Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Μπέλα Μπάρτοκ (25 Μαρτίου 1881 – 26 Σεπτεμβρίου 1945)

Ο Μπέλα Μπάρτοκ (Béla Viktor János Bartók, 25 Μαρτίου 1881 – 26 Σεπτεμβρίου 1945) ήταν Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα και, μαζί με τον Φραντς Λιστ, ο μεγαλύτερος Ούγγρος συνθέτης. Η συλλογή και αναλυτική μελέτη της λαϊκής μουσικής τον κατατάσσουν στους ιδρυτές της εθνομουσικολογίας.

Ο Μπάρτοκ γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1881 στο Nagyszentmiklós, μια μικρή κωμόπολη που ανήκε τότε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία (σήμερα η πόλη ονομάζεται Sînnicolau Mare και ανήκει στη Ρουμανία) Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Béla και η μητέρα του Πάουλα Βόιτ (Paula Voit). Ο πατέρας του ήταν διευθυντής της τοπικής αγροτικής σχολής και η μητέρα του καθηγήτρια. Ήταν και οι δύο ερασιτέχνες μουσικοί και άρχισαν να εκπαιδεύουν τον γιο τους στα κρουστά και στο πιάνο από πολύ μικρή ηλικία. Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο μικρός Μπέλα ήξερε να παίζει περίπου 40 κομμάτια στο πιάνο και άρχισε να συνθέτει σε ηλικία 10 ετών.

Όταν ο μικρός Μπέλα ήταν μόνον οκτώ ετών, ο πατέρας του απεβίωσε και η μητέρα του άρχισε να αναζητά εργασία ως καθηγήτρια πιάνου σε άλλες μικρές πόλεις έχοντας μαζί της τον Μπέλα και τη μικρή του αδελφή Ίλζε (ουγγρ. Erzsebet, γενν. 1885) για να καταλήξουν ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, το 1894 στη Μπρατισλάβα. Ωστόσο, ο μικρός Μπέλα είχε ήδη κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας το 1892 στη μικρή πόλη Nagyszöllös (σημερινό Βινογκράντιβ της Ουκρανίας), όπου έπαιξε ένα έργο του Μπετόβεν και μια δική του σύνθεση.

Κατά την περίοδο 1899 - 1903 ο Μπάρτοκ σπουδάζει πιάνο στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης με καθηγητή τον Ίστβαν Τόμαν (István Thomán), μαθητή του Λιστ και σύνθεση με καθηγητή τον, μάλλον συντηρητικό, Γιάνος Κέσσλερ (János (Hans) Koessler). Εκεί συνάντησε τον Ζόλταν Κόνταλυ, με τον οποίο συνδέθηκαν με ισχυρή και μακρά φιλία.

Το 1902 ο Μπάρτοκ βρέθηκε στην πρεμιέρα του έργου του Ρίχαρντ Στράους "Τάδε έφη Ζαρατούστρα" (Also sprach Sarathustra) και συναντήθηκε με τον συνθέτη, το έργο του οποίου (όπως και του Λιστ) τον επηρέασε στις πρώτες του συνθέσεις, οι οποίες εντάσσονται στον όψιμο ρομαντισμό.

Το 1903 ο Μπάρτοκ συνέθεσε το πρώτο μεγάλο του έργο, το συμφωνικό ποίημα "Κόσουτ" (Kossuth), για να τιμήσει τον ήρωα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848 Λάγιος Κόσουτ (Lajos Kossuth). Στη ρομαντική περίοδο του συνθέτη εντάσσεται, επίσης, και το κουϊντέττο για πιάνο που συνέθεσε εκείνη την εποχή.



Το 1904 ο Μπάρτοκ επισκέφτηκε ένα θέρετρο και άκουσε μια ηλικιωμένη παραμάνα να τραγουδά παραδοσιακά τραγούδια της περιοχής της, Τρανσυλβανίας, στα μικρά παιδιά που φρόντιζε. Από τότε αφυπνίσθηκε το ενδιαφέρον του για την παραδοσιακή, λαϊκή μουσική, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.

Το 1907 άρχισε να επηρεάζεται από τα έργα του Γάλλου ρομαντικού Κλωντ Ντεμπυσσύ, που έφερε ο Κόνταλυ από το Παρίσι. Τα μεγάλα συμφωνικά έργα του εξακολουθούν να βρίσκονται υπό την επίδραση του Μπαχ και του Μπραμς, αλλά οι μικρότερης κλίμακας συνθέσεις του ήδη έχουν αρχίσει να καταδεικνύουν το ενδιαφέρον και την επίδραση της λαϊκής μουσικής. Το πρώτο έργο του, στο οποίο η επίδραση αυτή είναι καταφανής είναι το κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 1 σε λα ελάσσονα (1908).

Το 1906 ο Μπάρτοκ αναλαμβάνει καθήκοντα καθηγητή πιάνου στη Βασιλική Ακαδημία της Βουδαπέστης, θέση στην οποία θα παραμείνει ως το 1934. Η θέση αυτή, εκτός από οικονομική αυτοτέλεια, του παρέχει αρκετό ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθεί με τη συλλογή λαϊκών τραγουδιών. Την επόμενη διετία συνέλεξε πολλά τραγούδια της Τρανσυλβανίας, της Βουλγαρίας, της Σλοβακίας, της Σερβίας, της Τουρκίας και φυσικά, της Ουγγαρίας. Στο έργο του εκείνης της περιόδου ενσωματώνει αρκετά από τα μελωδικά και ρυθμικά χαρακτηριστικά της μουσικής που συνέλεξε. Συνολικά συνέλεξε περίπου 6.000 λαϊκά άσματα και το 1913 τα εμπλούτισε με άλλα 200 αραβικής προελεύσεως, που συνέλεξε σε μια επίσκεψή του στην Μπίσκρα (Biskra) της Αλγερίας. Τα περισσότερα από τα άσματα αυτά εκδόθηκαν υπό τον τίτλο "Hungarian Folk Music" (Ουγγρική λαϊκή μουσική), έργο που παραμένει σημείο αναφοράς στο θέμα αυτό.



Περίπου την ίδια περίοδο ο συνθέτης ξεκίνησε μια σχέση με τη βιολινίστα Στέφι Γκέιερ (Stefi Geyer), για την οποία άρχισε να γράφει ένα κοντσέρτο για βιολί (1907). Το 1908 η σχέση αυτή τερματίστηκε και ο Μπάρτοκ "τεμάχισε" το κονσέρτο που είχε ξεκινήσει χωρίς να ολοκληρώσει, ενσωματώνοντας το πρώτο μέρος του σε μια ακόμη σύνθεση, δημιουργώντας έτσι το έργο "Δύο Πορτρέτα" op. 5. Η συνθετική παραγωγικότητά του δεν μειώθηκε - παρά την προσωπική του απογοήτευση. Συνθέτει τις "Δεκατέσσερις Μπαγκατέλλες" για πιάνο op. 6 και μεταξύ 1908 - 1909 το "Πρώτο Κουαρτέτο για έγχορδα". Οι "Μπαγκατέλλες" έτυχαν σημαντικής θετικής κριτικής από τον Φερρούτσιο Μπουζόνι (Ferrucio Busoni), πιανίστα, συνθέτη και κριτικό, ο οποίος τις χαρακτήρισε ως "κάτι πραγματικά νέο": Ο συνθέτης έχει πλέον ξεφύγει από το στυλ του ρομαντισμού περνώντας στον μοντερνισμό. Χρειάστηκε να επέμβουν φίλοι και γνωστοί για να μην καταστρέψει το "κουϊντέτο για πιάνο", το οποίο επί χρόνια είχε θεωρηθεί το πλέον άρτιο έργο του.

Ένα χρόνο ύστερα από τον τερματισμό της σχέσης του με την Γκέιερ, ο Μπάρτοκ νυμφεύτηκε τη μαθήτριά του Μάρτα Τσίγκλερ (Márta Ziegler), η οποία επίσης ενδιαφερόταν για τη λαϊκή μουσική και τον βοηθούσε στην αντιγραφή της παρτιτούρας αλλά και στις μεταφράσεις των στίχων. Τον Αύγουστο του 1910 το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον οποίο ονόμασαν επίσης Μπέλα.

Το 1911 ο Μπάρτοκ παρουσιάζει την όπερα Το κάστρο του Κυανοπώγωνα (Bluebeard's castle), στην οποία είναι εμφανής πλέον η επίδραση του έργου του Ντεμπυσύ Pelléas et Mélisande (Πελλέας και Μελισσάνθη). Με αυτή συμμετέχει στο διαγωνισμό της επιτροπής Καλών Τεχνών της Ουγγαρίας, η οποία το απέρριψε ως ακατάλληλο για σκηνική παρουσίαση. Το 1917 αναθεωρεί την παρτιτούρα του έργου, το οποίο παρουσιάζεται το 1918 και ξαναγράφει το τέλος του (1919). Ύστερα από την Επανάσταση του 1919 η νέα Σοβιετική κυβέρνηση τον υποχρεώνει να απαλείψει από το έργο το όνομα του συγγραφέα του λιμπρέτου Béla Balázs, τον τοποθετεί σε "μαύρη λίστα" και ο Μπάρτοκ υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την Ουγγαρία και να εγκατασταθεί στη Βιέννη. Η όπερα θα επαναληφθεί μόνο μια φορά, το 1936, λίγο πριν ο συνθέτης εγκαταλείψει την Ευρώπη.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο συνθέτης βρισκόταν για διακοπές στη Γαλλία. Επιστρέφοντας κρίθηκε ακατάλληλος για θητεία στον Στρατό (είχε από μικρός προβλήματα υγείας) και η μόνη του συνεισφορά ήταν η συλλογή λαϊκών ασμάτων, σε συνεργασία με τον Κόνταλυ, από τους στρατιώτες. Η συνθετική του δραστηριότητα περιορίστηκε κατά την περίοδο του Πολέμου σε διασκευές λαϊκών ασμάτων και στο κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2. Έγραψε επίσης το μονόπρακτο μπαλέτο Ο Ξύλινος Πρίγκηπας (The Wooden Prince, op. 17).



Ύστερα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπάρτοκ επηρεάζεται από το γιγαντούμενο κίνημα του εξπρεσιονισμού και ιδιαίτερα από την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα έργα Τρεις μελέτες για Πιάνο (1918), The Miraculous Mandarin (1919), Αυτοσχεδιασμός σε ουγγρικά αγροτικά τραγούδια (1922) και δύο σονάτες για βιολί (1921-22). Πρόκειται για την πλέον ριζοσπαστική περίοδο της συνθετικής του προσφοράς αλλά και για τη λιγότερο παραγωγική: Ελάχιστα έργα συνέθεσε την περίοδο 1920 - 1925, ενώ το 1923 χώρισε τη σύζυγό του, Μάρτα, για να νυμφευτεί το ίδιο έτος την Ντίτα Παστόρυ (Ditta Pásztory), με την οποία απέκτησαν ένα γιο το 1924. Το 1925 και 1926 επισκέφθηκε την Ιταλία, όπου ανακάλυψε την ιταλική μουσική της εποχής του μπαρόκ, για την οποία δεν είχε ενδιαφερθεί προηγουμένως.

Ο ίδιος ο συνθέτης δήλωσε αργότερα ότι η μουσική του υπέστη μεταστροφή όταν ο ίδιος στράφηκε από τον Μπετόβεν στον Μπαχ, ενώ τον επηρέασε βαθιά και το κοντσέρτο για πιάνο του Στραβίνσκι: Η μουσική του γίνεται λιτή και η φόρμα της περισσότερο συνεκτική. Το 1926 σηματοδοτεί την περίοδο της συνθετικής του ωριμότητας, καθώς συνθέτει μερικά από τα αριστουργήματά του, χάρη στα οποία έγινε διεθνώς γνωστός: Σονάτα για πιάνο (1926), Κονσέρτο για πιάνο αρ. 1 (1926) (σε αυτό εμφανίζονται ακόμη στοιχεία εξπρεσιονισμού), Cantata profana (1930), Κονσέρτο για πιάνο αρ. 2 (1931), Mikrokosmos (1931-39), Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 5 (1934), Σύνθεση για έγχορδα, κρουστά και τσελέστα (1936), Σονάτα για δύο πιάνα και κρουστά (1937), Κοντσέρτο για βιολί αρ. 2 (1938) (θεωρούμενο από αρκετούς κριτικούς ως η αρτιότερη σύνθεσή του) και το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 6 (1939).



Τελευταία περίοδος στην Ευρώπη, μετάβαση στις ΗΠΑ

Το 1934, εν τω μεταξύ, έλαβε τη θέση του εθνομουσικολόγου στην Ακαδημία Επιστημών της Βουδαπέστης. Άρχισε να δίνει συναυλίες και στο εξωτερικό (εκτός της (ναζιστικής) Γερμανίας, η οποία του είχε αρνηθεί την είσοδο στη χώρα) και το ίδιο έτος πραγματοποίησε ταξίδι στην Τουρκία για να συλλέξει λαϊκά τραγούδια. Το 1937 άρχισε να ανησυχεί για τη ναζιστική εξάπλωση στην Ευρώπη. Άρχισε να στέλνει τις παρτιτούρες του στο εξωτερικό, αρχικά στην Ελβετία και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Η ανησυχία του εντάθηκε ύστερα από την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας και της Αυστρίας το 1938 και σκεπτόταν σοβαρά να εγκαταλείψει τη χώρα. Αυτό που τον κρατούσε ήταν η υπερήλικη και άρρωστη μητέρα του. Όταν, όμως, το 1939 η Πάουλα Μπάρτοκ απεβίωσε, άρχισε να προετοιμάζει επισταμένα την αναχώρησή του. Eπισκέφθηκε τις ΗΠΑ στα τέλη του 1939 για περιοδεία με συναυλίες. Μια από αυτές περιλάμβανε τη σύνθεσή του «Κοντσέρτο για βιολί και κλαρινέτο», την οποία εκτέλεσε στο Κάρνεγκι Χολ με σολίστ στο κλαρινέτο τον Μπένι Γκούντμαν. Επέστρεψε στη Βουδαπέστη τον Απρίλιο (ή το Μάιο) του 1940. Στις 8 Οκτωβρίου 1940 έδωσε την τελευταία του συναυλία στη Βουδαπέστη. Αναχώρησε για τις ΗΠΑ τον ίδιο μήνα, προκειμένου να εγκατασταθεί μόνιμα. Στο Δημαρχείο της Ουάσιγκτον δίνεται, στις 3 Νοεμβρίου 1940, η πρεμιέρα της σύνθεσής του "Μουσική για δύο πιάνα και κρουστά" με τον ίδιο και τη σύζυγό του στα δύο πιάνα. Η εμφάνιση επαναλήφθηκε στα τέλη του ίδιου μήνα με άλλα έργα για δύο πιάνα.


Τον ίδιο μήνα το Πανεπιστήμιο Κολούμπια του απονέμει τον τίτλο του Διδάκτορα της Μουσικής και του αναθέτει τη μεταγραφή της πολύ μεγάλης συλλογής ηχογραφήσεων λαϊκών ασμάτων της Γιουγκοσλαβίας "Millman - Parry". Παράλληλα με τη σύζυγό του μετέφρασαν αρκετά βιβλία της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου από τα Ουγγρικά.Παρά το γεγονός ότι είχε πολλούς φανατικούς υποστηρικτές, ήταν πολύ υπερήφανος για να δέχεται δωρεές και ζούσε, σχετικά άνετα, με τις αμοιβές της εργασίας του. Ωστόσο, η υγεία του, που πάντα ήταν επισφαλής, άρχισε να επιδεινώνεται ήδη από το 1940, οπότε ο δεξιός του ώμος εμφάνισε ακαμψία. Οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ιατρική του φροντίδα τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του καλύφθηκαν από την ερευνητική κοινότητα του Κολούμπια και αυτή ήταν η μόνη δωρεά που δέχτηκε. Το 1942 τα συμπτώματα έγιναν περισσότερο έντονα και άρχισε να έχει κρίσεις πυρετού, χωρίς ωστόσο να διαγνωσθεί καμία συγκεκριμένη ασθένεια. Η διάγνωση έγινε το 1944 και έδειξε λευχαιμία, η οποία όμως είχε προχωρήσει τόσο ώστε δεν επιδεχόταν καμία ιατρική θεραπευτική παρέμβαση. Παρά την σωματική του κατάπτωση, συνέχισε να συνθέτει χάρη στις παροτρύνσεις του βιολονίστα Γιόζεφ Ζιγκέτι (Joseph Szigeti) και του προσωπικού φίλου μαέστρου Φριτς Ράινερ (Fritz Reiner). Εκείνη την περίοδο συνέθεσε το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 6 και, ύστερα από παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης, το Κοντσέρτο για ορχήστρα, το οποίο έγινε δημοφιλέστατο, αν και ο ίδιος δεν έζησε για να το δει. Το 1944 ο Γεχούντι Μενουχίν του παράγγειλε μια «Σονάτα για σόλο βιολί» και το 1945 ο Μπάρτοκ συνέθεσε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3. Ξεκίνησε να συνθέτει ένα Κοντσέρτο για βιόλα, αλλά απεβίωσε πριν το ολοκληρώσει: Απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 1945 σε ηλικία 64 ετών σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στο Universal Chapel της λεωφόρου Λέξινγκτον την επομένη.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου