Van Gogh: Pink Peach Tree in Blossom |
«Θα βγεις επιτέλους στο φως;;» ακούω τη φωνή μου από πολύ βαθιά, κάτω από αόρατα χώματα. «Πως έχεις καταντήσει έτσι;;»
Δε ξέρω τι να μου απαντήσω. Όντως καταντάω κάτι, αλλά δεν έχω ακόμα σχηματίσει πλήρη εικόνα. Το κατάντημα πάντα ξεκινά πολύ πιο πριν απ’ όταν το συνειδητοποιείς, απ’ όταν το συνειδητοποιείς πραγματικά.
Σηκώνομαι απρόθυμα. Ένας θρόμβος από την μηριαία αρτηρία κινεί να προϋπαντήσει τον Μάη στην καρδιά μου, να πλέξει στεφάνι από τις στεφανιαίες αρτηρίες μου. Ευτυχώς λειτουργεί ως χαστούκι στο άδειο μου πρόσωπο. Το αποφάσισα. Από σήμερα, αλλάζω. Κι ας μην είναι Δευτέρα. Δίπλα μου, οι γαλότσες εργασίας με κοιτούνε με προσμονή. Κι ας τις έχω μετατρέψει σε αυτοσχέδιο τασάκι. Βλέπετε πως, ως αυτοδημιούργητος «καλλιτέχνης», έχω αυτονομιμοποιθεί να προβάλλω ως αισθητική πρωτοπορία τις δυσλειτουργίες μου. Πωπω, και πολιτικός να ήμουν, θα ντρεπόμουν αν κάποιος ανακάλυπτε πόσα πολλά έχουν κρυφτεί κάτω απ το χάλι μου. Το χαλί μου θέλω να πω.
Η πραγματική ανάγκη όμως φορές φωνάζει. Για παράθυρα ανοιχτά. Για αέρα φρέσκο. Ακόμα κι αν φέρει μαζί του μυρουδιές από μακρινές καμινάδες και απόηχους ξεχασμένων δρόμων. Και ψίθυρους μιας ζωής αλλιώτικης, που μπορεί να είναι το ίδιο γοητευτική όσο και τρομακτική. Να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω. Ακόμα κι αν ανοίγοντας ορμήσουν μέσα σου όλοι οι άνεμοι και σε γεμίσουν με πεσμένα φύλλα, είναι ανάγκη να κινητοποιείσαι.
Ζώντας νυχθημερόν κλεισμένος μέσα μου, στα υπόγεια του εαυτού μου, με το που βγαίνω έξω, τυφλώνομαι από το τόσο φως… Περιγελώντας τις ισορροπίες μου και ανατρέποντας το κέντρο βάρους μου ο αγαπημένος μου σκύλος ορμάει καταπάνω μου και με ρίχνει στο χώμα με το που με νιώθει να πατάω στην αυλή. Παραδίνομαι στην ενθουσιώδη διάθεση του και στην ανάσα του που πλημμυρίζει το πρόσωπό μου μια ζεστασιά γλυκύτερη κι απ’ του πιο ζωοδότη ήλιου. Με χαϊδεύει με αμέτρητα άκρα, πασχίζει να με κρατήσει, με σκάβει, ζητά κι απολαμβάνει το αγκάλιασμά μας ολούθε στο σώμα μου. Τα σκυλιά – λες και στο αίμα τους κυλούν δρεπανοκύτταρα που πετσοκόβουν αλλότρια αισθήματα- ζούνε σε μια διαρκή ετοιμότητα, με μια αγκαλιά πάντα οπλισμένη, με τη ψυχή τους στην καρδιά την σκανδάλη. Τινάζεται με μια ανάερη κίνηση από πάνω μου και κοντοστέκεται λιγάκι παραπέρα κοιτώντας με άπειρη προσμονή, λες και φερμάρει τα πουλιά που μόνο εκείνος βλέπει μέσα μου. Κάτι ζητά να μου δείξει. Κινείται προς ένα απόμερο σημείο της αυλής και σταματά μπροστά σε μια ξεχασμένη μπάλα. Ο ουρανός με κοιτά με δύο απέραντα γαλάζια μάτια. Λένε πως για να ανταμωθείς με τη συμφορά, αρκεί μια τόση δα στιγμή. Κι ύστερα τίποτε πια δεν είναι ίδιο. Χανόμαστε ακολουθώντας σαν υπνωτισμένοι ό,τι χάνουμε, βουλιάζουμε στον πόνο, τη θλίψη, την ανημπόρια. Όμως, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, για να ανταμωθείς με τη χαρά, με την πηγή της ζωής μέσα σου, αρκεί το ίδιο μια στιγμή. Μια μέρα απρόσμενης λιακάδας, ένα χάδι, ένα βλέμμα, ένα απλό νεύμα ενός σκύλου, γίνεται το κλειδί που ξεμανταλώνει όλα σου τα παράθυρα. Αρκεί να είσαι παρών και να το αισθανθείς. Να το δεις. Να το συνειδητοποιήσεις, όχι με το μυαλό μα με την γλυκιά ανατριχίλα που σε διατρέχει άξαφνα. Και ν’ αφεθείς. Να του παραδοθείς.
Μια μπάλα είναι αρκετή για να χαμογελάσει σκανταλιάρικα το παιδί μέσα σου, να σε τραβήξει απ’ τα μπατζάκια, να αλλάξει το χρώμα των πραγμάτων, να ξετρυπώσει την χορταριασμένη ελπίδα. Για πότε στήνουμε με πρόσφορες πέτρες την εστία, για πότε μαζεύονται οι γείτονες, για πότε γινόμαστε τρεχούμενα νερά στην αυλή, είναι από τα ιερά μυστήρια της ζωής. Υπάρχουν και τέτοιες ημέρες. Που ξεκινούνε πλασμένες απ’ τα χέρια της απλότητας, που αναδύουν φως, που ξετρυπώνουν αισθήσεις που αφήσαμε-γιατί άραγε- να λαγοκοιμούνται.
Νιώθω τα πάντα με μια απρόσμενη καθαρότητα. Τη ζέση να ανεβαίνει στα σώματα σα δροσερό νερό από πηγάδι, τα λουλούδια να μας παρακολουθούν γελώντας θαρρείς πάνω στους ορθωμένους μίσχους τους, την μπάλα που μετά από μια σέντρα του γιου μου διαγράφει πορεία σαν ουράνιου τόξου καμπύλη, τους μύες των ποδιών μου που σφύζουν από θέληση να προλάβουνε την πάσα. Και μένα να πατάω γερά, να υψώνομαι, κι όπως γυρίζω τον εαυτό μου ανάποδα, να βλέπω τον ουρανό να κρατάει την ανάσα του στο τάνυσμα του τετρακέφαλου μου καθώς απλώνω το πόδι, λες και επεκτείνομαι να συνατήσω μπάλα και ουρανό μαζί, εκεί ψηλά στον αέρα. Ανάποδο ψαλίδι και τ’ αόρατα δίχτυα του κενού, το νοερό γάμα της εστίας γεμίζει δύναμη κι ορμή. Ο τερματοφύλακας μένει άναυδος κι εγώ ξεσπάω σ’ ένα γέλιο νικηφόρο, λυτρωτικό, την ώρα που πέφτω με τα μούτρα στο χορτάρι κι αφήνομαι να με τυλίγει η δροσιά του, η θεσπέσια μυρωδιά του, χρώματα κι αποχρώσεις κάτω απ’ τα δάχτυλά μου ανάγλυφες, με το φάντασμα του Βαν Γκογκ χαμογελάει ικανοποιημένο μέσα μου, αυτή είναι η μαγεία μου επιβεβαιώνει, αυτά είναι τα χρώματα της ελπίδας, της ζωής, της λαχτάρας. Κι εγώ γελάω ακόμη περισσότερο, γελάω ολόκληρος πια, με όλες μου τις αισθήσεις παιδιά ενθουσιασμένα με το παιχνίδι της ζωής.
Υπάρχουν και τέτοιες μέρες. Που καμία πτώση δεν είναι αρκετή να σε κρατήσει πεσμένο κάτω για πολύ. Τινάζομαι ανάερος, έχω αποκτήσει φτερά, γκοοοοοολλλ, φωνάζω μ’ όλη τη δύναμη που ‘χουν τα πολύπαθα πνευμόνια μου- κι όμως, έχουν πολλή περισσότερη απ’ όσο φανταζόμουν και τούτη η συνειδητοποίηση μου φέρνει καινούριο ξέσπασμα χαράς που αρχίζω να τρέχω με τα χέρια υψωμένα, ορθάνοιχτος, ευχαριστώντας λες τον ουρανό, τη μέρα, τους συμπαίκτες μου, την κρυμμένη μέσα μου διάθεση, κάθε ένα χωριστά και όλα μαζί. Λες και πάντα ξεχνάμε τη δύναμη που κλείνουν μέσα τους οι ανάσες μας. Το γόνατο μου πρέπει να έχει ματώσει, το στήθος μου είναι έτοιμο να εκραγεί αλλά κάτι τέτοιες στιγμές, ποιος νοιάζεται για αμυχές και για σκέψεις συντήρησης. Γίνομαι ένα τσαμπί με τους συμπαίχτες μου, μαγιά για το πιο γλυκό κρασί του αύριο.
Υπάρχουν μέρες που όλα γύρω μας προτρέπουν να προσέξουμε το πόσο η ζωή ζητά να ενωθεί με την πηγή της. Σαν το φυτό που τραβάει το βλέμμα μου, περιορισμένο σε μία γλάστρα –δεν ξέρω κι εγώ πόσον καιρό ξεχάστηκε εκεί- με τις ρίζες του να εξέρχονται μέσα απ τις ρωγμές που διανοίξανε αναζητώντας χώρο ζωτικό. Υπάρχουν μέρες που είναι πολύ εύκολο να σπείρεις, να πιάσουν ρίζες τα ζωντανά, σε ένα βάθεμα που δεν θα χει τελειωμό. Καταπιανόμαστε με τα παιδιά και τα ανίψια μου να ανοίξουμε μια αγκαλιά συγνώμης στο λουλούδι, να το απελευθερώσουμε από τη «φυλακή» του, να το αποθέσουμε στη φυσική του τάξη. Χαμογελάμε παρατηρώντας το πώς αποτινάζουν από πάνω τους οι ρίζες το ξεραμένο χώμα της γλάστρας, χαμογελάμε σκεφτόμενοι καθένας με τον τρόπο του το πόση ανάγκη έχουμε όλοι μας από χώρο ζωτικό ν’ απλωνόμαστε, πως οι προστατευτικές μας γλάστρες μπορεί να είναι αναγκαίες όταν είμαστε μικροί, να μη χανόμαστε, μα έρχεται η ώρα που θέλουμε άπλωμα στο δικό μας χώμα. Για να κάνουν οι ρίζες τη δουλειά τους, να μοχθούνε βαθαίνοντας αφανώς χρίζοντας αιωνιότητα το ύψος χωρίς να γνωρίζουν τη μεταμόρφωση που θα συντελεστεί. Μα που θα συντελεστεί, ακολουθώντας τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Το καλύτερο μάθημα – και όχι μόνο φυτολογίας- για τα παιδιά -και όχι μόνο. Το επαναλαμβάνω στα μάτια τους, στα δικά μου, στα αναψοκοκκινισμένα τους μάγουλα καθώς στεκόμαστε περήφανοι πάνω από το έργο μας, και το ποτίζουμε στάλες ιδρώτα, γελώντας λαχανιασμένοι, με τις καρδιές μας καμπάνες, να στέλνουν με κάθε χτύπο τα χαρμόσυνα νέα στην επικράτεια μέσα μας. Νιώθω απλός και νιώθω απρόσμενα αγνός. Έχω μπροστά μου ανάγλυφη τη μοναδική αλήθεια της ζωής που πιστεύω: λίγο χώμα για σπορά, όλα αυτά που θάλλουνε μπροστά στις ψυχές μας και το γέλιο των παιδιών να κουβαλά νερό από το μέλλον να τα ποτίζει.
Υπάρχουν και τέτοιες μέρες. Που δε νυχτώνουν. Που θαυματουργούνε μέσα μας, κάνουν το χώμα να πετάει και τα πουλιά μας ν’ ανθίζουν. Που χτυπάει μονάχα η φωτεινή μας καρδιά μέσα στον κόσμο. Που τις ζούμε διασώζοντας τη φλόγα μας και μας χαρίζουμε μια ακόμα ευκαιρία να την χαρούμε ακέραιη. Που νιώθεις αγνός, αναβαπτισμένος στο ποτάμι της ζωής. Υπάρχουν και τέτοιες μέρες, που συνεχίζουν προχωρώντας μέσα σου κι αφήνουνε ίχνη για να τα αναζητήσεις κάποτε όταν θελήσεις να βρεις το δρόμο τον αληθινό. Μέρες που γίνονται η μόνη σου αληθινή περιουσία. Που κρατάνε ένα κομμάτι μας της φλόγας, λαμπερά ζωντανούς, σαν μια πυρά στην παραλία οδηγό για να ελπίζουμε στις καταιγίδες μεσοπέλαγα. Μέρες λυτρωτικοί θρίαμβοι. Με τέτοιες μέρες κρατάμε μακριά το σκοτάδι. Κι αν μοιάζει το φως να χάνεται, δε χάνεται. Απαλύνει μονάχα, λιγάκι, να ξεκουράζονται τα μάτια.
Πόσο χαρούμενη νιώθω που υπάρχουν και τέτοιες μέρες! Για σένα, για μένα, για τον καθένα! Δυνάμεις ανεξάντλητες και κάποιες ίσως άγνωρες που σε ανεβάζουν από το πουθενά στα ύψη ενός εαυτού που δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχει μέσα σου, που σε λυτρώνουν από
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλές δύσκολες στιγμές ή καταστάσεις! Ευτυχώς γιατί έτσι ζει η ελπίδα, ευτυχώς κι ευχαριστώ για τη χαρά των ευλογημένων, δροσερών σκέψεων και εικόνων.