Mάτια υγρά, θαμμένα στο κλάμα
σε χιλιάδες θύμησες.
Πέρα και πάνω από βουνά, δίπλα σε ρεματιές
που το λιόγερμα φωτάνε
σαν κατακόκκινο αίμα τρεχάμενο.
Χέρια λιγνά, τρεμάμενα,
με ακροδάχτυλα λεπτά σε αγκαλιές παραδομένα,
μα και στη πλάση του ψωμιού για των παιδιών το ανάστεμα.
Στήθια καμαρωτά, μωροφιλημένα ,
με τη σχισμάδα τους να φτιάνει ονείρατα
όσα δεν έβανε ποτές ο νους.
Μέση λυγερή σαν λιόκλαδο,
κουνάμενη ωσάν κύμα που σπάζει γλυκά στο φως τ’ αποσπερίτη.
Πόδια γερά, ίσα,
βαδισμένα σε μονοπάτια δύσβατα, ανηφορικά.
Ετσι ειν η αγάπη μου, στα άσπρα ντυμένη
με λαχτάρα ανείπωτη για αυτό που θα ρθει.
Με μια ελπίδα ολόφωτη
να πλημμυρίζει ήχο και φως στο σκοτάδι της ανημπόριας.
Να δίνει ζωή στα ούλα τριγύρω,
ως και στο βότσαλο
που ασάλευτο προσμένει το επόμενο κύμα
να ρθει να γυαλίσει για λίγο
προτού ο ήλιος ζηλιάρης θαμπώσει τη μορφή του ξανά.
Ετσι ειν η αγάπη μου,
απόμακρη, τρελαμένη, ασάλευτη, αποκαμωμένη,
σαν να χορεύει χρόνους πολλούς τον αιώνιο χορό της λεφτεριάς.
Αυτής που ανάμεσα στα σκέλια της
να γεννηθεί προσμένει.
ΑΝΑΔΗΜΟΑΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://anorthografies.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου