Ο Μανώλης Ρασούλης είχε τη μαγική ικανότητα να συμπυκνώνει τη ζωή των Ελλήνων σε λίγα λόγια. «Όποιος χάνει το μέτρο παίρνει μέτρα» είπε σε μια εκδήλωση λίγες μέρες πριν πεθάνει, αναφερόμενος στην κρίση που μαστίζει τη χώρα μας. Τακτοποιούσε τη λαϊκή σκέψη με ένα μόνο στιχάκι και την αποσπούσε από την απεραντολογία και τη φλυαρία που διακρίνει τη φυλή μας. Οι στίχοι του διέπονταν από αυστηρή λιτότητα και δεν μπορούσες να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις ούτε ένα κόμμα χωρίς να τους καταστρέψεις.
Κατακλυζόταν από εκατομμύρια χαοτικά ερεθίσματα και τα μετασχημάτιζε σε συμπυκνωμένες σοφίες. Πολλοί συγγραφείς έγραψαν για τη ματαιότητα και το πρόσκαιρο της εξουσίας και άλλοι τόσοι για τη δύναμη της αγάπης που αντέχει και υπομένει. Ο Ρασούλης συμπύκνωσε χωρίς φλυαρίες μέσα σε μια αράδα τα παραπάνω νοήματα, με τον στίχο του: «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει».
Ακόμα και στις συναυλίες ήταν μερικές φορές σκεφτικός και χαμένος στις σκέψεις του.
Μέσα στην ψυχή του λειτουργούσε σαν πυρηνικός αντιδραστήρας μια γεννήτρια παραγωγής στίχων. «Μου έρχονται στο μυαλό κατά ριπές και απρόσμενα, ενώ ο μόνιμος εφιάλτης μου είναι να βρω στυλό να τους γράψω κάπου. Τους λέω 666 φορές για να μην τους ξεχάσω, όταν όμως τους ξεχάσω λέω ότι δεν χάθηκε ο κόσμος, θα μου ξανάρθουν». Όταν αισθανόταν να τον πλημυρίζει η έμπνευση απομονωνόταν από τον κόσμο, γιατί αν δεν απομονωνόταν δεν θα έγραφε ούτε μια αράδα στίχους, θα τον κατάπινε η καθημερινότητα και θα τον αχρήστευε. Περιπλανιόταν μόνος και έψαχνε για πρωτογενή ύλη της δουλειάς του. Έπαιρνε τον ρυθμό από τους βαρκάρηδες που τραβάνε τα κουπιά και τον απέδιδε πίσω στον κόσμο σαν τραγούδι. Άκουγε καρφώματα από σφυριά και σκαρφιζόταν στίχους.
Οι συναυλίες του αποτελούσαν σπάνια μυσταγωγική εμπειρία.
Απόκτησε την αίσθηση του τραγουδιού από μικρή ηλικία που έψελνε στις εκκλησίες της Κρήτης. Το πρώτο τραγούδι του το έγραψε το 1972 κι ήταν το: «Μεσ’ τη μικρή αγκάλη σου γλιστρώ και πέφτω ολόρθος/κι ώσπου να πιω τα κάλλη σου μου μέθυσε ο πόθος». Έλεγε ότι θα ήθελε μετά τον θάνατό του να απαγγέλουν οι άνθρωποι ιδιαίτερα τους παρακάτω στίχους του: «Ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μέσ’ το καφενείο/μα εγώ κι εγώ εσένα, ένα κι ένα κάνουν ένα». Να λένε και το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», όχι μόνο για το νόημα που εκφράζει, αλλά και επειδή πίστευε ότι αυτός ο ονειρεμένος ποδοσφαιριστής ήθελε να επαναφέρει την παιδικότητα στο παιχνίδι των φτωχών ανθρώπων. Επίσης, λάτρευε το ρεμπέτικο τραγούδι κι έλεγε γι’ αυτό: «Μοιάζει με θρησκευτική δραστηριότητα, έχει δερβίσικο βάθος και βάρος. Όταν γράφω στίχους επάνω σε ρυθμό ρεμπέτικο προτρέπομαι να πάω σε βάθος, είναι σαν να έχω πάθει εγκαύματα τρίτου βαθμού».
Με τον αδελφικό φίλο του Κώστα Μπουζιώτα, διδάκτορα φυσικής αγωγής, από την Κατερίνη. Ζούσαν και ανέπνεαν και οι δυο μέσα από το τραγούδι.
Στο ερώτημα σε τι διαφέρει η ποίηση από τη στιχουργία, απαντούσε: «Η στιχουργία σχετίζεται με την καθημερινότητα, ενώ η ποίηση με τα ερέβη και τη διαχρονικότητα. Ο Ελύτης προσπαθούσε να γράψει τραγούδια για την καθημερινότητα, αλλά ζοριζόταν. Η Νικολακοπούλου είναι στιχουργός με έντονη ποιητικότητα, που διαθλά το τραγούδι και το κάνει ατμοσφαιρικό. Οι Μοιραίοι του Βάρναλη και ο Επιτάφιος του Ρίτσου είναι πιο κοντά στη στιχουργία, επειδή έχουν μέτρα, ρίζες και αυστηρά κλισέ. Η ποίηση άφησε πίσω τα μέτρα και τις ρίζες κι ανοίχτηκε στην πλημμυρίδα». Μερικές φορές χανόταν και ο Μανώλης στην ποιητικότητα, αλλά οι μαντινάδες τον επανέφεραν στη στιχουργία σαν τις άγκυρες και τον πολικό αστέρα.
Οι συναυλίες του Ρασούλη στην Κρήτη διέφεραν από αυτές της υπόλοιπης Ελλάδας, ήταν πιο ατμοσφαιρικές και συχνά πιο συναισθηματικά φορτισμένες.
Ο Μανώλης έμοιαζε με μικρό παιδί που αντικρίζει τον κόσμο για πρώτη φορά και κάποτε συνωστίστηκε με παιδιά για να δει από κοντά τον Τζάκι Τσαν, ενώ μια νύχτα σκαρφάλωσε στην πυραμίδα του Φαραώ για να παρατηρήσει τις συζυγίες των αστέρων και να τραγουδήσει ριζίτικα τραγούδια. Ήταν οικείος με τους άλλους ανθρώπους, με λεπτούς τρόπους και έμφυτη ντροπαλότητα, αλλά και συνάμα απρόσιτος και μακρινός.
Ήταν, επίσης, μοντέρνος άνθρωπος, ανοιχτός στην εξέλιξη και όχι προσκολλημένος μονομερώς στην παράδοση. Είχε ζήσει για χρόνια στο Λονδίνο, το οποίο λάτρευε επειδή εκεί γεννιούνταν τα καινούργια ρεύματα. Αγαπούσε με πάθος την Κρήτη, ήταν όμως και πολίτης του κόσμου. Κάποτε είπε: «Ενώ στη βόρεια Κρήτη έχουν αεροπορικές εταιρείες, στη νότια μιλούν συνέχεια για τηγανητά κουνέλια. Η προσκόλληση στην παράδοση είναι κάπως υπερβολική και χρειάζεται λίγος εκμοντερνισμός για να ισορροπήσει η κατάσταση».
Αγαπημένη φωτογραφία του Ρασούλη, που τη βρήκε στο Μοναστηράκι ο στενός φίλος και συνεργάτης του Γιώργος Κοντογιάννης.
Ο Ρασούλης αγαπούσε παθολογικά τον Καζαντζίδη και αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο θα έχουν συναντηθεί αυτοί οι δύο σίγουρα. Μόλις θάβανε τον Στέλιο, ο κόσμος έριχνε στον τάφο του μουσικά όργανα και άλλα αντικείμενα. Ο Μανώλης έμεινε για πολλή ώρα πάνω από τον τάφο, μέχρι που ο νεκροθάφτης τον ρώτησε: «Θα ρίξεις κι εσύ τίποτα μέσα για να τελειώνουμε; Θα μας πάρει η νύχτα». Ψάχτηκε από δω, ψάχτηκε από κει, δεν βρήκε τίποτα, κι έριξε μέσα το καπέλο του. Αυτό το καπέλο που αγαπούσε και ποτέ δεν αποχωριζόταν. Τώρα ο Καζαντζίδης θα του έχει επιστρέψει το καπέλο και θα το φοράει και στην άλλη ζωή.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δίσκοι με στίχους του Ρασούλη που μπήκαν στο στόμα όλων των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου