Μόνος, παρατημένος, γεμάτος παράπονα. Ντυμένος στη σιωπή, έμεινε όρθιος με τις πολλές πληγές του.
Και να το θαύμα! Η εγγόνα, με προτροπή της γιαγιάς, τον άσπρισε, τον έκανε όμορφο κι ένοιωσε τόση μα τόση χαρά.
Κι όταν τέλειωσε το άσπρισμα, μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του, κάλεσε την κοπέλα, που τον άσπρισε και της μίλησε στοργικά:
" Εμένα που με βλέπεις κορίτσι μου μέσα στην εγκατάλειψη, έζησα μια ζωή γεμάτη προσφορά. Όταν ήμουν νέος και άναψαν τις πρώτες δυνατές φωτιές, πόναγε το κορμί μου.
Είπα, όμως,στον εαυτό μου να μην διαμαρτύρεται,γιατί προορίστηκα να ζω στη φωτιά.
Και υπέμεινα το κάψιμο και ένοιωσα απέραντη χαρά, γιατί κατάλαβα πως με τα γευστικά φαγητά και το μοσχομυριστό ψωμί, έδινα ευχαρίστηση στους ανθρώπους.
Κάθε φορά που η γιαγιά σου άναβε τη φωτιά, ένοιωθα ότι όλες οι κινήσεις της ήταν προσεκτικές, σαν να μην ήθελε να με πονέσει.Έβαζε τα προσανάμματα, άναβε φωτιά με το σπίρτο, κι έβαζε σιγά σιγά τα πιο χοντρά ξύλα. Κι όταν η θερμοκρασία γινόταν κατάλληλη για το ψήσιμο, πρώτα με το γράβαλο τραβούσε τα κάρβουνα προς τα έξω,κι ύστερα με την πάνα(βρεγμένο πανί), έπαιρνε ό,τι είχε απομείνει.
Μετά με το ξύλινο φτυάρι τοποθετούσε μέσα μου, με προσοχή τα καρβέλια του ψωμιού, που έπαιρνε από την πινακωτή, μέχρι που με γέμιζε ολόκληρο.
Ύστερα έκλεινε την πόρτα πολύ καλά για να μην βγαίνει η πύρη και μείνει άψητο το ψωμί.
Σε λίγο άρχισε να μοσχοβολά ο τόπος από την μυρωδιά του ψωμιού. Πόσες φορές δεν έψησα τις σπιτικές πίτες της χρυσοχέρας γιαγιάς σου. Γαλατόπιτες, λαχανόπιτες, κολοκυθόπιτες με το ψιλό φύλλο στο μεγάλο γύρισμα (ταψί), γιατί είχε μεγάλη φαμελιά κι έβγαζε πολλά κομμάτια με καλοψημένους κόθρους (γωνίες).
Τι λαμαρίνες με κουραμπιέδες και μπακλαβάδες έψηνα τις γιορτές.
Και ξαφνικά ήρθε αυτή η κακιά μάγισσα που τη λένε τεχνολογία και πήρε με το έτσι θέλω τη θέση μου.
Σιγά σιγά με εγκατέλειψαν όλοι και μόνο η γιαγιά σου έρχεται συχνά και με γεμίζει ξύλα, λες και θα ξαναρχίσουμε τη συνεργασία μας. Μου μιλάει, θυμόμαστε τα παλιά και αναστενάζουμε βαθιά.
Και ξέρεις κοριτσάκι μου. Πιο πολύ κι από τις ατέλειωτες φωτιές με πονάει η εγκατάλειψη.Χίλιες φλόγες δεν πονούν,μα η λησμονιά πληγώνει".
Μίμης Κούρτης Κάμπος Αμπελακιου Αμφιλοχίας,18,Απρίλη 2 0 1 7.
Φωτογραφίες : Μίμης Κούρτης
Τις εποχές που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν τ άψυχα και τα δέντρα...Τότε που ο κόσμος ήξερε να ψελλίζει ταπεινά "ευχαριστώ" με ειλικρινή ευγνωμοσύνη...Τους καιρούς που ακόμα και τα χρηστικά αντικείμενα είχαν ζωή....Επειδή έτσι θα πρέπει να είναι η συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα στο περιβάλλον του...Τρόπος να ζει κανείς με ουσία...Εξοχο κείμενο...Νοσταλγικό...Για όσους είχαν την τύχη να συντηρούν παρόμοιες μνήμες....
ΑπάντησηΔιαγραφή