1η Μαΐου του 1886 - Σικάγο
400.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα( Η.Π.Α.), και πάνω από 80.000 στο Σικάγο. Αυτό το Σάββατο του 1886, μια εργάσιμη μέρα, οι εργάτες, ξεκίνησαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο χώρο της συγκέντρωσης στην πλατεία Haymarket.
Στη γύρω περιοχή, είχαν παραταχθεί αστυνομικές δυνάμεις αποτελούμενες από 1350 άτομα, οπλισμένα με οπλοπολυβόλα οι οποίοι περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν.
Κι ενώ το πλήθος παρακολουθούσε τις ομιλίες, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης, διατάσσει να διαλυθεί η συγκέντρωση. Μια βόμβα έσκασε κοντά στους αστυνομικούς οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν και να χτυπούν τους συγκεντρωμένους χωρίς καμιά διάκριση. Είναι ακόμα άγνωστος ο αριθμός των θυμάτων αφού πολλοί τραυματισμένοι κατέληξαν τις επόμενες ημέρες, επίσημα μόνο οκτώ νεκροί αστυνομικοί και τέσσερις διαδηλωτές έχουν επαληθευτεί.
Σικάγο 1886
«Θα’ρθει μια εποχή που η σιωπή μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα!»
Αύγουστος Σπάις, ένας από τους αναρχικούς που απαγχονίστηκαν στο Σικάγο το 1887
«Το μισθωτικό σύστημα είναι η μόνη πηγή μιζέριας του κόσμου. Το στηρίζουν οι εύπορες τάξεις, και για να καταστραφεί πρέπει οι εύπορες τάξεις είτε να μάθουν να δουλεύουν είτε να πεθάνουν. Μία λίβρα δυναμίτη είναι καλύτερη από ένα τσουβάλι ψηφοδέλτια! Διεκδικήστε οχτώ ώρες εργασίας με τα όπλα στο χέρι, για να αντιμετωπίσετε τα σκυλιά των καπιταλιστών, την αστυνομία και το στρατό με τον κατάλληλο τρόπο.
Τζέραρντ Λίζιους, ένας από τους αναρχικούς του Σικάγο
«Εκδικηθείτε! Εργάτες, στα όπλα! Τα αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους – την αστυνομία – και δολοφόνησαν έξι από τ’ αδέρφια σας, σήμερα στη φάμπρικα του Μακ Κόρμικ. Σκότωσαν τ’άμοιρα αδέρφια σας, γιατί, όπως κι εσείς, είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν, γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς.»
Προκήρυξη που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο της αναρχικής εφημερίδας ‘ArbeiterZeitung’
1η Μαΐου του 1936 - Θεσσαλονίκη
Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα και η απεργία είναι πλέον πανεργατική.
Η απεργία συνεχίζεται και στις 9 του Μάη στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης.
Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300.
Στο σημείο της συμπλοκής θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη. Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί.
Γ. Ρίτσος { Μέρα Μαγιού μού μίσεψες}
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι για ένα νεκρό»
“Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα,
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα
το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη
ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό,
ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό
αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών
α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών
κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια
με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν,
τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν,
οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά
μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν,
αχ, το πρωί ήταν άνοιξη
το βράδυ μαύρη συννεφιά
το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά
το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά
το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά
σύγνεφο, πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά
κι από την κοντινή την εκκλησιά
γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά,
α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό,
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το νιο.”
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος)
1η Μαΐου του 1944
«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει»..
(Α. Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, Κέδρος 1984)
Χαρακτικό του Τάσσου |
Κ. Βάρναλης Πρωτομαγιά του 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
Ηλίας Σιμόπουλος, «Πρωτομαγιά 1944» (απόσπασμα)
“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους/ πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
IV.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι./ Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα:/ Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος,/ ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό/ και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη "Στους 200 της Πρωτομαγιάς "
Στην κορυφή της αρετής φτασμένοι
το θάνατο νικήσανε .Και τώρα
με λουλούδια του Μάη στεφανωμένοι
πάνω από χρόνο και φυλή και Χώρα
με την Ελλάδα μας μέσατους ακέραια .
Χορό Ζαλόγγου σέρνουνε στην πλάση
κι απλώνουνε στον άνθρωπο ταχέρια
Φώτης Αγγουλές - Σταυροί
Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Ρίτα Μπούμη - Παπά: "Οι Διακόσιοι"
(γραμμένο την 1/5/44, στην Ανάληψη Υμηττού)
«Για ποιο βαρύ σας κρίμα σας θερίζουνε
Πρωτομαγιά σαν χλωρά στάχυα
πίσω από 'να μαντρότοιχο γεμάτο χαμομήλια;
Για την πατρίδα εσείς στενάζατε
κι ονειρευόσαστε τη λευτεριά της.
Τέσσερις ώρες γάζωναν οι σφαίρες την καρδιά σας
(... ) και πέφτοντας αμίλητοι κατά οκτάδες
αγκάθινο στεφάνι μας φορέσατε/
χαλκά ζεματιστό στην εποχή μας
να ντρέπεται αιώνια για τη φρίκη της
και τα εγκλήματά της.
Η οδός Φορμίωνος, οδός του Γολγοθά σας
σπάρθηκε όλη με κόκκινα λουλούδια
από το πλούσιο αίμα σας τ' αψύ
που τα μαζεύομε μεσ' σε λευκά μαντήλια
τη Λευτεριά να ράνομε που αργεί/(... )».
1η Μαΐου 1976
Πόσους θα πιάσετε; θα μείνουν
ὅσοι χρειάζονται και περσότεροι.
θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν
τα χέρια.Α. Παναγούλης
|
Ο Αλέκος Παναγούλης ,ο κορυφαίος αγωνιστής κατά της δικτατορίας, ο άντρας με την ασυμβίβαστη προσωπικότητα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, σκοτώθηκε σε ένα μυστηριώδες τροχαίο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, προκαλώντας σοκ στην ελληνική κοινωνία, που μόλις είχε βγει από το γύψο της επταετίας και προσδοκούσε από τον Παναγούλη αλήθειες που πιθανόν να την οδηγούσαν σε άλλες επιλογές.
Γιάννης Ρίτσος, «Μικρό ηρώο για τον Αλέκο»
“Πρωτομαγιά καλέ μου/ πρωτολεβέντη μου
μας βρήκε λαβωμένους/ στο φαρδύ φτερό
αχ χιόνια χιόνια χιόνια/ λουλούδια που ‘γιναν
πώς αναλάμψαν νύχτα/ κι αγερομαδήσαν.
Κάνω να πω φεγγάρι/ να πω βουνό
το στόμα αίμα γεμίζει/ και δαφνοκάρβουνο
ρούχο δε μου ‘χει μείνει/ να σκεπαστώ
κατάσαρκα φοράω/ το κο- το κόκκινο.
Πώς πάει μαζί το κάλλος/ με την αντρειά
πώς σμίγουνε τα χέρια/ έρως και θάνατος
να κρύψω μες στα θάμνα/ τη ζω- τη ζωή σου
αυγή και θα ‘βγει ο γήλιος/ κι η πληγή πληγή.”
(Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σύγχρονη εποχή)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ " ΤΥΧΑΙΑ (Στο θάνατο του Παναγούλη) "
Δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυς.
Μόλις είχε φύγει ο Μάρτης
παίρνοντας μαζί και τον Απρίλη.
Δεν αφήνουν τύπους σήμερα οι ήλοι.
Πέστε ατύχημα τυχαία·
να γραφτεί εις τα τροχαία.
ΑΚΑΡΙΑΙΑ, 1990
Αλέκος Παναγούλης -Ὑπόσχεση
(γραμμένη στην ἀπομόνωση στο Μπογιάτι,
τον Φλεβάρη τοῦ 1972. «Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητής Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι για να δικαιολογήσει τα δάκρυα
που ὁ πόνος και ἡ ὀργή ἀνέβαζαν στα μάτια,
μα για να ἐπιβεβαιώσει μια ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκά γραμμένο ἴσως, μα εἶναι ἕνας ὅρκος»
Τα ποιήματα - ἐκδόσεις Παπαζήση).
Τα δάκρυα που στα μάτια μας
θα δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτέ μην τα πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχά
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
Νίκος Γκάτσος{Παράξενη πρωτομαγιά}
Παράξενη πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.
Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.
Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.
Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του `χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.
Αρης Αλεξάνδρου - Πρωτομαγιά
Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσής στο πέλαγο.
Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν' ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ' τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.
Κωστής Παλαμάς - Εμείς οι εργάτες
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά.
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
Πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ’ όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.
Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιός σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.
Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!
Μάνος Λοΐζος -Πρώτη Μαΐου
Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα
κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πες μου Μαρία μήπως θυμάσαι
κείνο το βράδυ που σε πήρα αγκαλιά
Πρώτη Μαΐου, όπως και τώρα
κι εγώ φιλούσα τα μακριά σου τα μαλλιά
Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ
Πρώτη Μαΐου μαύρα τα ξένα
κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί
Μοναδική η συλλογή σου, σαν κόσμημα!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική δουλειά Γεωργία, ξυπνάει μνήμες και συναισθήματα!
ΑπάντησηΔιαγραφή