"Αυτό το βιβλίο το έγραψα με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, γιατί οι δεσμοί μου με αυτήν την γυναίκα ήταν και είναι άρρηκτοι, καίτοι εδώ και αρκετά χρόνια η ίδια δεν υπάρχει πια στην ζωή .
Προσπάθησα όμως να
κρατήσω- "αποδώσω" όσο μπορούσα το λεξιλόγιο της εποχής εκείνης
διατηρώντας σε πολλά σημεία λέξεις που ίσως τώρα να "φαντάζουν"
περίεργες. Ταυτόχρονα ,προσπάθησα να "βρεθώ" στην θέση του κάθε ενός
ανθρώπου , την ιστορία των οποίων "έγραφα", βυθισμένη στις δικές τους
σκέψεις,σκέψεις τους που είχαν τροφοδοτηθεί με τα γεγονότα αλλά και με τον
τρόπο ζωής εκείνης της μακρινής εποχής.
Βοηθός μου σε αυτό
ήταν οι σημειώσεις της θείας μου Σοφίας ,τμήματα των οποίων έχω αφήσει
αυτούσια, με το σκεπτικό πως το βιβλίο αφορούσε την δική της ζωή , τις δικές
της σκέψεις και με δική της προτροπή το έγραψα.
Όταν αποφάσισα πως
η συγγραφή του "έχει τελειώσει" το έβαλα στο συρτάρι μου, γιατί δεν
είχα αποφασίσει εάν ήταν "έτοιμο" προς έκδοση . Κάθε φορά όμως που
άνοιγα το συρτάρι μου και έβλεπα την θήκη του cd και τον πρόχειρο τίτλο
"Σοφία" που είχα γράψει, ένοιωθα τη μορφή της αγαπημένης μου
θείας" να "εμφανίζεται" να μου χαμογελά και να μου "
γνέφει" ...Ακόμη...
Όταν μετά από καιρό
αποφάσισα να το εκδώσω, το έστειλα στον εκδοτικό οίκο ΛΙΒΑΝΗ. Η ανταπόκριση
ήταν ΑΜΕΣΗ.!! Ακόμη "ακούω" την έκφραση της κ. Παναγιώτας Λιβάνη...
"Όπως είναι, όπως είναι , κοιτάξτε τις ημερομηνίες και έκδοση άμεση.!"
Από την μέρα που
αυτό το βιβλίο εκδόθηκε,το 2009 περίπου 5 χρόνια πριν, μέχρι και σήμερα που το
βιβλίο έχει εξαντλήσει όλες τις εκδόσεις του (τελευταία πώληση ήταν φέτος από
τον ΙΑΝΟ) μόνον χαρά μου έχει δώσει. Την χαρα όχι μόνον της δημιουργίας και της
αποδοχής και πώλησης των χιλιάδων αντιτύπων του, αλλά και την χαρά πως δεν ήταν άδικος ο δημιουργικός "κόπος" της συγγραφής του, γιατί έπρεπε να
γίνουν γνωστά, στοιχεία της εποχής εκείνης, γεγονότα και τρόπος ζωής που έχουν
περάσει ανεπιστρεπτί.! Κυρίως όμως το μήνυμα που ήθελε η ίδια η ηρωίδα του
βιβλίου να περάσει. Πως όσα και να συμβούν, όσο και να καταστραφεί η ζωή και τα όνειρα ενός ανθρώπου, δεν πρέπει να "πέσει" στην παγίδα της εκδίκησης
και της κακίας .Πρέπει απλώς αυτά να γίνουν "οδηγοί " στου δρόμους
της καλοσύνης, της προσφοράς και της αγάπης.!
Το παρακάτω
απόσπασμα από το βιβλίο "Ηταν όλα αλήθεια γλυκιά μου" διάλεξα να
αναρτήσω επειδή ο κεντρικός ήρωας είναι ένας πολύ αγαπημένος μου θείος και ο
τρόπος ζωής του ήταν για την εποχή εκείνη" εφιαλτικός" προς το
συντηρητικό περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης "
Jeni Contarini Kokkali
Jeni Contarini Kokkali
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Η γυναίκα, γι’ άλλη μια φορά νικήτρια της ζωής.
Μια ιστορία που μόνον τα παραμύθια θα μπορούσαν να υφάνουν.
Ποιος όμως ξέρει πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού σβήνει ο μύθος, κι αν ήταν όλα αλήθεια;
Η Σοφία, ορφανή από μητέρα, ύστερα από επιδρομή κομιτατζήδων στο χωριό της στη Μακεδονία, πουλιέται από τον πατριό της σε έναν προαγωγό και καταλήγει στην Οδησσό, όπου γνωρίζει τον πρίγκιπα Βαλόντια Αλεξέγιεβιτς και τον ακολουθεί ως γυναίκα του στην Αγία Πετρούπολη.
Όταν ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Βαλόντια εκτελείται. Εκείνη κατορθώνει να διαφύγει, μαζί με την πριγκίπισσα Αναστασία Ρομανόφ, και φτάνουν έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Σοφία αναγκάζεται να δουλέψει ως τραγουδίστρια σε νάιτ κλαμπ. Η μοίρα της την οδηγεί τελικά στην Αλεξάνδρεια. Εκεί την ερωτεύεται το αφεντικό της, ο Λυμπεράκης Καρχσιούνης, και την παντρεύεται. Μαζί του ζει μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην οποία εκείνος χάνει τη μικρότερη αδερφή του και η θλίψη τον καταβάλλει. Θέλοντας να κάνει μια καινούρια αρχή, της προτείνει να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Αλλά έχουν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν τα σύννεφα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου…
Μια γοητευτική περιήγηση στους τόπους που σημαδεύτηκαν από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, τα οποία διηγείται γλαφυρά μια γυναίκα που τα έζησε σε όλη τους την ένταση.
Όταν ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Βαλόντια εκτελείται. Εκείνη κατορθώνει να διαφύγει, μαζί με την πριγκίπισσα Αναστασία Ρομανόφ, και φτάνουν έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Σοφία αναγκάζεται να δουλέψει ως τραγουδίστρια σε νάιτ κλαμπ. Η μοίρα της την οδηγεί τελικά στην Αλεξάνδρεια. Εκεί την ερωτεύεται το αφεντικό της, ο Λυμπεράκης Καρχσιούνης, και την παντρεύεται. Μαζί του ζει μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην οποία εκείνος χάνει τη μικρότερη αδερφή του και η θλίψη τον καταβάλλει. Θέλοντας να κάνει μια καινούρια αρχή, της προτείνει να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Αλλά έχουν αρχίσει ήδη να πυκνώνουν τα σύννεφα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου…
Μια γοητευτική περιήγηση στους τόπους που σημαδεύτηκαν από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, τα οποία διηγείται γλαφυρά μια γυναίκα που τα έζησε σε όλη τους την ένταση.
«Μέσα στο γλυκό ύπνο µου αισθάνθηκα ένα τρυφερό χάδι στα µαλλιά µου.
»Άνοιξα τα µάτια και είδα το όµορφο πρόσωπό του να µε κοιτάζει.
»Η φωτιά στο τζάκι εκείνη τη στιγµή δυνάµωσε από ένα ξύλο που έπεσε και η µορφή του πρίγκιπα µου φάνηκε γαλήνια, θεϊκή. Άπλωσα τα χέρια και έκλεισα το πρόσωπό του στις παλάµες µου, αυτός τότε ήρθε πιο κοντά µου κι εγώ του είπα ”σε περίµενα“, ενώ τα χείλη µου κόλλησαν στα δικά του».
»Άνοιξα τα µάτια και είδα το όµορφο πρόσωπό του να µε κοιτάζει.
»Η φωτιά στο τζάκι εκείνη τη στιγµή δυνάµωσε από ένα ξύλο που έπεσε και η µορφή του πρίγκιπα µου φάνηκε γαλήνια, θεϊκή. Άπλωσα τα χέρια και έκλεισα το πρόσωπό του στις παλάµες µου, αυτός τότε ήρθε πιο κοντά µου κι εγώ του είπα ”σε περίµενα“, ενώ τα χείλη µου κόλλησαν στα δικά του».
Σοφία Γκότη- Πριγκίπισσα Αλεξεγιεβνα
-Καρσχιούνη
Λυμπεράκης Α. Καρχσιούνης
|
"Κεφάλαιο
10"
Κωνσταντινούπολη,
Γαλατάς,
Οθωμανική
Αυτοκρατορία 1913
Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω
και μέσ’ απ’ το Γεντί Κουλέ κοπέλα θ’
αγαπήσω.
Δεν
τραγουδούσε, ξελαρυγγιαζόταν ο Λυμπεράκης συνοδεύοντας με το τραγούδι του δύο
Αρμένιους οργανο-παίκτες, παρέα με τον πρωτοξάδερφό του, Νότη, εκείνο το βράδυ
στο καπηλειό της «Κυρίας Μπέλα»,γνωστό στο Γαλατά για το γλυκόπιοτο κρασί
του και τα ζουμπουρλούδικα κορίτσια του, αλλά πιο πολύ γνωστό ως στέκι του
υποκόσμου
Η ώρα είχε
περάσει.
Οι πελάτες είχαν
φύγει όλοι σχεδόν τρεκλίζοντας, άλλοι με τους αμαξάδες τους και άλλοι φώναζαν
τους αχθοφόρους για να τους πάνε με την κούφα.
Ο Λυμπεράκης, αφού
κοίταξε γύρω του, έκλεισε το μάτι στο νεαρό σερβιτόρο από τη Χίο, αυτός
σκούπισε τα χέρια στη μακριά καρό ποδιά του και κατευθύνθηκε προς το μέρος
του.Ο Νότης, που καθόταν από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, έβαλε το χέρι στο
γιλέκο του, έβγαλε από το τσεπάκι ένα χρυσό ρολόι
που ήταν κρεμασμένο με αλυσιδίτσα, είδε την ώρα και έκανε κι αυτός νεύμα στο
σερβιτόρο να πάει κοντά του.
– Νικολό, άσε μπρέ
τζάνουμ, έλα εδώ, πληρώνω εγώ απόψε, έλα ...πάρε, είπε στον νεαρό και του έβαλε
στο χέρι ένα μάτσο λίρες.
Όπως κάθε βράδυ, ο
σερβιτόρος σκίστηκε να τους εξυπηρετήσει·, έφερε τα παλτά, τα κάπελα και τα
μπαστούνια τους, τους βοήθησε
να βγουν έξω στο σοκάκι και σφύριξε να έρθει ο αμαξάς του Λυμπεράκη, ο κυρ
Τάσος, να τους μαζέψει.Ήταν η σειρά του απόψε, χτες ήταν του κυρ Παναγή, του
άμαξα του Νότη. Κάθε βράδυ και ένας με τη σειρά, μην ξενυχτά πάντα ο ίδιος ο
χριστιανός, δεν έφταιγε και σε τίποτα να τους μαζεύει.
Ο κυρ Τάσος τούς
βοήθησε μαζί με το σερβιτόρο να ανέβουν στην άμαξα, έκλεισε την πόρτα, κάθισε μπροστά στη θέση του τυλίχτηκε με την
κουβέρτα του και ξεκίνησε για τη διανομή.Ψιλοχιόνιζε και το κρύο ήταν
τσουχτερό, αλλά ούτε ο Λυμπεράκης ούτε ο Νότης καταλάβαιναν τίποτα, είχαν
ξαπλώσει αντικριστά στις
θέσεις της άμαξας και βρίσκονταν στο τρίτο όνειρο.Η αμαξα άφησε πίσω του το
Γαλατά και άρχισε να ανηφορίζει προς το Μεγάλο Ρεύμα.
Ψηλά στο
Μεγάλο Ρεύμα το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν τα
σπίτια του Αντώνη Καρχσιούνη, εμπόρου πολύτιμων λίθων και μαργαριταριών, πατέρα
του Λυμπεράκη,και του Ιωάννη Καραδήμου, εμπόρου ειδών υποδηματοποιίας, πατέρα
του Νότη, δύο επιφανών Πολιτών, ευεργετών του Πατριαρχείου, αλλά και του
Γηροκομείου του Μπαλουκλιού.
Η άμαξα έφτασε στο
σπίτι του Νότη γεμάτη χιόνια , ο κυρ Τάσος σφύριξε, η αυλόπορτα
άνοιξε και εμφανίστηκε ο φύλακας τυλιγμένος με την
κάπα του. Πήγε προς την άμαξα, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, κατέβασε απαλά
απαλά τον Νότη,έκλεισε την πόρτα και τον κουβάλησε μέσα στο σπίτι.
Μόλις έφτασαν στο
σπίτι του Λυμπεράκη, ο αμαξας κατέβηκε, άνοιξε την τεράστια σιδερένια
αυλόπορτα, ανέβηκε πάλι στην άμαξα και την οδήγησε στο πίσω μέρος.Αμέσως, από
την πόρτα της μιας κουζίνας βγήκε ένας νεαρός τουρτουρίζοντας και βοήθησε να
φέρουν τον Λυμπεράκη στην τραπεζαρία όπου έτρωγε το προσωπικό.
Ξαπλωμένη
τους περίμενε σε ένα χτιστό ντιβάνι, πανέτοιμη,η Συρμούλα και μαζί με τον νεαρό
φορτώθηκαν τον Λυμπεράκη, ανέβηκαν σιγά σιγά τη σκάλα, πέρασαν το κεντρικό χολ, μπήκαν στο διάδρομο με τις
κρεβατοκάμαρες και χώθηκαν βιαστικά στο δωμάτιό του, όπου η Συρμούλα τού έβγαλε τις μπότες, το σακάκι και το
παντελόνι, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και τον σκέπασε με προσοχή και
τρυφερότητα.
Η κυρία Μερόπη
Καρχσιούνη ξύπνησε νωρίς για τα δεδομένα της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε
προς την μπαλκονόπορτα του
δωματίου. Τράβηξε την κουρτίνα, έριξε μια ματιά στον κήπο –σχεδόν το είχε
στρώσει
το χιόνι -μετά
πήγε προς την ενδιάμεση πόρτα από την οποία επικοινωνούσαν οι δύο
κρεβατοκάμαρες, η δική της και του συζύγου της, είδε άδειο το κρεβάτι του και
κατάλαβε ότι εκείνος είχε φύγει για το
γραφείο του.
Πήρε τη ρόμπα της
από το σκαμπό που βρισκόταν στα πόδια του
κρεβατιού και τη φόρεσε. Βγήκε από το δωμάτιότης και πήγε βιαστικά προς το
δωμάτιο του κανακάρη της,του Λυμπεράκη.Άνοιξε την πόρτα εβαλε το πόδι της
πρωτα μέσα, αλλά χτύπησε τα ρουθούνια της η
μπόχα του κρασιού κι έτσι κατα-συγχυσμένη οπισθοχώρησε και επέστρεψε στο
δωμάτιό της, μονολογώντας:
– Α πα πα πα, δεν
μπορεί να ξαναγίνει αυτό, αρκετά.Όταν ξυπνήσει, θα τον στείλω τελικά στη
Virzinia, το αποφάσισα, είναι για το καλό του.
Το είχε αποφασίσει
...πια και όταν ο Λυμπεράκης ξύπνησε κατά τη μία το μεσημέρι, η κυρία Μερόπη τον περίμενε
σοβαρή στην τραπεζαρία, κάθισε
απέναντί του στο τραπέζι, έκανε νεύμαστην καμαριέρα να σερβίρει καφέ και στους
δύο και άρχισε τον εξάψαλμο.
– Άκουσέ με. Δε θα
ρωτήσω σε ποια βρομοταβέρνα περνάς τις νύχτες σου, όμως πρέπει τουλάχιστον,
όταν έρχεσαι στο σπίτι, να
είσαι σε ευπρεπή κατάσταση. Δεν είναι
σωστάπράγματα αυτά, μέχρι το διάδρομο βρομάει το κρασί που πίνεις, πότισε τα ρούχα σου και...
Έλεγε... έλεγε...
αλλά από το ένα αφτί του Λυμπεράκη έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Μήπως
μπορούσε και να καταλάβει ,
αφού δεν είχε ξυπνήσει καλά καλά;...Τελικά, το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι θα
τον πήγαινε ο αμαξάς σε λίγο στο
Φανάρι, στο σπίτι της αδερφής του τηςVirzinia.
Ήπιετον καφέ του
καπνίζοντας, έπειτα σηκώθηκε από το
τραπέζι, πήγε κοντά στη μητέρα του, έσκυψε και της έδωσε ένα σκαστό φιλί στο
μάγουλο λέγοντας:
– Μεγάλη η χάρη
σου, κυρα-Μερόπη, να πάω πρωινιάτικα στην κόρη σου. Τι έπαθε πάλι, πού θα με
στείλει;
Η κυρία Μερόπη τον
κοίταξε με αινιγματικό βλέμμα,ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και του
είπε:
– Θα σου πει τι
θέλει, μην είσαι τόσο βιαστικός.
Ο Λυμπεράκης
Καρχσιούνης, ετών είκοσι οχτώ, ήταν ο μοναδικός γιος του Αντώνη Καρχσιούνη
ανάμεσα στα τρία παιδιά του.Τα άλλα
δύο ήταν η τριαντάχρονη Virzinia Τζώρτζη, παντρεμένη εδώ και έντεκα χρόνια με
τον Βασιλάκη Τζώρτζη"εξ" Αλεξανδρείας Αιγύπτου, αντιπρόσωπο όλων των
εμπορικών υποθέσεων του πατέρα του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μητέρα ενός
κοριτσιού, της Πηνελόπης (Πόπης), και η δωδεκάχρονη Αιμιλία Καρχσιούνη (Μίλλυ),
οικότροφοςστο Αμερικανικό Κολέγιο της Μερζιφούντας.
Ο Λυμπεράκης
Καρχσιούνης είχε αποφοιτήσει από τη Ροβέρτειο Σχολή και ήταν πανέξυπνος, αλλά
συνάμα ατίθα-σος και τζαναμπέτης, αμετανόητος λάτρης της γυναίκας
"γενικώς" ,του κρασιού και της γλυκιάς ζωής, οπως είθισται να
...λέγεται ...η τεμπελια και η καλοπέραση...καθημερινός θαμώνας όλων των καπηλειών του Γαλατά, έχοντας αναγάγει
–με θρασύτητα, θα έλεγε κανείς– τη βαριεστιμάρα του σε δουλειά και το
γλεντοκόπι σε τέχνη.
Από πολύ νωρίς
είχε δώσει σε όλους να καταλάβουν πως μέσα σε καλούπια δεν έμπαινε, ό,τι και να
γινόταν. Άπειρες φορές στο γραφείο του πατέρα του πήγαιναν οι βοηθοί και
οισερβιτόροι των καπηλειών στα οποία μπεκρόπινε ο Λυμπεράκης διάφορα πράγματα
που είξε ξεχάσει εκεί, όπως κλειδιά, μαντίλια, κάπελα, καθώς εκείνος δεν είχε
στο νου του να τα μαζέψει, φεύγοντας πάντα μεθυσμένος.
Αυτή η στάση ζωής
γέμιζε θλίψη τον πατέρα του και ντροπή τη μητέρα του κάθε φορά που μάθαινε τα
καμώματα του μοναχογιού της.
Ο Αντώνης
Καρχσιούνης, έχοντας αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον στρώσει στη
δουλειά και αφούπλήρωσε αδρά για να μην πάει στρατό, άρχισε σιγά σιγά να μην
πολυασχολείται μαζί του και τον άφηνε να κάνει το κέφι του, έπειτα από τα πολλά
παρακάλια της γυναίκας του, θεωρώντας πως κάποια στιγμή θα σοβαρευόταν.
Ο Λυμπεράκης, από
την πλευρά του, αφού κανείς δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα, όσο πήγαινε και
εκτραχηλιζόταν, γεγονός που έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τους γονείς
του.Αποφάσισαν πως τελικά ηρθε η ώρα να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο
πουκατέστρωσαν με τη βοήθεια της μεγάλης κόρης τους, ένα σχέδιο για το οποίο
είχε αρχικά τις αντιρρήσεις της η κυρία Μερόπη, αλλά τελικά συμφώνησε, γιατί
έβλεπε ότι με την πορεία που είχε πάρει ο κανακάρης της δε θα είχε καλά
ξεμπερδέματα.
Η Virzinia,
μόλις άκουσε την άμαξα να καταφθάνει, κάθισε άνετα στο βυσσινί καναπέ,
πήρε το βιβλίο της, το άνοιξε και περίμενε.
Η Μαριγούλα, που
εμφανίστηκε πρώτη, και πίσω της ο Λυμπεράκης, πλησίασε την κυρά της και είπε με
σιγανή φωνή:
– Κυρά, ήρθε ο κυρ
Λυμπεράκης, να φέρω κατιτίς ;
Η Virzinia άφησε
το βιβλίο της, ένευσε όχι με το κεφάλι στη Μαριγούλα, έκανε να χαμογελάσει στον
αδερφό της και να τον καλωσορίσει, αλλά το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της όταν
τον είδε να τσιμπά το μπούτι της Μαριγούλας καθώς περνούσε δίπλα του.
Ταράχτηκε πολύ απο
το ξαφνικό η Μαριγούλα, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε γρήγορα γρήγορα από τη σάλα,
ταράχτηκε ακόμη πιο πολύ η Βιργινία με τη συμπεριφορά του αδερφού της
και, κοιτάζοντάς τον αγριεμένη του είπε:
– Αμάν πια, από
εσένα δεν ξέρει κανείς τι να περιμένει,πάντα μας εκθέτεις.
– Αδερφούλα μου,
άσε τις επιπλήξεις και μπες στο ψητό.Τι με θέλεις; τη ρώτησε και τη φίλησε
τρυφερά στο μάγουλο.
Η Virzinia, αφού
πήρε μια ανάσα και ηρέμησε λίγο, του έδειξε την πόρτα του γραφείου και του
είπε:
– Πάμε εκεί μέσα,
έχουμε πολύ σοβαρή συζήτηση να κάνουμε οι δυο μας.
Το γραφείο του
Βασιλάκη Τζώρτζη ήταν ο χώρος όπου γίνονταν οι πιο σοβαρές συζητήσεις της
οικογένειας, είτε-αφορούσαν δουλειές είτε ταξίδια είτε το μέλλον στην
Κωνσταντινούπολη.Επιπλωμένο με έπιπλα ειδικής παραγγελίας φερμένα από την
Αγγλία, χοντρές βελούδινες κουρτίνες χρώματοςμπλε να κρέμονται στα μεγάλα
παράθυρα και παχιά περσικά χαλιά στο γυαλιστερό ξύλινο δάπεδο, δημιουργούσε την
εντύπωση στρατηγικού χώρου, και...αυτο απο μόνο του εκανε τον
Λυμπεράκη πάντα να ασφυκτιά εκεί μέσα.
Τα αδέρφια κάθισαν
αντικριστά στις δύο δερμάτινες πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο, και την
κουβέντα, βέβαια, ξεκίνησε η Virzinia.
– Άκου, Λυμπεράκη,
ό,τι σου πω θα το βάλεις καλά στο μυαλό σου και θα το κάνεις.
»Λοιπόν, εδώ και
δυο τρία χρόνια ζεις με τρόπο όχι μόνο άστατο, αλλά και επικίνδυνο για όλους
μας. Μέχρι σήμεραειδοποιήθηκε τρεις φορές ο πατέρας από τους δικούς του στα
υψηλά κλιμάκια και του έγινε σαφές ότι θεωρείσαι πια ταραξίας, καθώς προκαλείς
με τα μεθύσια και τους καβγάδες σου ...
»Με το να έχεις
ξεφύγει από κάθε έλεγχο βάζεις σε κίνδυνο όλη την οικογένεια. Μην ξεχνάς πόσο
δύσκολοι είναι οι καιροί· οι Αρμένιοι δέχονται ήδη επιθέσεις στην Ανατολία. Ας
αφήσουμε δε κατά μέρος τα σχόλια του κύκλου μας.
»Επειδή ανησυχώ
μην πάθει τίποτα ο πατέρας, έχω να σου κάνω δύο προτάσεις, χωρίς κανείς από την
οικογένειανα γνωρίζει αυτή την κουβέντα μας, παρά μόνο ο άντρας μου.
»Η μία είναι να
φύγεις ει δυνατόν και αύριο το πρωί για την Οδησσό και να εργαστείς στο εκεί γραφείο
μας και η άλλη είναι να φύγεις μέσα στην εβδομάδα με το βαπόρι για την
Αλεξάνδρεια και να αναλάβεις τις μεταφορές των προϊόντων μας. Πάντως εδώ στην
Πόλη δεν μπορείς να μείνεις πια, διότι σου επαναλαμβάνω ότι κυνδυνεύουμε
όλοι μας.
"Συνοφρυώθηκε
ο Λυμπεράκης. Μπορεί να ήταν γλεντζές, αλλά και το γνώθι σαυτόν είχε και
αγαπούσε τους δικούς του.Κούνησε, σιγά , το κεφάλι με κατανόηση και είπε:
– Εντάξει, αδερφή,
θα κάνω ό,τι είναι σωστό για την οικογένεια. Αισθάνομαι ότι με τις πράξεις μου
σας εξέθεσα όλους, αλλά ότι κινδυνεύαμε κιόλας, όχι, δε μου πέρασε από το
μυαλό. Θα φύγω άμα μαζί μου έρθει και ο Νότης,οι δυο μας είμαστε μία ψυχή. Σε
παρακαλώ, όμως, άσε να μιλήσω εγώ στον πατέρα.
Η κουβέντα τους
έληξε εδώ και ο Λυμπεράκης, γεμάτος τύψεις και με καρδιά βαριά, βγήκε από το
σπίτι της Virzinia, πήρε μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε στην άμαξα και ζήτησε από τον
κυρ Τάσο να κατευθυνθεί προς το Πέραν. Εκεί,σε έναν καφενέ, είχε καθημερινό
απογευματινό ραντεβού με τον Νότη.
Ο Νότης
εριχνε που και πού ματιές προς την πόρτα, ενώ γύρω του διάφοροι αργόσχολοι
νεαροί, μόνιμοι και γνώριμοι θαμώνες, χαζολογούσαν αραχτοί.
Ο Λυμπεράκης,
μπαίνοντας, έβγαλε και τίναξε το παλτό του από τις νιφάδες χιονιού που είχαν
επικαθίσει σε αυτό,έβγαλε και το καπέλο και μαζί με το μπαστούνι του τα έδω-σε
στο μικρό Τουρκόπουλο με το φέσι στο κεφάλι που στεκόταν μόνιμα δίπλα στην
πόρτα. Αυτό τα πήρε, πήρε και το μπαξίσι του και, κάνοντας εκατό τεμενάδες,
έφυγε προς τις ντουλάπες.
Ο «Μπιρίμ καφενές»
ήταν πολύ γνωστός στην Πόλη για τους ναργιλέδες του και για την ποικιλία των
αρωματικώνκαφέδων που πρόσφερε, ενώ αποτελούσε πόλο έλξη τόσο για τα αργόσχολα
βλαστάρια των Ρωμιών όσο και για τους Τούρκους ομοϊδεάτες τους, δηλαδή τύπους
που πότε τους δεν έβγαλαν έναν παρά από τη δουλειά, αλλά πάντα είχαν μπόλικο
για ξόδεμα.
Επρόκειτο για ένα
τριώροφο κτίσμα. Το ισόγειο ήταν χωρισμένο στα δύο· στο βάθος βρίσκονταν οι
κουζίνες και οιτουαλέτες, ενώ στη σάλα μπροστά υπήρχαν χτιστοί καναπέδες γύρω
γύρω στους τοίχους, σκεπασμένοι με κιλίμια και πάνω τους ήταν σκορπισμένα
μεταξωτά μαξιλάρια.Ένας νεαρός, μόλις κάθονταν οι πελάτες, ερχόταν και ετοίμαζε
το ναργιλέ, ενώ ένας άλλος έπαιρνε παραγγελίες.Μια ξύλινη σκάλα στο πλάι
οδηγούσε πάνω, στους πιο πριβέ χώρους, ενώ μια πιο στενή κατέληγε στη σοφίτα,
όπου υπήρχαν οι χώροι διαμονής του ιδιοκτήτη και των υπαλλήλων του, πράγμα
συνηθισμένο εκείνη την εποχή, και για λόγους οικονομίας, αλλά και επειδή όλοι
τους κατάγονταν από μακρινά μέρη της αυτοκρατορίας και δεν είχαν σπίτι στην
Πόλη.
Ο Νότης είδε τον Λυμπεράκη
να μπαίνει και του έκανε νεύμα και ο Λυμπεράκης πήγε προς το μέρος του με
φάτσακαταφανώς προβληματισμένη, πράγμα που έκανε τον Νότη όχι μόνο να απορήσει,
αλλά και να ανησυχήσει.
Μετά την πρώτη
ρουφηξιά του ναργιλέ του, ο Λυμπεράκης, κοιτάζοντας πολύ σοβαρά στα μάτια τον
Νότη, τουαφηγήθηκε τα καθέκαστα.Σφίχτηκε η καρδιά του Νότη, τρόμαξε και λίγο,
αλλά καταλαβαίνοντας κι αυτός τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφάσισε από
κοινού με τον Λυμπεράκη να τα μαζεύουν και να μπαρκάρουν για την Αλεξάνδρεια –
για την Οδησσό ούτε λόγος, η Αλεξάνδρεια τους ήταν πιο οικεία, πιο κοντά στη
νοοτροπία τους, άσε που είχαν ξαναπάει κάνα δυο φορές.
Από το πρωί της
Κυριακής η κυρία Μερόπη έμπαινε βουρκωμένη πότε στη μία κουζίνα, όπου
μαγειρεύονταν αποκλει-στικά τα φαγητά, κι έδινε οδηγίες στις δύο ξενόφερτες
μαγείρισσες για τις σούπες και το αρνί, τις σαλάτες και τα χορταρικά, και πότε
στην κουζίνα όπου φτιάχνονταν τα γλυκά, υπό την εποπτεία Φραγκολεβαντίνας
μαγείρισσας, κλείνοντας ερμητικά τις πόρτες μην τυχόν και οι μυρωδιές
ανακατευτούν μεταξύ τους.
Μόλις βεβαιώθηκε
ότι τα πράγματα είχαν μπει σε ρέγουλα, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά της. Περίλυπη
πήγε καικάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι, που έκαιγε μέρα νύχτα
ασταμάτητα.Με το βλέμμα στο κενό, γεμάτη ανησυχία, αναλογιζόταν πως η κατάσταση
είχε φτάσει στο απροχώρητο και, χωρίςνα υπάρχει άλλη επιλογή, έπρεπε ο
Λυμπεράκης της, το τζιέρι της, να φύγει για την Αλεξάνδρεια.
Έμεινε αρκετή ώρα
χαμένη στις σκέψεις της, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως κάποιος στεκόταν πίσω
της ακίνητος. Έστρεψε αργά το κεφάλι και είδε το μοναχογιό της να την κοιτάζει
με μάτια γεμάτα αγάπη και τρυφερότητα,αλλά πολύ λυπημένα.
Δεν πρόλαβε η
κυρία Μερόπη να σηκωθεί από την πολυθρόνα, και ο Λυμπεράκης της, με ένασάλτο,
βρέθηκε γονατισμένος στα πόδια της.Λατρεία είχαν ο ένας για τον άλλο, ωστόσο οι
χαρακτήρες τους ήταν εντελώς διαφορετικοί. Καλόψυχος μεν ο Λυμπεράκης, αλλά με
κανόνες και τύπους ουδεμία σχέση είχε·αντίθετα με την κυρία Μερόπη, που όλη της
η ζωή πέρασεμέσα στα «πρέπει» και τα «δεν», και με αυτά τέλειωσε.Μάνα και γιος
δε μιλούσαν από τη συγκίνηση.
Δακρυσμένη η μάνα
που δεν μπορούσε να αποχωριστεί εύκολα τοσπλάχνο της, δακρυσμένος και ο
Λυμπεράκης που έπρεπενα φύγει και ενδεχομένως δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά.Η
κυρία Μερόπη, ξέροντας ότι έπρεπε να φανεί δυνατή,τον απώθησε ελαφρά και του
είπε κοιτάζοντάς τον τρυφερά:
– Πάμε κάτω,
τζιέρι μου, θα έχουν έρθει οι καλεσμένοι μας, πάμε να φάμε όλοι μαζί σήμερα για
τελευταία φορά.
Το απόγευμα της
επομένης, η κυρία Μερόπη έριξε μια γούνα πάνω της και κατέβηκε να αποχαιρετήσει
τον Λυμπεράκη της. Στάθηκε δίπλα στον άντρα της και, όταν ήρθε η σειρά της να
τον αγκαλιάσει, η καρδιά της φτερούγισε, σαννα ένιωθε πως άλλη φορά δε θα τον
αντίκριζε στη ζωή της.Τον έσφιξε, λοιπόν, με λαχτάρα και, βάζοντας κάτι στην
τσέπη του, του ευχήθηκε:
– Η Παναγιά μαζί
σου, μάτια μου, σύντομα να ξαναβρεθούμε.
Η άμαξα ξεκίνησε
και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Νότη, αφήνοντας πίσω δυο ραγισμένες γέρικες
καρδιές.Τα ίδια κι εκεί. Μάνα, πατέρας και αδερφός αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον
Νότη μπροστά στην είσοδο του σπιτιού.Όταν ο κυρ Τάσος κατέβηκε να πάρει τη
βαλίτσα του, η κυρία Ελένη, η μητέρα του Νότη, δεν έλεγε να τον αφήσειαπό την
αγκαλιά της, ώσπου ο ίδιος αναγκάστηκε να τραβηχτεί για να μην παρατείνει άλλο
τον πόνο της και κοιτάζοντας έναν έναν τους δικούς του είπε σιγανά:
– Εις το
επανιδείν.
Το πλοίο
«Αλεξανδρέττα» εκτελούσε το δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη-Αλεξάνδρεια και
τανάπαλιν, κουβαλώντας και εμπορεύματα και ανθρώπους. Σε αυτό το πλοίο
οΛυμπεράκης και ο Νότης μπήκαν με σφιγμένη την καρδιά,λες και γνώριζαν πως πίσω
ποτέ τους δε θα ξαναγύριζαν, αλλά και απ’ όλους τους αγαπημένους τους
ελάχιστους θα έβλεπαν ζωντανούς ύστερα από χρόνια, όχι στην Κωνσταντινούπολη,
αλλά στην ελεύθερη Ελλάδα πια, στη Θεσσαλονίκη.
Οι καμαρότοι τούς
οδήγησαν στις καμπίνες και το ταξίδι προς την ξενιτιά άρχισε, με τους δύο
άντρες προβληματι-σμένους μεν, αλλά και χαρούμενους.Αγουροξυπνημένος
ανασηκώθηκε ο Λυμπεράκης έπειτα από μερικές μέρες και προσπάθησε να διακρίνει
από το παράθυρο της κουκέτας του το λιμάνι, ενώ η φωνή από τα μεγάφωνα έλεγε
στα γαλλικά:
– Παρακαλούμε οι
επιβάτες με προορισμό την Αλεξάνδρεια να ετοιμαστούν για αποβίβαση. Οι επιβάτες
της δια-κεκριμένης θέσης να προσέλθουν στο διάδρομο 2, στο κατάστρωμα 1.
Αγουροξυπνημένος
και ο Νότης πήρε το παλτό του και μαζί με τον Λυμπεράκη ακολούθησαν τους
καμαρότους καιτους αχθοφόρους που κουβαλούσαν τα μπαγκάζια τους.Μόλις πάτησαν
το πόδι τους στη στεριά, σήκωσαν τα χέρια ψηλά, φώναξαν με ένα στόμα «φτου
ξελεφτεριά!» καιαγκαλιάστηκαν, έχοντας και οι δύο στο μυαλό τους την απόεδώ και
πέρα έκλυτη ζωή τους, χωρίς κανόνες και συγγενείς.
Ο καιρός στην
Αλεξάνδρεια ήταν καλός.
Τα δύο ξαδέρφια
ανέβηκαν στην άμαξα που τους έστειλε ο συμπέθερος του Αντώνη Καρχσιούνη και
κίνησαν για τα γραφεία της εταιρείας Αιγυπτιακές Εισαγωγές-Εξαγωγές, του
Γεράσιμου Τζώρτζη, πατέρα του συζύγου της Βιργινίας, Βασιλάκη Τζώρτζη.
Τα γραφεία ήταν
στο πιο εμπορικό κομμάτι της πόλης, στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, εκεί όπου
βρίσκονταν όλες οιεταιρείες που είχαν συναλλαγές με το εξωτερικό, και
στεγάζονταν σε ένα τετραώροφο κτίριο.Η υποδοχή τους από τον Γεράσιμο Τζώρτζη,
αλλά και από τους δύο διευθυντές ήταν θερμή, όμως τόσο ο Λυμπεράκης όσο και ο
Νότης κατάλαβαν αμέσως ότι εδώ υπήρχε δουλειά και μόνο δουλειά.
Οικογένεια Αντωνάκη .Καρσχιουνη
Αντίπ Βιλεφρανς
Γαλλια
|
Είναι μιά πραγματική ιστορία.!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι η ιστορία μιάς γυναίκας που έζησε σε δύσκολες εποχές αλλά δεν έχασε ποτέ την ψυχή της.!!! Ταυτόχρονα διαβάζοντας το βιβλίο της Ευγενίας Κόκκαλη, μαθαίνουμε πολλά πράγματα για την ιστορία της πολύπαθης Μακεδονίας μας.!!Για τις διώξεις του ελληνικού πληθυσμού από τους Βούλγαρους κομιτατζίδες, για το πόσο φτηνή ήταν η ζωή εκείνη την εποχή, για την ζωή των ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και για πολλά άλλα.!!Εύχομαι να θελήσει να εκδόσει και πάλι το βιβλίο η συγγραφέας, όπως επίσεις και αυτά που κρατάει με επιμέλεια και δεν εκδίδει, δυστυχώς , στα συρτάρια του γραφείου της.!!! Μαρία Δεμιρτζόγλου