Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ( 7 Μαΐου 1861 - 7 Αυγούστου 1941 )


"Τα δέντρα είναι η ατελείωτη προσπάθεια της γης να μιλήσει στον ακούοντα ουρανό."

Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Rabîndranâth Tagore, Μπενγκάλι γλώσσα:রবীন্দ্রনাথ ঠাকুর) (7 Μαΐου 1861 - 7 Αυγούστου 1941), ήταν Ινδός συνθέτης, συγγραφέας και φιλόσοφος, του οποίου το έργο είχε σημαντική επίδραση στη λογοτεχνία και τη μουσική της Βεγγάλης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνακαι στον οποίο απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913.
Γεννήθηκε στην Καλκούτα, στη δυτική Βεγγάλη. Ήταν το δέκατο τέταρτο παιδί του Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ, ενός εκ των ιδρυτών του κινήματος Μπράχμο Σαμαζ (Brahmo Samaj), και εγγονός του Ντβαρκανάθ Ταγκόρ. Μεγάλωσε σε οικογένεια καλλιτεχνών και κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμιστών που αντιτίθονταν στο σύστημα των καστών και προωθούσαν βελτιώσεις στη θέση της γυναίκας ινδής. Ο Ραμπιντρανάθ ήταν επίσης χορτοφάγος.

Ο Ταγκόρ σπούδασε στην Καλκούτα και την Αγγλία. Είναι γνωστός τόσο ως ποιητής όσο και ως φιλόσοφος, αν και οι δύο αυτές τέχνες είναι συχνά συνεκτικά δεμένες στον ινδικό πολιτισμό, και ενυπάρχει μία υπονοούμενη φιλοσοφία εντός της ποίησης του Ταγκόρ. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση και την παιδαγωγική και, το 1921, απεκατέστησε το πανεπιστήμιο Vishbabharati στη Σαντινικετάν όπου παραδίδεται εκπαίδευση πάνω στον ινδικό πολιτισμό τόσο σε Ινδούς όσο και σε ξένους.
Ο Ταγκόρ υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας από την Ασία στον οποίο απενεμήθη το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913 "για τον βαθειά ευαίσθητο, φρέσκο και όμορφο στίχο του, με τον οποίο, με μεγάλη ικανότητα, έχει καταστήσει την ποιητική του σκέψη, εκφρασμένη στις δικές του Αγγλικές λέξεις, μέρος της λογοτεχνίας της Δύσης"


Επιλεγμένη εργογραφία

Ελληνικές μεταφράσεις
Γκιταντζάλι
Λαμπυρίδες
Το σπίτι και ο κόσμος ― μετάφρ.Ειρ.Καλκάνη ("Γ.Παπαδημητρίου")
Λυρικές προσφορές, Ο Κηπουρός
Ινδικά Διηγήματα ― μετάφρ.Κ.Τρικογλίδης ("Ηριδανός")
Τα παραστρατημένα πουλιά
Λυρικά αφιερώματα
Ο ωκεανός της ζωής
4Χ5
Σαντάνα πνευματική άσκηση
Λυρικά δράματα ― μετάφρ.Κ.Τρικογλίδης
Μοχούα

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ - Αλβέρτος Αϊνστάιν.

Οι New York Times είχαν δημοσιεύσει μια φωτογραφία τους, με υπότιτλο: “Ένας μαθηματικός κι ένας μύστης συναντιούνται στο Μανχάταν”.Κι είναι φιλοσοφικά κειμήλια οι συναντήσεις του με τον άνθρωπο που καθόρισε τη Φυσική στον εικοστό αιώνα, το άλλο ποπ είδωλο, τον Αλβέρτο Αϊνστάιν.
Ο δημοσιογράφος που κατέγραψε την πρώτη συζήτηση γράφει: “Ήταν πολύ ενδιαφέρον να τους βλέπεις μαζί. Τον Ταγκόρ, τον ποιητή, με το κεφάλι του διανοούμενου. Και τον Αϊνστάιν, τον διανοούμενο, με το κεφάλι του ποιητή […] Σ’ έναν παρατηρητή φαίνονταν σαν δυο πλανήτες, απασχολημένοι σε φιλική κουβεντούλα.”
Μαζί οι δυο τους , στην κουβέντα τους είχαν διατυπώσει συνοπτικά βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις που διαδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Ταγκόρ είχε καταλάβει ότι δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το ενορατικό απ’ το λογικό, τα μαθηματικά απ’ την ποίηση. Το πνεύμα εξελίσσεται καθώς γυρεύει το ανείπωτο.
“Η φαντασία είναι πιο σημαντική απ’ τη γνώση, γιατί η γνώση έχει όρια”.

O Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και ο Μαχάτμα Γκάντι το 1940

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Μαργαριταρένιο Περιδέραιο

Μητέρα, θα πλέξω μαργαριταρένιο περιδέραιο για το λαιμό μου
με τα δάκρυα της θλίψης μου .

Τ’ αστέρια κατεργάστηκαν αστραγαλίδες από φως 
για να στολίσουνε τα πόδια τους ,
μα εμένα τα δικά μου θενά κρέμονται απ’ τα στήθια σου .

Πλούτη και δόξα τα χρωστώ σε σένα
κι είναι για σένα που τα δίνω ή τα κρατάω .
Όμως η θλίψη μου αυτή είν’ όλη δικιά μου ,
Κι όταν σου την προσφέρω σαν αφιέρωση
συ μ’ ανταμείβεις με τη χάρη τη δική σου .

Δυσφήμιση

Προς τί αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, παιδί μου ;
Τι απαίσιο από μέρος τους πάντοτε να σε βρίζουν για το τίποτε !
Μουντζούρωσες τα δάκτυλα σου και το πρόσωπο, γράφοντας , με μελάνη –
γι’ αυτό σε λένε βρώμικο ;
Ω, τρισκατάρατοι ! Θα τολμούσαν να πουν βρώμικη την πανσέληνο έτσι απλά γιατί κηλίδωσε το πρόσωπό της με μελάνη ;
Για κάθε ψύλλου πήδημα σε κατηγορούν, παιδί μου . Κάνουν αμάν
για να σε ψέξουν για το τίποτε .
Έσκισες, παίζοντας, τα ρούχα σου – γι’ αυτό σε λεν
απεριποίητο ;
Ω, τρισκατάρατοι ! Μα πώς θα ‘λέγαν το φθινοπωριάτικο πρωινό που χαμογελά
μεσ’ από τα κουρελιασμένα σύννεφα ;
Μη δίνεις σημασία σ' ό,τι κι αν σου λεν, παιδί μου .
Φτιάχνουν ένα μακρύ κατάλογο με τις αταξίες σου .
Όλοι το ξέρουν που σ’ αρέσουν οι απολαύσεις – γι’ αυτό σε λένε
άπληστο ;
Ω, τρισκατάρατοι ! Τότε τι θα 'χαν να μας πουν κι εμάς που σ’ αγαπάμε ;


Θάνατος

Ω συ της ζωής στερνό πλήρωμα ,
Θάνατε, θάνατέ μου, έλα στ’ αυτί μου και ψιθύρισε !

Μέρα τη μέρα εσένα είχα στο νου μονάχα ,
για σένα υπέφερα τις χαρές της ζωής και τις λύπες .

Ό,τι κι αν είμαι, ό,τι κι αν έχω, κι αν ελπίζω κι όλη μου η αγάπη
κυλούσαν πάντα προς το μέρος σου κρυφά και ύπουλα .

Μονάχα μια στερνή ματιά απ’ τα μάτια σου
και η ζωή μου θα ‘ναι στα χέρια σου για πάντα .

Τα λουλούδια πλεχθήκαν
και το στεφάνι περιμένει τη μελλόνυμφη.

Μετά το γάμο η νύφη το σπίτι της θα εγκαταλείψει
να πάει να βρει τον κύρη της μόνη στην ερημιά της νύχτας.




Ὁ μικρός μου ἑαυτός

Ἦρθα μόνος στό δρόμο τῆς πίστης μου
Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἑαυτός μου μέσα στό σκοτάδι;

Παραμέρισα γιά ν' ἀποφύγω τήν παρουσία του,
ἀλλά δέν τοῦ ξέφυγα.
Κάνει τή σκόνη νά σηκώνεται ἀπό τή γῆ μέ τό σίγουρο βάδισμά του.
Προσθέτει τή δυνατή του φωνή σέ κάθε λέξη πού προφέρω.
Εἶναι ὁ μικρός μου ἑαυτός,
ὁ ἀφέντης μου πού δέν γνωρίζει ντροπή.
Ἀλλά ἐγώ ντρέπομαι νά περάσω τήν πόρτα σου μέ τή συντροφιά του.

Ἕνα καλάθι μέ καρπούς

Ξυπνοῦσα κι ἔβρισκα τό μήνυμά του τό πρωΐ.
Δέν ξέρω τί ἦταν αὐτό πού μοῦ 'φερνε, γιατί δέν ξέρω νά διαβάζω καθόλου.
Θ' ἀφήσω τό σοφό μέσα στά βιβλία του, δέν θά τόν ρωτήσω καθόλου:
μπορῶ τάχα νά ξέρω ἄν θά μποροῦσε νά καταλάβει τό δικό μου μήνυμα;
Θ' ἀγγίξω τό πρόσωπό μου μέ τό γράμμα, θά τό σφίξω στήν καρδιά μου.
Ὅταν ἡ νύχτα θά γίνει σιωπηλή καί τ' ἀστέρια θά βγοῦν ἕνα-ἕνα,
θά τό ἀνοίξω πάνω στά πόδια μου καί θά μείνω σιωπηλός.
Τά φύλλα πού μουρμουρίζουνε θά μοῦ τό διαβάσουν μέ δυνατή φωνή,
τό γρήγορο ποτάμι θά μοῦ τό σιγοψιθυρίσει καί τά ἑφτά ἀστέρια τῆς γνωριμίας
θά μοῦ τό τραγουδήσουν ἀπό τούς οὐρανούς.
Δέν κατάφερα νά βρῶ αὐτό πού ψάχνω.
Αὐτό πού θά 'θελα νά μάθω δέν τό καταλαβαίνω καθόλου.
Μά αὐτό τό μήνυμα πού δέν ἤξερα ν' ἀποκρυπτογραφήσω
ὑποβάσταξε τό φορτίο μου κι οἱ σκέψεις μου γίνανε μελωδίες.



Ποίηση: Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ
Μουσική: Γιώργος Στεφανάκης
Ερμηνεία: Κώστας Καράλης
Από τον δίσκο "ΕΛΑ ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΑΝΤΙΚΡΥ" 1980

Σήκωσε τη ζωή μου απ' τη σκόνη
κράτησέ την

Κράτησέ την κάτω απ' τα μάτια σου
στη παλάμη του δεξιού σου χεριού
κράτησέ την

Κράτησε την στο φως
κρύψε την κάτω απ' τη σκιά του θανάτου
κράτησέ την

Κράτησέ την στο κασκέτο της νύχτας
με τ' αστέρια σου
και το πρωί άφησέ την

Άφησέ την να πάει ανάμεσα στα λουλούδια
που ανθίζουν γεμάτα λατρεία
άφησέ την


ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

Περπατούσα μόνος πάνω στο δρόμο τον εξοχικό
την ώρα που ο ήλιος έκρυβε φιλάργυρα
τις τελευταίες χρυσές ακτίνες. Το φως της μέρας
έσβηνε σιγά- σιγά καθώς πλάκωνε το σκοτάδι.
Η θερισμένη γη κειτόταν σιωπηλή σαν κλαμένη χήρα.
Ξάφνου η διαπεραστική φωνή ενός παιδιού έσκισε τον αέρα,
αθέατη, αφήνοντας τη γραμμή του τραγουδιού πίσω της,
στο μουντό φως του δειλινού. Το χωριάτικο σπίτι του
βρισκόταν στην άκρη της έρημης χώρας,
πέρα από το χωράφι με τα ζαχαροκάλαμα,
κρυμμένο μέσα στις σκιές της μπανανιάς
και της αρέκας και της ινδοκαρυδιάς.
Σταμάτησα για μια στιγμή το μοναχικό μου περίπατο
κάτω από το φως των άστρων,
και είδα μπροστά μου τη σκοτεινιασμένη γη
ν' αγκαλιάζει με τα χέρια της αναρίθμητα σπίτια
γεμάτα κούνιες και κρεβάτια,
μητρικές καρδιές και βραδινές λάμπες,
και μικρές ζωές, γεμάτες από μια χαρά
που δεν ξέρει τίποτα για το τι αξία έχει για τον κόσμο.

{ Η κάθε του Θεού αυγή ......}

Η κάθε του Θεού αυγή είναι γι’ αυτόν
και μια καινούργια έκπληξη
είναι τα δάκρυα της γης
που κάνουνε τα γέλια της ν’ ανθούνε,
Ποια γλώσσα είναι η δική σου θάλασσα;
Η γλώσσα της αιώνιας απορίας
Ποια γλώσσα είναι η δική σου απάντηση Ουρανέ;
Η γλώσσα της αιώνιας σιωπής.
Ο πόθος του πουλιού να ήταν σύννεφο.
Μα πως ποθεί το σύννεφο να ήταν πουλί!
Κάθε παιδί μας φέρνει κι ένα μήνυμα,
πως ο Θεός ακόμη δεν βαρέθηκε τον άνθρωπο
Ω μικρούληδες, του κόσμου τούτου αλήτες,
αφήστε μου τ’ αχνάρια σας στα λόγια μου.
Το ότι υπάρχω είναι μια αιώνια έκπληξη
που λέγεται Ζωή.
Γέλασες μα δεν μίλησες για τίποτε
κι αισθάνθηκα πως ήταν γι’ αυτό
που τόσο πρόσμενα καιρό.
μικρό μου χορταράκι, μικρά τα βήματα σου,
μα όλη τη γη κρατείς κάτω από τα πόδια σου
ποτέ να μη φοβάσαι τις στιγμές,
αυτό σου τραγουδάει η φωνή του αιώνιου
.
Μας δίνεται η ζωή, μα δίνοντας την
τήν κερδίζουμε.
Διαβάζουμε τον κόσμο λανθασμένα
και λέμε πως μας απατά
του θανάτου η σφραγίδα
,
δίνει αξία στης ζωής το νόμισμα
κι έτσι αγοράζει κανείς με τη ζωή,
ότι είναι πολύτιμο
Ο θόρυβος μιας στιγμής
τη μουσική του Αιώνιου χλευάζει
φίλησε ο κόσμος την ψυχή μου
με τον πόνο του
κι αντάλλαγμα της ζήτη σε τραγούδια
αυτός που πάντα βρίσκεται σε κίνηση
κάνοντας το καλό
ποτέ δεν βρίσκει τον καιρό καλός να είναι
το φεγγάρι έχει το φως του
για όλο τον Ουρανό
Τις σκοτεινές κηλίδες του γι’ αυτό το ίδιο.
Είσαι γεμάτος με τη σκόνη
των πεθαμένων λέξεων
πλύνε την ψ
υχή σου με σιωπή
η σιωπή θα βαστάξει τη φωνή σου
όμοια με την φωλιά
που τα κοιμώμενα πουλιά κρατεί

http://hallofpeople.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου