Πίνακας Γ.Τσαρούχης
Ο Ιούνιος, ή Ιούνης, ή Κερασινόν (Ποντιακά), είναι ο έκτος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό Ημερολόγιο κι έχει 30 ημέρες.
Ο Ιούνιος στην αρχαιότητα
Ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από την σύζυγο του Δία την Ήρα, η οποία στα λατινικά ονομάζονταν Juno. Είναι ο δέκατος μήνας κατά το Εκκλησιαστικό ημερολόγιο που αρχίζει τον Σεπτέμβριο, και ο τέταρτος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο δωδέκατος μήνας και ονομάζονταν Σκιροφοριών διάρκειας 29 ημερών και αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα από 24 Μαΐου έως 22 Ιουνίου. Σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας τελευταίος μήνας του χρόνου θεωρούνταν ο Ποσειδεών ο οποίος στην Αθήνα λογίζονταν ως ο έκτος μήνας του έτους.
Ονομασίες Ιουνίου
Σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος ο Ιούνιος έχει την δική του ξεχωριστή ονομασία. Στα Γρεβενά αναφέρεται ως Κερασάρης και στον Πόντο Κερασινός επειδή ωριμάζουν τακεράσια, ενώ λόγω του «ερινασμού» ή «ορνιασμού» (τεχνητή γονιμοποίηση με ορνούς ή καρπούς άγριας συκιάς) των ήμερων σύκων ονομάζεταιΟρνιαστής στην Άνδρο, Ρινιστής στην Πάρο και Απαρνιαστής σε διάφορα άλλα μέρη. Είναι όμως κυρίως γνωστός ως Θεριστής: «αρχές του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή» αφού συνδέεται άμεσα με την ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας.
Βὰν Γκόγκ Σταροχώραφο μὲ κοράκια |
Μεταξύ των εθίμων του θερισμού αυτά που σχετίζονται με τα τελευταία στάχυα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με άλλους ινδοευρωπαϊκούς λαούς. Σε μερικά μέρη άφηναν αθέριστα τα τελευταία στάχυα, ενώ σε άλλα έπλεκαν μια δέσμη, σε σχήμα σταυρού, που την έλεγαν χτένι, ψαθί ή σταυρό, και την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Την εποχή της σποράς τα έτριβαν κι ανακάτευαν τους κόκκους τους με το καινούργια σπόρο. Το αθέριστο κομμάτι ήταν τα γένια του νοικοκύρη, «αφήνω του ζευγολάτη τα γένια» έλεγαν, ενώ σε άλλες περιοχές ονομάζονταν «τα γένια του Θεού».
Στο τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου συμβαίνει το θερινό ηλιοστάσιο ή η θερινή τροπή του Ήλιου, το επονομαζόμενο «λιοτρόπι» από τον λαό μας, εξ ου και η ονομασία του Ιουνίου ως «Λιοτρόπης».
Στις 24 του μήνα έχουμε την γενέθλια εορτή του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου: «Τ’ Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη», εξ ου και το όνομα που δίνεται στον Ιούνιο «Αϊ-γιαννίτης» ή «Αγιογιαννίτης». Η γιορτή του είναι ταυτισμένη με δύο κύκλους εθίμων: με τον Κλήδονα αλλά και με τις φωτιές που ανάβονται την παραμονή της εορτής, απ' όπου προέρχονται και οι προσωνυμίες«Φανιστής» και «Ριζικάρης», αλλά και «Ριγανάς» επειδή εκείνη την ημέρα μάζευαν ρίγανη.
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ
Την 21η Ιούνη, έχουμε και αστρονομικά την έναρξη του καλοκαιριού. Αυτό συμβαίνει κατά την χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης είναι στραμμένος όσο περισσότερο επιτρέπει η κλίση της Γης, μακριά από τον Ήλιο, κατά την ετήσια τροχιά της γύρω από αυτόν. Η στιγμή αυτή ονομάζεται ηλιοστάσιο του Ιούνη, ή θερινό ηλιοστάσιο. Κατά το ηλιοστάσιο του Ιούνη ο ήλιος φθάνει στο βορειότερο σημείο της Γης, με τις ακτίνες του να βρίσκουν κάθετα την επιφάνεια της Γης στον Τροπικό του Καρκίνου, όταν η Γη έχει κλίση περίπου 23,5° σε σχέση με τον κατακόρυφο άξονά της.
Κατά η διάρκεια του θερινού ηλιοστασίου η μέρα, έχει τις περισσότερες ώρες για εκείνους που ζουν στα βόρεια του Τροπικού του Καρκίνου (γεωγραφικό πλάτος 23.5° βόρεια). Όσοι ζουν ή ταξιδεύουν προς τα βόρεια, προς τον Αρκτικό Κύκλο (66,5° βόρεια από τον Ισημερινό) μπορούν να δουν τον «ήλιο του μεσονυκτίου», όπου ο ήλιος παραμένει ορατός σε όλη τη νύχτα, ενώ εκείνοι που ζουν ή ταξιδεύουν νότια προς τον Ανταρκτικό κύκλο (66,5° νότια από τον Ισημερινό)δεν θα δουν τον ήλιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου του έτους . Για εκείνους που ζουν κοντά στον Ισημερινό, ο ήλιος δεν κινείται πάνω-κάτω στον ουρανό. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία δεν έχει μεγάλες διαφορές, ή είναι σχεδόν σταθερή.
Στο βόρειο ημισφαίριο, και την πρώτη μέρα του Χειμώνα (χειμερινό ηλιοστάσιο) για το νότιο ημισφαίριο της Γης. Η λέξη ηλιοστάσιο προέρχεται από το «ήλιος» και το «στέκομαι» ή «στάση» επειδή κοντά στα ηλιοστάσια (λίγες ημέρες πριν ή μετά) ο Ήλιος φαίνεται να επιβραδύνει τη φαινομενική κίνησή του προς τα βόρεια ή προς τα νότια (κίνηση στην απόκλιση), μέχρι που την ημέρα του ηλιοστασίου αυτή η κίνηση μηδενίζεται και αρχίζει να αντιστρέφεται. Και στα αγγλικά η λέξη solstice προέρχεται από τη λατινική λέξη “solstitium“, που σημαίνει «ήλιος-ακινητοποίηση», γιατί το σημείο στο οποίο ο ήλιος φαίνεται σταματά και να αντιστρέφει την κατεύθυνσή του (τροπή) μετά από αυτήν την ημέρα. Την ημέρα αυτή, ο ήλιος δεν ανατέλλει ακριβώς στα ανατολικά, αλλά ανεβαίνει στο βόρειοτερο σημείο από την ανατολή και δύει στο βορειότερο σημείο από τη δύση, παραμένοντας στον ουρανό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στο νότιο ημισφαίριο, το ηλιοστάσιο του Ιούνη είναι γνωστό ως η μικρότερη μέρα του χρόνου.
Το Ηλιοστάσιο στην παράδοση.
Το θερινό ηλιοστάσιο, η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου στο βόρειο ημισφαίριο, αποτελούσε ανέκαθεν πολύ σημαντικό γεγονός για το ανθρώπινο γένος. Οι αρχαίοι πολιτισμοί διοργάνωναν πολυήμερες γιορτές για να τιμήσουν τον Ήλιο. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Ήλιος ήταν Τιτανίδης, παιδί του Υπερίωνα και της Θείας. Είχε δύο αδελφές. Την Σελήνη και την Ηώ. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα με την πλήρη επιβολή του δωδεκάθεου δεν θεωρείται αυτοτελείς θεότητα αλλά συγχέεται με τον Απόλλωνα. Για τον λόγο αυτό ο Απόλλων καλείται και Φοίβος που σημαίνει λάμπων Θεός. Εκτός όμως από την ελληνική μυθολογία αναφορές στον Θεό βρίσκουμε και σε άλλους λαούς. Συναντάμε λοιπόν τον Σαμάςτων Βαβυλωνίων, τον Βαάλ των Ασσυρίων τον Ελ των Φοινίκων και των Χαναναίων, τον Μολώχ των Αμμωνιτών, τον Χιμώχ των Μωαβιτών, τον Άμμωνα Ρα και τον Φθά των Αιγυπτίων, τον Σούρυα των Ινδών, τον Μίθρα των Περσών, τον Σολ των Λατίνων, τον Γιαρίλα των Σλάβων, τον Μπελένος των Κελτών καθώς και τον θεό Ίντι στους Ίνκας και στους Ατζέκους.
Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια ο άνθρωπος υποδέχεται το καλοκαίρι με φωτιές τη νύχτα του ηλιοτρόπιου, την πιο μικρή νύχτα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο, με τον ήλιο να στρέφεται προς το καλοκαίρι. Η νύχτα της 21ης Ιούνη είναι αυτή που ανάβουν οι φωτιές, στο κατώφλι του καλοκαιριού. Οι φωτιές τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου έχουν σκοπό να εξαγνίσουν κάθε κακή τροπή, εξασφαλίζοντας στον ήλιο τον αιώνιο δρόμο στο δώμα του ουρανού. Στην Αρχαία Ελλάδα η νύχτα του Ηλιοτρόπιου, ήταν η γιορτή μιας ερωτικής μαγείας, με τους νέους να ανταλάσσουν ερωτικούς όρκους και να πηδούν πάνω από τις φωτιές για να εξαγνίσουν αυτούς τους όρκους αποδιώχνοντας κάθε επιβουλή. Ηταν οι φωτιές της τύχης, πηδώντας πάνω από τις φλόγες τρεις φορές. Οι Δρυίδες των αρχαίων Κελτών της Βρετανίας στο Στόουνχετζ. γιόρταζαν τις «Φωτιές της ακτής». Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε μεταξύ του 2500 π.Χ. και του 2000 π.Χ. Στα ερείπια του Stonehenge, η ανατολή του θερινού ηλιοστασίου εμφανίζεται στον ορίζοντα σε ευθυγράμμιση με την ογκώδη κύρια πέτρα του μνημείου. Κάθε χρόνο, τουρίστες από κάθε γωνιά του κόσμου το επισκέπτονται αυτή την ημέρα.
Στη Ρώμη γιόρταζαν τα «Βεστάλια», μια γιορτή προς τιμήν της θεάς Βεστά, που είναι η Ελληνική Εστία, και αυτές οι γιορτές της φωτιάς διαρκούσαν μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι Γαλάτες γιόρταζαν την Επόνα, μια θηλυκή θεότητα που την απεικόνιζαν συνήθως να καβαλά μια φοράδα. Αυτή η θεότητα ήταν η προσωποποίηση της. Οι Κέλτες της Ευρώπης υποδέχονταν και εκείνοι με φωτιές το καλοκαίρι, τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου. Νεαρά ζευγάρια πηδούσαν πάνω από τις φωτιές και πίστευαν πως όσο πιο ψηλά πηδήσουν πάνω από τις φλόγες, τόσο πιο πολύ θα μεγάλωναν τα σπαρτά. Στην αρχαία Κίνα αυτή η νύχτα ήταν αφιερωμένη στις θηλυκές δυνάμεις της γής, τις γιν δυνάμεις. Οι ιθαγενείς φυλές της Αμερικής όπως οι Natchez έκαναν την γιορτή της πρώτης συγκομιδής. Σε κανέναν δεν ήταν επιτρεπτό να μαζέψει το καλαμπόκι του πριν την λήξη της. Στην φυλή Χόπι οι άνδρες μεταμφιεζόταν σε Kachinas, τα πνεύματα χορευτές της βροχής, που μεταφέρουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς.
Στη σημερινή Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη στη θέση εκείνης της γιορτής, οι Φωτιές του Αη-Γιαννιού, του Κλήδονα, που σε κάποιες περιοχές τις λένε «του Αη-Γιαννιού του ηλιοτροπιού», προσδιορίζοντας επακριβώς την καταγωγή του εορτασμού, που αντί για τις 21 Ιουνίου, γίνεται την παραμονή του Αη-Γιάννη, δηλαδή τη νύχτα της 23ης Ιουνίου. Και σήμερα ακόμη, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι φωτιές ανάβουν με τη δύση του ήλιου και στις φλόγες τους ρίχνονται τα ξερά στεφάνια της πρωτομαγιάς, ενώ αυτοί που πηδούν ύστερα πάνω από τις φωτιές κάνουν κρυφές ευχές μέσα τους, ελπίζοντας να ευοδωθούν. Φαίνεται ότι ούτε η χριστιανική θρησκεία κατάφερε τελικά να ξερριζώσει αυτές τις αρχαιότροπες δοξασίες, ακόμη και όταν οι τελετουργοί απειλήθηκαν με διωγμούς από την 6η Οικουμενική Σύνοδο, το 680 μ.Χ.
Γιῶργος Σεφέρης - Θερινὸ Ἡλιοστάσι
Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι.
Από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Θέρος , τρύγος , πόλεμος ....και στο αλώνισμα χαρές!
Από την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν.
Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ: Στο Δρυμό θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»
ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ’ ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ’ το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.
TΟ «ΣΤΙΦΑΔΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ». Η αρχή αυτού του εθίμου τοποθετείται, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως λέγεται, ένας χριστιανός, από τα ΣΠΑΤΑ ΑΤΤΙΚΗΣ, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και τη θανάτωσή του από τους Τούρκους με τη βοήθεια του Αγίου Πέτρου, γι’ αυτό κι έταξε να θυσιάσει ένα μοσχάρι στη γιορτή του. Αλλά όταν ήρθε η μέρα αυτή, μετάνιωσε για το τάμα του και θυσίασε ένα αρνί. Το ταμένο όμως ζώο ήρθε μοναχό του και ξεψύχησε μπροστά στην εκκλησία. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και οι Σπαταναίοι άρχισαν από τότε να κάνουν θυσία κάθε χρόνο στον άγιο.
Σήμερα αγοράζεται με κοινή εισφορά ένας μεγάλος αριθμός από βοοειδή και με το κρέας τους παρασκευάζεται «στιφάδο». Αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν θαύμα το γεγονός, ότι τα μάτια δεν δακρύζουν από το πολύωρο καθάρισμα τόνων κρεμμυδιών. Το πρωί μετά τη θεία λειτουργία, μοιράζεται στους πανηγυριστές, αφού βράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια.
ΑΙ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Στις 24 Ιουνίου έχουμε τη γενέθλια εορτή του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου: «Τ’ Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη», εξ ου και το όνομα που δίνεται στον Ιούνιο «Αϊ-Γιαννίτης» ή «Αγιογιαννίτης». Η γιορτή του είναι ταυτισμένη με δυο κύκλους εθίμων: με τον Κλήδονα και τις φωτιές που ανάβουν την παραμονή. Εξ ου και οι προσωνυμίες «Φανιστής» και «Ριζικάρης», αλλά και «Ριγανάς», επειδή εκείνη την ημέρα μάζευαν ρίγανη.
Κληδών (γεν. κληδόνος) στην αρχαιότητα σήμαινε οιωνός ή προμήνυμα. Ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης μας περιγράφει: «Την παραμονή της γιορτής του Αϊ-Γιάννη πηγαίνει ένα παιδί που ζουν και οι δυο γονείς του (αμφιθαλές) και φέρνει «αμίλητο» νερό στο σπίτι όπου έχουν συμφωνήσει να γίνει ο Κλήδονας. Το αμίλητο νερό το βάζουν σε μια στάμνα και μέσα ρίχνουν τα ριζικάρια, δηλαδή από ένα φρούτο ή κάποιο μικροαντικείμενο, με ένα χαρακτηριστικό σημάδι, για να ξεχωρίζει ο κάτοχός του. Σκεπάζουν έπειτα το σταμνί μ’ ένα κόκκινο πανί, βάζουν πάνω μια κλειδαριά (εξ ου και η εσφαλμένη γραφή Κλείδονας) και το αφήνουν τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο για να «αστρονομηθεί», να δεχτεί τη μαγική επήρεια των άστρων. Την επαύριο φέρνουν το σταμνί στο σπίτι, μαζεύονται όλοι γύρω-γύρω κι ένα παιδί, αμφιθαλές και αυτό, βγάζει τα ριζικάρια, ενώ οι άλλοι τραγουδούν ένα αλληγορικό δίστιχο».
Το αρχαιοελληνικό έθιμο του Κλήδονα περιγράφεται ως εξής από τον Ηλία Αναγνωστάκη: «…μια κόρη στο πηγάδι, στο βρύσιμο του Ιούνη και του κλήδονα, είναι η αληθινή πηγή της ζωής, που περιμένει το γυρισμό. Είναι η νέα που στου Αϊ-Γιαννιού, στις 24 του Ιούνη, γίνεται η Καλλινίτσα, πηδά τις φωτιές, ζυμώνει την αλμυροκουλούρα και, τρώγοντάς την , από τη δίψα θα ονειρευτεί μέσα στη νύχτα τον νέο που της προσφέρει την ερωτική δροσιά, το νερό να ξεδιψάσει. Κι ακόμη, είναι η νέα που φέρνει το αμίλητο νερό, ανοίγει τον κλήδονα, ψάχνει τον ήλιο-σύντροφο μέσα στο σκοτεινό, σαράντα οργιές βαθύ, πηγάδι του έρωτα. Και για τους δυο, κόρη και νέο, το νερό κοιμάται, είναι αμίλητο και μόνον λάλον είναι το ύδωρ της μαντικής κατασταλίας του κλήδονα και του στοιχείου: θεριόνερο, νεραϊδόνερο».
Στην Κοζάνη το έθιμο του «Κλήδονα» αναβιώνει κάθε χρόνο στην Αιανή και στο Χρώμιο: «Κάθε 23 Ιούνη το απόγευμα, στην πιο όμορφη και λουλουδένια αυλή ενός σπιτιού, μαζεύονται γυναίκες, παραδοσιακά ντυμένες, για να στολίσουν ένα γκιούμι με λουλούδια. Ταυτόχρονα οι ελεύθερες κοπέλες δένουν στο δαχτυλίδι τους μια κόκκινη κλωστή, το ρίχνουν στο γκιούμι που το γεμίζουν με νερό και τραγουδούν. Την επομένη το απόγευμα μαζεύονται και πάλι οι γυναίκες του χωριού, μια ελεύθερη κοπέλα παίρνει το στολισμένο γκιούμι και με τραγούδια στο δρόμο πάνε στις 3 βρύσες. Εκεί γεμίζουν και αδειάζουν τρεις φορές το γκιούμι και τραγουδούν σε τοπική διάλεκτο. Με τραγούδια καταλήγουν στην πλατεία, με ορχήστρα χορεύουν και ενδιάμεσα στο γλέντι βγάζουνε τα «κλήδονα». Μια ελεύθερη κοπέλα τραβάει μέσα από το γκιούμι ένα δαχτυλίδι που θα αναδείξει την πρώτη κοπέλα που θα αρραβωνιαστεί . Και έτσι το γλέντι συνεχίζεται ως αργά»,
Αν και τα έθιμα αυτά της υπαίθρου, που τα κρατούσε ζωντανά στην πόλη η «γειτονιά», σιγά-σιγά λησμονιούνται, οι παλιότεροι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις παιδικές αναμνήσεις μας και τα πηδήματα πάνω από τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Αναμνήσεις που αναβιώνουν κάθε φορά που ακούς τραγούδια όπως εκείνο του Λευτέρη Παπαδόπουλου για ΄κεινο το Σάββατο κι απόβραδο στην Αριστοτέλους που «φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους/τ’ Αϊ-Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ». Ή εκείνο το άλλο του Μάνου Ελευθερίου: «Ανάβουνε φωτιές στις γειτονίες, του Αϊ-Γιάννη / αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες / που ‘χουν πεθάνει».
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Η σούστα πήγαινε μπροστά
κι ο μάγκας τοίχο-τοίχο
δεν έτυχε στα χρόνια αυτά
τίποτα να πετύχω
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει
Με βάλαν πάνω στην κορφή
στ' αγριεμένο κύμα
στης Σμύρνης την καταστροφή
στ' άδικο και στο κρίμα
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει
Alphonse Mucha, Ιούνιος. 1899. |
ΕΟΡΤΕΣ
«Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ». Η γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού. Την ίδια μέρα γίνεται μεσολογγίτικη γιορτή στη μνήμη και την ψυχανάπαυση των πεσόντων της Εξόδου, στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών, στους πρόποδες του βουνού Ζυγός, κοντά στο Μεσολόγγι (τόπος συνάντησης των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αν βέβαια τα είχαν καταφέρει).
Ἀπολυτίκιο
Ήχος πλ. δ'.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Κοντάκιο
Ἦχος πλ. δ΄.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν, τὸ πανάγιον Πνεῦμα.
Πέτρου και Παύλου 29 Ιουνίου
Ἀπολυτίκιο
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιο
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.
Αγίων Αποστόλων 30 Ιουνίου
Ἀπολυτίκιο
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Ἀπολυτίκιο
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιο
Ἦχος γ´.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Willem Van Mieris Leiden - Aeneas carrying his father Anchises |
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Πότε είναι η γιορτή του πατέρα
Στην πραγματικότητα η ημερομηνία αλλάζει από χώρα σε χώρα. Στις περισσότερες χώρες γιορτάζεται τον Ιούνιο, ενώ υπάρχουν και χώρες στο νότιο ημισφαίριο όπως η Αυστραλία, που γιορτάζουν την ημέρα του πατέρα τον Σεπτέμβριο.
Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η γιορτή του πατέρα είναι κινητή και γιορτάζεται πάντα τη τρίτη Κυριακή του Ιουνίου.
Τι γιορτάζουμε την ημέρα του πατέρα;
Η γιορτή του πατέρα είναι μια ημέρα αφιερωμένη σε όλους τους πατεράδες του κόσμου κατά αντιστοιχία με τη γιορτή της μητέρας.
Η γιορτή του πατέρα δεν αφορά μόνο τους πατεράδες, αλλά την πατρότητα γενικά και την συνεισφορά των μπαμπάδων στο κοινωνικό σύνολο.
Στην ουσία είναι μια γιορτή που έχει ως στόχο να δείξει ότι ο ρόλος του πατέρα είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν της μητέρας δεδομένου ότι πολύ συχνά στην κοινωνία μας οι μπαμπάδες περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Η γιορτή ξεκίνησε από την Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα εμπνευσμένη από την πρώτη γιορτή της μητέρας. Ωστόσο δεν γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση και έμεινε στο περιθώριο για αρκετά χρόνια.
Αν και έγιναν κάποιες σπασμωδικές απόπειρες για επισημοποίηση της γιορτής, μόλις το 1966 καθιερώθηκε επίσημα από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Lyndon Johnson και οριστικοποιήθηκε το 1972 από τον πρόεδρο Νίξον.
Στην Ελλάδα η γιορτή καθιερώθηκε από τον τον σύλλογο διαζευγμένων αντρών, λόγω της απαξίωσης που αντιμετώπιζαν οι πατεράδες από τα δικαστήρια σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών όταν εκδικάζονταν τα διαζύγια.
Σήμερα η γιορτή έχει εθιμοτυπικό χαρακτήρα ως συμπληρωματική της γιορτής της μητέρας.
Αφιέρωμα στη γιορτή του πατέρα δείτε εδώ
|
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Κική Δημουλά - Ζούγκλα
“Πρωί κι όλα του κόσμου/ στημένα
στην ιδεώδη απόσταση μιας μονομαχίας.
Τα όπλα έχουν διαλεχτεί/ τα ίδια πάντα,
οι ανάγκες σου, οι ανάγκες μου.
Αυτός που θα μέτραγε ένα δύο τρία πυρ
καθυστερούσε,/ κι ώσπου να ‘ρθει
καθίσαμε στην ίδια καλημέρα
και χαζεύαμε τη φύση.
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,
Ταρζάν ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρία
στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.
Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων.
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,
κι η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.
Στη μικρή εκκλησία άλλος κανείς
εκτός από το πολύ όνομά της, Ελευθερώτρια.
Ένας Χριστός περίφροντις
μέτραγε με το πάθος του φιλάργυρου/ το βιος του:
καρφιά κι αγκάθια.
Επόμενο ήταν να μην έχει ακούσει
τους πυροβολισμούς.”
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)
Κωνσταντίνος Καβάφης - 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ
Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Ενα ψηφιδωτό του Ιουνίου από τον αρχαίο Θύσδρο, το σημερινό el Djem της Τυνησίας.
Τον Ιούνιο αποδίδονται τρεις άνδρες να πίνουν μέσα σ'ένα καλυβάκι. Πηγή: www.lifo.gr
|
Ρένα Καρθαίου - Ιούνιος
Ο Ιούνης με καπέλο
ψάθινο και με γυαλιά ,
τα παιδιά αποχαιρετάει
απ' του σχολειού την αγκαλιά .
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι - Ιούνιος
“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει
και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ
κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα
των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν
στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου
Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου
που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού
Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό
χρώμα/ του ώριμου σταριού
Στη διαφάνεια/ του νερού
το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου
θα θαμπώσει
Καθώς θα ξεπετιέσαι
απ’ τις ηχηρές/ πλάκες
του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας
Στις κινούμενες/ κόψεις
της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις
Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή
στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις
Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις
Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό
Ύστερα θα δω γαληνεμένος
στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου
να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών
Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει
όπως/ την ώρα ετούτη
στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά
Τον ύπνο μου έχασα
Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου
σαν πυγολαμπίδα
Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
(Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου |
ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΖ - ΑΤΟΦΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
(Απόσπασμα)
Αέναο είναι το παρόν
21 του Ιούνη
Αρχίζει σήμερα το καλοκαίρι
Δυο τρία πουλιά
Έναν κήπο ανακαλύπτουν
Εσύ διαβάζεις, τρως ένα ροδάκινο
Πάνω στο κόκκινο κάλυμμα
Γυμνή
Σαν το κρασί στο γυάλινο σταμνί……
Αέναο είναι το παρόν
Ο ήλιος εκοιμήθηκε στη μέση των βυζιών σου
Το κόκκινο κάλυμμα μαύρο είναι και πάλλει
Ούτε πλανήτης ούτε στολίδι
Φρούτο
Το όνομά σου χουρμάς
Datia
Κάστρο από αλάτι αν επιτρέπεις
κηλίδα κόκκινη
πάνω στην πέτρα αναίσθητη….
Αν η φωτιά είναι νερό
Είσαι μια διάφανη σταγόνα
Αληθινό κορίτσι
Διαφάνεια του κόσμου
Αέναο είναι το παρόν….
Μόνο τα μάτια σου ανθρώπινο νερό
Και κάτω
Στο ραγισμένο διάστημα
Ο πόθος σε σκεπάζει με δυο φτερούγες μαύρες
Τα μάτια σου ανοιγοκλείνουν
Ζώα που φωσφορίζουνε
Και κάτω
Το ζεστό φαράγγι
Το κύμα που διαστέλλεται και σπάει
Οι ανοιχτές σου γάμπες
Λευκότης που βυθίζεται
Ο αφρός των σωμάτων μας παραδομένων…
“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –
άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι
ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,
μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη
καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.
Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.
Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.
Ένα πουλί ξύπνησε.
Το ποτάμι κυλούσε.
Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση
σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του
κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους
όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, Προσχέδια, τ. 3ος, Κέδρος)
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)
Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,
κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.
Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος
πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο
ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.
Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,
μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του
ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.
Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος
νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου
κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι
ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας.
The Month of June/
The Sign of Cancer,
from The Grotesque
Monthsc. 1726
|
Γιώργος Σεφέρης - Μέρες του Ιουνίου ’41
Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του
κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *
μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.
Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;
Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.
Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο
με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας
λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.
Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά
και σαν ξεριζωμένες ρίζες.
Η δίψα μας
ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος
στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου
δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται
ξενιτεμένη εδώ τριγύρω
κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.
(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄
Τάκης Σινόπουλος - Η τελευταία κραυγή
(απόσπασμα)
“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας
σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…
Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα
που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…
Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε
το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.
Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…
της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε
μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα
πρωτόγονη ακυβέρνητη…
κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.
Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες
εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…
Και τότε ορθώθηκα
κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα
το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…
Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…
Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα
με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…
κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.
Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα
χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…
Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα
και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…
Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί
στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.
Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα
δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.
Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός
σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.
Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε
μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”
Πίνακας - Βαν Γκογκ
Μαρία Κουτούση - Ιούνιος
Ψηλός, ξανθός ο νιος
που δρασκελά τον κάμπο.
Χρυσά τα στάχυα ορθώνονται
να τον υποδεχτούνε.
Λάμπει τ' άσπρο πουκάμισο
κάτω απ' το κάμα του ήλιου.
Η θάλασσα αστραφτερή
γεμίζει τη ματιά του.
Κύματα ο άνεμος φυσά
στα λεύτερα μαλλιά του.
Η ξαστεριά αστερόεσσα
στ' ωραίο μέτωπό του.
Στα βλέφαρα πετάρισμα
γαλάζιας πεταλούδας.
Τα χέρια του γλάροι λευκοί
στις αμμουδιές του ονείρου.
Η νιότη του καλοκαιριού
την πλάση την μαγεύει
κι ερωτικά το βλέμμα της
στρέφεται στη θωριά του...
Και στρώνει αγάπες και καημούς
στ' ανάερο πέρασμά του.
Μ.Κ.
Ίσως να δικαιούσαι ακόμη, έναν εξαίσιο έρωτα
ίσως και έναν πλου Λαύριο-Κέα,
(κατά προτίμηση, μήνα Ιούνιο
καθάριες θάλασσες, λίγα μποφόρια).
Όχι μεγάλες αποστάσεις πάντως,
να, ίσως «Σύβοτα–Παξοί»,
ή και ένα ταξίδι με το φέρρυ,
«Αίγιο-Άγιος Νικόλαος» ας πούμε,
-θαρρώ πως μπαίνει πάλι σε λειτουργία ηπαλιά γραμμή-
μπορεί κι αυτό να είναι ένα σημάδι,
μπορεί να είναι το σινιάλο για να μην παραιτηθείς.
Μικρά ή μεγάλα τα ταξίδια,
δεν έχει σημασία πια.
Το θέμα είν΄ να βάλεις το πόδι στο βαπόρι.
Να σε φυσήξει η θάλασσα στο μέτωπο.
Να αρμυρίσει η σάρκα κι η ψυχή σου.
Και μη φοβάσαι,
τα παλιά σκαριά
που ΄χουν περάσει - δυο και τρεις- από καρνάγια,
το δρομολόι το κατέχουνε καλά.
Βαρβάρα Χριστιά
Τον έκτο μήνα τον καλό
ίσως και έναν πλου Λαύριο-Κέα,
(κατά προτίμηση, μήνα Ιούνιο
καθάριες θάλασσες, λίγα μποφόρια).
Όχι μεγάλες αποστάσεις πάντως,
να, ίσως «Σύβοτα–Παξοί»,
ή και ένα ταξίδι με το φέρρυ,
«Αίγιο-Άγιος Νικόλαος» ας πούμε,
-θαρρώ πως μπαίνει πάλι σε λειτουργία ηπαλιά γραμμή-
μπορεί κι αυτό να είναι ένα σημάδι,
μπορεί να είναι το σινιάλο για να μην παραιτηθείς.
Μικρά ή μεγάλα τα ταξίδια,
δεν έχει σημασία πια.
Το θέμα είν΄ να βάλεις το πόδι στο βαπόρι.
Να σε φυσήξει η θάλασσα στο μέτωπο.
Να αρμυρίσει η σάρκα κι η ψυχή σου.
Και μη φοβάσαι,
τα παλιά σκαριά
που ΄χουν περάσει - δυο και τρεις- από καρνάγια,
το δρομολόι το κατέχουνε καλά.
Βαρβάρα Χριστιά
ΜΟΥΣΙΚΗ
Τον έκτο μήνα τον καλό
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική – Εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός
Σ’ ένα πηγάδι δροσερό βαθιά κοιμάται το νερό
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο
Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο
Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο
Λάμπει στου χρόνου μια στιγμή τ’ αεροσκέπαστο κορμί
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο
Μουσική – Εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός
Σ’ ένα πηγάδι δροσερό βαθιά κοιμάται το νερό
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο
σκύβει κορίτσι αμίλητο αγόρι ψάχνει αφίλητο
Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο
Τον έκτο μήνα τον καλό, καράβι πάει γιαλό γιαλό
νύχτα περνάει το Σούνιο, και φέρνει τον Ιούνιο
Λάμπει στου χρόνου μια στιγμή τ’ αεροσκέπαστο κορμί
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο
πουκαμισάκι αέρινο, στα μάτια φως αστέρινο
Ορφέας Περίδης: Ιούνιος
Στίχοι: Ορφέας Περίδης
Μουσική – Εκτέλεση: Ορφέας Περίδης
Φωτιές τ’ ουρανού, φωτιά στο νου
γεννιέται μες στις στάχτες ο Θεός
κι όποιος λυγάει, μα μένει ορθός
φλόγες πηδάει
Καπνός μακριά, στον κάμπο βαθιά
άνεμος ροδοπέταλα σκορπάει
το αύριο ψηλά, φρουρός στην σκοπιά
αμίλητο κοιτάει
Αλλάζει στη στιγμή σαν τοπίο σ’ εκδρομή
η μέρα, η εποχή
θα μοιάζει μ’ ένα φως της αγάπης ο καρπός
σαν δώρο, σαν ευχή
Κήπος μικρός η ψυχή μου κλειστός
θάλασσα μεγάλη ν’ ανοιχτεί
να ‘χω βοηθό σύμμαχο αγνό
σ’ αυτόν το λαμπαρδιάρη τον καιρό
Στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική Βασίλης Κούμπης
Ο Απρίλης κι ο Ιούνης
κι ο Φλεβάρης ο τσιγκούνης
βάλλαν στοίχημα μεγάλο
ποιος θα πάρει την Μαγδάλω
Ρίχνει ο Φλεβάρης χιόνι
και της φτιάχνει ένα σεντόνι
μα η όμορφη κυρά
φύγε του ’πε μασκαρά
Ο Απρίλης με λουλούδια
και με πράσινα τραγούδια
τον μπαξέ του της χαρίζει
αλλά αυτή δε χαμπαρίζει
Κι ο Απρίλης λέει του Μάη
δυό στεφάνια να της πάει
μα η όμορφη κυρά
φύγε του ’πε μασκαρά
Ο Ιούνης ο βαρκάρης
ο ξανθός ο κατεργάρης
στην βαρκούλα του τη μπάζει
και στο πέλαγο τη βγάζει
Και στο κυματάκι πλάι
σκύβει και τήνε φιλάει
και η όμορφη κυρά
άστραψε από χαρά
Οι ταπετσαρίες Trivulzio είναι ένα σύνολο από δώδεκα ταπισερί που απεικονίζουν τον κύκλο των μηνών . Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Αρχαίας τέχνης του Castello Sforzesco στο Μιλάνο .
Ολες οι ταπετσαρίες έχουν ένα σταθερό μοτίβο: μέσα σε ένα πλαίσιο της υπάρχουν οικόσημα (το Trivulzio και άλλες συναφείς οικογένειες, όπως Colleoni , το d'Avalos καιGonzaga ) Στο κέντρο της είναι η αλληγορική προσωποποίηση του μήνα, που περιβάλλεται από μικρότερα στοιχεία όπως διάφορες γεωργικές ασχολίες που αφορούν τον μήνα αυτό . Πάνω δεξιά είναι το ζώδιο που αντιστοιχείσ τον μήνα , ενώ προς τα αριστερά είναι ο ήλιος στις διάφορες αστρικές θέσεις, ανάλογα με την εποχή.
Το μωσαϊκό του Ιουνίου είναι η πιο κατεστραμένη ταπετσαρία : σε μεγάλα τμήματα του καμβά της είναι ορατές μεταγενέστερες προσθήκες και αποκαταστάσεις. Το σκηνικό έχει στηθεί σε ένα χώρο γεμάτο αγρότεςπου ετοιμάζονται για τη συγκομιδή, ενώ κάτω από την προσωποποίηση του μήνα είναι ένα τραπέζι με λιτό πρωινό για τους εργάτες.
ΠΗΓΕΣ
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου