ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ
Σιγά σιγά - προσεκτικά - ξεφλούδισα το κρεμμύδι του προσώπου της,
και, σφίγγοντας την καρδιά,
τα μάτια μου δεν δακρύσαν.
Τις έξω φλούδες - σημάδια απ’ του καιρού το διάβα -
τις ζαρωματιές, τα κτυπήματα, τα κρεμάσματα και τους λεκέδες
τα έκανα στην πάντα ένα-ένα.
Κι όταν τελικά η θύμισή μου ανεγνώρισε αυτό που απέμεινε,
εμβρόντητος ευρήκα με χαρά,
τελείως αναλλοίωτα από τον χρόνο
- όπως τά ‘ξερα -
τα Μάτια της
- καθρέφτη για το χαμόγελό μου.
🍁🍁🍁🍁
ΣΚΟΥΠΙΔΙ
Μου είπαν, λοιπόν που λέτε, πως η δίκη της παιδούλας
δεν κράτησε ούτε καν δέκα λεπτά.
Για να μην φανεί στους τρανούς από τούς συγχωριανούς της,
που ήταν στο δωμάτιο
- στον παπά, στον κυρ’ πρόεδρο και στον χωροφύλακα -
μπιτ για μπιτ αγράμματη
- που όπως όλοι τους την φώναζαν -
σαν την ρώτησε ο στρατιωτικός δικαστής
εάν «αυτοβούλως» εβοήθησε τους αντάρτες,
ντράπηκε να ρωτήσει τί πάει να ‘πει η λἐξη,
και χαμηλόφωνα - η καψερή - ψιθύρισε ένα «ναι».
Κι έτσι, σ’ ένα τέταρτο μόλις της ώρας,
την πέταξαν και αυτήν – με τους άλλους – μέσα στον λάκκο.
🍁🍁🍁🍁
ΎΒΡΙΣ
Πέρασαν οι οροσειρές - δάσκαλοι, βαθμοί, γονείς, παπάδες -
και όλες οι προσπάθειες, οι αγώνες, και οι αβεβαιότητες.
Πεδιάδες τώρα φαίνονται μπροστά απλωτές, ευκολοδιάβατες.
Το ρολόι - άκου το - κτυπά ρυθμικά, μετρημένα.
Οι μέρες - κύματα γαλήνια - έρχονται και πάνε
με περιεχόμενο ευκολομάντευτο, δίχως εκπλήξεις,
γήλοφοι μόνον δηλαδή,
και ίσως και κάτι λακκουβάκια.
Κάτσε, ηρέμησε, χάζεψε, ανάσανε βαθειά,
κοίτα τριγύρω, σκέψου το,
και - δίχως λέξεις - πες από μέσα σου:
«Ωραία είναι - χορτάτος ο πορτογύρης Λύκος, γεμάτο το Μυαλό».
Και σαν αδειάσει η κούπα με το γλυκό κρασί,
ίσως κάνα τραγούδι, μουρμουριστά - πλέον - αρχίζεις,
με δίχως εκστασιασμούς μήτε και μοιρολόγια,
Και οι παρέες - σαν τις αγάπες - απαλές πλέον κι αυτές
και ανάλγητες, δίχως ξύπνια όνειρα,
δίχως καρδιοχτύπια κι αγωνίες.
Ίσως και κάτι να λείπει, αλλά - χαρά στο πράγμα -
να το κυνηγήσεις - αυτό, είτε και κάτι άλλο - δεν πολυαξίζει.
Για δες τον σωρό από βιβλία αρχινισμένα μα ατελείωτα,
κοίτα τα μισοτελειωμένα σχέδια για γέφυρες,
για τον Σάρο της Σελήνης, για λέξεις πελασγικές.
Μα όλα αυτά - όλα σου λέω, και μην επιμένεις -
σαν ήδη κατανοήθηκαν, ήδη απολαύσθηκαν,
και οι επεξηγήσεις σε άλλους είναι πλέον κόπος μη ποθητός.
Απλώς, τώρα, κοίτα τριγύρω, και χαμογελώντας ψιθύρισε:
«Και με τα τόσα ανεκπλήρωτα όνειρα,
πάλι καλά είναι».
Αχ, Θέ μου, να βάσταγε έτσι ώς τον Γκρεμό
🍁🍁🍁🍁
ΔΙΑΒΑΤΕΣ
Μετά τον στρόβιλο του έρωτα,
δίπλα-δίπλα ύπτια ξαποσταίναν,
με τα χέρια τους ακόμα σφικτἀ περιτυλιγμἐνοι.
Μα ενώ τα δάχτυλά τους ακόμα ανίχνευαν
- μηχανικά πλέον και βαριεστημένα -
και ενώ τα κεφάλια τους - γερμένα -
ακόμα γλυκά ακουμπούσαν,
οι σκέψεις τους - τώρα - κάπου Αλλού,
στον δικό τους - τον ξέχωρο - κόσμο
χώρια - πλέον - επέστρεφαν.
🍁🍁🍁🍁
ΤΟ ΧΘΕΣ
Μα τί κάνει το σακάκι μου εκεί κάτω πεταμένο;
Α, ναι!
Το πέταξα εκεί χάμω - χθες αργά - να θυμηθώ σήμερα να ....
Μα, χθες ήταν που εκεί το πέταξα;
Α, ναι, χθες!
Χθες, που από τόσο καιρό την ημέρα αυτήν την περίμενα,
μετρώντας τους μήνες ανυπόμονα;
Για ‘δες!
Χθες, ήρθε κι αυτή η ημέρα - όπως όλες έρχονται!
Μα καθώς γελάγαμε και τα πίναμε,
και αμέριμνα άλλα σκεπτόμαστε,
μέσα από τα δάχτυλα η ημέρα - σαν άμμος - εγλίστρησε,
και, ακριβώς πάνω στην ώρα της, έφυγε,
και - σαν όλες τις άλλες -
έγινε κι αυτή, η Τρανή η Ημέρα,
το Χθες ...
🍁🍁🍁🍁
ΜΑΖΩΜΑ
Φέτος το φθινόπωρο, τα φύλλα των σφενδάμνων
και των ευωνύμων ήταν φοβερά κατακόκκινα.
Ίσως η αλλαγή στις καιρικές συνθήκες,
ή, ποιός ξέρει, πιθανόν τώρα
- καθώς μεγαλώνουμε -
με ανήσυχο πλέον και αναχωρητικό ρεμβασμό,
να προσέχουμε περισσότερο κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου