Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο άνεμος σφυρίζει στα μονοπάτια.
Μια πικρή γεύση λησμονιάς κι επερχόμενου χειμώνα.
Ένα αίσθημα εγκατάλειψης,
μια παντοδυναμία του αγνώστου.
Δύσκολη ζωή,
και μεις φτωχοί
προχωρούμε σαν ν’ αναζητούμε στο τίποτα μιαν αλήθεια.
Πόση δύναμη ν’ αναστηθούμε μέσα από τις στάχτες!
Βαριά τα ρούχα του βοριά,
το πρόσωπό μας το ’φαγε η αρμύρα του καιρού.
Όρθιοι μες στην πυκνή ομίχλη,
ανυπεράσπιστοι στο ξεροβόρι,
διάφανοι στο δάκρυ του φεγγαριού.
Κι η άνοιξη απαιτητική,
πάντα να μας αναστατώνει…
Πώς να ξαναγεννηθούμε,
όταν κιόλας το πήραμε απόφαση
πως θ’ αγκαλιάσουμε στοργικά τη φουρτούνα
και θα γείρουμε το κεφάλι;
« Άνεῴχθησαν τα μνημεῖα καί οἱ κεκοιμημένοι
ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».
Πώς ν’ αναστηθούμε ακόμη μία φορά;
Πονεμένα τα τραγούδια των ναυαγισμένων μας καημών,
χλωμά τα χελιδόνια στα λιγοστά μας δάκρυα.
« Άνεῴχθησαν τα μνημεῖα καί οἱ κεκοιμημένοι
ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».
Εύκολος ο θάνατος,
για τους γενναίους η ανάσταση.
Λίγο ακόμη και θ’ ανεβούμε στο φως.
Λίγο ακόμη και θ’ αγγίξουμε τ’ αστέρια.
Στο βάθος του ορίζοντα ο αναστημένος Κύριος
μας απλώνει το χέρι!

Σημείωση:

Όταν σταύρωσαν τον Ιησού:
«ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκεν τὸ πνεῦμα».
«καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς.
κατά Ματθαιον κεφ. Κζ΄, 50,52,53



ΣΚΙΕΣ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Σκιές αγκαλιασμένες με τον άνεμο
μεγαλώνουν περίεργα τις νύχτες,
ανασταίνονται από έναν κόσμο μακρινό.
Μορφές σιωπηλές
περπατούν ανάλαφρες,
ψιθυρίζουν καημούς,
σκαρφαλώνουν στους έρημους τοίχους.
Φωνές άλαλες,
με όρια ασαφή,
πρόσωπο ανύπαρκτο.
Η υγρασία τις τρυπάει,
τρίζουν τα κόκαλά τους,
τα χέρια τους παγωμένα,
τα βλέφαρά τους ακίνητα.
Μανδύες σκοτεινοί
έρχονται από το πουθενά,
βαδίζουν στη σειρά,
μπαίνουν στα έρημα δωμάτια,
κάθονται στη διπλανή καρέκλα.
Πελώριες πέφτουν πάνω μας,
σκεπάζουν τις φωτογραφίες που αγαπήσαμε.
Με το αμίλητο νερό
στο βαθύ πηγάδι της ύπαρξής τους.
Πιο ζωντανές από ποτέ,
πιο τυραννικές από ποτέ.



ΠΟΛΕΙΣ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ

Πόλεις μες στη σιωπή και τον αγέρα,
σύρματα σκουριασμένα, σπασμένα γυαλιά
κι ανάμεσά τους φωνές από ξεχασμένες φωτογραφίες,
ξύλινοι σταυροί στην παγωνιά.
Κατάδικοι καιροί σέρνουν τις αλυσίδες τους
στο σπίτι με τους μεγάλους ανεμόμυλους,
ένα αργόσυρτο μουρμουρητό κατεβαίνει με τις σκιές,
κάρτες γεμάτες πόνο σταλμένες από χώρες μακρινές.
Κι εμείς σώματα ξεθωριασμένα,
τριγυρίζουμε στον χρόνο που μας τυραννά,
ένα τρένο πάντα μας παίρνει μακριά,
αγάλματα δακρυσμένα, σπασμένα στην αγκαλιά μας.
Τόση βροχή πού χώρεσε μέσα μας;
Μεγάλα πουλιά στα όνειρά μας,
και φόβοι αρχαίοι στον κήπο με τις μαργαρίτες.
Και η βουβή Μάρω της διπλανής κάμαρης
να κάνει νοήματα στους ανέμους,
ν’ ανεμίζουν τα κουρτινάκια του δωματίου
όπου κείτεται άφθαρτο το σώμα της,
να τρίζει το πάτωμα απ’ τις πατημασιές της,
να ξυπνά τρομαγμένος ο πατέρας της:
«πότε έμεινε το κοριτσάκι του μόνο μέσα στη σιωπή;»
Και το σπίτι της πνιγμένο στα λουλούδια και την ερημιά
και να κουτσαίνει μεθυσμένος ο μπόγιας της γειτονιάς
φωνάζοντας ξανά και ξανά ονόματα και πάλι ονόματα
να τ’ ανεβάσει στην κλούβα με τ’ αδέσποτα του δρόμου.


ΑΝΟΙΞΗ

Θυελλώδης η αντρεία της Άνοιξης,
οι αγέρηδες περπατούνε στα ύψη.
Αυλακώνουν το μάρμαρο του ορίζοντα,
χαιρετούνε το αιώνιο φως.
Ταπεινά περιστέρια στα ολόφωτα πανηγύρια,
οι πατρίδες τους χώρες των αθανάτων.
Αγιάζι πρωινό οι καμπάνες της προσευχής,
πορφυρές οι μελωδίες των αγγέλων.
Καροτσέρηδες οδηγούν λευκά άλογα,
ευγενικοί ιππότες χαιρετούν κι υποκλίνονται.
Γεράκια ολόχρυσα στο υπέρθυρο τ’ ουρανού,
αφρούρητη η είσοδος του στερεώματος.
Τα χρόνια καλλιμάρμαροι αετοί,
αρχοντικές οι χειραψίες τους.
Οι υπερπόντιες λέξεις ακράτητες,
τα ταξίδια τους υπέργηρα καράβια.


ΡΟΛΟΓΑΚΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ


Ρολογάκια της άνοιξης στο χέρι μας,
στριφογυρνούν οι ώρες του απομεσήμερου.
Ο χρόνος ξεφτισμένος στα δειλινά.
Τα καράβια των αγγέλων γεμάτα βροχή κι άνεμο.

Οι γοργόνες λυπημένες ψάχνουν τον Μέγα Αλέξανδρό τους.
Σμήνος από ψυχές στα χωράφια του φεγγαριού.
Αφηνιασμένοι οι λεπτοδείκτες στα κυπαρίσσια του Άδη.
Χρόνος αγέραστος η αθανασία της σιωπής.

Ένα μεγάλο κοχύλι στο στήθος της θάλασσας,
τα δάκρυα των κυμάτων μαργαριταρένια.
Τρελοί οι χορευτές του μεσημεριού,
τα τζιτζίκια καβαλάρηδες των θάμνων.

Απροστάτευτα τα ρυάκια στο πέρασμα του βοριά,
περήφανοι σταυραετοί στη μνήμη των δέντρων.
Αντικριστά τα ρολόγια του επόμενου αιώνα,
κι οι ώρες μας, σπλάχνα της γης.

Σημ. : «ρολογάκι της άνοιξης» ονομάζεται κάποιο φυτό που αλλιώς λέγεται «πασιφλόρα».


ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ

Μοσχοβολούν οι πασχαλιές,
τα εξαπτέρυγα, πρωινή προσευχή.
Οι μάγοι των βουνών βαδίζουν στον ορίζοντα,
τα ουράνια, λιβάνι και σμύρνα.
Τα δεντρολίβανα σταλάζουν τα μυστικά τους,
τα στάχυα του ήλιου γινωμένα.
Ευχητήριες οι κρήνες του φωτός,
τα σπαθιά των δικέφαλων αετών νικηφόρα.
Δροσοσταλίδες οι στιγμές οι αιώνιες,
η επέλαση των γλυκών χρόνων ειρηνική.


ΛΕΥΚΕΣ

Λεύκες ψηλές, ο ουρανός χορεύει στις κορυφές τους.
Αργυροί καθρέφτες τα φύλλα τους,
ξεγελούν τον άνεμο, τού ξεφεύγουν.
Μήλα και πετροκέρασα τα ολόγιομα δειλινά,
οι σκιές ταξιδιάρες της πλάσης.
Γεμίζουν ασημόκαρφα της βροχής τα νερά,
ασημώνει η δροσιά τη χαρτορίχτρα του χρόνου.
Τρομαγμένα τ’ αγριοπούλια στον ορίζοντα,
οι πεταλούδες κυνηγούν τα κλαδιά.
Καβαλάρηδες πουλούν λευκά όνειρα,
τα κέρματά τους σε ποτάμια γαλανά.
Ο ήλιος δυο χούφτες χρυσά στάχυα,
τα περιστέρια προσεύχονται στα ερημοκλήσια.
Το χώμα αγιασμένο απ’ τις μελωδίες των δέντρων,
τα φύλλα νυσταγμένα στη χλωμή γη.
Οι κάμποι γεμάτοι άγρια άλογα,
οι φωνές ιδρώτας και δάκρυ.
Το φως χαιρετίζει λευκές αγάπες,
τα μάτια τους στοργικά φιλιά.


ΜΝΗΜΗ


Ανοιγόμαστε στο πέλαγος του ονείρου,
πρίμο αεράκι η μνήμη.
Τα μάτια των αλόγων μας, χάντρες μενεξεδιές.
Οι χαίτες τους, χτένα χρυσή.
Τα χαλινάρια χαρακώνουν τις παλάμες μας,
ο Ωρίωνας ιππότης σιωπηλός.
Τα κρύα πρωινά, κάστρα απολιθωμένα στο δάσος των αυγερινών,
χειμαρρώδης η νεράιδα στις πλώρες των καραβιών.
Μια κοιλάδα με ξανθές γοργόνες τα μαρμαρωμένα αλώνια,
μια σημαία από κόκκινο νέκταρ στα κελιά των ερημιτών.
Γελαστή βεντάλια η μεγάλη αχιβάδα
στο στήθος του σπηλαίου με τις γαλάζιες πεταλούδες,
αλλάζουν δέρμα οι δράκοι στα σπαθιά του ήλιου.
Ανεξακρίβωτη η πορεία των ωκεανών,
οι ναυτικοί έπαιξαν στα ζάρια την τύχη του κόσμου
για μια χούφτα γρόσια.
Οι γαλαξίες τραγουδούν αμέριμνοι,
η γαλήνη πανδαισία του φωτός.
Οι καμπάνες μαντολίνα της άνοιξης.
η μνήμη η αθώα, ονειρεμένη σύλληψη.


ΘΗΜΩΝΙΕΣ

Ξεκινούμε για ταξίδια μακρινά,
κουρνιάζουν μέσα μας τα ξερολίθαρα του χρόνου.
Τα περιστέρια σχηματίζουν το πρόσωπο του Θεού.
Ο ήλιος, ξανθός πειρατής.
Μια φωλιά από θημωνιές τα ψηλά σκιάχτρα,
ένας σταυρός από πετροχελίδονα στον αέρα.
Καρφιτσώνουμε το φως στο πουκάμισό μας,
προχωράμε να τρυγήσουμε τα φεγγάρια.
Κι ο ουρανός υπέρλαμπρος.
Ένα γαλάζιο κοράλλι στη συντροφιά των αγγέλων,
ένας ταξιδευτής των ονείρων μας.


ΠΕΤΡΟΧΕΛΙΔΟΝΑ

Στο παραθύρι μας πετροχελίδονα της άνοιξης.
Οι λεύκες, οδοδείκτες των ουρανών.
Χορεύουμε στο δασάκι με τις άγριες φράουλες,
δανειζόμαστε τις ηλιαχτίδες,
για να κρεμάσουμε τραγούδια στα ψηλά πεύκα.
Μια πρωτόγνωρη ευφορία στις αιώνιες πέτρες,
οι άνεμοι χτυπούν τα σπαθιά τους,
καθώς τους παρασύρει το φως.
Ανεβαίνουμε στα όρη των αετών,
η δύναμή τους, ελευθερία του ορίζοντα.
Η ψυχή μας απλώνεται διάφανη,
οι νεράιδες χορεύουν στην άλλη όψη του χρόνου μας.

ΤΑΞΙΔΙ

Ένα ταξίδι είν’ η ζωή,
κι εμείς περαστικοί στους απάτητους δρόμους της…

Γεμίζουμε άγριες φράουλες την ποδιά μας,
μαζεύουμε γοργόνες απ’ τα κύματα,
κοιμόμαστε πλάι στα κοράλλια των βυθών.
Η σάρκα μας, φύλλα του φθινοπώρου,
η ψυχή μας, πρωτοβρόχι,
το τραγούδι μας, οι πρώτες καταιγίδες του χειμώνα.

Οι χιλιάδες μικρές στάλες της βροχής χορεύουν με τα κυπαρίσσια,
παραμερίζουν οι διαβάτες για να περάσει ο αέρας ο βιαστικός,
ξεροβήχουν τα καλντερίμια κάτω από τα πέλματα των αλόγων
που οδηγούν ωραίοι έφηβοι.

Τα ποτάμια ολοένα ταξιδεύουν,
τρέχουν ασταμάτητα των γλάρων οι φωνές πίσω από τα καράβια,
τα κορίτσια τραγουδούν στις γειτονιές
για ταξίδια που ποτέ δεν τελειώνουν.

Ταξίδια στα μάτια των αγαπημένων,
στα κοχύλια που ξεβράζει η θάλασσα,
στους επιτάφιους τους γεμάτους κεριά,
στις απέραντες ακρογιαλιές των πελαργών.
Κι οι κάμποι χρυσοί στο προσκεφάλι μας,
οι ονειροδείκτες γυρίζουν σαν τρελοί στα εξωκλήσια,
ζωντανεύουν των βράχων οι αγιογραφίες.

Οι δρόμοι ζεστές αγκαλιές γίνονται,
τα δέντρα γνώριμοι παλιοί,
τα μονοπάτια στοργικά.

Ένα περιστέρι μάς κοιτάζει κατάματα,
κλείνουμε το μικρό του σώμα στις χούφτες μας,
αφήνουμε τον άνεμο να μπει στην κάμαρή μας.

Ένα ταξίδι είν’ η ζωή,
κι εμείς περαστικοί στους απάτητους δρόμους της.

ΠΟΤΕ ΓΙΝΑΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ;

Πότε γίναμε ποιητές;
Νύχτα θολή ριζώσαμε σε χώματα άκαρπα.
Οι ρίζες μας άπλωναν με κόπο σε λέξεις δύσβατες.
Πάντα ένα μοναχικό μονοπάτι σκύλευε το πρόσωπό μας.
Γιατί και ο μόχθος της μέρας πολύς
για να πλάσει το νόημά της,
κι ο χρόνος των αγαλμάτων άλλαζε διαρκώς
ώστε δεν ξέραμε ποτέ την ηλικία τους
και πόσο ραγισμένη ήταν η καρδιά τους.
Όλα γύρω μας ήταν τόσο άγνωστα,
κι ατέλειωτοι οι αιώνες που έπρεπε να διαβούμε
για να συναντήσουμε το χτυποκάρδι των πουλιών.
Κρατούσαμε λίγο ουρανό στο χέρι μας,
γινόμασταν διάφανοι κι αναρωτιόμασταν
πόση νιότη έπλαθε τον πηλό της ψυχής μας.
Άχρονοι προχωρούσαμε σε θάλασσες απέραντες,
ναυαγοί, περπατούσαμε λεύτεροι στον βυθό.
Ανασαίναμε τη δροσιά των ονείρων,
συλλαβίζαμε σαν για πρώτη φορά τις λέξεις,
πλάθαμε με το σχήμα και το χρώμα τους το πρόσωπό μας,
κι ο κόσμος ξεκινούσε απ’ την αρχή.

Ιωάννα Αθανασιάδου










                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου