Η Λία Σιώμου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Χημικό τμήμα του πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έκανε μεταπτυχιακό στη Βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο του Michigan (Michigan State University). Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου, η ποιήτρια μετανάστευσε σε νεαρή ηλικία στην Αμερική και φαίνεται ότι το γεγονός αυτό άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στον ψυχισμό της αλλά και στην ποίησή της.
Έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα επτά ποιητικές συλλογές, ενώ ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί και παρουσιαστεί στην Ελλάδα και την Αμερική, όπου είναι και η μόνιμη κατοικία της.
Το παρόν βιβλίο σε έκδοση Ελευθερουδάκη, περιέχει ποιήματα γραμμένα από το 1995 ως το 2011. Στην ουσία είναι ένας συγκεντρωτικός τόμος που απαρτίζεται από όλες τις προηγούμενες συλλογές της ποιήτριας: Ερωδιού η κατοικία / Αλκυονίδες, 2000 (Εκδόσεις Δωδώνη) και Μαγιοστέφανο, 2003 / Σπονδή ονείρου, 2006, / Εν γη ερήμω, 2007 / Attica, 2014 / Εις μνήμην ουτοπίας, 2014 (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Είναι ένα αρκετά μεγάλο βιβλίο που αποτελείται από 445 σελίδες και όπου έχουν αναπαραχθεί με ωραία χρώματα και σχέδια τα εξώφυλλα των προηγούμενων συλλογών.
Ο τόμος αποτελείται κυρίως από ποιήματα, όμως παρεμβάλλονται και λίγα πεζά. Κάποια από τα ποιήματα είναι έμμετρα, άλλα με σποραδικές ομοιοκαταληξίες, τα περισσότερα φέρουν ένδειξη χρονολογίας ή και τόπου γραφής.
Ήδη από την αρχή, θα διαπιστώσουμε ότι η ποιητική γλώσσα όχι μόνον ως γραφή, αλλά και, κυρίως, ως ήχος ρέει απρόσκοπτα δροσερή και λαγαρή προκαλώντας ευχάριστη έκπληξη στον αναγνώστη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλά ποιήματα της Σιώμου έχουν μελοποιηθεί.
Σε μια πρώτη ματιά και κρίνοντας από τους τίτλους των ποιημάτων βλέπουμε ότι ακούγονται με μεγάλη ευκρίνεια οι ήχοι, φυσικοί ή μουσικοί, αυθεντικοί ή έντεχνοι με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται το άκουσμα ως το κυρίαρχο στοιχείο των ποιημάτων. Οι λέξεις που αναπνέουν αβίαστα και ο στίχος που αυτονομείται στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλούν τον αναγνώστη σε μια συνεχή και ενδιαφέρουσα συνομιλία. Είναι σαν να συνδεόμαστε με όλο το βάθος της αρχέγονης λαλιάς, ενώ μας έρχεται στο νου αυτό που είπε ο Σεφέρης στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (τον Δεκέμβριο του 1963), μιλώντας για την αρχή της ποίησης:
«Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης».
Είναι αλήθεια ότι τα ποιήματα της Σιώμου κάθε στιγμή μας καλούν σε μια επικοινωνία με αυτή την ανάσα, αλλά και σε μια άσκηση της εμπιστοσύνης μας.
Η κυριαρχία του ηχητικού στοιχείου και η μουσικότητα της γραφής έχει ως αποτέλεσμα την εγγύτητα των ποιημάτων με τη μουσική. Το γεγονός, εκτός από τη δραστική επενέργεια που επιφέρει στο ηχόχρωμα του στίχου, επιδρά και στην ενίσχυση της ελληνικότητάς του, αφού ενσωματώνονται εκεί ποικίλα ελληνικά ακούσματα. Ανακαλείται κυρίως η μελωδία της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής, αυτής που αντηχεί στις ελληνικές εκκλησίες όλες τις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Χαρακτηριστικά είναι ποιήματα με τίτλους, όπως:
«Ακολουθία νυμφίου», σ. 32, «Που έδυ σου το κάλλος», σ. 64, «Λιτανεία», σ.256,
«Ολονυκτίες», σ. 265.
Ακόμη και η σπάνια μέσα στο ποίημα αναφορά ονόματος ανθρώπου αφορά την εκκλησιαστική μουσική, όπως π. χ. αυτή που σχετίζεται με τον γνωστό ιεροψάλτη Καψάσκη, ο οποίος έψελνε για πολλά χρόνια στην εκκλησία της αγίας Ειρήνης στην Αθήνα, εκκλησία που συνδέει την ποιήτρια με το παρελθόν της στη γενέθλια γη.
Να ’τανε του Καψάσκη η αξέχαστη φωνή
που ύμνους γέμιζαν μ’ αυτήν
οι γαλανοί Αττικοί ουρανοί; «Ειρήνη ευλογημένη», σ. 205.
Τα ελληνικά έθιμα, οι γιορτές και οι τελετές της ορθοδοξίας, όπως το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, ο Ευαγγελισμός και άλλες μικρότερες που σηματοδοτούν την ελληνική παράδοση περιγράφονται με τη βοήθεια μιας μνήμης που ωραιοποιεί και εξιδανικεύει. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούνται στίγματα γεωγραφικά που εντάσσουν τα ποιήματα σε ένα περιβάλλον ελληνικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συλλογή με τίτλο Attica, όπου η νοσταλγία της ποιήτριας συνδέει το παρόν με το παρελθόν και με αυτόν τον τρόπο αναδύονται γλυκές αναμνήσεις και νότες νοσταλγικές.
Είναι φανερό επίσης ότι εδώ η ελληνική φύση πρωταγωνιστεί βοηθώντας με τον τρόπο της στην δια της μνήμης αναπαράσταση της γενέθλιας γης. Πάμπολλα άνθη από την ελληνική γη, όμορφα και περήφανα, ή ταπεινά και συνηθισμένα έχουν την τιμητική τους θέση στις ποιητικές συνθέσεις δίνοντας έναν τόνο γνήσιας ελληνικότητας.
Χαρακτηριστικό το ποίημα «Οι βιολέτες της αγίας Ειρήνης», όπου οι μνήμες από τα εγκώμια που ψάλλονται την Μεγάλη Παρασκευή, το αθηναϊκό τοπίο, τα άνθη της βιολέτας που στολίζουν τον επιτάφιο και όλες οι μυρωδιές της ελληνικής άνοιξης, συνθέτουν έναν ωραίο πίνακα. Είναι ένας πίνακας που διεγείρει όλες τις αισθήσεις, ώστε μέσα από μαγικές εικόνες συναισθησίας, όπως τις ζωντανές περιγραφές, τα νοσταλγικά αρώματα και τους ήχους της μουσικής, η ποιήτρια αναζητά και τελικά πετυχαίνει να αναπαραγάγει με επιτυχία ένα βιωμένο παρελθόν:
Κάτι βιολέτες δροσερές
και μυρωμένες τότε
στα χέρια μας τ’ αγκαλιασμένα
μαραθήκαν.
Τα μύρα τους μια Πασχαλιά
μέθη το είναι μας ποτίσαν
κι εκεί τ’ ανθάκια σβήσαν.
Και ήσανε Επιταφίου άνθη
μιας Πασχαλιάς στολίδια μυροβόλα
Μ’ εγκώμια τραγουδισμένες ήσαν βιόλες
στης Πλάκας τα στενά σοκάκια
στης εκκλησιάς μου γύρω τα δρομάκια. «Οι βιολέτες της Αγίας Ειρήνης», σ. 204.
Οι αναφορές, άμεσες ή έμμεσες στην εκκλησιαστική γραφή πάντα εμπλέκονται και προσδιορίζουν σκέψεις, κυρίως για το παρελθόν καθώς η μνήμη ταξιδεύει στην παιδική ηλικία, στους νεανικούς έρωτες, ή σε όμορφα βιωμένες στιγμές. Αναδεικνύονται έτσι οι χριστιανικές παραδόσεις με τις οποίες είναι εμποτισμένος ο ελληνικός τρόπος ζωής, αλλά και φράσεις από τη γραφή που έχουν πια αποκτήσει μια δική τους επιτελεστική σημασία στο ελληνικό λεξιλόγιο. Είναι ενδεικτικοί οι παρακάτω τίτλοι:
«Του παραλυτικού», σ. 61
«Που έδυ σου το κάλλος», σ. 64
«Ισκαριώτης», σ. 82
«Πρόβατα και ερίφια», σ. 84.
«Προσδοκώ ανάσταση νεκρών», σ. 233
«Λιτανεία», σ. 256
«Ους ο θεός», σ. 257
«Ολονυκτίες», σ. 265
«Οστέα τεταπεινωμένα», σ. 354 κ.ά.
Άλλα ποιήματα με τους τίτλους αλλά και κάποιους στίχους τους απηχούν ή θυμίζουν ελληνικά τραγούδια, λαϊκά ή έντεχνα, μοντέρνα, ή μιας άλλης εποχής. Έτσι, το ποίημα «Παίξε τσιγγάνε», σ. 30, μας παραπέμπει στο «Τρελέ τσιγγάνε», τραγούδι του 1947 που τραγούδησε η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το ποίημα «Ήλθες κι απόψε», σ. 428 μας θυμίζει το τραγούδι «Ήρθα κι απόψε» του 1961, ενώ το ποίημα «Κι αν παρήλθον», σ. 248, συνομιλεί με την πασίγνωστη αθηναϊκή καντάδα του 1934 «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι» που σε στίχους Γεωργίου Δροσίνη τραγουδιόταν για πολλές δεκαετίες στης Πλάκας τα στενά. Με τα τραγούδια αυτά μεταφέρεται στην ποίηση της Σιώμου η συλλογική αίσθηση του ερωτικού καημού, της μοναξιάς και του χωρισμού, ενώ ταυτόχρονα αναδύονται αναγνωρίσιμα σήματα ελληνικότητας.
Σε άλλα ποιήματα οι πηγές ήχου που καταγράφονται, εκτός από το ότι δίνουν κυριολεκτικά το στίγμα της μουσικής, συντελούν με τον τρόπο τους στην ενίσχυση της μουσικότητας, όπως φανερώνουν οι καθαρά ειδολογικοί τίτλοι τους, όπως, «Το ραδιόφωνο», σ. 138, «Το τραγούδι», σ. 140, «Το ντέφι», σ. 292, «Το τραγούδι του κύκνου», σ. 335, «Μ’ ένα τραγούδι», σ. 333, «Τα τραγούδια μου», σ. 401 κ. ά.
Και ενώ κυριαρχούν τα αστικά τραγούδια, αφού εξ άλλου περιγράφεται μία ζωή μέσα στο άστυ, ή σε μέρη όπου οι άνθρωποι των πόλεων καταφεύγουν για διακοπές και ταξίδια αναψυχής, όμως γίνονται αισθητές, έστω και σπάνιες, απηχήσεις και από στίχους δημοτικών τραγουδιών, όπως π.χ.
Δέντρα πανώρια του βουνού
στον ίσκιο σας να γείρω θέλω, «Δέντρα και φύλλα», σ. 216.
Να επισημάνουμε ότι σε πολλά ποιήματα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στοιχεία όπου η ελληνική ταυτότητα αναδεικνύεται μέσα από στίχους Ελλήνων ποιητών· η παράθεση αυτών των στίχων, συνειδητή ή όχι, προσδίδει στην ποίηση της Σιώμου την αρμονία του ελληνικού ήχου μέσα από τη διακειμενική αυθεντία της ελληνικής ποίησης.
Έχει ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς σημεία που φανερώνουν αυτήν την ουσιαστική συνομιλία ανάμεσα στη σύγχρονη ποιήτρια και τους μεγάλους πατέρες της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Ας αναφέρουμε το παράδειγμα του Διονυσίου Σολωμού, όπου π.χ. ο στίχος «του κόσμου την ανεμοζάλη» από το ποίημα «Νυχτολούλουδο», σ. 245, παραπέμπει στο ποίημα «Εις μοναχήν» του εθνικού ποιητή. Το ποίημα «Η φοινικιά», σ. 154 μας θυμίζει τον Κωστή Παλαμά και το ομώνυμο εμβληματικό του ποίημα, ακόμη και ίχνη του Σεφέρη αναγνωρίζουμε, αφού στο ποίημα «Θαλασσινό», σ. 343, ακούγεται η φωνή από το ποίημα «Ερωτικός λόγος» του νομπελίστα ποιητή:
Τα μυστικά της θάλασσας τα ’ζησα στην καρδιά μου
Η αγριάδα του βοριά μου ’σβησε τη χαρά
Ποιήματα εξομολογητικά, τα περισσότερα σε α ΄πρόσωπο, όπου γίνεται αναπόληση στιγμών ωραίων από ένα μακρινό παρελθόν, που αντιπαρατίθεται σε ένα αμήχανο, μίζερο και δυστυχισμένο παρόν. Κάποιες φορές σε αντίστιξη, ενσωματώνεται και η αποστροφή σε κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο συνήθως συνομιλεί το ποιητικό υποκείμενο.
Τα περισσότερα ποιήματα αποπνέουν αισθήματα νόστου, ο οποίος όμως είναι εσωτερικός και δεν εξωτερικεύεται με τρόπο κραυγαλέο.
Γράφει η Σιώμου στην εισαγωγή του βιβλίου:
«Στης ζωής τις ανεξιχνίαστες εξελίξεις, στη μακροχρόνια αποδήμηση στην Αμερική, στα σκαμπανεβάσματα της τύχης, στις χαρές και στις λύπες, στις αναζητήσεις, έμεινα πάντα η Ελληνίδα, ο άνθρωπος ο μαγεμένος απ’ την ομορφιά της πατρίδας μου, ο άνθρωπος που συνέχισε να εκφράζεται με τις λέξεις που ’μαθε εκεί, στην κοιτίδα της τέχνης και της επιστήμης, στην κοιτίδα που μου έγινε λίκνο και όνειρο και πνοή αιωνιότητας». Στην εξομολόγησή της αυτή εκφράζει την αμέριστη ευγνωμοσύνη της προς τα όσα της κληρονόμησε η γη της πατρίδας της και τα οποία με αίσθημα ευγνωμοσύνης προσφέρονται πίσω ως ανταπόδοση στον Έλληνα αναγνώστη.
Γιατί, πράγματι, η Ελλάδα είναι παντού, έτσι που αν δεν γνωρίζαμε κάποια βιογραφικά στοιχεία της ποιήτριας, δεν θα πιστεύαμε ότι διαβιεί μακριά από την πατρική γη.
Υπάρχουν στιγμές που ακόμη και αν συγκεκριμένα τοπόσημα φανερώνουν ότι τα ποιήματα γράφτηκαν σε ξένο τόπο, όμως τα ποιήματα ξεχειλίζουν από ελληνικότητα. Ας δούμε μια στροφή από το ποίημα με τίτλο, «Long island memories», σ. 167 από τη συλλογή Attica, όπου είναι εμφανές ότι τα τοπία της ξενιτιάς ανακαλούν αγαπημένα ελληνικά μέρη με τα οποία η ποιήτρια βρίσκει αναλογίες και της δίνουν αφορμή να περιγράψει την ελληνική φύση με μια γνήσια αισθαντικότητα:
Θυμήθηκα τα κύματα
τα γαλανά της Aττικής
τους κάμπους της με τις ελιές
τα στάχυα και τα σκίνα
τα βράχια της π’ ανθίζανε
μικρές, μαβιές οι κυκλαμιές
τους λόφους της π’ ευώδιαζαν
πεύκα, θυμάρια και μυρτιές.
Η θάλασσα, ή οι λίμνες με τα κρύα νερά από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου αποτελούν όχι μόνο ένα γραφικό σκηνικό σε πολλά ποιήματα, αλλά αποκαλύπτουν στοιχεία μιας βαθιάς-γενετικής σχέσης.
Η θάλασσα που πάντα δίνει μια υπόσχεση φυγής και ελπίδας συνήθως αποτελεί το καταφύγιο του ποιητικού υποκειμένου· συνδέεται κι αυτή εξ άλλου με τον νόστο γιατί τις περισσότερες φορές είναι η θάλασσα της πατρίδας.
Η επιστροφή στη θάλασσα που πάντα συμβολίζει την επιστροφή στη μάνα, αλλά και στον θάνατο, είναι η αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων πάνω στη γη, είναι αυτή που θα κλείσει στην αγκαλιά της όλη την ανθρωπότητα, είναι η «Θάλασσα μάγισσα», αλλά και η «Αχερουσία»:
Θάλασσα, μάγισσα εσύ
και πήρες τη χαρά μου.
Θάλασσα, φάροι, στεναγμοί
και τα πικρά όνειρά μου. «Θάλασσα μάγισσα», σ. 44.
Κοίτα η λίμνη μας, το πέρασμα στην άλλη όχθη
Είναι πικρό και γυρισμό δεν έχει. «Αχερουσία», σ. 230.
Σαν το κοχύλι έζησα στης θάλασσας μιαν άκρη
Σαν το κοχύλι γεύθηκα κύματος την ορμή
Με φίλησε η θάλασσα, με πότισε το δάκρυ
Ίσκιο ενός γλάρου χάρηκα σε ουράνια φυγή. «Θαλασσινό», σ. 343.
Θα τελειώσουμε με την παράθεση κάποιων ποιημάτων που φανερώνουν συλλήψεις ρομαντικής πνοής, όπου ο εξομολογητικός τόνος και τα απαισιόδοξα αισθήματα μπροστά στην αδιαφορία του κόσμου προκαλούν τη μελαγχολία αλλά και την αποκάλυψη μιας εσωτερικής δύναμης εκ μέρους του ποιητικού υποκειμένου που θα καταλήξει στην ποιητική δημιουργία μέσα από την ενσυναίσθηση και την αγάπη προς τους ανθρώπους:
«Νυχτολούλουδο», σ. 245
Σαν ένα νυχτολούλουδο
που κλείνει κάθε βράδυ
και την αυγή δειλά δειλά
την ομορφιά του ξετυλίγει
στου κόσμου την ανεμοζάλη.
Έτσι κι εγώ κρυμμένη
μιαν αγάπη φύλαξα
μη τη μολύνει ο νους
του κόσμου γύρω
Μα σαν με βλέπεις
στη ματιά μου φαίνεται
αγάπης μια χαρά
που δεν μαραίνεται.
«Περί ποιήσεως», σ. 78
Ρούχα πλυμένα, απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ΄ άπλυτά μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
Σε πολλούς μάλιστα τα χάρισα
με μια αφιέρωση αγάπης.
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.
«Στήλες άλατος», σ. 66
Όντα ψυχρά κι αμίλητα και απλησίαστα.
Λες κι έπεσε πάνω τους η κατάρα της δημιουργίας.
Τα εκαρίκευσε η απογοήτευση, τα εβαλσάμωσε η πίκρα
τα ακινητοποίησε η προσδοκία, τα εγκατέλειψε τ’ όνειρο.
Παστώθηκαν αλάτι ν’ αποφύγουν τη σαπίλα της ζωής.
Ουκ έχουν ώτα ακούειν και οφθαλμούς ιδείν.
Κι η αγάπη δεν τους αγγίζει, τους επρόδωσε κάποτε
και δεν της το συγχωρούν.
Ο Φρόιντ θα το απέδιδε σε σεξουαλικές στερήσεις.
Ο Ναζαρηνός θα έλεγε ότι αγάπη δεν εγνώρισαν.
Η Σιώμου, γνώρισε την αγάπη, αφού με υλικό από αυτήν δημιούργησε τα ωραία ποιήματά της, όμως και από την πίκρα και την απογοήτευση έλαβε μεγάλο μερίδιο στη ζωή της. Όλα αυτά τα αισθήματα τα ύφανε με ειλικρίνεια, καλοσύνη και γνήσια κατανόηση μέσα από το στημόνι της νοσταλγίας για να τα παραδώσει ως πολύτιμο δώρο ψυχής στους αναγνώστες της.
Αναδημοσίευση από https://www.periou.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου