Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Ο αόμματος ναύτης από τον Άγιο-Στράτη"


Στους ξεχασμένους ήρωες

Έσυρε τα πόδια αργά-αργά ως το στασίδι, πιάστηκε από τα ξύλινα μπράτσα του για να σιγουρευτεί, κάθισε κι άρχισε να ψιθυρίζει ακατάληπτες προσευχές, με το θολό βλέμμα του να κοιτά στο άπειρο. Στο εσωτερικό του σύμπαν βρισκόταν αλλού. Το ανταριασμένο μνημονικό του πάλευε με τη λύσσα του ανέμου και με την αφρισμένη θάλασσα· με τόνα χέρι ήταν γαντζωμένος σφιχτά στην κουπαστή και με τ’ άλλο προσπαθούσε να τραβήξει πάνω στο γολετί γυναίκες αναμαλλιασμένες και παιδιά με τη σφραγίδα του τρόμου χαραγμένη στα πρόσωπά τους.

Στο κεφάλι του είχε ξυπνήσει πάλι ο φριχτός πόνος· αυτός ο πόνος που χώθηκε τότε στο κρανίο του και δεν το εγκατέλειψε ποτέ· ένας πόνος αλήτικος που ερχόταν κι έφευγε όποτε του κάπνιζε, χωρίς να υπολογίζει αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν κοιμόταν ή περπατούσε, αν σιωπούσε ή κουβέντιαζε. Σήκωσε το κεφάλι και σταυροκοπήθηκε. Ο παπάς που γνώριζε το βάσανό του τον ευλόγησε σιωπηρά, μα κείνος δεν τον είδε· τη θάλασσα έβλεπε που τράνταζε το σκάφος και τα μωρά που κλαίγανε. Στ’ αυτί του βούιζε το σφύριγμα του ανέμου και η φωνή του καπετάν Μαργαρίτη του Λημνιώτη που έσκουζε από τη γέφυρα.

- Πιο σβέλτα, ορέ, πιο σβέλτα! Χανόμαστε!

Βρεγμένος ως το κόκκαλο, ο λεβεντόκορμος Γιούργαρης, ο Γιούργας τ’ Αγιοστράτ’, όπως τον φώναζε το Λημνιό σινάφι του καραβιού, πάλευε να τραβήξει στο σκάφος όσα γυναικόπαιδα μπορούσε, πριν τα προφτάσουν τα τούρκικα γιαταγάνια και τα μακελέψουν.

Έξι μήνες το μπρίκι* «Ποσειδών» του καπετάν Αθανάση Μαργαρίτη αρμένιζε στο Θρακικό πέλαγος. Περιπολούσε τις ακτές απ’ τ’ Αγιονόρι ως το Τσάγιεζι,* μαζί με άλλα μπάρκα*, λημναίικα, νίτικα* και ψαριανά. Δίστηλα, γαλιότες, πάρωνες, όλα τα παλιά εμπορικά, του Καρακωσταντή, του Χατζηδημητράκη, του Χατζη-Βισβίζη, του Καραγκιαούρη, του Μαυρουδή, είχαν μετατραπεί σε πολεμικά μπάρκα και πάλευαν να μποδίσουν τον οσμάνικο στόλο να προσεγγίσει τις ακτές και να ενισχύσει με στρατό κι εφόδια το τούρκικο ασκέρι.

Όταν το Μάη του ’21 ο Παπανικολής έκαψε με μπουρλότο τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή στην Ερεσό, τα τούρκικα δείλιασαν για ένα διάστημα και στο Αιγαίο δέσποσαν τα ρωμαίικα πλεούμενα. Ανεκτίμητη ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν οι καπετάνιοι στον Εμμανουήλ Παπά, που είχε σηκώσει το λάβαρο του Αγώνα και είχε σκορπίσει το μήνυμα της λευτεριάς σ’ όλη τη Χαλκιδική.

Ο καπετάν Μαργαρίτης έσπευσε από τους πρώτους σε βοήθεια του Σερραίου προύχοντα, μεταφέροντας πολεμοφόδια· περιπλέοντας το πόδι της Κασσάνδρας, απέκρουε τα τούρκικα πολεμικά ώστε να στεριώσει ο Αγώνας στη Χαλκιδική. Τι κι αν ο Καρά-πασάς της Λήμνου απειλούσε ή χρημάτιζε τους προύχοντες του νησιού να κάτσουν ήσυχοι· ο Λημναίος καπετάνιος είχε δώσει τον όρκο των Φιλικών και γνώριζε τι όφειλε να πράξει. Αρμάτωσε το μπρίκι του, «ύψωσε την παντιέρα του Γένους» στο κατάρτι και μπήκε στον Αγώνα. Έσπευσε μάλιστα στη Λήμνο και στον Άγιο-Στράτη μαζί με άλλους καραβοκύρηδες για να ξεσηκώσει τους κατοίκους και να στρατολογήσει ναύτες.

Μάταιος κόπος! Βρήκε φοβισμένους κι απρόθυμους τους νησιώτες. Η θέα των σφαγμένων παλικαριών της Θάσου και της Σαμοθράκης, που είχαν ξεσηκωθεί νωρίτερα και οι Τούρκοι περιέφεραν τα κορμιά τους κρεμασμένα στα κατάρτια των καραβιών από λιμάνι σε λιμάνι, τους είχε τρομοκρατήσει. Φοβισμένοι οι ραγιάδες της Λήμνου δεν προσχώρησαν στην Επανάσταση, παρά το ό,τι προσπάθησαν και τις επόμενες χρονιές να τους παρακινήσουν Ψαριανοί κι Ολυμπίτες. Ελάχιστοι τολμηροί ανταποκρίθηκαν, ανάμεσά τους κι ο Γιούργαρης απ’ τον Άγιο-Στράτη που άφησε το φαμελίτικο ψαροκάικο στο νησί του και μπάρκαρε με το μπρίκι του καπετάν Μαργαρίτη.

Το καλοκαίρι του ’21 το πράγμα πήγε καλά. Βοήθησαν κι οι Αγιορείτες είτε με γρόσια είτε με φαγώσιμα: κρέας, στάρι, όσπρια, κρασί και λάδι, που κατέβαζαν στους αρσανάδες* για τα πληρώματα των πλοίων, τηρώντας το κοντράτο* που είχαν υπογράψει με τους καπετάνιους. Μα σαν μπήκε ο Σεπτέμβρης, τα τούρκικα ξεθάρρεψαν και βγήκαν ξανά από το μπουγάζι του Τσανάκαλε. Άρχισε πάλι το κυνηγητό, το κρυφτούλι σε απόμερες ακτές κι ερημονήσια και πύκνωσαν οι θαλασσομαχίες. Οι καπετάνιοι στριμώχτηκαν, οι λίρες άρχισαν να τελεύουν, η κουμπάνια* λιγόστευε. Οι καλόγεροι βλέποντας πως ο αγώνας στη Χαλκιδική χάνεται, άρχισαν να τα γυρίζουν και να αμελούν τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει προς τα ρωμαίικα πλοία, το δε γκουβέρνο από το Μοριά αδυνατούσε να συνδράμει· είχε δικά του ζητήματα να λύσει μιας και ήταν σε εξέλιξη η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Πεινασμένα τα πληρώματα, βρεγμένα και ξεπαγιασμένα, όσο χειμώνιαζε ο καιρός αγρίευαν, γύρευαν να ορμήσουν στα μοναστήρια ν’ αρπάξουν τροφή από μόνοι τους.

Από τη στεριά τα μαντάτα ήταν άσχημα. Στριμωγμένοι στην αρχαία διώρυγα της Ποτίδαιας, στην εμπασιά της Κασσάνδρας και στο πέρασμα προς τον Άθω, αντίκρυ στην Αμμουλιανή, οι Ρωμιοί αμύνονταν ηρωικά, αλλά για πόσο. Το τεράστιο ασκέρι του Μεχμέτ Εμίν, του πασά της Λάρισας, που κατέφτασε από τη Θεσσαλία, έμοιαζε ατέλειωτη μυρμηγκιά που κάλυψε κάμπους και βουνά. Ο Εμμ. Παπάς ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, που κανείς δεν μπορούσε να προσφέρει. Βλέποντας πως ήταν πια θέμα χρόνου να σπάσει η άμυνα, άρχισαν να μαζεύονται στις ακτές της Κασσάνδρας γυναικόπαιδα αναζητώντας καταφύγιο στα ρωμαίικα πλοία.

Οι καπετάνιοι παραμέρισαν την πίκρα τους κι έσπευσαν αρωγοί. Άρχισαν να μεταφέρουν τους δυστυχείς στις Σποράδες· Σκιάθος, Σκόπελος και Σκύρος γέμισαν πρόσφυγες, βρεγμένους, ξεπαγιασμένους, πεινασμένους, ξεσπιτωμένους αλλά τουλάχιστον ζωντανούς.

Ο καπετάν Μαργαρίτης βρισκόταν στον ασφαλή κόλπο της Συκιάς, στο μεσαίο πόδι της Χαλκιδικής, αναζητώντας τρόφιμα να ταΐσει το πλήρωμά του, όταν έφτασε από απέναντι η είδηση ότι το μέτωπο της Κασσάνδρας όπου νάναι καταρρέει. Σήκωσε πανιά κι έπλευσε προς τα εκεί. Βρήκε κόσμο στα βράχια, πλήθος πολύ να προσμένει είτε τη σωτηρία από κάποιο περαστικό πλεούμενο είτε τη σφαγή καθώς οι Αγαρηνοί είχαν ξεχυθεί κι έσφαζαν αδιακρίτως σε όλη τη χερσόνησο. Η θάλασσα αφρισμένη από έναν γαρμπή που είχε εξελιχθεί σε μπουρίνι, δυσκόλευε την προσέγγιση στην απότομη ακτή. Οι ναύτες, μαθημένοι από τις αγριάδες του Θρακικού, ανεβοκατέβαιναν στ’ άρμενα, λύνανε και δένανε τα ξάρτια και τα πανιά, ώσπου κατάφεραν να πλησιάσουν όσο πιο κοντά γινόταν σε ένα απάνεμο σημείο. Το πλήθος κατάλαβε και κινήθηκε προς τα κει, όταν φάνηκαν από μακριά αλαλάζοντα στίφη Οθωμανών.

Ο Γιούργαρης, σωστός γίγαντας, με το πόδι στο βράχο και με το χέρι στην κουπαστή απορροφούσε τους κραδασμούς των κυμάτων και έσπρωχνε το γυναικομάνι στο σκάφος. Κόντευαν να ανεβούν όλοι, όταν οι Αγαρηνοί φτάσανε σε απόσταση βολής κι άρχισαν να πέφτουν χαλάζι τα βόλια.

-Σάλτα πάνου Γιούργα, χανόμαστε!, έσκουξε ο Μαργαρίτης, αλλά μέσα στον πανικό ένα κορίτσι, θάταν δεν θάταν δέκα χρονώ, γλίστρησε κι έπεσε στο νερό. Ένας αγριάνθρωπος από τη στεριά που είτε οσμίστηκε φρέσκια σάρκα είτε τις λίρες που θα έπιανε στο σκλαβοπάζαρο, πήδηξε κι άρχισε να κολυμπά με γρήγορες απλωτές προς το μέρος της.

Ο Γιούργαρης δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο· βούτηξε στο νερό, άρπαξε το κορίτσι και γαντζώθηκε στο καραβόσκοινο που του ρίξανε από το σκάφος. Μόνο ένα δροσερό «φχαριστώ» πρόλαβε ν’ ακούσει από μια αδύναμη φωνούλα που έτρεμε, πριν συναντηθεί με τον φριχτό πόνο που ήρθε άξαφνα και τον βρήκε κι από τότε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ένα βόλι από τον γκρα του αφιονισμένου Τούρκου που είδε να του φεύγει το σίγουρο θήραμα, τον βρήκε ξυστά στο κούτελο κι έχασε τον κόσμο. Όταν ξύπνησε, η μέρα ήταν ηλιόλουστη αλλά για κείνον ο ήλιος είχε κρυφτεί για πάντα. Τον άφησαν στη Σκόπελο. Εκεί τον γιατροπόρεψαν αλλά τα δύσκολα άρχισαν έπειτα.

Γεμάτο πρόσφυγες το νησί κι έρχονταν κι άλλοι από τις απέναντι στεριές. Οι ντόπιοι είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν καθώς η προσφορά βοήθειας είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις δυνάμεις και τις αντοχές τους. Κάποια στιγμή έπαψαν να ασχολούνται και τους παράτησαν στην τύχη τους. Άλλοι φύγανε, άλλοι κόνεψαν στα χωριά κάνοντας χαμαλοδουλειές κι οι πιο ανήμποροι διακόνευαν από δω κι από κει. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Γιούργαρης. Ο άλλοτε περήφανος γίγαντας που δάμαζε με τόνα χέρι τα κατάπλωρα τριγωνικά ιστία καβαλημένος στο μπαστούνι*, που με τη σφιχτή γροθιά του κρατούσε κόντρα στον αγέρα τ’ άρμενα όσο να πλευρίσει το καράβι στο μόλο, τώρα δεν ήταν παρά ένας ακόμα ανήμπορος ναύτης που ζητιάνευε για να ζήσει· ο αόμματος απ’ τον Άγιο-Στράτη.

Είχε κονέψει σε μια τρύπα κοντά στην ακτή, για να νιώθει την αρμύρα και να οσμίζεται τον πελαγίσιο αγέρα. Αναζητούσε μυρωδιές που ταξίδευαν από τη θρακική θάλασσα, ίσως κι από το νησί του, μπορεί κι από το ψαροκάικο που παράτησε για να υπηρετήσει το όνειρο για μια λεύτερη ζωή. Σαν άκουγε πως κάποια σκούνα από τον Άγιο-Στράτη πόδιζε στο μόλο, έσπευδε με λαχτάρα να μάθει τι γίνανε οι δικοί του, τα αδέρφια, η μάνα του. Μα τα μαντάτα δεν ήταν καλά κι έπαψε να ρωτά. Ο αγάς είχε κατασχέσει το καΐκι τους, τ’ αδέρφια του είχαν κυνηγηθεί, η μάνα πέθανε από τον καημό της κι εκείνα έριξαν μαύρη πέτρα. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν.

Κάποιος Λημνιός του είπε για τον φετφά που είχε στείλει ο σουλτάνος, με εντολή να πουληθούν τα σπίτια και τα υπάρχοντα όσων είχαν φύγει από τα νησιά και είχαν πάει «με τους λεγόμενους κλέφτες» και να συλληφθούν οι συγγενείς τους. Άλλο που δεν ήθελε ο Ντουρουλάχ-πασά, ο νέος και σκληρότερος διοικητής που είχε σταλεί στη Λήμνο. Κόλλησε το φιρμάνι στις εκκλησιές και καρπώθηκε το βιος των φευγάτων αγωνιστών: σπίτια, μάντρες, ζευγάρια, σοδειά, ζώα, τάλιρα, τα πάντα.

-Κανείς δεν γλίτωσε, συμπλήρωσε ο συμπατριώτης κι άρχισε να απαριθμεί: ο Χατζημαυρουδής πλέρωσε χίλιες ντούμπλες* για να ξαγοράσ’ γυναίκα και παιδιά, ο καπτάν Κατακουζνός ο Μάκρας πρόκαμε να διώξει στη Σύρα τ’ς εδικούς του αλλά το έχει του δημεύτηκε. Κι άλλοι πολλοί.

Ένας άλλος απ’ το νησί του, του είπε λόγια πιο στενάχωρα, που του μαύρισαν τη καρδιά:

-Μια χαρά ήσ’να, τι γύρευες στο σεφέρ’;* Ούτε καζάντ’σες, σκρόπισες και τ’ φαμελιάσ’. Πάλε καλά π’ ζεις! Άλλοι πάθανε χειρότερα, και μάλιστα απ’ τ’ς εδικούς μας. Ο Φραγκογιάννης που πλέρωνε τ’ ασκέρι του απ’ τ’ βούργιατ’* κι ύστερα με δανεικά, σαν ζήτ’σε λίγα γρόσια από το γκουβέρνο για να ξεχρεώσει, τον χώσανε στο Μπούρτζι και χάθ’κεν. Ο καπτάν-Νικόλης έδωσε στους Ψαριανούς τη μπρατσέρα του, που χε χαλάσ’ είκοσι χιλιάδες γρόσια να την χτίσ’, για να μπουρλοτιάσουν τη φιργάδα του Καραλή στ’ν Ερεσό, αλλά μαζί με το καράβ’, έχασε σπίτι και φαμελιά στη Λήμνο κι απόθανε διακονιάρης στην Ύδρα. Γι’ αυτό σε λέγω, τι γύρευες;

Από κείνη την ημέρα χώθηκε στο λαγούμι του, δεν ήθελε να δει και ν’ ακούσει κανέναν. Εκτός από το φρικτό πόνο που έφευγε κι ερχόταν στο κεφάλι του και τον τρέλαινε, είχε τώρα κι άλλο βάσανο να παλέψει, τις τύψεις που τον τρώγανε για τη ζημιά που έκανε στο σπιτικό του και για το χαμό των δικών του. Μόνο στην Παρηγορήτρα πήγαινε πού και πού και την παρακαλούσε να του πάρει λίγο τη θλίψη. Ψιθύριζε όσες προσευχές θυμότανε και κάποια τροπάρια με μισά λόγια. Τον έβλεπε ο γέροντας ιερέας να παλεύει με τα μέσα του, να σταυροκοπιέται και να στενάζει βουβά και ευχόταν σιωπηρά «υπέρ υγείας και σωτηρίας του δούλου του Θεού Γεωργίου, ότι η ψυχή του εταράχθη σφόδρα». Και του έβαζε κρυφά μισή λειτουργιά στην πατατούκα που φορούσε, καμιά φορά κι ένα κομμάτι κασκαβάλι.

Κάποτε μπούχτισαν οι μεγάλοι της Εσπερίας· θέλαν να ηρεμήσουν πια οι θάλασσες και να πάψει το κοντραμπάντο*. Μπήκαν στη μέση, υπογράφτηκαν συμφωνίες με στάμπες και τζίφρες επίσημες κι άρχισε να λειτουργεί η Ελληνική Πολιτεία. Μικρή και αδύναμη στο ξεκίνημα, μα μέσα σ’ αυτή ήταν κι η Σκόπελος. Βγήκαν ο κόσμος και πανηγύριζαν· χτυπούσαν αναστάσιμα τις καμπάνες και δόξαζαν το Θεό στις εκκλησιές του νησιού.

Ημέρεψαν οι άνθρωποι και βάλθηκαν να ξαναφτιάξουν τα νοικοκυριά τους. Απ’ το νησί πέρασαν τότε πολλοί καραβοκύρηδες ξεσπιτωμένοι: Θρακιώτες, Πραβλήδες*, Μπριώτες*, Λημνιοί, Χιώτες, που δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στους τόπους τους. Άλλοι έρχονταν να χτίσουν νέα καράβια στα καρνάγια του νησιού που δούλευαν ξανά πυρετωδώς κι άλλοι αναζητούσαν μια νέα πατρίδα να στήσουν το μαγαζί και το σπιτικό τους.

Χαμογέλασε λίγο κι ο Γιούργαρης κι ας μην είχε το φως του. Ένιωσε πως δεν πήγαν χαμένα εντελώς τα μάτια που του πήρε το τούρκικο βόλι. Ένιωσε πως ο πόνος που πήγαινε κι ερχόταν στο ανάπηρο κεφάλι του, μαλάκωσε κάπως, πως έγινε πιο υποφερτός. Μα ο άλλος πόνος, για τη χαμένη φαμελιά και για το νησί του, συνέχισε να τον βασανίζει, μιας και ο Άγιο-Στράτης βρέθηκε έξω από τα όρια του νέου ελληνικού κράτους.

Συχνά-πυκνά τον έπαιρνε στη σκούνα του ένας ψαράς, να του κάνει σία στα κουπιά ή να κρατά το δοιάκι* όταν έριχνε τα δίχτυα αλλά πιο πολύ για την κομπανία και γιατί τον λυπόταν. Κάποτε πήγανε ως πέρα στα ξερονήσια που λιάζονταν οι φώκιες, στη Γιούρα, στο Πιπέρι, στην Ψαθούρα. Κάθισε στην πρύμνα ο Γιούργαρης και δεν χόρταινε να ανασαίνει το λεύτερο αγέρα του πελάγου. Ώσπου φύσηξε μια τραμουντάνα κι έφερε στ’ αυτιά του τα κυπροκούδουνα των προβάτων απ’ το νησί του που κατέβαιναν στις θαλασσινές σπηλιές να πιουν νερό. Τον πήρανε τα κλάματα τον πονεμένο γίγαντα και δεν έλεγε να πάψει. Σαν ξεθύμανε, ξέπλυνε τον καημό του στη θάλασσα κι άραξε δύσθυμος στην κουβέρτα. Από τότε δεν ξαναβγήκε στο πέλαγο.

Την ημέρα την περνούσε στη σπηλιά του, στο πέτρινο λαγούμι στα βράχια της ακτής. Κάποιοι ελεήμονες Χριστιανοί είχαν φτιάξει έναν ξύλινο φράχτη στο έμπα του, που δεν άφηνε το αγιάζι και το ψιλόβροχο να τον μουσκεύει και να τον περονιάζει. Λίγα στρωσίδια από κάποιες σπλαχνικές κυράδες και μερικά γιαλόξυλα που άναβε τις κρύες νύχτες, ήταν όλο κι όλο το νοικοκυριό του. Σε μια γωνιά υπήρχε ο «θησαυρός» του: μορφές ασχημάτιστες, είδωλα χωρίς πρόσωπο, σκαφάκια, γλαροπούλια κι άλλα τέτοια, όλα κακοσκαλισμένα σε κομμάτια ξύλου που χάραζε μ’ ένα γλυφί με τη φαντασία του κι έσμπρωχνε το χρόνο στη μόνιμη σκοτεινιά του είναι του. Τα δώριζε σε όποιον έκανε πιο υποφερτή την δυστυχία του.

Το σούρουπο, κατά τον Εσπερινό, έβγαινε στο σουλάτσο. Με ένα καλάμι στο χέρι βάδιζε στα λιγοστά πατήματα που είχε μάθει να αναγνωρίζει χωρίς να σκοντάφτει. Μασουλούσε το κασκαβάλι και τη λειτουργιά του παπά κι από τη θέρμη του ήλιου που ολοένα λιγόστευε, προσπαθούσε να νιώσει πότε θα βασιλέψει για να γυρίσει στο κονάκι του. Κι αν ξεγελιόταν καμιά φορά και ξέμενε μετά το λιόγερμα, δεν τον ένοιαζε και πολύ. Για κείνον τα σκοτάδια της νύχτας δεν είχαν διαφορά από τα σκοτάδια των ματιών του. Μερικοί του λέγανε μια καλησπέρα, μα οι περισσότεροι τον αγνοούσαν. Εκτός από αόμματος, ο αγαθός γίγαντας ήταν και αόρατος για αυτούς.

Μια βραδιά που ένιωθε το αγιάζι να τον διώχνει, τάχυνε κάπως το βήμα του, όταν μια φωνή τον σταμάτησε κι ένα χέρι τον έπιασε από τον ώμο:

-Γιούργα, σύ είσαι μωρέ;

-Εγώ, άμα μόνο γροικώ, δεν σε θωρώ!

Σάστισε προς στιγμή ο άγνωστος, σαν αντίκρισε το θολό πεθαμένο βλέμμα του. Ίσως και να βούρκωσε, σαν θυμήθηκε τον θηριώδη Αγιοστρατίτη να κουμαντάρει τα πανιά και τα ξάρτια στα πέλαγα. Μα αμέσως έδωσε γνωριμία:

-Ο Κωσταντής είμαι, ο Κωσταντής τ’ Αναστάση, με θυμάσαι καθόλου;

-Ποιος Κωσταντής, ο Λημνιαραίος; Αχνογέλασε ο Γιούργαρης, σαν έφερε στη μνήμη το πείραγμα που έκανε τα χρόνια που ζούσε παιδί στον Άη Στράτη, όταν συναντούσε Λημνιό καΐκι στο πέλαγος.

-Ναι ρε Γιούργα, ο Κωσταντής από τη Λήμνο, του καπετάν Αναστάση, ξαναείπε ο ξένος και γέλασε δυνατά. Ίδιος είσαι, ρε ψυχή! Χρόνια είχα να τ’ ακούσω αυτό: «Εεε, Λημνιαραίοι… αφήστε και για μας καμιά τσιπούρα, ρεε!». Α, ρε Γιούργα, τι μου θύμισες! Και ξεκαρδίστηκε.

Είπανε λίγα παλιά ακόμα και χώρισαν. Ούτε ο Γιούργαρης τον ρώτησε πώς βρέθηκε στη Σκόπελο, ούτε ο άλλος πώς έχασε το φως του. Νιώθανε κι οι δυο πως αυτές οι κουβέντες δεν γινόταν να ειπωθούν στο μεσόστρατο. Τράβηξε ο Γιούργας κατά την ακτή, έκανε πως κίνησε κι ο Κωσταντής προς τη Χώρα, μα κοντοστάθηκε να δει κατά πού βαδίζει ο αόμματος με το καλάμι στα σκοτάδια.

Ρώτησε κι έμαθε ο καπετάνιος, και ταράχτηκε. Μπαρουτοκαπνισμένος ήταν κι αυτός. Χίλιες φορές είχε ανταμωθεί με το χάρο, προσπαθώντας με το τσερνίκι* του να ξεφύγει από τα τούρκικα δίκροτα, να σπάσει τους αποκλεισμούς για να πάει τροφές και μπαρουτόβολα στους πολεμιστές. Τον έπιασε το παράπονο για την τύχη του Γιούργα. Έκατσε κι έκανε γραφή στην Αίγινα, στον Γεωργιάδη, το Λημνιό συμπατριώτη τους, που ήταν γραμματέας της διοίκησης, δίπλα στον Κυβερνήτη. Το άλλο βράδυ αναζήτησε πάλι τον αόμματο ναύτη. Και το επόμενο και κάθε βράδυ από τότε, τον έψαχνε και τα λέγανε. Πίνανε και κανένα τσίπουρο στον καφενέ. Ένιωσε πάλι άνθρωπος ο θλιμμένος γίγαντας. Κάποια στιγμή ήρθε κι η απάντηση από την Γραμματεία του Καποδίστρια με την μεγάλη τζίφρα του Κυβερνήτη:

«Χορηγούμεν μηνιαίον μισθόν εκ 40 γροσίων ή 16 φοινίκων εις τον τυφλόν ναύτην Γεώργιον Αγιοστρατίτην, απωλέσαντα ολοτελώς την όρασιν κατά την εκστρατείαν της Κασσάνδρας, υπέρ του της ανεξαρτησίας αγώνος αγωνιζόμενος. Η Ελληνική Πολιτεία ευγνωμονούσα. Εν Αιγίνη…»

Τον άκουγε βουρκωμένος ο Αγιοστρατίτης.

-Λέει το κιτάπι «ευγνωμονούσα», καπετάνιο ή δικιά σου κουβέντα είναι; Ξαναδιάβασέ το, δεν σε πιστεύω, επέμενε.


Κι ο καπετάν Αναστάσης του το διάβαζε ξανά και ξανά. Τα 40 γρόσια δεν του λέγανε τίποτα, αλλά το «ευγνωμονούσα» δεν χόρταινε να το ακούει. Ήθελε να γινόταν ν’ αφήσει το χαρτί στη σοροκάδα να το ταξιδέψει ως το νησί του, να δουν αυτό το «ευγνωμονούσα» όλοι όσοι του λέγανε και του μαυρίζανε την ψυχή: «Μια χαρά ήσ’να, τι γύρευες;».

-Ρε Γιούργα, έλα στο σπίτι μου απόψε, να πιούμε ένα κρασί για το καλό μαντάτο, πρότεινε ο Λημνιός καπετάνιος.

Τον άκουσε άφωνος ο Γιούργαρης. Τόσα χρόνια στο νησί, πολλοί τον είχαν βοηθήσει αλλά στο σπίτι του κανείς δεν τον είχε βάλει. Σήκωσε απότομα το χέρι, κι έκανε να φύγει, μα ο άλλος τον συγκράτησε.

-Έλα, για τον παλιό καιρό! Να γνωρίσεις και τη φαμελιά μου.

Με τόνα και με τ’ άλλο τον έπεισε. Είχε τον τρόπο του ο καπετάν Κωσταντής. Στη Λήμνο του είχαν δημεύσει τα πάντα· δεν ξαναγύρισε. Είχε όμως το τσερνίκι* του. Ταξίδευε μ’ αυτό τα καλοκαίρια με καλά κοντράτα*, ξανάφτιαξε μια συρμαγιά, έκανε τα κουμάντα του, είχε κάνει και δυο κουτσούβελα με την άξια Σκοπελίτισσα κυρά του κι ευχαριστούσε τον Άγιο Σώζο για την τύχη του, όποτε αρμένιζε ανοιχτά από τη νησί των παππούδων του.

Ο Γιούργαρης ντράπηκε σαν μπήκε στο αρχοντικό του καπετάνιου. Μπορεί να μην έβλεπε αλλά ένιωθε, από τις μυρωδιές και από τ’ αρώματα, ότι δεν ταίριαζε εκεί. Είχε βάλει την καθαρή βράκα που φορούσε στην εκκλησιά, μα όπως και να το κάνεις, μύριζε φύκια κι αρμύρα. Καθώς ο Κωσταντής προχώρησε μπροστά, εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, ψάχνοντας με το καλάμι του την καγκελόπορτα για να βγει πάλι στη στράτα. Αλλά δεν πρόλαβε. Ένα λιανό χεράκι τον τράβηξε απαλά. Μια μυρωδιά που του ξύπνησε αναμνήσεις πλανήθηκε γύρω του. Κι όλα γίνανε ξεκάθαρα, όταν άκουσε μια δροσερή, τρεμουλιαστή φωνούλα να του ψιθυρίζει στο αυτί «φχαριστώ!».

Τσιμπήθηκε για να ξυπνήσει, αλλά δεν κοιμόταν. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο χέρια για να διώξει τον πόνο που ερχόταν απρόσκλητος όταν ξαναθυμόταν εκείνα τα γεγονότα, αλλά δεν χρειάστηκε, ο πόνος δεν φάνηκε. Άπλωσε το χέρι για να διώξει το αερικό που του μίλησε, αλλά δεν ήταν αερικό. Μια κοπελίτσα, στα δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, ήταν. Έσκυψε και του ψιθύρισε ξανά «φχαριστώ!». Οι πλεξούδες της που άγγιξαν το πληγωμένο του πρόσωπο, έγιναν απαλό χάδι που εξαφάνισε για πάντα την φριχτή οδύνη. Τα μικρά χεράκια της που τρύπωσαν χωρίς φόβο στη σιδερένια χούφτα του και τον οδήγησαν ευγενικά προς τη σάλα, του έφεραν και πάλι τη χαρά για τη ζωή. Μα προπάντων εκείνο το δροσερό «φχαριστώ» του θύμισε πόση αξία είχε το ακριβό τίμημα που πλήρωσε.

Η μοίρα «ευγνωμονούσα» είχε ξαναστείλει στο Γιούργαρη το κορίτσι που είχε σώσει στην Κασσάνδρα, την πεντάρφανη ψυχοκόρη του καπετάν Κωνσταντή που δεν ξέχασε ποτέ το σωτήρα της. Ένωσε τη ζωή της με τον αόμματο ναύτη κι έγινε εκείνη τα δυο μάτια που δεν είχε πια.
--------------------

Επιμύθιο

Η πλοκή του διηγήματος αποτελεί φυσικά μυθοπλασία. Όμως, είναι ενταγμένη στο χρονικό πλαίσιο που συνέβησαν τα γεγονότα και στο οποίο έδρασαν τα αναφερόμενα ιστορικά πρόσωπα, τα οποία είναι υπαρκτά. Οι πληροφορίες που μου έδωσαν το έναυσμα για τη συγγραφή προέρχονται από το βιβλίο του Λημνιού ιστορικού Τάσου Καψιδέλη, «Η Λήμνος στον Αγώνα του 1821», εκδ. Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων, 1986. Από αυτό μεταφέρω συνοπτικά κάποια στοιχεία για τους τρεις βασικούς χαρακτήρες της αφήγησης.

Γεώργιος ο Αγιοστρατίτης. Ναύτης που έχασε το φως του κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης, όταν τραυματίστηκε στην εκστρατεία της Κασσάνδρας υπηρετώντας σε πολεμικό πλοίο. Στα χρόνια του Καποδίστρια ζούσε στη Σκόπελο. Επιβίωνε με ένα μικρό επίδομα από το κράτος.

Κωσταντής Αναστασίου. Λημνιός καπετάνιος ο οποίος πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον Αγώνα. Το 1828 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Σκόπελο και ήταν πλοίαρχος και ιδιοκτήτης του εμπορικού πλοίου «Άγιος Χαράλαμπος» τύπου Μαρτιγάνας, χωρητικότητας 12,5 τόνων.

Αθανάσης Μαργαρίτης ο Λημναίος. Με το ξεκίνημα της Επανάστασης μετέτρεψε σε πολεμικό το εμπορικό του πλοίο «Ποσειδών» κι έσπευσε σε βοήθεια του Εμμανουήλ Παπά. Περιπολούσε τις ακτές της Χαλκιδικής και μετέφερε πρόσφυγες στις Σποράδες. Μετείχε σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις ως το τέλος του Αγώνα και μετά εγκαταστάθηκε στη Σύρο.

*Ιδιωματικές λέξεις

Απ’ τ’ βούργιατ’: από την τσέπη του.
Αρσανάς: σκάλα, μόλος στην ακτή για το πόδισμα των σκαφών.
Δοιάκι: πηδάλιο (λαγουδέρα), τιμόνι της βάρκας.
Κοντραμπάντο: λαθρεμπόριο.
Κοντράτο: συμβόλαιο, συμφωνία.
Κουμπάνια: τροφοδοσία.
Μπάρκο: τύπος ιστιοφόρου.
Μπαστούνι: πρόβολος που είχε το «μπρίκι» στην πλώρη, όπου έδεναν τρία τριγωνικά ιστία.
Μπρίκι ή βρίκι: τύπος ιστιοφόρου.
Μπριώτες: Ίμβριοι.
Νίτικα: Αινίτικα, από την Αίνο, παράκτια πόλη της ανατολικής Θράκης.
Ντούμπλα: χρυσό νόμισμα 4 δουκάτων Αυστρίας, επί Φραγκίσκου Ιωσήφ και Μαρίας Θηρεσίας.
Πραβλήδες: από το Πράβι, νυν Ελευθερούπολη Καβάλας.
Σεφέρι: πόλεμος, στράτευμα.
Τσάγιεζι ή Τσάγιαζι: παλιά ονομασία του Στόμιου Λάρισας.
Τσερνίκι: τύπος μικρού ιστιοφόρου
----------

*Ο πίνακας "Τυφλός τραυματίας" (1850) έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη αντλήθηκε από την ιστοσελίδα: https://www.nationalgallery.gr


Θοδωρής Μπελίτσος
Διακόσια χρόνια από τότε












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου