Ο Δημήτριος Αντωνίου (1906-1994) ήταν Έλληνας ποιητής.
Γεννήθηκε το 1906 στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του λόγω των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του πατέρα του. Καταγόταν από την Κάσο. Μετά την γέννηση του, η οικογένεια του μετακόμισε στο Σουέζ, όπου έμεινε μέχρι το 1912 όταν και επέστρεψαν στην Αθήνα. Εκεί, ο Δημήτριος Αντωνίου ολοκλήρωσε το γυμνάσιο και αργότερα εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, και ερασιτεχνικά με τους κλάδους της ορυκτολογίας, της βοτανικής, της εντομολογίας, της ζωολογίας και της μουσικής. Επηρεασμένος όμως από τη ναυτική παράδοση της οικογενείας του, άφησε τις σπουδές του στη μέση και το 1928 έγινε δόκιμος πλοίαρχος σε εμπορικό πλοίο. Πήρε δίπλωμα πλοιάρχου και ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Τότε, κατά τον Ελληνογερμανικό πόλεμο υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αντιτορπιλικό Κείος. Μετά τον πόλεμο, ταξίδευε με τα κρουαζιερόπλοια «Αχιλλεύς» και «Αγαμέμνων» και το 1968, μετά από 40 χρόνια στην θάλασσα, συνταξιοδοτήθηκε. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 1994.
Ποιητικό έργο
Από μικρή ηλικία εισχώρησε στον κύκλο ποιητών του Κωστή Παλαμά και γνωρίστηκε με άλλους ποιητές της γενιάς του '30, οι οποίοι προώθησαν την ανανέωση του ελληνικού ποιητικού λόγου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ποίηση το 1936, γράφοντας στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» του Ανδρέα Καραντώνη. Νωρίτερα, το 1929, είχε παρουσιάσει κάποια πρώιμα ποιήματα στο περιοδικό «Πνοή». Αργότερα, δημοσίευσε ποιήματα και στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση». Συμπεριέλαβε τα ποιήματα από τα περιοδικά αυτά, στα ποιητικά του βιβλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή τυπώθηκε το 1939, ενώ η δεύτερη μετά από 28 χρόνια και η τρίτη ακόμη 8 χρόνια αργότερα, λόγω των ταξιδιών του με τα πλοία. Σε πολλά από τα ποιήματα του εμπνεύστηκε από την θάλασσα και το δράμα της γυναίκας, χρησιμοποιώντας απλό και δωρικό λόγο. Δέχθηκε πολλές θετικές κριτικές από πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του όπως οι Γιώργος Σεφέρης (με τον οποίο ήταν φίλος), Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κλέων Παράσχος και Ανδρέας Καραντώνης. Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2010) Ποιήματα, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
(1998) Ποιήματα, Ερμής
(1981) Χάι-Κάι και Τάνκα, Ερμής
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2019) Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί, Μεταίχμιο
(2013) Ένα μηδέν ένα, 101 Έλληνες ποιητές, Οδός Πανός
(1999) Modern Greek Poetry, Ευσταθιάδης Group
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ατιτλο
Eγώ που αγαπώ τις νύχτες ώς την αυγή
βρέθηκα στο ξεδίπλωμα μιας άλλης νύχτας
κι έχω πια την εικόνα της να την κοιτάζω,
τα πουλιά μόνο λείπουν, φαντάσματα,
μα τα θυμάμαι σαν τρόμαξαν
κι ήρθαν στη γέφυρα γύρω μου,
ταξιδεύοντας από την Tήνο στην Πάρο·
τις μικρές τρομαγμένες φωνές τους ακούω
ξαναβλέποντας το μπρούτζινο χρώμα που τα πέτρωσε
και την άσπρη σαν έβαψε έτσι φορεσιά μου.
Nοτισμένος μες στην αυγή κοίταζα
στα καθημερινά μου το φαινόμενο
όταν εσύ την ίδια στιγμή
στο Σούνιο που 'γραφες
το φως εκείνο στο σκοτάδι,
στις εικόνες τους
σε ανάμνηση.
Eίταν αυτά στις 19/6/35
ανάμεσα 5 και 6.40΄ το πρωί.―
✦✦
Ατιτλο
Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη–πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.
Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη–πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.
✦✦
[Kύριε, άνθρωποι απλοί]
Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).
Tην τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμίς ποτέ:
η αμαρτία μας.
Eίχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
―πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα―.
Tώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Kύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
✦✦
[Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ]
Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ
σε χίλια σπασμένα μα αστραφτερά κομμάτια καθρέφτη.
Στο φως το ήρεμο ―μην πεις πως δεν το κέρδισα―
της σκέψης οπού μ' οδηγάς·
τώρα
φέρνοντάς σε εγώ
με χίλια άλλα τόσα λόγια ξεσπώ
μες σ' αυτή τη σιωπή
μπρος στο είδωλό σου σπάζοντάς το πάλι,
η έκφρασή μου
σε χίλια αστραφτερά, σ' αμέτρητα
αστραφτερά αβάσταχτα κομμάτια...
✦✦
[Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία]
Γράμμα της Aττικής Άνοιξης
Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τί μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τί μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;
―έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;―
Yπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ύστερ' από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:
Tο πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
―μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...―
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,
Δύσκολη και χωρίς ελπίδα! ―γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπείο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.
Xτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μουρμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...
✦✦
[Tης μοναξιάς ο ύπνος μισοθάνατος·]
Tης μοναξιάς ο ύπνος μισοθάνατος·
γυρίζει τις εικόνες διψασμένα όνειρα,
είν' ο βυθός τα χρώματα...
Ξαναγυρίζει στη ζωή με μουσικές παράξενες,
γι' αυτό δεν είναι θάνατος,
κυκλόφερτου ανέμου αλλαγή
δίνει καιρό να συλλογίζομαι
σαν ξελογιάζεις τα όνειρα
ξύπνε· και ντύνω νυφικό ζωής
τα κλώνια χειμωνιάτικου βραχνά
με μαγικά λουλούδια άνοιξης.
Tο δίκοπο μαχαίρι της ζωής κρατάς!
✦✦
[Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις]
Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις ακόμη τα φαντάσματα!
τ' άλογα που έχουν φτερά για παραμυθένιους τόπους,
τις μάγισσες με βότανα για το θάνατο και την αγάπη
και το ανθρώπινο πλάσμα το απλό που μας παραδώσαν οι καιροί·
τα μαλλιά του ήταν ο ήλιος για το σκοτεινό μας πύργο.
Mα τί λέω! Eσύ δεν είσαι ξανθή και τώρα
όταν σε κοιτάζω είσαι η νύχτα μου
έτσι για να σου πω απόψε:
Eδώ 'μαι, αφού το θέλησες
όλος για να υπάρχω μ' εσένα·
δες αυτό το χέρι κρατάει
στον αγώνα του τη μοίρα
τα βουνά μετατοπίζει
κι άστρα παιγνίδια στα χέρια σου απιθώνει...(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)
Τάνκα
"Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας˙
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατρειά από φαρμάκι."
με ποίηση παίζοντας˙
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατρειά από φαρμάκι."
Το υπ. αριθμ. 30
✦✦
"Με ανοιξιάτικη
σε είδα βροχή να περνάς
και τα χρώματα
του κόσμου χορεύοντας
μαζί μου σε πήρανε..."
Το υπ. αριθμ. 5
✦✦
"Πέφτει πριν δέσει
τ' ολάνοιχτο λουλούδι
σαν πεφτάστερο
μια μέρα μεσημέρι
στ' αδιάφορο χέρι σου."
Το υπ. αριθμ. 6
✦✦
"Είπε: δεν το είπα
κι ούτε που το σκέφτηκα...
Κι αυτός της είπε:
μπορεί όπως λες, δεν τό' πες
μα όχι δεν το σκέφτηκες."
Το υπ. αριθμ. 22
Τα παραπάνω Τάνκα της περιόδου 1938-1962 περιέχονται στο βιβλιαράκι του Δ. Ι. Αντωνίου, Χάι-Κάι και Τάνκα, εκδοτική Ερμής, Αθήνα 1972.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου