Giovanni bellini, pietà martinengo |
Καθώς έχει σκύψει το κεφάλι, όλα σκοτεινιάζουν. Δε βλέπει το μαύρο σύννεφο που έχει σκεπάσει το λόφο του Γολγοθά. Απορημένη κοιτάζει το σταυρό, κι εκεί πιο μαύρο το σκοτάδι.
Ωιμέ, πού είμαι τώρα εγώ, πού βρίσκεται ο γιος μου
Ποιος μου τον άρπαξε νεκρό, πού να ’ναι ο θησαυρός μου;
Βλαστάρι, παλικάρι μου, πού χάθηκες, καλέ μου
Ποιος μου σε πήρε, μάτια μου, αϊτέ μονάκριβέ μου;
Τι θα στολίσω η μαύρη εγώ, τι θα θρηνήσω τώρα
για ποιον λουλούδια θα βαστώ, για ποιον τα μαύρα δώρα
αφού είμαι μάνα δίχως γιο και μνήμα δίχως σώμα…
Το σύννεφο απομακρύνεται, οι σταυροί διακρίνονται και πάλι καθαρά. Στα δεξιά του λόφου, πίσω απ’ τους σταυρούς, ένα δέντρο γυμνό σχεδόν, μόνο στις άκρες ξεμυτίζει λίγο πράσινο. Δυο νεκροπούλια κάθονται υπομονετικά στα κλαδιά και περιμένουν να φύγει ο κόσμος. Κάπου-κάπου κρώζουν και βαραίνει περισσότερο η πένθιμη ατμόσφαιρα. Η Μαρία στρέφει προς αυτά το βλέμμα της.
Μαύρα πουλιά του χάροντα κι αφέντες του θανάτου,
αυτού ψηλά που κάθεστε, πείτε τι καρτεράτε.
Αν είναι σάρκα για φαΐ, να πάω να σας φέρω,
αν είναι αίμα για πιοτί, τρέχω να σας ποτίσω.
Μα αν είναι για το γιόκα μου, τον πιο ’μορφο λεβέντη,
άδικα που προσμένετε, κακό κι αν κατεβείτε.
Εγώ είμαι η μάνα του Θεού και χάρο δε λογιάζω,
ντύνω, στολίζω το παιδί, με μυρωδιές το λούζω,
λίγο να μου ξεκουραστεί και πάλι περπατάει.
Στον απέναντι λόφο μερικά παιδιά κινούνται χορευτικά φορώντας μαγιάτικα στεφάνια στο λαιμό τους. Η γη είναι πράσινη και ο μαύρος ουρανός δε φαίνεται να τα φοβίζει, θα μπορούσαν ακόμα και να τραγουδάνε. Η Μαρία τα βλέπει και τα καλοτυχίζει.
Καλότυχες οι μάνες σας, καλότυχοι οι γονιοί σας
που καρτερούν το λιόγερμα να σας γλυκοφιλήσουν.
Εγώ είμαι μαύρη κι άραχνη, νεκρή κι ας σας μιλάω,
ένα παιδάκι γέννησα, δεν έχω άλλον κανένα.
Σύρτε, φευγάτε σπίτια σας, τι εγώ θα σαβανώσω,
τα λούλουδα, την άνοιξη, τον ήλιο, τον υγιό μου.
Σταματάει να κινείται και στρέφεται ξανά στο σταυρό.
Γιε μου, τούτη η Παρασκευή δεν είναι σαν τις άλλες. Ετούτη η Παρασκευή είναι η πιο μεγάλη μέρα του θανάτου.
Τραβάει απότομα το μαντήλι από το κεφάλι, τα μαλλιά πετάνε στον αγέρα, ανατριχιάζουν. Τραγουδάει σιγανά, χαροκαμένο μοιρολόι οι λέξεις, σέρνει αργά τα βήματά της.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα που σταυρώσανε το γιο μου το λεβέντη.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι οι οχτροί σου
καρφιά να μπήξουν στο κορμί, στα χέρια, στα ποδάρια.
Κι όσο κοιτούσε η μάνα σου, τόσο βαριοχτυπούσαν
κι ως έβλεπαν τα μάτια μου, τόσο χασκογελούσαν.
Μα τι να κάμω η δόλια εγώ, πώς να τους σταματήσω;
Να σταυρωθώ δε μ’ άφησαν, ούτε να με καρφώσουν,
το αίμα ήθελαν του γιου, του πάντων Βασιλέα.
Να κλάψω άλλο δεν μπορώ, μη πλημμυρίσει ο κόσμος
κι ούτε να σκούξω από ψηλά, μη γκρεμιστούν τα σπίτια.
Να βρω γκρεμό να τσακιστώ, ποτάμι να με πνίξει,
να βρω και μία θάλασσα, φαρμάκι να χορτάσω,
γιατ’ έχω γιο μονογενή, κι εκείνον σταυρωμένο.
Άνθρωπος δεν παρηγορεί χαροκαμένη μάνα
μήτε κι η άνοιξη αν ντυθεί στο χρώμα του θανάτου,
μόν’ το Μεγάλο Σάββατο με κάνει για να ζήσω
αν θα σημάνουν οι εκκλησιές κι αν τα κεριά θ’ αστράψουν
θάχω κι εγώ ανάπαψη, θάχω χαρές μεγάλες.
Πλησιάζει στο σταυρό. Οι άλλες γυναίκες ακολουθούν σιωπηλά με το κεφάλι σκυμμένο και το στήθος τους ν’ αναταράζεται από βουβούς λυγμούς. Μια γυναίκα, με χαρακτηριστική στολή παλαιστίνιας, περνάει ανάμεσα σ’ αυτές και τους σταυρούς, κατευθύνεται οργισμένη στους στρατιώτες. Εκείνοι σηκώνονται όρθιοι σε θέση μάχης. Ο Ιωάννης κοιτάζει κάπου αλλού, σαν κάποιον να περιμένει. Τότε πλησιάζουν άλλοι δυο άντρες και προστίθενται στο χορό των πενθούντων.
Οι άλλες μοιρολογίστρες κουνάν θρηνητικά τα χέρια, χτυπάν μ’ απελπισία το κεφάλι, το πρόσωπό τους. Ακούγεται ομαδικός θρήνος, σαν των μανάδων της Βηθλεέμ όταν έσφαξε ο Ηρώδης τα παιδιά τους. Η Μαρία έχει φτάσει ήδη στο σταυρό. Τον αγκαλιάζει από τη ρίζα και σηκώνεται στηριζόμενη στο αιματοβαμμένο ξύλο...
Μόλις τα χέρια της αγγίζουν τα ματωμένα πέλματα, ξεσπάει σε θρήνο σιγανό, μοιρολογεί σαν όλες τις μανάδες. Το βλέμμα της ικετευτικό προς το πρόσωπο του νεκρού.
Έρμα μου χέρια, πιάστε το νεκρό κι αγαπημένο σώμα,
εσείς που τόσα χάδια δώσατε και τόσες αγκαλιές.
Βοηθείστε με, κυράδες μου, το γιο μου να φροντίσω,
η μια να φέρει το νερό κι η άλλη τα λουλούδια
κι η τρίτη η μικρότερη, στεφάνι να του πλέξει.
Να τον στολίσω για χαρά, γαμπρό να τον κινήσω
και να του λούσω τα μαλλιά μ’ αρώματα περίσσια.
Χρυσό χαλκά στο χέρι του, στολίδια για τη νύφη,
να στρώσω το κρεβάτι του, να κοιμηθούν αντάμα.
Μόν’ πρώτα βγάλτε τα καρφιά, τ’ αγκάθια απ’ το κεφάλι,
σκουπίστε τον ιδρώτα του, απ’ την πλευρά το αίμα
και μη σας νοιάζουν τα φτωχά και λερωμένα ρούχα.
Τι εγώ θα φέρω αλλαξιές καινούργιες να τον ντύσω
μη τον κακοκαρδίσουνε και μου πονέσει πάλι.
Σταματάει το θρήνο και σιγοψιθυρίζει.
Πώς να τ’ αντέξω, γιε μου, πώς να δεχτώ ότι εσένα αγκαλιάζω; Νεκρός εσύ σαν όλους τους νεκρούς;
Γιε μου, ακριβέ μου, σπλάγχνο μου, όλα τα δάκρυα τα ’χυσα
και τώρα που διψάς εσύ, νερό δεν έχω να σου δώσω.
==================================================================
[Απόσπασμα από τον δραματικό μονόλογο ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, σελ. 25-30, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου