Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2 Παράμερα στέκει Ο άντρας και κλαίει· Αργά το τουφέκι Σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.» | 3 Γρικούν να ταράζει Του εχθρού τον αέρα Μιαν άλλη, που μοιάζει Τ' αντίλαλου πέρα· Και ξάφνου πετιέται Με τρόμου λαλιά· Πολληώρα γρικιέται, Κι ο κόσμος βροντά. | |
Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου Φθαρμένα και μαύρα Σαν ίσκιους ονείρου· Λαλεί το πουλάκι Στου πόνου τη γη Και βρίσκει σπυράκι Και μάνα φθονεί | 4 Αμέριμνον όντας Τ' Αράπη το στόμα Σφυρίζει, περνώντας Στου Μάρκου το χώμα· Διαβαίνει, κι αγάλι Ξαπλώνετ' εκεί Που εβγήκ' η μεγάλη Του Μπάιρον ψυχή. | |
5 Προβαίνει και κράζει Τα έθνη σκιασμένα. | 6 Και ω πείνα και φρίκη! Δε σκούζει σκυλί! | |
|
αναβάθρα: κλίμακα.
στυλοπόδι: βάθρο.
ειμημόνον: παρά μόνο.
έξυπνη ουσία: άγρυπνη συνείδηση.
γυναίκα: Ο Πολυλάς τη χαρακτηρίζει ως «θεόπνευστη ψάλτρα».
αλωνάκι: εννοεί το Μεσολόγγι.
λαύρα: φωτιά· μτφ. πόνος, δυστυχία.
μάνα: η μάνα (υποκειμ. στο φθονεί).
μιαν άλλη: σάλπιγγα. Για την κατανόηση του αποσπ. 3 κοίταξε το 3ο απ. στο Β' Σχεδίασμα.
Αράπης: οι Άραβες (Αιγύπτιοι) που όπως ξέρουμε πήραν μέρος στη δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (υπό τον Ιμπραήμ).
Μάρκου: του Μπότσαρη.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β'
1
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
2
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ' άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3
Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήσει εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψει η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβησμένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ' από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ' του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία».
Χαμένη, αλίμονον! κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ' ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
Τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο,
Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
4
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος». Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ' από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία.
Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
- Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάσει ο φιλικός στόλος και να συντρίψει ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίσει τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Μάρτυρες.
5
............Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οι βράχοι,
Και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ' αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ, ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι».
6
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικόν αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, η οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
Μακριά απ' όπ' ήτα, αντίστροφος κι ακίνητος εστήθη· «Εκεί 'ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου· «Θύρες ανοίξτ' ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα». | |
7 Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ' το λέω: Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, | 5 |
Για η δύναμη δεν είν' σ' αυτές ίσια με τ' άλλα δώρα. Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεότερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε να 'μπει η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· Μεγάλο πράμα η υπομονή! ....................... Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές· Απ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας». Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει». - Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, Κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι εσώπασε λιγάκι, | 10 |
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της, | |
Κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα. | |
Και μία είπε: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, | |
Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» | |
Και μία δεύτερη είπε: | 15 |
- Κι εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της.» | |
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα». Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει. | |
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.
- Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ' από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Να μου το πεις να το 'χω γκολφισταυρό στον άδη.
Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·
Κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
5 | 9 Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος, Και απάνου ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του 'λυχτάει. Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πεις ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει· |
10 | Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους. |
| |
10 | |
5 | Που' μ' όλη κάτου από τη γη κι ένα μπουτσούνι |
Κι επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώσει την απόκριση, | |
Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του, |
11
Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανεί όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ' όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
12
Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέει την Παράδεισο·
Πολλές πληγές κι εγλύκαναν γιατ' έσταξ' αγιομύρος.
Μένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα..................
Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
Για τούτο αυτή είναι
Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ' όχι για τη Μοίρα,
Και μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος της 'πλημμύρα,
Επειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του,τούτοι
Τριαντάφυλλά 'ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
13
Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξει για να 'βγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
Μνήσθητι, Κύριε - είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε - εφάνη!
Επάψαν τα φιλιά στη γη.........................
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
Μία χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
14
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π' άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
16
Μ' όλον που τότ' ασάλευτος στο νου μ' ο νιος εστήθη,
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
17
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ' όλα τα πλούτια πόχει
18
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
20
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
36
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
41
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
43
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ' εβγήκε ανίκητος.
44
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
51
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Αγαρηνός: αντί Αγαρηνοί ονομασία των Αράβων.
βουνάκι (πρόβατα): κοπαδάκι.
ασπούδα: σπουδή, βιασύνη.
σάλπιγγα: η σάλπιγγα του Έλληνα πολεμάρχου.
οκνός: εξασθενημένος.
περιπαίχτρα: η σάλπιγγα του Αράπη, που σαλπίζει κι αυτός για να περιπαίξει τον αντίπαλο (να προσέξετε τη σύγκριση).
αράθυμος: ευέξαπτος, οργίλος, νευρώδης.
πεσούμενο άστρο: ο διάττων, το πεφτάστρι.
ρητός: σαφής, κατηγορηματικός.
χοχλός (και χόχλος): κοχλασμός.
άτι: άλογο, ιππικό.
Γάλλου (νους): εννοεί τους Γάλλους αξιωματικούς που είχαν οργανώσει τον αιγυπτιακό στρατό.
τα χαρτιά: τις εφημερίδες. Στο Μεσολόγγι τότε έβγαινε η εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Ελβετού φιλέλληνα Μάγιερ.
γκόλφι: εγκόλπιο, φυλαχτό.
πέρα: δηλ. στο ελεύθερο έδαφος.
αστραφτά: γρήγορα σαν αστραπή.
για: γιατί, επειδή.
της εφάνηκε: της φάνηκε ότι είδε.
το βαμπάκι: που βάζουν στο στόμα του νεκρού (δηλ. της φάνηκε ότι το παιδί ήταν νεκρό).
γκολφισταυρό: φυλαχτό.
ανεί: ανοίγει.
ύστερη (νυχτιά): η τελευταία νύχτα· η νύχτα της Εξόδου.
μπουτσούνι (λ. ιταλ.): κομματάκι.
μάτι: η σειρά: το μάτι της μάνας σύρριζα στο νου του τέκνου, (σαν) μάτι Θεού.
αγγελοκρουμός: ξεψύχισμα, ψυχορράγημα.
ρονιά: υδρορρόη, κρουνός.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ'
1 | |
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια, Τα μάτια τούτα, να σ' ιδούν μες στο πανέρμο δάσος, Που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια | 5 |
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, Ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πόχει, Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα· Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου, | 10 |
Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι. | |
(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του Μεσολογγίου). |
Έργα και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω- Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι, Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι. Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. - Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια, 10 Και σα θολώσουν τα νερά, και τ' άστρα σα πληθύνουν, Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι. «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου! Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι· Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν Αθάνατη 'σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;» Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα 'π' ο ξένος ναύτης. Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε, Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι. Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του: «Ψαρού, τ' αγκίστρι π' άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.» Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια, Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ' άστρα, Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι. Γέρος μακριά, π' απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του, Το πέταξε, τ' αστόχησε, και περιτριγυρνώντας: «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' Άγγλου! Πέλαγο μέγ', αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι· Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν Αθάνατή 'σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζει Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ' εμέ να κλάψεις.» |
3 | |
Δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους | |
4 | |
Από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα, | 5 |
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας, | 10 |
6 | |
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη, | 5 |
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη, | 10 |
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο, | 15 |
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! | 20 |
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του. | |
7 | |
Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα. | |
9 | |
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν, | |
10 | |
Φεύγω τ' αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο. | |
11 | |
Μία των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι, Οπού 'δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει εις τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού ήλιου. | |
12 | |
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες | |
13 | |
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων |
1. Για την ερμηνεία των στίχων 1-3 κοίταξε το εισαγωγικό σημείωμα. Ολόκληρο το απ. 2 να συσχετιστεί με το απόσπασμα 5 του Β' Σχεδιάσματος.
μητέρα: κοίταξε Σχεδ. Β', απ. 12.
τα μάτια τούτα: τα μάτια του ποιητή.
πούλουδο: λουλούδι.
τόπι: κανόνι και η μπάλα του κανονιού.
τα νησιά: τα Επτάνησα.
το μίσος: οι στίχοι 16-17 αναφέρονται σε ανθρώπους που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του αγώνα. Το θέμα το ξαναβρίσκουμε στη Γυναίκα της Ζάκυθος.
Ψαρού: η γυναίκα του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας.
ανάκουοτος: πρωτάκουστος.
αλαφροΐσκιωτος: κατά τη λαϊκή πίστη, εκείνος που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να βλέπει τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, «ν' ακούει και να βλέπει όλα τα μυστικά της φύσης».
2. Για την ερμηνεία του οράματος και το συμβολισμό της «φεγγαροντυμένης» διατυπώθηκαν πολλές απόψεις: παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης, είναι μορφή αντίστοιχη με τις νεράιδες, η αναδυόμενη Αφροδίτη, η θεά Ελευθερία - Ελλάδα κ.ά. Πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από παραλλαγές του στίχου, πρόκειται για θεϊκή μορφή και ότι την ξαναβρίσκουμε στα ποιήματα του Σολωμού Λάμπρος και Κρητικός.
άναψαν: για να κάψουν τ' αγαπημένα τους πράγματα, πριν από την έξοδο.
έτοιμα: ενν. τα σπαθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου