Με λένε Πέτρο, είμαι γιατρός και ακόμη δουλεύω πολύ, αν και δεν είμαι και στην πρώτη μου νιότη.
Σήμερα είναι άλλη μια μέρα σαν όλες τις άλλες, Δευτέρα και ξύπνησα χωρίς ξυπνητήρι. Μεγάλωσα και μου το θυμίζουν αυτές οι λεπτομέρειες. Ο ήλιος σπρώχνει το χέρι και τσιτώνω την ένταση στο ραδιόφωνο: «Μέρες αδέσποτες», σαν εμένα κι αυτές.
Μπαίνω στο Νοσοκομείο, στη γωνία απέναντι δυο όμορφες νοσοκόμες κάνουν διάλειμμα και γελάνε δυνατά. Το βλέμμα μου σκαλώνει στα δάχτυλα της μιας και στον τρόπο που κρατά το ποτήρι με τον αχνιστό καφέ. Η ζωή μερικές φορές σου δίνει απρόσμενα δώρα, όπως το άρωμα του καφέ, όμορφα δάχτυλα που τον κρατάνε και ένα δυνατό γέλιο. Φτάνει αυτό μονάχα, καύσιμο για όλη τη μέρα…Να μερώσουν τα αγριεμένα και μισά μέσα μας!...
Κάτι για να μας κρατά. Όπως το κορίτσι εκείνο!...
Μερικές φορές κάποια πρόσωπα, κάποια βλέμματα και ένα ζευγάρι μάτια μπορούν να είναι η καλύτερη παρέα μόνο μέσα στο μυαλό σου…Όπως το δικό μου κορίτσι. Στη δική μου γειτονιά…Τότε που έπεφτα με λαιμαργία στη ζωή, να τη σπρώχνω και να με σπρώχνει με μανία για το άγνωστο και το από αλλού φερμένο!...
Πάλι εδώ είσαι Δευτεριάτικα;
Τον Ιούνη εκείνο είχα κλείσει τα δώδεκα και είχα ήδη αρχίσει να έχω ανησυχίες και ερωτικά σκιρτήματα. Δεν ξέρω αν ήταν νωρίς ή αργά, μόνο ένιωθα και φούντωναν τα στήθια μου μου και τα έξω μου φούντωναν επικίνδυνα και στο μυαλό τις νύχτες γινόταν εκρήξεις ηφαιστειακές.
Είχε αφύσικη ζέστη για Ιούνη μήνα. Τη μέρα των γενεθλίων μου είχαν έρθει οι παππούδες και οι θείες στο σπίτι και με έπνιγαν στα φιλιά και τις ευχές και εγώ τραβιόμουν, γιατί η θεία Τζένη με έγδερνε με το μουστάκι της. Την ίδια μέρα μετακόμισε στη γειτονιά μας μια οικογένεια από την πρωτεύουσα, είχαν δύο γιους και μία κόρη. Εγώ μαγεύτηκα από το πρώτο «κλικ» που έκαναν τα βλέφαρά μου όταν την είδα πίσω από το ξύλινο πατζούρι μας στη μετακόμιση. Ψηλή, πάνω κάτω στην ηλικία μου, με όμορφο σώμα και μακριά μαλλιά, με χοροπηδηχτό περπάτημα και φωνή σαν νερό κρυστάλλινο. Τώρα ήταν έτσι, δεν ήταν...εγώ έτσι την έχω φτιάξει στο μυαλό μου.
Ήταν ο πρώτος μου έρωτας! Την περίμενα να περάσει κάτω από το σπίτι μετά το σχολείο, να τη δω να βγαίνει με τα αδέλφια της βόλτα τα Σαββατόβραδα, να την κοιτάζω τις νύχτες σαν τον κλέφτη και να αναστενάζω τόσο, που σίγουρα κάποιες φορές θα με άκουσε.
Αν δεν την έβλεπα μια μέρα δεν έτρωγα και τη νύχτα με έπαιρνε ο ύπνος πίσω από το παράθυρο. Μάταια η μάνα μου νόμιζε ότι έχω κάποια αρρώστια και ανησυχούσε. Βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, αυτό που είχα ήταν κάποιο είδος αργής και ύπουλης ασθένειας, που μου έτρωγε τη χαρά, το κέφι και την όρεξη για ζωή. Τη ζωή μου, την ανάσα μου, όλα τα κρατούσε εκείνη σαν μάγισσα.
Η πιο δυνατή στιγμή στη ζωή μου με διαφορά μεγάλη είναι το πρωινό εκείνο που τη βοήθησα να μαζέψει τα βιβλία από το χώμα και με ευχαρίστησε δίνοντάς μου το χέρι και… ''Με λένε Ελένη, ευχαριστώ πολύ!''. Τώρα αν σας πω ότι δεν ήξερα αν έχω χέρι, για να δώσω, αν είχα κεφάλι να σκεφτώ και πόδια, για να περπατήσω, θα με πιστέψετε; Δεν τόλμησα ποτέ να της μιλήσω και να την πλησιάσω και για τα επόμενα δυο χρόνια είχα αγκαλιά το παράθυρο να κλέβω στιγμές και κινήσεις της.
Το Πάσχα πήγαμε στο χωριό και μείναμε όλες τις διακοπές, όπως κάναμε πάντα, δε μπορούσα να φέρω αντιρρήσεις στους δικούς μου, αν και το μυαλό μου, η Ταφή και η Ανάστασή μου ήταν στο βλέμμα της Ελένης. Την Κυριακή του Θωμά γυρίσαμε και έτρεξα με λαχτάρα να τη δω και τώρα ήμουν αποφασισμένος να της μιλήσω, είχα κάνει τόσες πρόβες στο χωρίο. Θα πήγαινα και ας με κορόιδευε! Κοκοράκι σας λέω σωστό!
Ανέβαινα με δρασκελιές τη σκάλα, όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου ότι η οικογένειά του στρατιωτικού απέναντι έφυγε για άλλη πόλη, πήρε μετάθεση, κανείς δεν ξέρει για πού. Το τι έγινε το επόμενο διάστημα μάλλον η μνήμη μου το έχει απωθήσει, όπως απωθεί κάθε μεγάλο πόνο και κάπως έτσι πάμε παρακάτω. Όπως ο καθένας από μας μπορεί.
Ήμουν δώδεκα και ερωτεύτηκα ένα υπέροχο κορίτσι... Τις νύχτες ακόμη με κάνει να χαμογελάω, όταν σκέφτομαι την κορδέλα στα μαλλιά της. Πού να βρίσκεται άραγε, να έγινε ευτυχισμένη; Την αγαπούν;
«Τι σημαίνει για σένα έρωτας;» τον ρωτώ καθώς μασουλώ αμήχανα το καπάκι από ένα στυλό. Χαμογελάει ο Πέτρος γλυκά. Αγαπώ το χαμόγελό του. «Μα πώς δεν είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος με τέτοιο χαμόγελο;» σκέφτομαι και ο Πέτρος μου κόβει τις σκέψεις:
«Έρωτας για μένα είναι ένα τρομακτικό συναίσθημα που σε κάνει να χάνεις τον έλεγχο και να μην έχεις λογική. Μαθαίνεις το πολύ μέσα από το λίγο και το πάντα μέσα από τη στιγμή. Μαθαίνεις τον κανόνα μέσα από την εξαίρεση. Ο έρωτας σε κάνει ανίκητο και αθάνατο. Ο έρωτας θα σε φέρει ξημέρωμα κάτω από το σπίτι της και να σε παίρνουν στο κυνηγητό δυο αγριεμένα σκυλιά. Τι θες εκεί; Μα να δεις το κόκκινο πουλόβερ απλωμένο στο μπαλκόνι να το κουνάει το αεράκι της άνοιξης!»
Αχ, αυτό το κόκκινο!...Όλα στο κόκκινο, φίλε μου!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου