Όταν πρωτόρθα στην Αμερική, χρήματα δεν είχα. Είχα βέβαια υποτροφία στο σχολείο και μάλιστα ολική, για δίδακτρα, φαγητό και δωμάτιο, αλλά πέραν τούτου πεντάρα. Με πενήντα δολλάρια στο χέρι ήρθα. Έτσι, αναγκαστικά, τα πρώτα τέσσερα καλοκαίρια, ανέβαινα στο Σικάγο, όπου είχα την αδελφή της μάνας μου, την θεία μου την Σταυριανή, και δούλευα στο μαγαζί του άντρα της, του θείου Γιώργη. Έβγαζα λοιπόν έτσι τα ψιλά μου για ολόκληρη την χρονιά του σχολείου, και επί πλέον είχα και κάπου να μένω.
Το μαγαζί ήταν διπλόστατο, δηλαδή από την μια μεριά ήταν η μπάρα, όπως την λένε εδώ, και από την άλλη μεριά ήταν συνδυασμός ψιλοπωλείου με εφημερίδες, περιοδικά, και με οτιδήποτε άλλο πουλιόταν, καθώς και μικροεστιατορείου, δηλαδή για καφέδες και σάντουιτς. Τρία τραπεζάκια στην σειρά είχε όλα κι όλα στο βάθος, και έξι στρογγυλές περιστρεφόμενες καρέκλες μπροστά στο κουντέρι (counter). Ήταν όμως πολύ καλά τοποθετημένο, σε καλή γωνιά, το μαγαζί. Απ’την μια μεριά, απέναντι ακριβώς ήταν η στάση του τραίνου που ερχόταν από το Σικάγο, και απέναντι από την άλλη μεριά, ήταν η στάση των λεωφορείων της πόλης, που λεγόταν Χάρβι (Harvey), διαγωνίως δε απέναντι ήταν ένα τεράστιο εργοστάσιο που δούλευαν καθημερινώς τρεις βάρδιες, και έτσι, από τις 5 το πρωί που ανοίγαμε έως τις 2 το πρωί μετά τα μεσάνυκτα που έκλεινε η μπάρα, συνεχώς μπαινόβγαινε στο μαγαζί ο κόσμος. Έτσι, ο μπάρμπας μου και οι δυο συνεταίροι του κάνανε καλά λεφτά εκεί μέσα.
Δούλευα λοιπόν εκεί τα καλοκαίρια καθημερινώς επί έντεκα ώρες την ημέρα. Δεν παραπονιέμαι, μιας και για την δουλειά ερχόμουν ούτως ή άλλως. Εξ άλλου, δεν είχα να κάνω και τίποτα άλλο στο Χάρβι, όπου δεν ήξερα και κανέναν. Μόνο τα Σαββάτα αφού έκλεινε η μπάρα στις δυο το πρωί, εγώ και ένας Πολωνός φίλος μου ξεσπαθώναμε στα αράπικα με τις αραπίνες. Έτσι, δούλευα τις μέρες, και τις νύκτες λίγο διάβασμα πριν κοιμηθώ. Οι μέρες όλες ίδιες μέχρι να σωθεί το καλοκαίρι.
Η δουλειά ήταν περισσότερο ανιαρή παρά δύσκολη. Ορθοστασία όλη την μέρα, και μάζωμα τους καφέδες, και πλύσιμο τα πιάτα και τα ποτήρια, και παράτα τα νερά για να τρέξεις με βρεγμένα τα χέρια στο ταμείο, όπου περίμενε ουρά ο κόσμος να πληρώσει για την εφημερίδα τους και τα τσιγάρα, βιαστικοί όλοι τους μιας και το λεωφορείο απ’έξω ετοιμαζόταν να φύγει, και πάντοτε σε τέτοια ώρα κάποιος κερατάς ήθελε να αγοράσει κάτι περίεργο σαν ένα ξυπνητήρι, που ήταν κλειδωμένο στην βιτρίνα και χρειαζόταν πρώτα να βρω το κλειδί να την ανοίξω, και πάνω σε όλα αυτά η ματιά του ξαδέλφου μου, του Τάκη, που ήταν το άμεσο αφεντικό μου. Ήταν, βασικά, καλό παιδί ο ξάδελφος, αλλά σαν νεοφερμένος εγώ την ματιά του την σεβόμουν. Ήταν, βλέπεις, και δέκα χρόνια μεγαλύτερος μου.
Τρέξιμο, λοιπόν, και ορθοστασία συνεχώς, αλλά, όπως είπαμε, αυτό ήταν φορητό μιας και κούραζε μόνο το σώμα. Η αγωνία η μεγάλη ήταν η μοναξιά μέσα σ’αυτήν την συνεχή κοσμοσυρροή των αγνώστων, που μου πήρε καιρό να ξεχωρίσω τα πρόσωπα και τις συνήθειές τους, αν και ποτέ μου δεν έμαθα καν τα ονόματά τους. Αλλά και σε αυτήν μέσα την έρημο, βρέθηκε μια όασις – ο κυρ Νίκος, ένας λεπτός, καθαρός, αγαθός, λιγόλογος γεροντάκος, εβδομήντα καμπόσων ετών. Ήταν συνέταιρος με τον Θανασούλη, τον αδελφό του μπάρμπα μου. Οι δυο τους, ο Νικ και ο Τομ, όπως τους φώναζαν, είχαν το ξενοδοχείο ακριβώς πάνω από το μαγαζί όπου δούλευα.
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό, καμιά δεκαριά δωμάτια, και μέναν συνεχώς λίγο-πολύ τα ίδια άτομα. Δηλαδή δεν χρειαζόταν οι δύο συνεταίροι να πολυδουλεύουν, απλώς μόνο να είναι εκεί κάπου τριγύρω. Ήταν και οι δυο τους καλοί, μα περισσότερο αγαθοί θα έλεγα, άνθρωποι. Και οι δυο τους ήταν εργένηδες, και νομίζω ότι είχαν το ξενοδοχείο μάλλον σαν μέρος να μένουν οι ίδιοι, παρά σαν μέσον εισοδήματος, μιας και τους ήξεραν καλά όλοι οι καπάτσοι της περιοχής, που συνέχεια ή δανειζόντουσαν από δαύτους ή μέναν στο ξενοδοχείο με υποσχέσεις ότι σύντομα θα ξεπληρώσουν τους παμπάλαιους λογαριασμούς τους.
Αφού, όπως είπαμε, πολύ δουλειά δεν είχε ο κυρ Νίκος, πέρναγε την ώρα του έξω στο πεζοδρόμιο. Με τις ώρες στεκόταν με τον φίλο του τον Σιλβέστρο, τον Ιταλό, ακουμπισμένοι και οι δυο τους στο τοίχο, κοιτώντας την ζωή τριγύρω τους. Και των δυονών τους τα κεφάλια ήταν πάντα στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση, προς τα εκεί που είτε μια φωνή είτε ένας θόρυβος τους κινούσε την περιέργεια. Κάπου-κάπου ανταλλάσετο και κάποιο χαμηλόφωνο σχόλιο. Μιας και το κτήριο ήταν γωνιακό, όταν εν τέλει ο ήλιος έφτανε στο στέκι τους, τότε και οι δυο τους παρέκαμπταν την γωνία, την άραζαν πάλι στην σκιά της άλλης πλευράς, και ξανάρχιζαν την εποπτεία τους.
Όταν τελικά περνούσε η ώρα, και ο κόσμος έξω λιγόστευε, ο κυρ Νίκος έμπαινε στο μαγαζί τού μπάρμπα μου. Πρώτα ίσιωνε από συνήθεια τις εφημερίδες, μετά μάζευε κανένα χαρτάκι από το πάτωμα, και στην συνέχεια, μιας και με έβλεπε με τον κόσμο φευγάτο να παίρνω πλέον ανάσα, με πλησίαζε. Συνήθως έλεγε ένα διστακτικό, μακρόσυρτο «Μπαααάμπ», αν και κάπου κάπου έλεγε μια ολόκληρη πρόταση όπως «Πως πάει Μπαααάμπ». Βλέπεις, κανείς εκεί δεν με φώναζε ‘Μπάμπη’.
Ξέροντας εγώ ότι πάνω από πέντε λεπτά δεν θα έμενε, μιας και ανέβαινε πάντα ενωρίς πάνω στο ξενοδοχείο, εγώ άρχιζα αμέσως βροχή τις ερωτήσεις αφού επί ώρες καρτερούσα αυτή την στιγμή: «Από που είσαι κυρ Νίκο;», «Πότε πρωτόρθες;», και με τον καιρό, περνούσα σε πιο συνκεκριμένες ερωτήσεις, όπως «Παντεύτηκες ποτέ κυρ Νίκο;», «Παιδιά έχεις;».
Μιας και είχα παρατηρήσει ότι όταν οι ερωτήσεις μου έφταναν σε ευαίσθητο σημείο, μού έκοβε την κουβέντα σηκώνοντας το χέρι του και λέγοντας «Τι τα θες τώρα αυτούνα;», έμαθα να ρίχνω τις ερωτήσεις άσχετα την μία προς την άλλη, και επανερχόμουν στο ίδιο θέμα μετά από διάστημα ημερών. Δεν το έκανα αυτό για να τον ψαρέψω και να μάθω τα απόρρητα της ζωής του. Το έκανα για να μην μου φύγει, και για να μού κάτσει κανένα λεπτό παραπάνω.
Όμως από τις ψηφίδες των απαντήσεών του, ένα λειψό μωσαϊκό άρχισε να διαφαίνεται. Ήταν από κάποιο χωριό της Κορινθίας – χρόνια αργότερα, όταν τριγυρνούσα εκεί γύρω σε Στυμφαλίες και σε βουνά, πόσο λυπόμουν πάντα που δεν συγκράτησα το όνομα του χωριού του. Ήρθε στην Αμερική μικρός, μόνος του, πριν από πενήντα τόσα χρόνια. Δούλεψε στα τραίνα φορτώνοντας κάρβουνο με το φτυάρι –βαγόνι με βαγόνι στην σειρά. Ποτέ του δεν επέστρεψε στην πατρίδα, μάλλον ποτέ του δεν εμάζωσε αρκετά για να γυρίσει ‘όπως πρέπει’ με τα δέοντα δώρα για τις αδερφάδες του και για τα τόσα ανηψούδια του στο χωριό. Πριν από πολλά χρόνια υπήρξε και μια κοπελίτσα, «Δασκάλα ήτανε, Αμερικάνα, και μορφωμένη» που της άρεσε ο κυρ Νίκος, και ήθελε αυτή να παντρευτούν, αλλά «αυτό είναι μεγάλη απόφαση», και έτσι πέρασε και τούτο. Σχολείο ποτέ του δεν επήγε, αλλά κατάφερε να διαβάζει λίγο τα Έγγλέζικα, ίσα-ίσα να κοιτάζει την εφημερίδα, όχι όλη δηλαδή, αλλά προς τα πίσω, εκεί που ήταν η στήλη με τα ‘αλόγατα’. Ο ιππόδρομος, βλέπεις, ήταν από τις λίγες του χαρές που είχε. Πολλά δεν έπαιζε. Το ξέρω γιατί κάπου-κάπου τον άκουγα όταν έδινε στον Σιλβέστρο, τον Ιταλό, να ποντάρει για πάρτη του. Δυο με τέσσερα δολλάρια έπαιζε συνήθως ο κυρ Νίκος, κάποτε πες πέντε.
Η γνωριμία μας εξελίχθη σε φιλία όταν ένα βράδυ του ζήτησα να μου ειπεί κανένα παλιό τραγούδι, μιας και τα δημοτικά της λεβεντιάς πάντα με ενδιαφέρουν. Με την γνωστή του πλέον χειρονομία, σηκώνοντας το χέρι, μού έκοψε την κουβέντα. Το ίδιο συνέβη και σε μετέπειτα παρακλήσεις μου. Πέρασαν μέρες όμως, και είχα πλέον ξεχάσει τελείως τα περί τραγουδιών, όταν ένα σούρουπο με ξάφνιασε. Με πλησίασε, και ρίχνοντας μια βιαστική ματιά τριγύρω να σιγουρετεί ότι ήμασταν μόνοι, μού ψιθύρισε στ’αυτί:
«Λελούδι της Μονεμβασιάς, και κάστρο της Αθήνας,
και Παλαμίδι τ’Αναπλιού ανοίξτε νά’μπω μέσα»
Συνέχισε και άλλα λόγια, κάτι για τις “Αναπλιοτοπούλες”, και κάτι ”να δω πως πλένουνε, και πως λευκολογάνε”, που δεν τα θυμάμε πλέον τώρα. Αλλά έκτοτε, ποτές μου δεν τον ξαναχαιρέτισα με το «Γειά σου κυρ Νίκο». Με το δίστιχο μόνο αυτό, που μού έμαθε εκείνο το βράδυ τον χαιρετούσα, και πάντοτε ένα μειδίαμα απαύγιζε στο πρόσωπό του, αν και έστρεφε πάντα ντροπαλά την μάτια του αλλού, λες και τον έπιανα στα πράσα που εκδήλωνε χαρά.
Το ένα καλοκαίρι έφερνε το άλλο, Τα καλοκαίρια, μετά το σχολείο, επήγαινα στο Χάρβι για δουλειά, και τον Σεπτέμβριο ξανάφευγα για το σχολείο. Ο κυρ Νίκος, πάντα ντυμένος με το ίδιο πεντακάθαρο, μακρομάνικο, κατάλευκο υποκάμισό του, πάντοτε φρεκοξυρισμένος, πάντοτε κουρεμένος, με το λευκό μουστακάκι του, με το γαλήνιο πρόσωπό του, εκεί ακουμπισμένος έξω τις μέρες, έμπαινε μέσα νωρίς τα σούρουπα. Η ρουτίνα του δεν άλλαζε ποτέ.
Πέρασαν δυο τρία καλοκαίρια, και τον είχα συνηθίσει πλέον, και ίσως κάπως τον είχα βαρεθεί κι’όλας, όταν σιγά-σιγά, μού ήρθε η περιέργεια να ψάξω βαθύτερα μέσα του. Παρακινούμενος από τις δικές μου ανησυχίες για τον γυρισμό, μιας και από τότε που έφυγα, εξ αιτίας του χρηματικού ακόμα δεν είχα γυρίσει πίσω, βάλθηκα λοιπόν να βυθομετρήσω τον πόνο της νοσταλγίας του. «Κυρ Νίκο, πότε θα πας Ελλάδα;», «Κυρ Νίκο, αν πήγαινες, τι θα πρωτόκανες εκεί;», «Κυρ Νίκο, που θα έμενες εκεί;». Αυτό που ακολούθησε όμως, με ξάφνιασε. Λες και κάτι είχε ήδη αλλάξει μέσα του, ή λες και κάτι ήξερε πως άλλαζε, δεν εσήκωνε πλέον το χέρι εκείνη την χρονιά να μού κόψει την κουβέντα. Αντιθέτως άρχισε να μού λέει για το χωριό, για τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού και πόσους έπαιρνε να τον αγκαλιάσουν, και τι κρασί βγάζει το χωριό, και πόσο αργά το πρωτοβλέπει ο ήλιος τα πρωινά μιας και είναι κτισμένο σε πλαγιά κλειστή. Και έλεγε, και έλεγε, και το πλέον σημαντικό ήταν ότι μίλαγε πλέον στον ενεστώτα, σαν μόλις τώρα να έβλεπε τον πλάτανο, και να γεύτηκε το κρασί, και να είδε τον ήλιο να ανατέλλει στο χωριό του.
Δεν μπορώ να κολακευτώ εγώ ότι είχα συμβάλει στο να αποφασίσει ο κυρ Νίκος να γυρίσει στην πατρίδα. Τα πράγματα ήρθαν έτσι από μόνα τους. Ο Θανασούλης, ο συνέταιρός του, είχε καταπέσει από καιρό, και ο μπάρμπας μου, όντας αδελφός του και νοήμων, απεφάσισε και τον έβαλε σε γεροκομείο. Το χρειαζόταν άλλωστε. Τα πόδια του Θανασούλη φούσκωσαν και σερνόταν εδώ και καιρό. Του έπαιρνε ώρα να ανέβει τις σκάλες του ξενοδοχείου για να φτάσει στο δωμάτιό του. Αλλά, και το χειρότερο, οι επιτήδειοι θαμώνες του ξενοδοχείου άρχισαν τώρα και τού κλέβαν τα πάντα στα ανοικτά. Έτσι, όταν τού πήραν και το τελευταίο του ζευγάρι παπούτσια που τα άφηνε από συνήθεια έξω από την πόρτα του, ο μπάρμπας μου δεν άντεξε άλλο. Δεν τον αδικώ εγώ τον θειό μου, γιατί τα έζησα όλα αυτά από κοντά. Αλλά και τού κυρ Νίκου η ηλικία είχε αρχίσει να προχωράει, και δίχως πλέον τον συνέταιρό του, όχι πως δεν έβγαζε πέρα την δουλειά του ξενοδοχείου, αλλά, πως να στο ‘πω, να, άρχισε να ανησυχεί.
Το “Λελούδι” μου το είχε τραγουδήσει ο κυρ Νίκος πολλές φορές από τότε που μου το πρωτοτραγούδησε. Αλλά πάντοτε πολύ χαμηλόφωνα, και μόνο αφού πρώτα κοιτώντας τριγύρω, είχε βεβαιωθεί ότι ήμασταν μόνοι. Έτσι λοιπόν, όταν τον είδα εκείνη την μέρα να μπαίνει μέσα στο μαγαζί με βήμα κατακτητικό, αμέσως κατάλαβα ότι κάτι συνέβη. Μα όταν, παρά τον κόσμο τριγύρω, άρχισε να μού τραγουδά δυνατά το ”Λελούδι της Μονεμβασιάς” τονίζοντας με έμφαση εκείνο το ”Ανοίξτε νά ‘μπω μέσα”, κατάλαβα πως ο κυρ Νίκος είχε πουλήσει το ρημάδι, το ξενοδοχείο, και πως το ”Ανοίξτε να ‘μπω μέσα” δεν το φώναζε σ’εμένα μόνο, αλλά στο χωριό του και σε ολάκερη την Κορινθία μαζί!
Άλλο όμως να πάρει κανείς την απόφαση, και άλλο να την πραγματοποιήσει αμέσως. Χρειάζεται να βρει κανείς εισητήριο, να μάθει από που φεύγει καράβι, να αγοράσει δώρα για τις δυο του αδερφάδες που τού είχαν μείνει στην ζωή, δώρα και ρούχα για τα ανεψούδια, «και ένας θεός ξέρει τα μέτρα τους», και να τούς πάρει κάτι καλό μιας και λείπει μια ζωή ολόκληρη. «Και, δεν μου λες, Μπααάμπ, από τέτοιο δεν φαντάζομαι να έχουν ακόμα εκεί κάτω στην Ελλάδα. Εσύ τι λες;» με ρωτούσε κάθε τόσο να βεβαιωθεί ότι το κάθε –ευτελές- δώρο που μού’δειχνε θα ”έπιανε τόπο”.
Πέρασε ένας μήνας, και ο κυρ Νίκος έτρεχε συνεχώς στα μαγαζιά, στα ταξιδιωτικά πρακτορεία, στο Ελληνικό προξενείο, που για διαβατήριο τού ζητούσαν τώρα τόσα και τόσα χαρτιά, «Και να δεις, μέχρι και πιστοποιητικό γεννήσεως μού ζήτησαν», μου έλεγε «και εγώ δεν ξέρω ούτε την χρονιά που γεννήθηκα. Εκείνα τα χρόνια δεν μας τα λέγαν’ετούτα, και τώρα θέλνε και χαρτί που να το γράφει!». Αλλά, κάτω δεν το έβαζε. Μ’έβαλε κι’έγραψα στις αδελφάδες του στο χωριό, και αυτές του στείλαν, όχι ακριβώς πιστοποιητικό, αλλά ένα γράμμα από τον συνταξιούχο παπά του χωριού. Τού διάβασα το γράμμα, αλλά το μόνο που έλεγε ήταν ότι, όταν ο παπάς ήταν μικρός, γνώριζε την μάνα του κυρ Νίκου, την θειά Κατίνγκω. Το γεγονός όμως ότι όχι μόνο δεν πρόσεξε που το γράμμα δεν είχε μέσα του το πιστοποιητικό που αυτός τόσο το χρειαζόνταν, αλλά αντιθέτως εχάρηκε τόσο πολύ που ο γέρο παπάς στο χωριό του θυμόταν ακόμα την μάνα του, με έκανε να καταλάβω ότι κατά βάθος το ταξίδι του δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Πάντως, όπως βλέπεις, στην επιφάνεια τα πράγματα κάπως προχωρούσαν...
Σύντομα, το καλοκαίρι έφευγε, δυο βδομάδες είχαν απομείνει πριν φύγω για το σχολείο όταν ξαφνικά τον είδα αγνώριστο. Όχι, το πουκάμισό του ήταν όπως πάντα κατάλευκο μεν, αλλά το πρόσωπό του, καίτοι ξυρισμένο, ήταν απεγνωσμένο. Μπήκε μες στο μαγαζί με αργές κινήσεις, και προχώρησε σαν μέσα σε όνειρο, προσπερνώντας με, δίχως καν να γυρίσει να με κοιτάξει. Έτρεξα ξωπίσω του, τού άρπαξα το μπράτσο, και τον ρώτησα «Τι έπαθες κυρ Νίκο; Τι συμβαίνει;».
Μού πήρε καιρό να συναρμολογήσω τις λέξεις του, τις μισοτελειωμένες φράσεις του, να ενώσω τα αποσιωπητικά του, και να συμπεράνω. Ένα από τα ανηψούδια του από το χωριό ήρθε ξαφνικά στην Αμερική για να δουλέψει, και να μείνει προσωρινά μαζί του στο δωμάτιο από πάνω, «Αλλά αυτό δεν είναι μέρος για νέο παιδί εικοσιτριών χρονών. Εξ άλλου το δωμάτιο το χάνω σύντομα μιας και πούλησα το ξενοδοχείο, το ρημάδι. Πρέπει να τού βρω δωμάτιο μακρυά από τις μπάρες», και «χειμώνας έρχεται, και πρέπει να τού αγοράσω ρούχα βαριά, μιας και δεν είναι μαθημένα εκεί κάτω από τους εδώ χειμώνες μας», και «πρέπει να τού βρω δουλειά, αλλά πού, μιας και ούτε την γλώσσα ξέρει, ούτε και γεροδεμένος είναι να δουλέψει σαν βάσταγος στο εργοστάσιο απέναντι»...
Έτσι, όλη η ενέργεια τού κυρ Νίκου, που μέχρι τώρα είχε εστιασθεί στο τρέξιμο στα προξενεία, στα πρακτορεία, και στα μαγαζιά, δεν εξαφανίστηκε ούτε ελαττώθηκε. Όταν συνήλθε και η έκφρασή του επέστρεψε στο πρόσωπό του, και το ανάστημά του ίσιωσε, τότε ένοιωσα ότι όλη εκείνη η ενέργειά του διεθλάσθηκε, και συμπεπυκνωμένη πλέον, έρεε τώρα προς της ψυχής του το νέο ρήγμα –να προστατέψει το ανηψούδι του.
Σε λίγο, έφυγα για το σχολείο. Είχα και εγώ τους δικούς μου καημούς. Πέντε χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγα για την Αμερική, και στο σπίτι μου δεν μπόρεσα να γυρίσω. Αρρώστησε ο πατέρας μου, και όλοι τους κάτω μεγάλωναν. Τουλάχιστον πρέπει το ερχόμενο καλοκαίρι να γυρίσω, και σαν τον μυθικό Ανταία να αγγίξω και εγώ το χώμα του τόπου μου, και να ζυγιάσω την ζωή μου. Λέγανε πως με μια Ιρλανδική εταιρία τα ναύλα ήταν σχεδόν τα μισά, αλλά και πάλι δεν φτάναν αυτά που είχα μαζωμένα. Έτσι λοιπόν, το δεκαπενθήμερο των Χριστουγέννων ανηφόρισα προς το Σικάγο, για να δουλέψω στο μαγαζί του μπάρμπα μου όσες ώρες βάσταγα, ώστε να βγάλω όσα μου λείπαν για τα ναύλα μου.
Ίσως προκατειλημμένος από τούς υπολογισμούς μου –πόσα θα βγάλω, πόσα θα μού μείνουν- ή ίσως επειδή τώρα ήταν χειμώνας και με παλτό ποτέ μου δεν τον είχα ξαναδεί, ή ίσως -ποιος ξέρει- επειδή να ξυριστεί ενέργεια δεν τού είχε απομείνει πλέον του κυρ Νίκου, σχεδόν δεν τον εγνώρισα όταν τον είδα να στέκεται όρθιος, ακουμπισμένος στον έξω τοίχο τού μαγαζιού. Κάτι δεν είχε πάει καλά. Μπήκα στο μαγαζί δίχως καν να τον πλησιάσω. Ο ξάδελφός μου χωρίς να τον ρωτήσω, όταν είδε να του δείχνω με το κεφάλι μου προς τα έξω και με τα φρύδια μου να τον ρωτώ το τι συνέβη, αφού πρώτα χαμήλωσε τα μάτια σαν να ήθελε να με αφήσει μόνο μου να σκεφτώ εάν πράγματι φταίω εγώ που ξεσήκωσα τον κυρ Νίκο, μού εξήγησε.
Το ανηψούδι τού κυρ Νίκου, νέο παιδί, μέσα στους τέσσερεις μήνες που έλειπα, μπήκε στον χορό, έμαθε τα κόλπα, στην αρχή έκανε κάτι ψευτοδουλειές, έμαθε λίγες λέξεις από την γλώσσα, και εν τέλει, μέσω ενός φίλου του που γνώρισε κάπου, άκουσε για μιά “καλή δουλεια“ –μακρυά όμως, σε άλλη πολιτεία, στην Iowa – και σηκώθηκε και έφυγε, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Αλλά στο διάστημα αυτό, πες σαν ανάσα από την συνεχή φροντίδα για το ανηψούδι του, ή πες σαν απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακαταλάβει χαμένα όνειρα, ο κυρ Νίκος, με το ξενοδοχείο πλέον πουλημένο και με τα έτοιμα λεφτά στο χέρι, δεν ποντάριζε πλέον όπως πρώτα δύο ή τέσσερα, δολλάρια στα αλόγατα. Ποντάριζε πολλά. Και καθώς έφευγε το ανηψούδι του, ο κυρ Νίκος έχανε το τελευταίο του δολλάριο...
Αλλο ενα διηγημα-διαμαντι για μας που ξερουμε τον Μπαμπη απο φοιτητες και διαβαζουμε τα διηγηματα και τα ποιηματα του πανω απο δεκαπεντε χρονια. Οταν διαβαζω τα διηγηματα του, τα κειμενα ειναι τοσο λιτα και συναμα ποιητικα, που τον ακουω να μου μιλαει ζωντανα, λες και ειναι διπλα μου, ισως γιατι ξερω οτι ειναι ιστοριες για πραγματικους ανθρωπους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τα ποιηματα του, οταν εξεδωσε την πρωτη συλλογη του το 2006, ειχα γραψει στην παρεα "ο Μπαμπης θα αναγνωρισθει ως σημαντικος ποιητης… με ποιηση πιο κοντα στο Διονυσιακο παρα προς το Απολλωνειο πνευμα… ισως παρει δεκαετιες, αλλα η επιρροη της ποιησης του θα ανεβαινει σταθερα."
Τωρα επαναλαμβανω τα ιδια λογια για τον Μπαμπη ως πεζογραφο.
ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, Μπαμπη!
Bravo Babi,
ΑπάντησηΔιαγραφήI love your stories! Humanes
You leave me thirsty for more.
Adonis X.