Ο Λάσκαρης Π. Ζαράρης γεννήθηκε στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας και εργάζεται στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κασσαβετείας. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού και εφηβικού βιβλίου. Παρακολούθησε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών εξ’ αποστάσεως προγράμματα συμπληρωματικής εκπαίδευσης: «Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής» το έτος 2015 και «Διαπαιδαγώγηση στην Παιδική και Εφηβική Ηλικία» το έτος 2016. Από το 2010 μέχρι το 2015, έχει εκδώσει δύο ποιητικά βιβλία, μία συλλογή διηγημάτων για ενήλικες και τρία βιβλία για παιδιά.
Με αγάπη για τη λογοτεχνία και τη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών, δημοσιεύει σε έγκριτες εφημερίδες και αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά: ποιήματα, διηγήματα και άρθρα, καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο: «ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ» (http://parathyrostaoneira.blogspot.com/), εκτενείς κριτικές αποτιμήσεις που γράφει κυρίως για νέους λογοτέχνες (ποιητές και πεζογράφους). Έχει διατελέσει μέλος κριτικών επιτροπών αξιολόγησης σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς Ποίησης, Διηγήματος, Παραμυθιού και Δοκιμίου.
ΒΙΒΛΙΑ
i.Παράθυρο στα όνειρα
Ποιητικό βιβλίο: «Παράθυρο στα όνειρα» (αυτοέκδοση), Αλμυρός Μαγνησίας, 2010, δεν κυκλοφορεί.
Ποίημα Συλλογής
Συμπαντική αρμονία
Τ’ άστρα πρόδωσαν κάποιες στιγμές
της ηρεμίας μας μ’ αμήχανα χαμόγελα.
Μας δείχνουν σαν χαλασμένες μηχανές
που υπάρχουμε για να γεμίζουμε
το ενιαίο μυστικό, το παραμύθι του σύμπαντος.
Εκλάμψεις που μας παρέσυραν στο τέρμα
μιας κούρσας παρανοϊκής,
του ανέφικτου τον χρόνο
προσμετρώντας στις αχτίνες τους.
Κι εσύ κι εγώ διαλέξαμε να προχωρούμε
με την ταχύτητα του αληθινού νοήματος
μες την επουλωμένη γνώση του κενού
που λέγεται αστόλιστη αυθυπαρξία.
Τα μάτια δακρύζουν από την προσμονή,
την ελπίδα μιας ευόδωσης ζητάνε
στην καθοδική πορεία του αστέρα.
Μια μάζα που καθιερώνεται σαν ουσία
απ’ την ψυχρή φωνή του πλήθους:
«το είδαμε πολλές φορές το γεγονός
άρα σαν γεγονός όντως υπάρχει,
εκτός κι αν ο φακός μας έχει χαλάσει
απ’ την τριβή του καθιερωμένου».
Δεν πρόβλεψα στη φαντασία τις παγίδες
που μεσ’ από τόσες παρακάμψεις
μας συμβουλεύουν οι προπονητές του λάθους
τον σύντομο δρόμο να επιδιώκουμε
της παρόρμησης και όχι της αθανασίας.
Η φθορά έχει πληγώσει τις ψυχές μας,
είναι οι φοβισμένες υπάρξεις σαν τις τρικυμίες
στων αστεριών τις άγνωστες μοίρες
και αντανακλούν τον πρώιμο χαμό.
Να πέσουν απ’ τ’ όνειρο ή ν’ αντέξουν
το κενό;
Ήλιος –άστρα-άνθρωποι και χρόνος.
Ποιος άραγε διεκδικεί την ανεξαρτησία του
στο σύμπαν, ποιος θα έλεγε πως είναι
το μόνο σώμα που φωτίζει
και τ’ άλλα γύρω που χλομιάζουν
όντας ετερόφωτες υπάρξεις;
Στο άρμα του φωτός όλοι έχουν θέση
κι ας έχουν ξεπεζέψει απ’ τον ουρανό
εδώ και χρόνια. Προσκυνητές του αλάθητου
φωτός όλοι χωράνε ν’ ασπαστούν με τόλμη
τη δική μας γλώσσα, τη νομοτέλεια
του χωροχρόνου και της μοίρας
που εμπλουτίζει μ’ άπειρους σχηματισμούς
το σύμπαν.
Είναι η αρμονία το κλειδί μας.
ii. Το νησί και το αθάνατο νερό
Παιδικό μυθιστόρημα: «Το νησί και το αθάνατο νερό», Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2012.
Το παιδικό μυθιστόρημα αυτό εξιστορεί τις γοητευτικές εμπειρίες και περιπέτειες δύο παιδιών του εντεκάχρονου Πέτρου που έχει κλίση στις κατασκευές, στις εφευρέσεις και γενικά στην τεχνολογία και της γλυκιάς Ελενίτσας, της ευαίσθητης γειτονοπούλας του. Και οι δύο μαζί «κλέβουν» το μυστικό της μηχανούπολης, ένα παλιό μαχητικό αεροπλάνο που ονομάζεται γέρο Τομ. Ο Πέτρος καταφέρνει να πιλοτάρει το αεροπλάνο μέχρι να φτάσουν σ ένα άγνωστο νησί, στο «Νησί της Ελπίδας» που βρίσκεται στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό. Το νησί κατοικείται από τους ιθαγενείς της φυλής «Καμόα», οι οποίοι αν και επιφυλακτικοί στην αρχή, καλωσορίζουν τα δύο παιδιά και τα εμπιστεύονται, γιατί πιστεύουν σε μια άγραφη παράδοση πως τα παιδιά είναι εκείνοι οι ξένοι που περιμένουν, οι πρώτοι που πάτησαν το πόδι τους εκεί μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, και θα οδηγήσουν το νησί τους πάλι πίσω στη χερσόνησο από την οποία είχε αποκοπεί, ύστερα από έναν προϊστορικό κατακλυσμό.
Οι πρωτόγονοι αλλά συμπαθητικοί ιθαγενείς, κάτοικοι του πανέμορφου αυτού νησιού, για κάποιον άγνωστο λόγο είναι σχεδόν αθάνατοι και ο μικρός Μοκαντούσου, τον οποίο ερωτεύεται η Ελένη, είναι μόλις πεντακοσίων ετών! Τα δύο παιδιά δένονται με ισχυρή φιλία με τους κατοίκους του νησιού, μικρούς και μεγάλους, και προσπαθούν να τους εκπολιτίσουν προσφέροντας τις ιδέες και τις γνώσεις τους, για να βοηθήσουν στο κτίσιμο της πόλης. Αν εξαιρέσει κανείς τους κινδύνους από τα επικίνδυνα ερπετά του νησιού και τις τεράστιες μέλισσες, τα παιδιά περνούν μια ήρεμη και αρμονική ζωή μαζί με ανθρώπους ανέγγιχτους και αμόλυντους από τον τεχνολογικό πολιτισμό...
Απόσπασμα
«Κοιτάξτε κάτω τα πανύψηλα κτίρια», είπε ο Πέτρος στην Ανθή και το αεροπλάνο.
Ο «γέρο Τομ» σχολίασε πως δεν υπήρχαν στην εποχή του τέτοια κακόγουστα κτίρια. Είπε πως είναι «τα λυπημένα παιδιά» της σύγχρονης εποχής.
Κάποια στιγμή φάνηκαν οι «πελώριοι δράκοι» που έβγαζαν φωτιές και καπνούς από τη μύτη τους. Ήταν τα σκούρα φουγάρα των εργοστασίων. Ο «γέρο Τομ» ένιωσε άσχημα κι άρχισε να ξεροβήχει δυνατά. Σε κάθε του γκουχ γκουχ ταρακουνιόταν η μηχανή του και το καύσιμο πήγαινε ασυγχρόνιστα πίσω-μπρος. Νόμισε πως είχαν περάσει τεράστια αεροπλάνα που είχαν αδειάσει τις βόμβες τους σε μια μεγάλη έκταση γης και λυπήθηκε για την τεράστια καταστροφή.
«Από τον καιρό του πολέμου κι από τα πολλά χρόνια στις νυχτερινές αποστολές απόκτησα αυτό το κουσούρι, που το κουβαλάω μέχρι σήμερα. Όταν μυρίζω καπνό, πνίγομαι…», παραδέχτηκε με παιδική ειλικρίνεια.
Ο Πέτρος τον ενημέρωσε: «Ηρέμησε, φίλε, αυτοί οι καπνοί προέρχονται από τα εργοστάσια. Όμως στις μέρες μας -απ’ ό,τι γνωρίζω-, τοποθετούνται στα φουγάρα τους ειδικά φίλτρα, τα οποία κρατούν τα επικίνδυνα αέρια και δεν τ’ αφήνουν να φύγουν μαζί με τους καπνούς και να μολύνουν τον καθαρό αέρα της ατμόσφαιρας. Το πρόβλημά σου ίσως να είναι αλλεργικό! Άλλωστε και στην εποχή σου υπήρχαν εργοστάσια, έτσι δεν είναι;».
«Είχαμε, αλλά δεν ήταν τόσο πολλά. Αχ, τι κακό με βρήκε παιδί μου! Πετάω στον ουρανό κι αντί να θαυμάζω από ψηλά τις ομορφιές της γης, βλέπω μόνο τις ασχήμιες της».
«Μην απογοητεύεσαι, Τομ», τον συμβούλεψε ο Πέτρος. «Θα κατευθυνθούμε προς τα ανατολικά και θα ανταμώσουμε τη θάλασσα, να ελαφρύνει λιγάκι η ψυχή σου από το κακό».
Η Ανθή δεν έβγαζε άχνα. Ο Πέτρος ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται τις ιδιοτροπίες του φίλου του για να έχουν όμορφο ταξίδι. Εκείνος όλο διαμαρτυρόταν πως η αλμύρα κάνει κακό στη λαμαρίνα του· μπορεί να καταστρέψει τα υλικά του. Ο Πέτρος επέμενε να κάνουν και οι τρεις τους ένα ωραίο μπάνιο, μα ο «γερο Τομ» αρνιόταν πεισματικά να γίνει ξαφνικά υδροπλάνο, επειδή το ήθελαν κάποιοι ξεροκέφαλοι!
«Αν δοκιμάσω να πλησιάσω την επιφάνεια της θάλασσας, το μόνο που θα καταφέρω είναι να σας βυθίσω στον πάτο και να χαθούμε όλοι μας».
Ένας ταλαιπωρημένος γλάρος κάθισε πάνω στο δεξί φτερό του «γέρο Τομ», για να ξεκουραστεί.
«Μην πλησιάζεις τον έλικα μου, γιατί θα γίνεις κομματάκια», τον προειδοποίησε το αεροπλανάκι.
«Δεν είμαι τόσο ανόητος όσο νομίζεις», του απάντησε ο γλάρος.
Έσκυψε κοντά στο αυτί του να του πει δυνατά:
«Θέλω να σας προειδοποιήσω ότι στη θάλασσα γίνονται πολύ περίεργα πράγματα. Ένα μεγάλο πλοίο που μετέφερε πετρέλαιο ναυάγησε προχθές κι άπλωσε μια τεράστια βρώμικη κηλίδα στην επιφάνειά της. Πάει το γαλάζιο της χρώμα, σκοτείνιασε κι όσο για τα ψάρια; Το ‘βαλαν στα πόδια να την αποφύγουν. Όσα βέβαια μπόρεσαν να κολυμπήσουν γρήγορα για να γλιτώσουν!».
«Κηλίδα!», φώναξε έκπληκτος ο γέρο Τομ. «Εντάξει, έχω ακούσει για την ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, αλλά κηλίδα πετρελαίου δεν ξέρω τι ακριβώς είναι κι ούτε έχω δει ποτέ μου…».
Ο γλάρος χασκογέλασε τεντώνοντας στον αέρα τα βαμβακένια φτερά του: «Αγαπητέ μου, δεν ξέρεις τι σου γίνεται σήμερα! Φέρνεις μαζί σου τη μυρωδιά της ναφθαλίνης. Πού ήσουν κλεισμένος, δύστυχε, τόσα χρόνια; Απ’ τη Χιροσίμα κι ύστερα έγιναν πολλά, κι έχασες μπόλικα επεισόδια, όπως το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ*».
Το αεροπλάνο αδιαφόρησε: «Στο κάτω-κάτω γιατί θα έπρεπε να ξέρω πράγματα που δε με ωφελούν, παρά μόνο με κάνουν να σαπίζω απ’ τη στενοχώρια;».
«Η άγνοια μπορεί να σε καταστρέψει, φιλαράκο», απάντησε το πτηνό της θάλασσας. «Όσο καιρό έλειπες από τον ουρανό, ο κόσμος όλος αναστατώθηκε. Στη Ρωσία έγινε μια μεγάλη πυρηνική καταστροφή που γέμισε τους ανθρώπους με αρρώστιες. Το μικρό μου αδελφάκι γεννήθηκε ανάπηρο γι’ αυτό τον λόγο».
«Έφτασε αυτή η καταστροφή μέχρις εδώ;».
«Ναι, πολλές πηγές νερού μολύνθηκαν, σου λέω. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η τροφή που ξοδεύει ο άνθρωπος σήμερα τού κάνει καλό και όχι κακό».
Ο «γέρο Τομ» άρχισε να φυσά και να ξεφυσά. Ουφφφφ έκανε κι άφησε μια μακριά μολυβιά στον ουρανό. Ύστερα ευχήθηκε να καταλάβουν οι άνθρωποι τα λάθη τους και να μετανιώσουν. Αυτός ο προβληματισμός για τα κακά του κόσμου, του χάλασε τη διάθεση. Δεν κρατούσε τώρα σταθερή πορεία, πήρε να κάνει οχταράκια στον ουρανό σαν μεθυσμένο. Ο αέρας χαστούκιζε το πρόσωπό του. Η λαμαρίνα του σκεπάστηκε μ’ ένα στρώμα βρώμικης σκόνης.
Ο Πέτρος κατάλαβε πως από τη στενοχώρια του ο «γέρο Τομ» άρχισε να ξοδεύει πολύ πετρέλαιο.
«Το καύσιμό σου τελειώνει, φίλε. Πρέπει να προσγειωθούμε αναγκαστικά και μάλιστα σύντομα», τον προειδοποίησε.
Η Ανθή έδειξε με το δάχτυλό της μία μικρή έκταση γης, η οποία μόλις διακρινόταν από ψηλά.
«Είναι βράχος ή νησί;», ρώτησε ο Πέτρος.
Η κοπέλα άνοιξε έναν μεγάλο χάρτη προσπαθώντας να βρει το σημείο.
«Μόλις περάσαμε τις νοτιοανατολικές ακτές της Αφρικής και βρισκόμαστε στον Δυτικό Ινδικό Ωκεανό. Αυτή η μικρή κουκίδα που βλέπουμε, είναι ένα νησί και όχι βράχος. Λέγεται το «Νησί της Ελπίδας».
iii. Η θάλασσα που μας ενώνει
Συλλογή σύντομων πεζογραφημάτων: «Η θάλασσα που μας ενώνει», Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2013.
Απόσπασμα
Ο κύριος Υπουργός οδηγήθηκε απ’ τον κύριο Δήμαρχο και τους συμβούλους του -μέσω μίας παράπλευρης πόρτας- στην εξέδρα των ομιλητών, αποφεύγοντας να ενοχληθεί από πιθανές ερωτήσεις και πέραν του δέοντος χαιρετισμούς του κόσμου, που περίμενε στην κεντρική είσοδο της αίθουσας. Διέκρινε μέσα στο πλήθος όμορφες, ροδομάγουλες χωριατοπούλες, τις οποίες θα ζήλευαν οι πιο καλοντυμένες, ευπαρουσίαστες Αθηναίες. Δεν κρυβόταν εύκολα η λατρεία του στις γυναίκες, γι’ αυτό επέμενε να ξεκινήσει τις ομιλίες μία κατάξανθη κοπέλα, ένα απ’ τα πιο δραστήρια στελέχη της τοπικής κομματικής οργάνωσης.
Τη στιγμή που το «επίσημο πρόσωπο» έκανε την εμφάνισή του, από τα χείλη των παρευρισκομένων ξέφυγε ένα μακρόσυρτο «ω…». Λες κι έβγαινε στη σκηνή ο ταχυδακτυλουργός μάγος που θα ξεκινούσε τα επιδέξια κόλπα του για να μαγνητίσει το κοινό και τελικά να το υπνωτίσει ξεχνώντας την αθλιότητά του. Κάποιες κυρίες απ’ τον κόσμο της «καλής κοινωνίας», στολισμένες με πανάκριβα χρυσαφικά, μορφές ογκώδεις που χωρούσαν με δυσκολία στα κομψά ταγιέρ τους, σχολίασαν την εμφάνιση του περί ου ο λόγος κυρίου:
«Κούκλος είναι ο καλός μας Υπουργός, του πάει τέλεια αυτό το μπλε κουστούμι!».
«Αμ, κι η κοιλιά του πάει…», σχολίασε ένας απ’ τους αγενείς «επαρχιώτες» συμπληρώνοντας απτόητος: «Φαίνεται πως ο άνθρωπος έφαγε πολλά στο πόστο του και τώρα ήρθε να εισπράξει τα τελευταία απομεινάρια μας, να πάρει τις διαβεβαιώσεις ότι θα τον στηρίξουμε στην κατασπάραξη του κρατικού κορβανά!».
Οι κυρίες μαζεύτηκαν σαν γάτες ενοχλημένες. Τα μάτια τους άστραψαν κατά του ανάγωγου «χωριάτη». Του γύρισαν τις πλάτες προς ένδειξη διαμαρτυρίας.
«Σιωπή!» φώναξαν κάποιοι επιτακτικά, «Έχει ήδη ανέβει στο βήμα ο Υπουργός!».
Όσοι είχαν παρακολουθήσει πολλές φορές τις ομιλίες του ήταν σε θέση να γνωρίζουν καλά την αρχή, τη μέση και το τέλος αυτής κι αναλόγως των περιστάσεων να υποπτευθούν κάποιες μικρές αλλαγές. Το μεγαλύτερο μέρος των ακροατών δείχνει ότι συμφωνεί μαζί του, δε διαμαρτύρεται. Κάποια μαθήματα υποκριτικής πρέπει να επέδρασαν θετικά στο γοητευτικό προσωπείο, που φορεί ο κύριος Υπουργός αλλά και στο άλλο, το χαμηλότερο στην πολιτική κλίμακα, του κύριου Δημάρχου, του οποίου το λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε με λέξεις σύνθετες, «ακαδημαϊκές».
Έτσι φέρνει «ως παράδειγμα αξιόλογης, καρποφόρας πολιτικής παρουσίας τον κύριο Υπουργό, ο οποίος είναι απ’ τους ελάχιστους «πολιτικούς άνδρες» σήμερα που μπορούν ν’ αρθρώσουν ικανοποιητικό λόγο και να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πραγματοποίηση των αιτημάτων του δοκιμαζόμενου αγρότη, εξαιτίας των ασύμφορων εισαγωγών των αγροτικών προϊόντων. Τα εμπόδια που στήνουν οι πολιτικοί αντίπαλοί μας σ’ αυτόν τον δίκαιο αγώνα του αγρότη, γρήγορα θα παραμεριστούν απ’ την επινοημένη κι αποτελεσματική άσκηση της πολιτικής μας, όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των «αδυνάτων τάξεων», και θα υποχωρήσουν στην καθημερινή πίεσή μας τα ποταπά ανδράποδα με τις πλανερές πομφόλυγες τους!». Ο κόσμος σήκωσε τα βλέφαρα κεραυνοβολημένος απ’ την τελευταία φράση του κύριου Δημάρχου, που τώρα ίσιαζε και χάιδευε το μακρύ μουστάκι του, περήφανος για το κατόρθωμά του.
Ο Υπουργός πήρε με τη σειρά του τη θέση του στο βήμα συνοφρυωμένος για ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τα «ποταπά ανδράποδα με τις πλανερές πομφόλυγες τους!». Οι αδαείς ρωτούσανε τους καλλιεργημένους τι ακριβώς σημαίνει ολόκληρη η φράση, μα όλοι σκοντάφτανε στη λέξη «πομφόλυγα», που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Πώς διέρρευσε αυτή η δικής του επινόησης φράση που έκανε τον κύριο Δήμαρχο να καμαρώνει; Τώρα έπρεπε να την αντικαταστήσει με λέξεις εφάμιλλου κάλλους ή αν δεν έβρισκε τις κατάλληλες, να τις παραλείψει τονίζοντας άλλα σημεία της ομιλίας. Ο Δήμαρχος τού είχε στήσει την πρώτη παγίδα. Παρόλα αυτά ξεκίνησε το λόγο του ως εξής:
«Αγωνίζομαι με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του συνόλου, με το ανιδιοτελές φιλότιμο του αγνού πολιτευτή. Προσπαθώ να πείσω τα ξεροκέφαλα θεριά που πολλές φορές με περιτριγυρίζουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως πρέπει να εφαρμοστεί το αυτονόητο· η πιο σίγουρη πολιτική που έχω στο μυαλό μου και καθυστερεί στην υλοποίηση, λόγω του ότι σκοντάφτει στις οπισθοδρομικές ιδέες και στο υπερβολικό οικονομικό χάος που παραλάβαμε απ’ τους προκατόχους μας. Πρέπει να γίνει συνείδηση πια σ’ αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο μια διαφορετικού είδους πολιτική, η οποία αν έμπαινε σε κίνηση ενωρίτερα, τώρα θα είχαμε αποφύγει να βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού και της χρεοκοπίας».
Η φωνή του έλαβε μια ωραία, ελκυστική χροιά, που αφόπλισε με την ειλικρίνειά της κι αποδυνάμωσε τις νοητικές διεργασίες κι αξιολογήσεις του πιο έξυπνου, μορφωμένου ακροατή. Κανείς δε διανοήθηκε να ρωτήσει «τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο κύριος Υπουργός;». Όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό, εκτός από δυο-τρεις δημοσιογράφους, που σημειώνανε πυρετωδώς στα μπλοκάκια τους παρατηρήσεις, μέχρι τη στιγμή που άρχισαν να θέτουν σωρηδόν τις ερωτήσεις τους. Ο ικανότατος πολιτικός νιώθει πως οι αντίθετοι της παράταξής του, οι οποίοι γράφουν σ’ αναξιόπιστες «φυλλάδες» και περιθάλπουν τα μίση και το φανατισμό, επιθυμούν να τον στριμώξουν σε μια γωνιά ανήμπορο, αλλά δεν ξέρουν καλά με ποιον έχουν να κάνουν! Μπορεί ν’ απαντάει έμμεσα, με τρόπο που αρκεί να δώσει την εντύπωση ότι απαντάει απευθείας, δημιουργώντας μια καινούργια παραλλαγή της ερώτησης, πολλές φορές ανεστραμμένη. Ωστόσο, αισθάνεται την ανάγκη να βήξει για να καθαρίσει το λαιμό του απ’ τη βλέννα της υποκρισίας, να πάρει κάποιες γρήγορες ανάσες στις δύσκολες ερωτήσεις, χωρίς ν’ αφήνει την ταραχή ν’ αποκαλυφθεί στο πρόσωπό του. Κρύβει καλά την αβεβαιότητα, το θυμό του, το άγχος να πείσει, να παραπλανήσει, ώστε να συνεχίσει να γεύεται ανενόχλητος τα προνόμια της εξουσίας επ’ αόριστον. Κάνει θύματά του τους απλούς πολίτες.
Ένας απ’ τους πιο αξιόλογους δημοσιογράφους, ο οποίος αρθρογραφεί σε μια πολύ έγκυρη εφημερίδα, υπέβαλλε στον κύριο Υπουργό ένα διαχρονικό αλλά τόσο επίκαιρο ερώτημα. Οι φάτσες των συμβούλων του κιτρίνισαν από πανικό, συγκλονίστηκαν, όταν άκουσαν τα εξής: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος, είχε γράψει στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1896: «Τις ημύνθη περί πάτρης; Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας». Σας ερωτώ λοιπόν κύριε Υπουργέ, τι έχετε να παρατηρήσετε και να συμπληρώσετε πάνω σ’ αυτό;».
Στην ανέλπιστη ερώτηση του δημοσιογράφου το «σημαντικό κι επιφανές πρόσωπο» δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του και φώναξε ενοχλημένος βγάζοντας το μικρόφωνο απ’ τη βάση του:
«Τι σκοπό έχει μια ερώτηση που υποβλήθηκε πριν από εκατόν δέκα πέντε χρόνια κι ακόμη δεν έχει απαντηθεί;».
iv. Μία σημαντική αποστολή
Εικονογραφημένη ιστορία για παιδιά: «Μία σημαντική αποστολή», Ήρα Εκδοτική, Βόλος, 2013.
Απόσπασμα
Πέρασε πολύς καιρός που ο γάτος Αριστείδης πηγαινοερχόταν λυπημένος στη γειτονιά. Είχε το χοντρό κεφάλι του σκυμμένο και τα μεγάλα μακριά μουστάκια του κρεμασμένα προς τα κάτω. Είχε απογοητευτεί ο παχουλός κοκκινοτρίχης και κάνοντας μία ακόμη προσπάθεια ανέβηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο της τουαλέτας. Από εκεί βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στο εσωτερικό του σπιτιού.
Η τηλεόραση τρεμόπαιζε ενοχλητικά στο σαλόνι. Στο μικρό τραπέζι υπήρχε μία μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία. Τα πρόσωπα ήταν χαρούμενα και ευτυχισμένα. Ο Αριστείδης ήταν κουλουριασμένος στα πόδια του μικρότερου παιδιού της οικογένειας…
Σε λίγο τα μάτια του γάτου σκοτείνιασαν κι ακούστηκε ένα δυνατό και παραπονιάρικο «νιάου…ου!» που έκανε να τρίξουν οι τοίχοι του σπιτιού, ενώ όσοι άνθρωποι περνούσαν εκείνη τη στιγμή έξω στον δρόμο σταμάτησαν παραξενεμένοι, κοιτώντας προς το μέρος του σπιτιού.
Ο κύριος Μιχάλης, η κυρία Κατερίνα, ο μικρός Νίκος και η μικρή Χριστίνα εξαφανίστηκαν και το κεφάλι του γάτου γέμισε μ’ ένα τεράστιο γιατί…; ΓΙΑΤΙ! Ο γάτος Αριστείδης είχε μείνει μόνος κι ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε στο σπίτι, χωρίς να τον μαλώσει κανείς! Άρχισε όμως να αναπολεί στιγμές, που πριν λίγες μέρες έδιναν ζωή σε αυτό το σπίτι: τα ατέλειωτα κυνηγητά και η άγρια φωνή του κυρίου Μιχάλη που απλωνόταν παντού:
«Αριστείδη, παλιόγατε, πάλι άφησες τις τρίχες σου πάνω στον καναπέ. Απείθαρχε, ζημιάρη, ακατάστατε!!!».
v.Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη
Διπλή ποιητική συλλογή: «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη», ιδιωτική έκδοση, 2015, δεν κυκλοφορεί».
Ποιήματα
Πουλιά στο φεγγαροστόλιστο τοπίο
- Πρέπει να είμαστε πουλιά
που βγήκαμε μια νύχτα φωτεινή
για να κλάψουμε τον έρωτά μας
και να σταλάξουμε αίμα απ’ τα φτερά μας,
εμείς οι κρυφοί παλμοί της αιωνιότητας.
- Στις άκρες των ονείρων των ζωντανών
ξυπνάμε μια υπερκόσμια ευτυχία
και αίσθηση μες στην τρικυμία,
την ίδια πελαγίσια ταραχή
του ταξιδιού τους προμηνάμε
με τα πολύχρωμα σοφά λοφία.
- Μες στις ωχρές σας ώρες συγκεντρωνόμαστε,
με το συρτό κελάηδημά μας πάνω στις καρδιές·
αναστυλώσεις φωτός στην κάθε απελπισία
σας κάνουμε να δεχόσαστε με ψυχραιμία
όσα έξω απ’ τη λογική σάς υποβάλλονται.
- Με τη θνητή σας παρουσία,
στο βάθος της ύπαρξή μας ημερώνουν
λυτρωτικές φωνές του παρελθόντος
από αγαπημένα πρόσωπα.
- Για σας ο θάνατος είναι ο φόβος
και οι παραισθήσεις, το σκοτάδι.
Το τέρμα αυτού του ύποπτου δρόμου
το μαύρο καπέλο του ανθρώπου
που όλα τα σκεπάζει.
- Δεν είναι μια ύπαρξη γεμάτη
που αναζητούσες, έστω καθόλου απτή;
Δουλεμένη όμως με τη λησμονιά
σαν δίχτυ που απλώνεται
πάνω στ’ ασταθή και αόριστα βήματά σας…
- Λες οι ψυχές να ξέρουν πού πηγαίνουν;
- Χλομό σύννεφο τις σκεπάζει,
ένα λουλούδι που θα ’θελε να γίνει και κορίτσι
φύτρωσε απάνω τους.
- Αισθάνεται και γδύνεται τη λύπη τους
απ’ την αγνότερη ομορφιά του.
✦ ✦ ✦ ✦
Η γύρη του πονεμένου πρόσφυγα
Καλούσαμε πολλές φορές
πρόσωπα πολυαγαπημένα
κι η μνήμη ζούσε μες στη γεωγραφία της ψυχής.
Ήταν η μνήμη της απόφασης,
των χωριστών μας δρόμων.
Με μια χούφτα θαλασσινό νερό
από τη Μαύρη Θάλασσα
μπορώ να ξεχάσω πιο εύκολα.
Μ’ ένα δέντρο σκιερό απ’ την παλιά αυλή μου
πιο εύκολα μεταγγίζω με καημό τη γαλήνη
στην καινούργια ζωή μου.
Έρχεται μια γερόντισσα σκυφτή
και λεπτοκαμωμένη
φέρνει την ταραχή του κόσμου που βυθίστηκε
ακούγεται το σάλπισμα της μνήμης.
Φορούσε το μαντήλι της πληγής,
τα μάτια της υγρά για τα κορίτσια που έχασε,
για την ομορφιά της που μάδησε στην ξενιτιά
κι όμως το χέρι της χώρεσε άπειρη καλοσύνη,
δεν ήθελε το παιδί της να δακρύσει
απ’ το κυνηγητό του χάρου.
Εκείνο τη ρωτούσε συχνά με αγωνία:
«Πού θα ριζώσουμε αγνή και σοφή γιαγιά,
σε ποια χώρα θα θεριέψει η γενιά μας;»
«Εκεί που σύννεφο δε θα σκεπάζει τα όνειρά μας,
όπου το αίμα μας θα έχει γίνει
ένα βιβλίο ιστορίας
κι οι επόμενες γενιές θα μαθαίνουν
με περηφάνια
τι ομορφιά είχαν οι τόποι που αφήσαμε».
Καθάριζε ο πόνος με τα ενθύμια·
παραδινόταν μια φωτογραφία, ένα ρούχο,
ένα κόσμημα
από πατέρα και μάνα σε γιο και κόρη,
από κόρη και γιο σε εγγόνια και ξανά
απ’ την αρχή.
Πάντα διψούσαμε για τον φιλήσυχο άνθρωπο του Πόντου,
τον δουλεμένο, με τη σπίθα στην καρδιά.
Πολλές ζωές ανεγέρθηκαν απ’ το μηδέν,
ίσως η απελπισία της χαμένης γης να έδωσε
το έναυσμα κι έσπασαν τα όρια του ανθρώπου
με δύναμη αξεπέραστη γκρεμίζοντας
τον παλιό καημό.
Η γύρη του πονεμένου πρόσφυγα
δεν περιορίζεται
φεύγει μακριά, πηγαίνει σαν τον άνεμο
πάνω στα λουλούδια της αγνής φιλίας
και της συντροφικότητας.
Ανοίγαμε τον χάρτη της υφηλίου.
Δε βλέπαμε χώρες, μόνο άπειρα ονόματα,
φίλους παντού σκορπισμένους
που μίλησαν με την ψυχή τους
στα παιδικά μας χρόνια κι αργότερα.
Μίλησαν για μένα και για σένα
που έχασες κάποιον δικό σου,
άλλοτε με παράπονο, μ’ όλες τις λεπτομέρειες
που κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη:
ένα χαμόγελο, ένα χτύπημα στην πλάτη.
Ήμασταν για χρόνια
οι κατατρεγμένοι άνθρωποι,
οι θλιμμένοι, αν μπορείς να ονομάσεις
θλίψη την αναγέννηση
που έβγαλε εργάτες στα χωράφια την αυγή,
αγρότες με ψυχή και τεχνίτες άξιους.
Ξέρει καλά το χώμα τη μυρωδιά του ιδρώτα μας
ξέρει από οδηγούς της μοίρας
στα μονοπάτια της γνώσης,
από επιστήμονες αξεπέραστους.
Γνωρίζει απ’ όσους οργώσανε με γράμματα
τον τόπο
κι οι ρίζες τους ήταν τα στέρεα πατήματά μας.
Άνθισαν πάμπολλες φράσεις παρήγορες
για την πίκρα του ξεριζωμού,
γίνανε δέντρα βαθύσκιωτα για τις δύσκολες ώρες
της μικρής Ελλάδας.
vi. Τα Μυστικά της Θεόπετρας
Βιβλίο γνώσεων για παιδιά: «Τα Μυστικά της Θεόπετρας», Δυάς Εκδοτική, Πειραιάς, 2015.
Απόσπασμα
Ο κύριος Πανταλέων σταμάτησε τη διήγησή του, κόμπιασε για λίγο, γιατί είδε μερικά παιδιά να μαζεύονται τρομαγμένα. Μα η κυρία Ανδρομάχη, τον προέτρεψε να συνεχίσει και του έκανε νόημα να περιγράψει ένα ζώο σαν αυτό που εκείνη προσπαθούσε να μιμηθεί. Φούσκωσε τα μάγουλα της και καμπούριασε περπατώντας σκυφτά, ενώ έβαλε τη γροθιά της πάνω στη μύτη της, εκτείνοντας τον δείχτη του χεριού της προς τα πάνω.
Ναι, το ζώο δεν έπρεπε να είναι ένα υπερφυσικό και κακάσχημο πλάσμα που θα σκορπούσε τον φόβο και τον τρόμο στην τάξη. Έπρεπε να είναι ένα ζώο που υπήρχε κάποτε στην Ελλάδα και στη Θεσσαλία κι εξαφανίστηκε αργότερα, ενώ κόκαλα του σκελετού του βρέθηκαν σε ανασκαφές σε διάφορα σημεία. Η δασκάλα πίστεψε, πως ο κύριος «Ιστορικόπουλος» θα τους έλεγε για το δεινοθήριο του Πικερμίου της Αττικής, τον γιγαντιαίο ελέφαντα που έζησε πριν δύο εκατομμύρια χρόνια. Όμως εκείνος ήθελε να μιλήσει για ένα ζώο όχι και τόσο μακρινό, για ένα ζώο που ζούσε την εποχή του Στραβοπόδη, περίπου το 4.500 π.χ.
«Τότε ο Στραβοπόδης -συνέχισε ο κ. Πανταλέων-, θυμήθηκε τα λόγια του παππού του, ότι δηλαδή η γη είναι ανήμερο θεριό και καταπίνει τους ανθρώπους. Έχασε την ψυχραιμία του και τι άλλο μπορούσε πραγματικά να κάνει από το να πιαστεί σ’ ένα χαμηλό κλαδί δέντρου; Με τα ασύμμετρα πόδια του και με τα μακριά αδύνατα χέρια του αναρριχήθηκε πιο ψηλά, βρίσκοντας μία θαυμάσια κρυψώνα.
Μία ανάσα γρήγορη, κοφτή, ξεχώριζε μες στην ησυχία της νύχτας, σαν να ’βγαινε από κάποιο κουρασμένο αγρίμι που σερνόταν πληγωμένο, για να βρει προστασία ανάμεσα στα δέντρα του δάσους και στα πυκνά φυλλώματα τους. Ο Στραβοπόδης είχε σκαρφαλώσει πάνω σ’ ένα πανύψηλο πλατάνι και τα μάτια του λαμπύριζαν σαν δυο φλογίτσες. Περίμενε υπομονετικά πάνω στο δέντρο να περάσει ο κίνδυνος και η απειλή. Ήθελε να φωνάξει δυνατά και απελπισμένα «βοήθεια!», αλλά δεν ήξερε αν υπήρχε κοντά του κάποιος άνθρωπος με φιλικές διαθέσεις, για να τον βοηθήσει. Βρισκόταν τώρα στην κορυφή του δέντρου και προσπαθούσε να δει κάτω χαμηλά, παραμερίζοντας τα ακατάστατα μαύρα μακριά μαλλιά του, που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό του και του εμπόδιζαν τη θέα. Τα έβαλε με τον εαυτό του, γιατί δεν του είχε περάσει καθόλου απ’ το μυαλό ότι κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να γίνει φίλος μ’ ένα επικίνδυνο και αιμοβόρο πλάσμα. Ή εφόσον κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να γίνει, να έστηνε μία παγίδα στον τεράστιο εχθρό του. Δε γνώριζε όμως τη μορφή του, τον όγκο του, την κίνησή του, γενικά κάθε λεπτομέρεια του σώματός του και αν είχε ανεπτυγμένη όραση ή όχι. Μοιραία, κάθε προσπάθεια να του στήσει παγίδα θα ήταν αμφίβολη σε αποτέλεσμα.
Προσπαθούσε να κάνει την αναπνοή του πιο σιγανή, αν γινόταν αθόρυβη, αλλά η γύρη των ανθισμένων λουλουδιών τού έτρωγε τη μύτη και αγωνιζόταν στην κυριολεξία για να μη φτερνιστεί και προδώσει τη θέση του στον άγνωστο εχθρό του. Αν πλησίαζε μια γιγαντιαία σαύρα και τον έπαιρνε μυρωδιά, θα τον έκανε στα σίγουρα κομματάκια με τα κοφτερά της δόντια! Το ζώο όμως που εμφανίστηκε δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που φανταζόταν το παιδί! Ήταν ένας κοντόχοντρος ρινόκερος, με διπλωμένο δέρμα, που έμοιαζε θωρακισμένος. Είχε ένα κέρατο φυτρωμένο στο επάνω μέρος του ρύγχους του και τα πόδια του φαινόταν πολύ δυνατά για ν’ αντέχουν το υπερβολικό βάρος του. Μόλις πλησίασε στο δέντρο και οσμίστηκε τον αέρα για να ξεχωρίσει την ανθρώπινη παρουσία, μούγκρισε ευχαριστημένος και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά κοιτώντας την κορυφή. Έμοιαζε σαν να χαιρετούσε τον Στραβοπόδη κι έψαχνε για φιλική παρέα.
Ο Στραβοπόδης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά του και μ’ ένα επιφώνημα έδιωξε την αγωνία του. Ο κοντόχοντρος «φίλος» του, καμία σχέση δεν είχε με τα παλαιοντολογικά θεριά· τους ονομαστούς δεινόσαυρους, που ξεπερνούσαν σε μήκος τα τριάντα μέτρα. Όση ώρα βρισκόταν σε κατάσταση κινδύνου, έλεγε από μέσα του για να παίρνει κουράγιο :
«Μακάρι να είναι ένα φυτοφάγο πλάσμα! Αλλά και αν ακόμη είναι ένα σαρκοφάγο ζώο, θα το ξεγελάσω και θα του δώσω να καταλάβει ότι σαν ζωντανός οργανισμός δεν είμαι καθόλου εύπεπτος για το στομάχι του!».
Ευτυχώς τελικά, ήταν ένας ρινόκερος που λίγο τον ενδιέφερε τι έκανε ο Στραβοπόδης στην κορυφή του δέντρου και συνέχισε αδιάφορος τον δρόμο του μέσα στο δάσος. Ένας διαπεραστικός ήχος που έμοιαζε με κρώξιμο πουλιού, έστρεψε την προσοχή του ρινόκερου μακριά απ’ το μικρό παιδί. Εκείνο τώρα άρχισε σιγά-σιγά να κατεβαίνει, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί. Όταν έφτασε στη ρίζα του δέντρου πάτησε γερά στο χώμα, τεντώνοντας το μουδιασμένο του κορμί.
Το ζώο έκανε μεγάλους διασκελισμούς με τα χοντρά του πόδια και παρά το βάρος του και στην πορεία του παράσερνε τους μικρούς δύσμοιρους θάμνους και τα χαμηλά ποώδη φυτά. Δεν επρόκειτο για ένα ιδιότροπο ζώο που φλεγόταν από τη μανία της καταστροφής. Ένας δεινόσαυρος ή ένα μαμμούθ θα ξερίζωνε ολόκληρους κορμούς δέντρων και θα έκοβε τα κλαδιά τους για να τα χρησιμοποιήσει για οδοντογλυφίδες, αφαιρώντας τα υπολείμματα των τροφών απ’ τα δόντια του. Ο «κοντόχοντρος περαστικός» σταματούσε κάθε λίγο κι έξυνε πάνω στη σκληρή φλούδα των κορμών τα νύχια των ποδιών του· είχε σε κάθε πόδι τρία παχουλά δάχτυλα, ο απίθανος!
Ο Στραβοπόδης συμπέρανε πως ήταν πολύ τυχερός σήμερα και χαμογέλασε τόσο βαθιά που τα μάτια του φώτισαν και ο φόβος απομακρύνθηκε από το πρόσωπό του. Παρατήρησε τώρα την πρησμένη απ’ το φαγητό κοιλιά του ρινόκερου που σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος και την έσερνε με δυσκολία».
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Από το λογοτεχνικό περιοδικό "Νέα Αριάδνη", τεύχος 96, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2017.
Δεν ξέρω από ποιήματα,
χαμένα βήματα σε δρόμους ονείρου...
Με ενοχλούν οι σιωπές,
αλλά και οι βουές του κόσμου...
Θα ήθελα να φυσήξω σαν άνεμος,
να ψιθυρίσω σαν φλοίσβος,
να θροίσω σαν φύλλο δέντρου...
Κι όμως, ότι μου ανήκει από το τίποτα
είναι αυτό το κάτι...
ένα γαλάζιο να βλέπω στο κεφάλι σου
να το φοράς πάντα καπέλο,
ένα βλέμμα λαμπερό
να σφυρίζει στην ελπίδα
και μια πλάτη γερμένη
από πόνο ή φόβο
να αναθαρρεύει με ένα χάδι,
με δύο στοργικά λόγια...
Αυτό είναι το καράβι
που με ταξιδεύει:
η χαρά του ανθρώπου
που κόβει το κύμα...
Κι αν λέγεται ποίημα ή μέθη
δεν έχει τόσο αξία,
γαλήνη κι αλήθεια αν φέρνει
σε άδικη μοίρα...
χαμένα βήματα σε δρόμους ονείρου...
Με ενοχλούν οι σιωπές,
αλλά και οι βουές του κόσμου...
Θα ήθελα να φυσήξω σαν άνεμος,
να ψιθυρίσω σαν φλοίσβος,
να θροίσω σαν φύλλο δέντρου...
Κι όμως, ότι μου ανήκει από το τίποτα
είναι αυτό το κάτι...
ένα γαλάζιο να βλέπω στο κεφάλι σου
να το φοράς πάντα καπέλο,
ένα βλέμμα λαμπερό
να σφυρίζει στην ελπίδα
και μια πλάτη γερμένη
από πόνο ή φόβο
να αναθαρρεύει με ένα χάδι,
με δύο στοργικά λόγια...
Αυτό είναι το καράβι
που με ταξιδεύει:
η χαρά του ανθρώπου
που κόβει το κύμα...
Κι αν λέγεται ποίημα ή μέθη
δεν έχει τόσο αξία,
γαλήνη κι αλήθεια αν φέρνει
σε άδικη μοίρα...
21/03/2018
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
✦ ✦ ✦ ✦
Η αιωνιότητα
Τι είναι η αιωνιότητα;
Μια μαύρη πέτρα
όπου χαράσσουμε
τις σκέψεις και τα έργα μας.
Κι ο δυνατός άνθρωπος
τη λειαίνει με τα όνειρα,
τη λευκαίνει με τα χρόνια.
Τη σφίγγει μέσα στις παλάμες του
να γίνει πλαστελίνη
κι έτσι φτιάχνει στη μοίρα του
χαρούμενο πανωφόρι.
Ακόμη και ο πόνος
τον λυτρώνει.
Μια μαύρη πέτρα
όπου χαράσσουμε
τις σκέψεις και τα έργα μας.
Κι ο δυνατός άνθρωπος
τη λειαίνει με τα όνειρα,
τη λευκαίνει με τα χρόνια.
Τη σφίγγει μέσα στις παλάμες του
να γίνει πλαστελίνη
κι έτσι φτιάχνει στη μοίρα του
χαρούμενο πανωφόρι.
Ακόμη και ο πόνος
τον λυτρώνει.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
✦ ✦ ✦ ✦
Ήρθε ο αέρας
κι έφερε δροσιά
στα μάγουλά σου.
Ήρθε η φλόγα της ζωής
με μια αγκαλιά από θάλασσες κοντά σου...
Ο πόθος της αναμονής
ανήσυχα στα χείλη αιωρούταν
κι άγγιζε την ψυχή βαθιά
σαν κάτοικος της αιώνιας αγάπης.
Ο καταρράκτης των αισθήσεων
στα μάτια σου δυναμώνει
και γίνεται αλήθεια...
κι έφερε δροσιά
στα μάγουλά σου.
Ήρθε η φλόγα της ζωής
με μια αγκαλιά από θάλασσες κοντά σου...
Ο πόθος της αναμονής
ανήσυχα στα χείλη αιωρούταν
κι άγγιζε την ψυχή βαθιά
σαν κάτοικος της αιώνιας αγάπης.
Ο καταρράκτης των αισθήσεων
στα μάτια σου δυναμώνει
και γίνεται αλήθεια...
28/02/2018
Λάσκαρης
✦ ✦ ✦ ✦
Θα περάσουν
οι αιχμές των ονείρων,
χωρίς να πληγώσουν
τις διάφανες ψυχές,
τα τόξα των ελπίδων
θα στοχεύσουν και πάλι,
κάθε λαμπερό φεγγάρι
που ξεχάσαμε να κοιτάξουμε βαθιά.
Οι σκέψεις σκοτείνιασαν
στιγμιαία τον καθρέφτη,
τα πρόσωπα όμως δεν έσβησαν,
οι καρδιές δεν στέρεψαν,
φαίνονται οι καμπύλες
που τονίζουν τις όμορφες στιγμές.
Οι ποταμοί, μας γυρίζουν
στην αιώνια πηγή,
κανείς να μη χάνει τον δρόμο του,
με τις λάμψεις των ματιών
οδηγούς αξεπέραστους...
οι αιχμές των ονείρων,
χωρίς να πληγώσουν
τις διάφανες ψυχές,
τα τόξα των ελπίδων
θα στοχεύσουν και πάλι,
κάθε λαμπερό φεγγάρι
που ξεχάσαμε να κοιτάξουμε βαθιά.
Οι σκέψεις σκοτείνιασαν
στιγμιαία τον καθρέφτη,
τα πρόσωπα όμως δεν έσβησαν,
οι καρδιές δεν στέρεψαν,
φαίνονται οι καμπύλες
που τονίζουν τις όμορφες στιγμές.
Οι ποταμοί, μας γυρίζουν
στην αιώνια πηγή,
κανείς να μη χάνει τον δρόμο του,
με τις λάμψεις των ματιών
οδηγούς αξεπέραστους...
27/02/2018
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
✦ ✦ ✦ ✦
Και περίμενα χρόνια
για μια ανταύγεια...
ξεφόρτωνα από τον ήλιο
αχτίδες φορτία...
μα εκεί που σκοτείνιασε
βρήκα το φως μου
σε υπόγειο του ονείρου...
στα κρυφά σκαλοπάτια του
ανέβηκα με ψυχή πονεμένη
κι ας με κύκλωναν οι πόθοι
να το ρίξω στο γέλιο,
για να ξεφύγω της μοίρας...
Και περίμενα χρόνια
για να πλέξω τις πολύχρωμες
κλωστές της αγάπης...
ένας ασπρομάλλης γέρος
με τράβηξε,
μόλις με είδε πνιγμένο
σε κύματα άγρια
και ουράνιο τόξο, μου έδειξε
σαν άνθισε το βλέμμα μου...
είναι ο πόνος σου φώναζε
αυτός ο δρόμος με τα πολύχρωμα άνθη...
είναι το περιβόλι της ψυχής
που δακρύζει σιωπηλά,
όπου αγγίζεις
πηγές αναδύουν
το άρωμα της υπομονής
κι ένα αιώνιο έψιλον
μεθάει μες στις φράσεις...
για μια ανταύγεια...
ξεφόρτωνα από τον ήλιο
αχτίδες φορτία...
μα εκεί που σκοτείνιασε
βρήκα το φως μου
σε υπόγειο του ονείρου...
στα κρυφά σκαλοπάτια του
ανέβηκα με ψυχή πονεμένη
κι ας με κύκλωναν οι πόθοι
να το ρίξω στο γέλιο,
για να ξεφύγω της μοίρας...
Και περίμενα χρόνια
για να πλέξω τις πολύχρωμες
κλωστές της αγάπης...
ένας ασπρομάλλης γέρος
με τράβηξε,
μόλις με είδε πνιγμένο
σε κύματα άγρια
και ουράνιο τόξο, μου έδειξε
σαν άνθισε το βλέμμα μου...
είναι ο πόνος σου φώναζε
αυτός ο δρόμος με τα πολύχρωμα άνθη...
είναι το περιβόλι της ψυχής
που δακρύζει σιωπηλά,
όπου αγγίζεις
πηγές αναδύουν
το άρωμα της υπομονής
κι ένα αιώνιο έψιλον
μεθάει μες στις φράσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου