα η ανάγκη μου, να φύγει το αναστέναγμα, να γαληνέψω. Σκέφτηκα τα όνειρο. Τους γίγαντες, όσους γίγαντες αποχαιρετούμε τούτες τις μέρες, τις πικρές κερασμένες απουσίες της ζωής . Τους δρόμους που τους κλείνουνε οι πτώσεις, τους πρόσφυγες τους άπτερους. Σκεπάστηκα καλύτερα με τη ζακέτα μου. Ρίγησε το μέσα και το έξω μου.
Έχω εξημερώσει έναν κότσυφα. Αυτός δηλαδή με εξημέρωσε. Μένει στον κήπο του σπιτιού μου. Κελαηδά και βάζει τη μουσική του στο παιδικό μου τραύμα. Και το ξεχνώ πως κάποτε έχασα τη λαλιά μου από ένα κόκορα ολόλευκο σε τούτον εδώ τον κήπο, τεσσάρων χρόνων εγώ, τέσσερα κιλά ο κόκορας που έπεφτε πάνω μου με δύναμη και με τσιμπούσε , με τσιμπούσε, με έγδερνε στα χέρια , στα χέρια που έκρυβαν τα μάτια μου. Ο κότσυφας μ εξημέρωσε . Σιγά σιγά. Είναι όμορφο το μαύρο του , γιατί έχει μια σταλιά πορτοκαλί στο στόμα του. Όχι σαν όλα τα άλλα μαύρα που δεν φωτίζουν πουθενά.
Στα μικρά , στα τοσοδούλικα πάλι ρέουνε χυμοί και βρίσκεται η ενέργεια. Να σού φτιάξω καφέ μάτια μου, είπα στο μέσα μου. Φλεβάρης μήνας , καφές ζεστός του πάει, θα σε κεράσω και λουκούμι, μού είπα ξανά και έκλεισα το παράθυρο. Στα μικρά , στα τοσοδούλικα πάλι θα σε κουρνιάσω. Εκεί που χωράς. Στα συρτάρια, στις σελίδες, σε κάτι τόσα δα πραματάκια που κρατούσες στις χούφτες σου και τα φυλούσες για αυτό σώθηκες. Κούρνιαζες στα μικρά. Θα σού φτιάξω καφέ και λουκούμι και βιβλίο και θα σού φύγει ο αναστεναγμός του γκρεμισμένου δέντρου. "Θετική ενέργεια", που λέει και η έκφραση της μοδός. Έξυπνη φράση. Έντεχνα και φτιασιδωμένα προσπαθεί να απενοχοποιήσει τον εγωισμό , την αλαζονεία και το ωχ αδερφέ άραξε κοίτα το τομάρι σου , που λέγανε οι παλιοί. Θετική ενέργεια και κουραφέξαλα «Να περνάμε καλά , θετική σκέψη και ενέργεια ολούθε, δηλαδή εκεί που μας βολεύει». Όχι αυτό. Όχι έτσι μάτια μου.
Ας τον πενθήσεις τον γίγαντα του ονείρου , όπως του πρέπει. Μην τον ξεχάσεις, τούτο λέγεται αχαριστία. Μην τον ξεχάσεις για το πράσινο που σού πρόσφερε κάποτε, για το οξυγόνο που σε κέρασε , τη σκιά του, που σε λύτρωσε. Να τον πενθήσεις το γίγαντα. Μα , να του υποσχεθείς μάτια μου , μπροστά στο καντηλάκι. Όπως έκανε η γιαγιά σου, και ας μη τον βλέπεις το θεό, πως θα φροντίσεις τα πουλιά , τα προσφυγόπουλά του, θα σκέφτεσαι τον κότσυφα που σε ημέρωσε , θα λες στο τραύμα σου το παιδικό να πάψει να πονά.
Αρκετά με το δικό σου τραύμα, έχεις υπόσχεση στο γίγαντα ζεστή να εκπληρώσεις. Και να ανακόψεις λίγο την πορεία των πτώσεων, με σκέψεις και πράξεις μικρές , ευθυτενείς και δοτικές. Όπως και όσο μπορείς ."
Δώρα Μαργέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου