Ζυγώνει η μέρα η λαμπρή
που στο αίμα θα πλημυρίσουν τα σωθικά σου,
η μέρα που το βλέμμα θα σηκώσεις στο θόλο
σαν σπίθα να χαθεί.
Δεν θα΄ναι άνθια και μπριλάντια στολισμένη,
μήτε και χάχανα χαρωπών παιδιών γιομάτη,
αλλά σαλπάρισμα για λιμάνια απάνεμα
κι τόπους αλαργινούς θε νά’ναι,
όπου λέφτερος τρίστρατα θα δρασκελάς
και ρουμάνια απάτητα θα περιδιαβαίνεις,
κεί όπου άνομος θα συλλογιέσαι ολάκερης
της γης τα θέλω σε όλους απλόχερα μοιρασμένα.
Μα κι αν η μέρα αφτή δεν φαίνεται
ταχιά για να ζυγώνει, πάλι δικός σου
ειν’ ο δρόμος, δικό σου και το χρέος,
δικιά σου και η δύναμη που μοναχός φυλάκισες
μεσ’ την καρδιά το χάραμα να μη θωρά.
Δικό σου είναι το όνειρο που φτερουγάει
στα στήθια καταμεσής, το δίκιο να συνταιριάξει
με το άγιο μίσος για τ’άδικο.
Όλα δικά σου είναι και κανένας δεν μπορεί
να σου τα πάρει, εκτός και αν δούλος θες να μείνεις
ζαρωμένος στο ένα μέτρο γης που σου ‘μαθαν
πως σου πρέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου