Ωδή στη Χαρά
Κόρη εσύ των Ηλυσίων,
ω Χαρά, σπίθα πανέμορφη, Θεϊκή,
ένα πύρινο μεθύσι
στο δικό σου το ναό μας οδηγεί.
Η κακιά ό,τι σκόρπισε συνήθεια
να τα μάγια σου το δένουνε ξανά,
όλοι οι άνθρωποι, ω θεά, αδερφώνονται, όπου
η φτερούγα η απαλή σου τριγυρνά.
Όλα τα έθνη αγκαλιαστείτε! Σε όλον, όλο
στέλνω εγώ τον κόσμο τούτο το φιλί.
Έναν έχουμε πατέρα, αδέρφια, εκεί
απ' των άστρων πιο ψηλά το θόλο.
Όποιος ενός φίλου ο φίλος είναι,
όποιος πέτυχε τέτοια έξοχη ζαριά,
όποιος βρήκε μια καλή γυναίκα, ας σμίξει
τη φωνή του στα χαρούμενα βουητά.
Φτάνει μόνο μια ψυχή στον κόσμο τούτον
να μπορεί κανείς δικιά του να την πει.
Αλλ' αυτός που δεν το πέτυχε ποτέ του,
κλαίοντας έξω από τον κύκλο ας τραβηχτεί.
Τη συμπάθεια να τιμά και να λατρεύει
όποιος ζει σ' αυτή τη γη.
Προς τ' αστέρια αυτή οδηγεί
όπου του Άγνωστου είν' ο θρόνος κι αφεντεύει.
Όλα τα όντα από τα στήθια της μεγάλης
Φύσης τη χαρά ρουφούν,
και οι καλοί μα και κακοί τα ρόδινά της
ίχνη πάντα ακολουθούν.
τα φιλιά και τα σταφύλια αυτή μας δίνει,
ένα φίλο, κι ως το θάνατο πιστό.
Ηδονή και το σκουλήκι ακόμα νιώθει,
στέκει ορθό το Χερουβείμ μπρος στο Θεό.
Έθνη, εσείς χάμω θα πέσετε, εσείς μόνο;
Πες! Τον πλάστη τον μαντεύεις, κόσμε εσύ;
Θα τον βρεις πάνω απ' των άστρων τη σκηνή.
Πάνω απ' τ' άστρα το μεγάλο του έχει θρόνο.
Η φτερούγα η δυνατή στην αιώνια φύση
ονομάζεται χαρά.
Τους τροχούς μες στο τρανό ρολόϊ του κόσμου
η χαρά τους σπρώχνει πάντοτε μπροστά.
Απ' τα ουράνια, στης χαράς το κάλεσμα ήλιοι
ξεπετιούνται, κι απ' τα σπέρματα οι ανθοί.
Η χαρά μέσα στο χάος γυρίζει σφαίρες
που αστρονόμου δεν τις γνώρισε γυαλί.
Όπως οι ήλιοι αναγαλλιάζοντας πετάνε
στην ουράνια, την υπέρλαμπρη απλωσιά,
μπρος!, αδέλφια, με χαρούμενη καρδιά,
όμοιοι με ήρωες που γραμμή στη νίκη πάνε.
Απ' τον πέτρινο καθρέφτη της αλήθειας
στον ερευνητή χαμογελά.
Στην τραχιά της αρετής κορφή ανεβάζει
τον που σηκώνει ένα φορτίο και δεν βογκά.
οι σημαίες της κυματίζουνε στης πίστης
το βουνό το φωτερό.
σπάει το φέρετρο και μέσα απ' τις ραγάδες
λάμπει εκείνη στων αγγέλων το χορό.
Λαοί, θάρρος! η αντοχή να μη σας λείψει,
και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή!
Πάνω εκεί, περ' απ' των άστρων τη σκηνή,
ένας θεός στέκει τρανός, και θ' ανταμείψει.
Με τους θεούς πώς να τα βάλεις; Είν' ωραίο
να τους μοιάσεις. τούτο αρκεί.
Ας σιμώσουν οι φτωχοί κι οι πονεμένοι
να χαρούν με τους χαρούμενους κι αυτοί.
Όχι εκδίκηση και μίση. ας ξεχαστούνε.
στον θανάσιμον οχτρό συγγνώμη πια.
ας μην πιέζουνε τα μάτια του τα δάκρυα,
κι άλλο τύψη ας μην του τρώει πια την καρδιά.
Μας χρωστούν; Όλ' ας σκιστούνε τα τεφτέρια!
Συμφιλίωση γενική!
Όπως κρίναμε, αδελφοί,
έτσι κρίνει κι ο Θεός ψηλά απ' τ' αστέρια.
Η χαρά σπιθοβολάει μες στα ποτήρια.
μέσα στο αίμα το χρυσό του σταφυλιού
ηρωισμού ρουφούν ορμή οι απελπισμένοι,
κι οι κανίβαλοι γαλήνεμα του νου.
Το ποτήρι όταν το γύρο του θα κάνει,
απ' τις θέσεις σας αδέρφια μου, όλοι ορθοί!
Ως ψηλά τον ουρανό οι αφροί ας ραντίσουν
προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή!
Που γι αυτόν χορός αγγέλων ύμνους ψάλλει
και των άστρων τον δοξάζουν οι χοροί.
Προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή
περ' απ' τ' άστρα, μες στου απείρου την αγκάλη.
Αντοχή στα πικρά βάσανα, βοήθεια
όπου ένας αθώος θρηνεί,
σταθερότητα στον όρκο, την αλήθεια
και σ' οχτρούς μα και σε φίλους αντικρύ.
μπος σε θρόνους ρηγικούς αντρείκια στάση,
κι αν, αδέλφια μου, στοιχίσει ή αίμα ή βιός,
το βραβείο να πάει σ' αυτόν που δούλεψε άξια,
και στις γέννες της ψευτιάς ξολοθρεμός!
Πιο σφιχτά στον άγιο κύκλο αυτόν πιαστείτε,
όρκο δώστε στο σπιθάτο αυτό κρασί
πως θα μείνετε στο τάξιμο πιστοί.
Στον ουράνιο δικαστή μας ορκιστείτε.
Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου
Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη
Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν,
την κοίταε με καμάρι και χαρά.
«Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω,
παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος».
Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά.
«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια·
εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα
το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό.
Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει·
όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι,
καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;»
Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα
και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας
μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά.
«Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε
δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι
και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά.
Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι·
ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου,
με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...»
Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη
ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα,
πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο.
Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας,
με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο
στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ.
Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει
στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου,
τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!»
Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει·
χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν,
που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ.
Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος
των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος
στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό.
Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει.
«Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της,
μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ.
Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα,
πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει
κι είναι κοντά σε τούτο το νησί».
Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη
χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει:
«Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί·
ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει,
τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια
τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!»
Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος:
«Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον,
μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς.
Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι·
ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο
ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς.
Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα,
σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης
οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό,
που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν,
τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία
το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ.
Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις,
να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο
να σου δίνουν μαζί με τη χαρά.
Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν
τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα
και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά.
Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν,
τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος·
άκου με που σα φίλος σου μιλώ·
κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο
και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει
πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό».
Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου
τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο
είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό.
Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν
οι θεές την ευτυχία μου».
Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει
τον Πολυκράτη με όψη γελαστή:
«Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο·
είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο
ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί».
Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι,
έρχεται βιαστικός και σαστισμένος
και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό:
«Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του,
βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει
σύνορα το καλό σου ριζικό».
Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει.
«Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω
και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς.
Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου.
Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου».
Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.
μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου
http://ebooks.edu.gr/
Ελπίδα
Μιλούνε κι ονειρεύονται οι άνθρωποι πολύ
Για ημέρες πιο καλές που μέλλουνε να ‘ρθουνε.
Προς τέρμα αίσιο, που ολόχρυσο ακτινοβολεί,
Να τρέχουνε τους βλέπεις να το κυνηγούνε.
Ο κόσμος θα γίνει παλιός και πάλι νέος θα γίνει
Μα ελπίδα πάντα ο άνθρωπος στο πιο καλό θα δίνει!
Η ελπίδα είναι αυτή που μέσα στην ζωή τον μπάζει,
Γύρω απ το αγόρι το εύθυμο αυτή φτεροκοπάει,
Η λάμψη της η μαγική το νέο δελεάζει,
Στο μνήμα με τον γέροντα μαζί αυτή δεν πάει.
Σαν μια ζωή όλο κόπους μες στον τάφο τερματίζει,
Θαμμένος τότε μένει αυτός· μα η ελπίδα συνεχίζει.
http://hallofpeople.com/
Γάντι
Μπροστά στο θηριοτροφείο του,
Με τους βαρόνους και με τον διάδοχό του,
Ο βασιλιάς Φραγκίσκος καθόταν
Κι απ’ το ψηλό μπαλκόνι αγναντευόταν
Την αρένα, τη μάχη περιμένοντας.
Πίσ’ απ’ τον βασιλιά μένοντας,
Φαινόταν μια σειρά εμφανής
Λαμπρών κυρίων της αυλής.
Ο βασιλιάς με χέρι έκανε σημείο,
Με χτύπο άνοιξε η σιδερένια πόρτα
Και εμφανίστηκε τεράστιο κεφάλι πρώτα,
Μετά το τρομερό θηρίο,
Το τραχύμαλλο λιοντάρι
Βγήκε αγριωπό,
Και κοίταξε με βλέμμα σκυθρωπό,
Και για το γύρο του πήρε χαμπάρι.
Με ύφος αγέρωχο το μέτωπό του σούφρωσε,
Τη χαίτη του πυκνή κούνησε,
Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε και ξάπλωσε.
Ο βασιλιάς ξανά σημάδι έδωσε,
Της καγκελόπορτας το κλείστρο άνοιξε
Και μια τίγρη πισ’ από τα σίδερα όρμισε,
Αλλά βλέπει το λιοντάρι και ουρλιάζει δειλά,
Με την ουρά της χτυπάει τα πλευρά,
Σιγοβαδίζει και λοξοκοιτάζει
Με τη γλώσσα τη μουσούδα γλείφει
Και δείχνει τα δόντια – ξίφη,
Μουγκρίζει και δίπλα στον λέοντα πλαγιάζει.
Τρίτη φορά το χέρι του κούνησε ο βασιλιάς,
Δυο πάνθηρες μεμιάς
Με ένα πήδημα παν’ απ’ την τίγρη βρέθηκαν,
Εκείνη με το πόδι της βαρύ χτύπησε, τους διώχνοντας,
Ενώ ο λέοντας σηκώθηκε βρυχώντας…
Οι πάνθηρες φοβήθηκαν,
Παραμέρισαν, τα δόντια δείχνοντας
Και ξαπλώθηκαν μουγγρίζοντας.
Και οι φιλοξενούμενοι την μάχη περιμένουν…
Ξαφνικά, από το μπαλκόνι πέφτει ένα γυναικείο γάντι,
Όλοι κοιτάνε με αγωνία…
Πως πέφτει δίπλα στα θηρία.
Τότε τον ιππότη Ντελόρζ με υποκριτικό
Και δηκτικό χαμόγελο κοιτάζει
Η καλλονή του και του λέει με νάζι:
«Δεν είσαι ο ιππότης μου ευγενικός;
Εάν με αγαπάς, όπως μου λες καλέ μου,
Τότε το γάντι μου θα επιστρέψεις».
Δεν είπε λέξη ο Ντελόρζ και την άφησε μόνη,
Πάει προς τα θηρία, γέρνει,
Το γάντι ατάραχος παίρνει
Και επιστρέφει πίσω στο μπαλκόνι.
Στους ιππότες και κυρίες από αυτήν την αποκοτιά
Η καρδιά ένιωσε φόβο ραγδαίο,
Ενώ ο νεαρός με γνήσια λεβεντιά,
Σαν να μη έγινε τίποτα σπουδαίο,
Ήρεμα ανεβαίνει στο μπαλκόνι.
Τον περιμένουν του θαυμασμού και θριάμβου οι θρόνοι,
Τον χαιρετάει η ενθουσιασμένη καλλονή,
Αλλά κρυάδα ήταν αυτό που είδε αγνάντι,
Στο πρόσωπό της έριξε το γάντι
Και είπε: «Δε θέλω ανταμοιβή».
Μετάφραση - Γιώργος Σοϊλεμεζίδης
Ο Φρίντριχ Σίλερ (Friedrich Schiller, Μάρμπαχ, 10 Νοεμβρίου 1759 –Βαϊμάρη, 9 Μαΐου 1805 ) ήταν Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής καιιστορικός.
Γεννήθηκε στην πόλη Μάρμπαχ (Marbach) της Βάδης-Βυρτεμβέργης το 1759. Είναι ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος. Το πρώτο θεατρικό έργο, που έγραψε πολύ νέος, αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του θεάτρου, αν και είχε ατέλειες, που παραδέχτηκε αργότερα κι ο ίδιος. Μετουσιώνοντας τον ενθουσιασμό των είκοσι χρόνων του, ο Σίλερ κατόρθωσε να δώσει στον κόσμο της εποχής του τα πρώτα μηνύματα του νέου κινήματος. Ο ρομαντισμός κήρυξε την αγάπη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, για την τιμωρία των ενόχων, για τη ζωή, την ελπίδα, για το αύριο του ανθρώπου. Με το έργο του «Οι ληστές» προβάλλει ακριβώς αυτά τα ιδανικά. Ιδανικά πάλης του ανθρώπου ενάντια στην άδικη κοινωνία.
Το 1783-1787 γράφει δύο έργα: «Η συνωμοσία του Φιέσκο» και το «Ραδιουργία και έρως», έργα με τα οποία ο Σίλερ επιτίθεται στους αυλικούς, που με τις ραδιουργίες τους δημιουργούν την εγκληματική ζωή του κόσμου. Ο Σίλερ αρχίζει πια να διαγράφει με άνεση τους χαρακτήρες και η ανάλυσή του γίνεται βαθύτερη.
Έγραψε κι άλλα έργα με υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, με αυστηρή τήρηση των ιδανικών του, όπως είναι τα «Ντον Κάρλος», «Μαρία Στιούαρτ», «Γουλιέλμος Τέλλος». Στα έργα του ακόμα δείχνει μια εξαιρετική επιδεξιότητα στη σκηνική δομή. Είναι κάτοχος των δραματικών εξάρσεων. Μέσα σ' αυτά ακούμε τα επίκαιρα μηνύματα και διδάγματα του Σαίξπηρ.
Η φιλία του Σίλερ με τον Γκαίτε είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο Γκαίτε στάθηκε γι' αυτόν όχι μόνο ένας άριστος φίλος μα και ανεκτίμητος σύμβουλος, ένας ένθερμος σύντροφος, που τον ενθάρρυνε στις κρίσιμες στιγμές. Μαζί με τον Γκαίτε, το 1799, ήταν οι υπεύθυνοι των παραστάσεων του Αυλικού Θεάτρου της Βαϊμάρης.
Ο Σίλερ πέθανε το 1805. Τα έργα του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα από πολλά θέατρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου