Στο ριζοβούνι η εληά, στο κορφοβούνι ο πεύκος,
χρόνους πολλούς γνωρίζονται κι ανεμοχαιρετιούνται.
Ένα πρωί λέει η εληά στον πεύκο το λεβέντη:
― «Πεύκο, κρίμα το μπόι σου, κρίμα και τη θωριά σου,
και να ’σαι δένδρο άκαρπο κι ανώφελο στον κόσμο!»
― «Σώπα, γρηά κουφοδοντού, ζαβή και κοκαλιάρα,
όπου σε δέρνει ο άνθρωπος και τον καρπό του δίνεις…
Εγώ ’μια λεβεντόκορμο, παλληκαράς βουνήσιος!
στον ίσκιο μου ο αρματωλός ξεχνάει τα βάσανά του,
κι όταν μολύβι δολερό του πάρει τη ζωή του,
εγώ γι’ αυτόν μοιρολογώ και βαριαναστενάζω.»
― «Αν τον μοιρολογάς εσύ, εγώ ’μια αυτή που δίνω
λαδάκι στη μανούλα του καντήλι να τ’ ανάψει,
καντήλι ασημοκάντηλο στης Παναγιάς τη χάρη,
να λιώσει το κορμάκι του, ν’ αναπαυθεί η ψυχή του!...»
Το λόγο τέλειωσε η εληά κι ο πεύκος δεν της κραίνει.
γέρνει κατά το μέρος της κι έτσι γερμένος μένει.
.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου