Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΤΑΝΗ " ΣΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ " Διήγημα



Ερχόταν κάθε Τρίτη κι ανταμώναμε στο συντριβάνι για λίγα λεπτά. Έρωτας δεν υπήρχε στο μυαλό μας. Μονάχα μια μικρή, λεπτή συμπάθεια που μας έσπρωχνε εκεί κάθε Τρίτη. Το ‘χαμε θεσπίσει πια. Η καθιερωμένη μας ρουτίνα. Σπάνια θα μας έβλεπες να ανταλλάσσουμε καμιά κουβέντα ουσίας. Μας αρκούσε όμως το φευγαλέο βλέμμα. Σ’ αυτό το σιντριβάνι, κλείνονταν όλη η ζωή η δική μας, η μεταξύ μας ιστορία. 

Είχαν αρχίσει πλέον να αποκαθίστανται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το κλίμα δε θύμιζε σε τίποτα τις δύσκολες στιγμές του ελληνισμού, που πολιορκούνταν από το τούρκικο φέσι. Τώρα στην πόλη μας αγκαλιάζονταν λαμπρά δύο πολιτισμοί. Είχε προηγηθεί άλλωστε, ύστερα από το αιφνίδιο γκρέμισμα των τειχών της Θεσσαλονίκης, μια σειρά ευεργεσιών από τους Τούρκους πασάδες ως ένδειξη μεταμέλειας, προκειμένου να κατευνάσουν την ανησυχία των ντόπιων και να επισφραγιστεί μια νέα εποχή φιλαλληλίας και ειρήνης που θα άκμαζε. Μέσα σε τέτοιες ανανεωτικές συνθήκες φτιάχτηκε το σιντριβάνι, δώρο του Σαμπρί Πασά. Έτσι, ένα ακόμα στολίδι ερχόταν να προστεθεί στην ήδη εκσυγχρονισμένη πόλη μας. 

Τα σκέφτομαι όλα αυτά καθώς κάθομαι σε ένα πεζουλάκι πέτρινο κουρασμένη πια και γερασμένη, να αγναντεύω το σιντριβάνι, το αψεγάδιαστο στο χρόνο, το άθραυστο. 

Τότε ήμουν 18 χρονών, λίγο μετά την μεγάλη αναστάτωση με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κι αυτός να ήταν ίσα με 20. Όμορφο παλικάρι, μελαχρινό, ζωηρό. Δουλευταράς. Αυτό φαινόταν άλλωστε από τη γεροδεμένη κορμοστασιά του. Πως και να μην τον είχα προσέξει νωρίτερα! Κι ήμουν τότε μια μικρή καχεκτική και καλομαθημένη αστικοπούλα. Είχα την ιδανική ζωή που θα ζήλευε και θα επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο κάθε φτωχοκόριτσο. Κι όμως, αναζητούσα, στα δειλά βέβαια, περιπέτειες με εκείνον τον αμίλητο ξένο, τον «τουρκομερίτη» νέο, όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι. Πήγαινα συχνά στο σιντριβάνι από τον καιρό που πρωτοανταμώσαμε. 

Εκείνη την πρώτη φορά, του ζήτησα να μου γυαλίσει τα γοβάκια μου, μιας και παρατήρησα πως είχε πιάτσα ως λουστραδόρος. Ύστερα, κάθισα για λίγο στο διπλανό πεζούλι για να τον θαυμάσω. Την επομένη, ξαναπήγα, μα δεν τον έβρισκα! Άφαντος! Να μην τον βλέπεις πουθενά … Το ίδιο σκηνικό κράτησε για μια βδομάδα. Ώσπου έφτασε η Τρίτη και ησύχασα! Κατάλαβα πως για κάθε μέρα της εβδομάδας είχε κι ένα διαφορετικό στέκι. Αρκέστηκα λοιπόν στη Τρίτη. Άνοιξα ένα βιβλίο λογοτεχνικό που είχα πάρει μαζί μου δήθεν να το διαβάσω και κάθε τόσο έριχνα κλεφτές ματιές στον ωραίο λουστραδόρο. 

Λίγο πριν φύγω, τον πλησιάζω: 

- Θα μπορούσατε να μου γυαλίσετε τα γοβάκια, του είπα ευγενικά.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και μου χαμογέλασε υπαινικτικά. Σαν κάτι να είχε ψυλλιαστεί… γιατί τα γοβάκια ήταν καινούρια και γυαλισμένα από τον ίδιο κατά την πρώτη μας συνάντηση. Κι αφού τον ευχαρίστησα, του αρπάζω αποφασιστικά ένα από τα χαρτιά γυαλίσματος λέγοντάς του:

- Μπορώ να το κρατήσω για να έχω κάτι από εσένα μαζί μου;

Κι αφού με κοίταξε, μου χάιδεψε το χέρι και μου ψιθύρισε το όνομά του: «Σαμύρ!». Κι εγώ του αποκρίνομαι: «Έλλη!»

Ύστερα σηκώνεται, με παρατηρεί και «κλέβει» από πάνω μου το μαντηλάκι που είχα δεμένο στο λαιμό λέγοντάς μου:

- Μπορώ να το κρατήσω για να έχω κάτι από εσένα μαζί μου;

Κάπως έτσι έκλεισε η αρχή της συμφωνίας μας και η Τρίτη έγινε η αγαπημένη μέρα της εβδομάδας. Κι ενώ περνούσαν οι μέρες, εγώ μετρούσα τις Τρίτες … που θα ερχόταν ο καλός μου ο Σαμύρ στην πιάτσα του, στο σιντριβάνι. Έφτασε όμως και η Τρίτη που δεν ήρθε για δουλειά. Δεν έχει πιάτσα σήμερα στο σιντριβάνι; Αναρωτιόμουν…

Ξάφνου τον βλέπω! Καταφτάνει ! Ήταν όμως διαφορετικός αυτή τη φορά, πιο σοβαρός και σκεπτικός. Με πλησιάζει. Με αγκαλιάζει. Με παίρνει από το χέρι και περπατάμε ως το λιμάνι. Κι άρχισε να μου διηγείται τη ζωή του, για την αρχοντική του προέλευση και το πώς ξέπεσε μετά το θάνατο των γονιών του και για το ξεκλήρισμα του σπιτιού και της περιουσίας του κατά τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, για το βίαιο κυνηγητό που περνούσε καθημερινά όταν εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Τουρκία … Ο ξεριζωμένος Σαμύρ.

Μόνος, έρημος, απένταρος, ξένος μέσα στους ξένους … Η ζωή του πλέον δεν θα είχε καμία αξία. Προσπαθούσε απλώς να επιβιώσει. Προχωρεί χωρίς καμία προοπτική σταθερότητας κι ελπίδας. Κι όμως προχωρεί! Τον κακοποίησε πολύ η άτυχη μοίρα του. Δε θέλει τώρα να κακοποιήσει και εμένα. Αυτά έλεγε και ξανάλεγε μέχρι που καθίσαμε για λίγη ώρα στην αποβάθρα του λιμανιού. Από κάτω έρεε ορμητικό το Αιγαίο. Τα κύματα χτυπούσαν δυνατά, έβρισκαν εμπόδιο στη ακτή κι εκτοξεύονταν επάνω μας. Ο άνεμος ανεμόδερνε τα μαλλιά μας και το ατίθασο κύμα φούσκωνε και μας έβρεχε ως τα γόνατα … Το Αιγαίο μίλησε.

Τα κύματά σου, Αιγαίο μου, δείχνουν την ταραχή ενός γένους. Τα βορινά σου κύματα δείχνουν τον διωγμό. Μιλούν για πόνο, για θάνατο θυσιαστικό και άδοξο… Ξέβρασες ανθρώπους, ιστορίες, φυλές. Γνώρισες καλύτερα απ’ όλους τις άπειρες, κρυφές οδύσσειες ανθρώπων που καταβρόχθισες και άλλων τόσων καλότυχων που ευσπλαχνίστηκες και τους έσπρωξες σε αυτό εδώ το λιμάνι.

Κάθομαι κι αγναντεύω τα νερά σου μαζί με μια ψυχή θλιμμένη, τον Σαμύρ, με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινές κραυγές. Αυτός όμως πιο ζωντανά … Θυμάται την μάνα του που κραύγαζε: « Να ζήσει το παιδί μου!» καθώς την σφάζανε … τον πατέρα του που τον  κρέμασαν … θυμάται πολλά! Μισεί τους αιμοβόρους εχθρούς του κι οργίζεται που του στέρησαν την αξιοπρέπειά του. 

Η δικιά μου μοίρα, στάθηκε πιο τυχερή. Βέβαια, μου λείπει ο Πόντος, οι φιλίες, τα παιδικά παιχνίδια στη γειτονιά. Μου λείπει ο παππούς μου! Δεν ξέρω καν … ζει ή πέθανε; Λίγο πριν το ’19, είχα φύγει με τους γονείς μου για τα μέρη αυτά, τα ελληνικά. Έχει περάσει πια μια πενταετία από τότε που μάθαμε για τα φριχτά μαρτύρια συγγενών και φίλων μας. Μα δεν τα έζησα, δεν τους ένοιωσα την ώρα του τραγικού πόνου, γιατί έφυγα και τους έχασα! 

Με τον Σαμύρ μας ενώνουν αυτά τα νερά. Πρόσφατα έφτασαν εδώ και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες… Πάνε και τα παράλια, μας τα πήρανε! Κι άλλος πόνος κι άλλα πάθη. 

Με τον Σαμύρ μας ενώνει η ζοφερή ιστορία μας. Μας ενώνει ο τόπος. Μας ενώνουν οι Τούρκοι που εμφανίζονται άλλοτε ως βάρβαροι κι άλλοτε ως Πέρσες-βασιλείς και σου φοράνε τη σέλα καθώς εσύ, ελληνικέ λαέ, σκύβεις ικανοποιημένος, σαν ταπεινός γαϊδαράκος και λες συμβιβασμένος: «Δεν είναι δα και τόσο μοχθηροί όσο μας λένε … χάρη μας κάνουν και οικοδομούν την πόλη μας. Αφέντες μας καλοί αυτοί κι εμείς πιστοί υποτακτικοί τους.» 

Του πιάνω δυνατά το χέρι και του λέω: 
- Θέλεις να έρθεις μαζί μας; Να μείνεις σε μας; 
[...] 
Έτσι όμως ξεκινά μια άλλη ιστορία, πιο ευχάριστη και πιο ρομαντική. 

Μαρία Κ. Καντάνη 

25/04/2018


H φωτογραφία είναι από https://www.shutterstock.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου