Κυριακή 3 Μαΐου 2015

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ "Παραμύθι χωρίς όνομα "


Το Παραμύθι χωρίς όνομα είναι το δεύτερο παιδικό βιβλίο της Ελληνίδας συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα. Δημοσιεύθηκε το έτος 1910. Επίσης τον ίδιο τίτλο έχει και το θεατρικό έργο του θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη που βασίζεται πάνω σε αυτό το βιβλίο
Το έργο αυτό εκδόθηκε σε μια ιστορική χρονική στιγμή που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήταν έτοιμο να υιοθετήσει τα διδάγματά του. Κατά το 1910 η Ελλάδα βρισκόταν σε φάση αναδιοργάνωσης, καθώς είχε αρχίσει το έργο της Αναθεωρητικής Βουλής και η χώρα προσπαθούσε να μεγιστοποιήσει τα μαθήματα από τον Πόλεμο του 1897. Το 1897 είχε βιωθεί τραυματικά από το έθνος (παρότι η Κρήτη απέκτησε αυτονομία έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και αφύπνισε την κοινή γνώμη για την ανάγκη αλλαγών, με αποτέλεσμα το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Με το αίτημα του κινήματος αυτού για αναδιοργάνωση συντάχθηκε αμέσως και η Πηνελόπη Δέλτα, η οποία ακόμα τότε δεν είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, αλλά ζούσε στην Αλεξάνδρεια και στη Δυτική Ευρώπη με την οικογένειά της (ήρθε στην Ελλάδα το 1916). Συνεπώς, το Παραμύθι χωρίς όνομα γράφτηκε μακριά από την Ελλάδα και με μία τελείως ιδεατή εικόνα της στον νου της συγγραφέως του.
Πρόκειται για ένα παραμύθι με φιλοσοφικά στοιχεία, αλληγορικό και ηθικό περιεχόμενο, και διδακτικό τόνο. Ακολουθεί ταπροτεσταντικά πρότυπα, κυρίως τα αγγλικά και τα αμερικανικά ηθικοπλαστικά έργα της νεανικής λογοτεχνίας του τέλους του 19ου αιώνα, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται και στην επίδραση που είχαν στην παιδική ηλικία της συγγραφέως οι δυτικοευρωπαίες γκουβερνάντες της.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

Τα γεγονότα της ιστορίας συμβαίνουν σε μια φανταστική χώρα, που ονομάζεται «Χώρα των Μοιρολάτρων» (ο τόνος σκόπιμα στο «-λά-»). Βασιλιάς της χώρας αυτής είναι ο Αστόχαστος (ή «Ασυλλόγιστος» στις πρώτες εκδόσεις του έργου) και βασίλισσα η Παλάβω. Ο γιος τους ονομάζεται Συνετός και οι κόρες τους Ζήλιω, Πικρόχολη και Ειρηνούλα. Η ιστορία αρχίζει όταν ο Αστόχαστος έχει οδηγήσει τη χώρα του στην απόλυτη κατάρρευση, στην οικονομική χρεοκοπία και στην αδυναμία επιβιώσεως, ενώ οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Σε τέτοιο σημείο έχει φθάσει η κατάπτωση του κράτους, ώστε το εγκαταλείπει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός παίρνοντας μαζί του ό,τι είχε απομείνει στο δημόσιο ταμείο. Το κράτος επιβιώνει μόνο χάρη στην οικονομική βοήθεια από τα γειτονικά βασίλεια, όπου βασιλεύουν ο «Εξάδελφος Βασιλιάς» και ο «Θείος Βασιλιάς». Μέχρι που μία ημέρα, αντί για την επόμενη «δόση» της οικονομικής βοήθειας φθάνει ένα καλάθι που περιέχει μία γαϊδουροκεφαλή...
Αυτά όλα προκαλούν τη θλίψη αλλά και την αγανάκτηση του Βασιλόπουλου, του Συνετού, που αποφασίζει να πάρει τη μικρότερη αδελφή του και να ξενιτευτεί. Το αποτρέπει όμως η κυρα-Φρόνηση, την οποία συναντά τυχαία, και η οποία τον πείθει να μείνει, να γνωρίσει από κοντά τον λαό του και να αγωνισθεί για την αναδιοργάνωση του κράτους. Αυτό και γίνεται, η προσπάθεια όμως για αναδιοργάνωση φέρνει τον Συνετό σε σύγκρουση με τους αξιωματούχους και όσους άλλους εκμεταλλεύονταν το «μπάχαλο» που είχε προκαλέσει η διοίκηση του πατέρα του για το προσωπικό τους συμφέρον. Ο Δικαστής, που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, φεύγει από τη χώρα και πείθει τον Θείο Βασιλιά να εκστρατεύσει εναντίον της χώρας του Αστόχαστου με τη βεβαιότητα ότι θα την κατακτήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Ο Συνετός ωστόσο κατορθώνει να εμπνεύσει πίστη και εμπιστοσύνη στον λαό του, ο οποίος εξεγείρεται σαν ένας άνθρωπος και, πολεμώντας με θάρρος και ενθουσιασμό, κατατροπώνει τον εισβολέα. Αμέσως μετά αρχίζει η αναδιοργάνωση του κράτους με την επιμέλεια της κυρα-Φρόνησης.
Αναγνωρίζοντας ο Αστόχαστος τα όσα πέτυχε ο γιος του, υποχρεώνεται να τον ανακηρύξει βασιλιά της Χώρας των Μοιρολάτρων.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 
Β'. Παλάτι και παλατιανοί
Από το μεγάλο και λαμπρό παλάτι του Συνετού Α', μόνος ο ψηλός πύργος έμενε κατοικήσιμος. Όλα τ' άλλα δωμάτια, οι μεγάλες σάλες, οι διάδρομοι, οι στρατώνες είχαν γκρεμίσει. Ο ψηλός πύργος ήταν και αυτός σε κακά χάλια. Κανένας δε φρόντισε ποτέ να επιδιορθώσει τους πεσμένους σοβάδες. Και ο άνεμος περιδιάβαζε και σφύριζε ελεύθερα στις άδειες κάμαρες, όπου από τα περισσότερα παράθυρα έλειπαν τα γυαλιά.
Οι χοντροί όμως τοίχοι βαστούσαν ακόμα. Κι εκεί, σε μετρημένα δωμάτια, περιορίζουνταν ο Βασιλιάς και η οικογένεια του. Καθώς πλησίαζε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο άκουσε φωνές θυμωμένες, γυναικείες και αντρίκειες. Σταμάτησε μια στιγμή. Ύστερα, με βαρύ αναστεναγμό έκανε να γυρίσει πίσω. Μα την ίδια ώρα ένα κορίτσι δεκαπέντε χρόνων πετάχθηκε από μέσα από τις πέτρες και ρίχθηκε στο λαιμό του.
- Αχ, αδελφέ μου, εγύρισες επιτέλους! του είπε με δάκρυα στα μάτια. Να 'ξερες πώς σε περίμενα τόσην ώρα! Το Βασιλόπουλο τη φίλησε και ρώτησε λυπημένα:
- Τι είναι πάλι οι φωνές;
- Τι θέλεις να είναι; Τα ίδια και τα ίδια! Η Πικρόχολη μαλώνει με τη Ζήλιω, κι ο πατέρας, γυρεύοντας να τις χωρίσει, τις αγριεύει όλο και περισσότερο.
- Και η μητέρα τι κάνει;
- Τι θες να κάνει; Στολίζεται σαν πάντα!
- Και συ, Ειρηνούλα;
- Εγώ... εγώ... - έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξέσπασε στα κλάματα: Εγώ βγήκα να σε βρω, γιατί μόνο εσύ ξέρεις να παρηγορήσεις.
Κάθησε στην πέτρα κοντά της και ακούμπησε το σαγόνι του στο χέρι του συλλογισμένος, ακούοντας τις φωνές που εξακολουθούσαν στο παλάτι. Η Ειρηνούλα έριξε το μπράτσο της γύρω το λαιμό του.
- Πες μου τίποτα, παρακάλεσε χαδιάρικα.
- Τι να σου πω; μουρμούρισε ο αδελφός της. Θα φύγω, Ειρηνούλα.
- Θα φύγεις; Πού θα πας;
- Εκεί που πάνε όσοι θέλουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και αφήνουν το βασίλειο μας κι εκπατρίζονται.
- Και θα μ' αφήσεις;
Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.
- Όχι, Ειρηνούλα. Θα σε πάρω μαζί μου.
- Ειρηνούλα! Ειρηνούλα! φώναξε μια αντρίκεια φωνή από μέσα από τον πύργο. Ειρηνούλα! Πού είσαι; Έλα λοιπόν να μας φέρεις το χαμόγελο! Βαρέθηκα τις μεγάλες σου αδελφές και τις φωνές τους!
Και ο Βασιλιάς, με την κορώνα γερμένη στη φαλάκρα του και με σχισμένο μανδύα, παρουσιάστηκε στην πόρτα. Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και ακολούθησαν τον πατέρα τους στο δωμάτιο, όπου ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια. Εμπρός σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη κάθουνταν η Βασίλισσα Παλάβω. Δυο παρακόρες έπλεκαν λουλούδια και ξεθωριασμένες κορδέλες ανάμεσα στα ψαρά της μαλλιά, ενώ γυρνώντας τη ράχη η μια στην άλλη, στις δυο άκρες της κάμαρας, κάθουνταν οι Βασιλοπούλες με κρεμασμένα πρόσωπα και χείλια πεταμένα, θυμωμένες και κατσουφιασμένες.
- Να ομορφιά και φαμελική χαρά, είπε ο Βασιλιάς σταυρώνοντας τα χέρια του, και κοιτάζοντας μια τη Ζήλιω, μια την Πικρόχολη. Όλη μέρα έτσι τα πάμε, η μια να ξεφωνίζει άσπρο και η άλλη να στριγλίζει μαύρο!
- Τι είναι αυτά μπροστά σε κείνα που τραβώ εγώ, η δύστυχη! κλαύθηκε και είπε η Βασίλισσα Παλάβω. Εσύ δεν έχεις παρά τις κόρες σου. Τι να πω εγώ που έχω και σένα που με ξεκουφαίνεις, και το γιόκα σου που ξεπορτίζει ίσα-ίσα την ώρα που τον θέλω να πάγει να μαζέψει λουλουδάκια...
Μα έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο. Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε. Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό:
- Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! Θα σας κόψω ολωνών το κεφάλι!
Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος. Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα.
- Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου... άρχισε.
- Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω;
Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
- Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε.
Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε.
- Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. Την πούλησες; Και γιατί;
- Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω.
- Α!... Χμ!... καλά, είπε ο Βασιλιάς. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.
Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε:
- Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπάζι νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειος μου! Ύστερα πρόσταξε τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε.
Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος.
- Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. Τι περιμένεις;
- Αφέντη... ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό.
- Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς.
- Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη.
Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν. Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε. Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί. Κάπως μουδιασμένος ρώτησε:
- Φαγί έχει;
Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια. Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του. Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθησε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση:
- Πανουργάκο, έλα δω!
Ο αρχικαγκελάριος ίσιασε την πλάτη του και προχώρησε προς το Βασιλιά.
- Αφέντη!... είπε με καινούρια υπόκλιση.
- Τι προτείνεις; ρώτησε σύντομα ο Βασιλιάς.
Ο αρχικαγκελάριος κοίταξε σιωπηλά την κορώνα του Άρχοντα, όπου γυάλιζαν ανάμεσα στο μάλαμα μερικά μεγάλα πολύτιμα πετράδια. Ο Βασιλιάς κατάλαβε την έννοια της ματιάς, και τρομαγμένος άρπαξε την κορώνα του με τα δυο του χέρια και τη στήριξε στο κεφάλι του.
- Αχ, όχι! Αυτό όχι! φώναξε νευρικά. Πρότεινε κάτι άλλο.
- Τότε, και αφού δεν επιστρέφουν οι υπασπιστές που έστειλα στα γειτονικά βασίλεια από δω και δέκα μέρες, ας κάνει τον κόπο η Αφεντιά του το Βασιλόπουλο, να πάγει άλλη μια φορά στο Βασιλιά τον εξάδελφο σου...
- Όχι, είπε αποφασιστικά το Βασιλόπουλο, βγαίνοντας από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχθεί με την Ειρηνούλα. Έκανα όρκο να μη ζητιανέψω πια ποτέ.
Ο Βασιλιάς σηκώθηκε μ' έναν πήδο και στάθηκε μπροστά στο γιο του, φοβερίζοντας τον με το γρόθο του.
- Και ποιος είσαι συ, παλιόπαιδο, που κάνεις όρκους κι έχεις και γνώμη; είπε με θυμό.
- Είμαι ο αυριανός Βασιλιάς, αποκρίθηκε ήσυχα ο γιος του, και την αξιοπρέπεια μου τη θέλω.
Ο Αστόχαστος έτριψε το μέτωπο του με λύσσα. Απάντηση δεν έβρισκε να δώσει του αγοριού του, μα έμενε το πρόβλημα άλυτο, που να βρουν φαγί.
- Πανουργάκο! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι!
Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει.
- Λοιπόν, μια λύση! φώναξε ο Βασιλιάς.
Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.
- Να... να πάγω εγώ... πρότεινε με σβησμένη φωνή.
- Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι!
Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά. Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε.
- Πού θα πάγω, μουρμούρισε. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε...
Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. Ύστερα πήρε την απόφαση του.
- Τι σήμερα, τι αύριο! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω! Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον Λαγόκαρδο...
Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.
Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές. Τον έπιασε τρομάρα.
- Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.
- Κανένας, Εξοχώτατε, εγώ είμαι! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του.
Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος.
- Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.
- Εγώ... εγώ... ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή.
- Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος.
Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του. Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα.
- Μπρε κλέφτη! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια.
- Εξοχώτατε... κλέφτης δεν είμαι... Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα...
- Ψέματα λες! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού!
- Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. Ρώτησε τον, Εξοχώτατε, αν δεν τα πλήρωσα! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο...
Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει. Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω.
Ι'. Στην ταβέρνα
Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο τραπέζι με την κόρη του. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν και οι δυο.
- Κάθησε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντας του ένα σιδερένιο σκαμνί. Έφαγες;
- Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
- Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης.
Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθησε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο.
- Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη.
Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του.
- Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε.
- Το Βασιλόπουλο! μουρμούρισε η κόρη.
Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι.
- Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι.
- Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.
Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του.
- Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.
- Όχι, δεν ήλθε το τέλος! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό.
- Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις...
- Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους!
Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά.
- Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε.
- Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. Φτιάσε μου όπλα.
- Μα με τι, με τι! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια!
Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του. Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε:
- Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά.
- Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο.
Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά:
- Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες!
Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε.
- Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! είπε μ' ενθουσιασμό. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου!
Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω.
- Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! φώναξε της κόρης του.
Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα. Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι.
- Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί.
- Έλα μαζί μας. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις.
Και το παιδί τους ακολούθησε. Έφθασαν στα πηγάδια. Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει.
- Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ.
Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι. Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί. Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι.
- Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δωσω φαγί.
Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε. Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα.
- Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα.
Και ρώτησε το Βασιλόπουλο:
- Φεύγεις, Αφέντη;
- Ναι! πηγαίνω στην ταβέρνα. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.
Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη. Στο δρόμο κουβέντιαζαν.
- Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. Δεν έχεις στρατιώτες.
- Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα.
- Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. Δε δουλεύει το ξύλο.
- Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου;
- Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα.
- Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω...
Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι.
- Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά!
- Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο;
- Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα.
- Και πού μπορώ να τον βρω;
- Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους.
- Πάγω να τον πάρω. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο.
Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα. Ίσα στην ταβέρνα πήγε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια. Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή. Το Βασιλόπουλο κάθησε αντίκρυ του. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη.
- Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας.
- Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!...
- Γιατί δε δουλεύεις και τώρα;
Ο άνθρωπος στέναξε.
- Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση. Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν.
- Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του.
- Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος.
- Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!
- Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Το ίδιο κάνει.
- Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί όποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος.
- Κοροϊδεύεις, πατριώτη! είπε γελώντας ο νέος.
- Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο!
Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο.
- Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά.
- Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου.
- Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα;
- Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά!
- Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο!
Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά. Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε:
- Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας!
Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε.
- Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους.
- Για δες αρχηγό που τον έχομε! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο!
- Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.
- Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! φώναξε κάποιος.
- Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! είπε ο γερο-Κακομοίρης.
Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά.
- Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα!
- Μπράβο, είπε ο γέρος. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο.
- Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.
Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.
- Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. Δε θα τον βοηθήσεις;
Ο γέρος ξαφνίστηκε.
- Μιλάς σοβαρά; ρώτησε.
- Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς.
Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω.
- Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε.
- Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα!
Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος.
- Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Διάταξε, Αφέντη! μουρμούρισε ο γέρος. Είμαι δικός σου!
Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε.
- Έχεις εργαλεία; ρώτησε.
- Έχω!
- Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει.
Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά. Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού.
- Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. Τους είπα να έλθουν. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός.
Κάθησαν στο τραπέζι. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους.
Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο.
Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο. Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. Μ' αυτό δε δέχθηκε. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα. Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθησε στο χώμα να ξεκουραστεί. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο. Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. Κάθησε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά.
ΙΖ'. Δουλειά
Οι πρόσκοποι γύριζαν εκείνη την ώρα κι έφερναν την είδηση πως οι εχθροί ήταν σκορπισμένοι άλλοι εδώ και άλλοι εκεί, πως η πεδιάδα όλη ήταν σπαρμένη με τ' άρματα που είχαν ρίξει φεύγοντας, και πως ο θείος Βασιλιάς, από το κακό του και το θυμό του, είχε αρρωστήσει και είχε φωνάξει από την πατρίδα του το μεγαλύτερο σοφό να τον γιατρέψει. Λογάριαζε, λέει, μόλις γίνει καλά, να σηκώσει καινούριο στρατό και να ξαναρχίσει τον πόλεμο.
Το Βασιλόπουλο έβαλε τότε ανθρώπους να μαζέψουν τα σκορπισμένα όπλα του εχθρού. Ύστερα έστειλε τον Πολύκαρπο στη χώρα ν' αγοράσει σιτάρι, κριθάρι, και ό,τι άλλο μπορούσε να σπείρει. Άλλους έστειλε σε όλο το βασίλειο ν' αγοράσουν από τους χωρικούς τα βώδια τους και τ' αλέτρια, που για χρόνια σκούριαζαν στους ερειπωμένους στάβλους. Και βλέποντας τους στρατιώτες που με δεμένα χέρια κάθουνταν και κουβέντιαζαν ή ξαπλωμένοι στον ήλιο έχασκαν ή σεργιάνιζαν στην ακροποταμιά, τους φώναξε όλους και τους είπε:
- Ελάτε, πατριώτες, πάμε να σκάψομε τα χωράφια. Όταν μας φέρουν το σιτάρι, θα είμαστε έτοιμοι να το σπείρομε.
Και παίρνοντας μια τσάπα, θέλησε να σκάψει το χώμα, δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. Αλλά οι στρατιώτες δεν τον άφησαν.
- Όχι σήμερα, Αφέντη, του είπαν, δεν κάνει με το πληγωμένο σου χέρι και το δεμένο σου κεφάλι! Άφησε μας να κάνομε μεις αυτή τη δουλειά. Εσύ πρόσταξε μας μονάχα από πού ν' αρχίσομε.
Αφού λοιπόν τους έστρωσε όλους στη δουλειά, πήρε πάλι το δρόμο της χώρας και από κει τράβηξε στου δασκάλου το σπίτι. Βρήκε πάλι δυο-τρία πεινασμένα παιδιά, που πότιζαν κι έσκαβαν το περιβόλι του «Σχολείου του Κράτους», ενώ στο σπίτι μέσα ο δάσκαλος, ξαπλωμένος σε δυο καρέγλες, με το χέρι ακουμπισμένο σε τρίτη, διάβαζε την «Κύρου Ανάβαση».
- Α, όχι, αυτό δεν κάνει πια! είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ήρθε η ώρα όπου όλοι θα δουλέψουμε, και συ με τους άλλους, κυρ-δάσκαλε.
Ο δάσκαλος παράτησε το βιβλίο του και με κάποια ειρωνεία ρώτησε:
- Τι δουλειά μπορώ εγώ να κάνω; Μήπως εγώ θα σιάξω τον τόπο;
- Ναι, εσύ κι εγώ και όλοι μας θα σιάξομε τον τόπο, διορθώνοντας όμως πρώτα-πρώτα τον εαυτό μας! είπε θυμωμένα το Βασιλόπουλο.
- Και σαν τι να κάμω εγώ;
- Να εργαστείς αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια! Ο δάσκαλος σηκώθηκε ντροπιασμένος.
- Έχεις δουλειά να μου δώσεις; ρώτησε.
- Δουλειά όση θέλεις, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Πρώτα-πρώτα να πάρεις αμέσως τα παιδιά αυτά που δουλεύουν στο περιβόλι σου και να έλθεις μαζί μου.
Πήρε ο δάσκαλος τα παιδιά και ακολούθησε το Βασιλόπουλο στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη, όπου πλήθος αγόρια και κορίτσια πήγαιναν κι έρχουνταν, κουβαλώντας σίδερο από το μεταλλείο στο σιδηρουργείο.
- Γεια σου, Αφέντη, είπε χαρούμενος ο Κακομοιρίδης. Για δες τι καλό που έκανε το παράδειγμα του πρώτου ζητιάνου που ήλθε να δουλέψει! Όλη η χώρα τώρα θέλει να μου στείλει τα παιδιά της, για να κερδίζουν, λέει, τουλάχιστον το ψωμί τους. Και δεν ξέρω πώς να θρέψω τόσον κόσμον! Παν να τελειώσουν οι σοδειές μου!
Και με το σφυρί του, ακούραστα χτυπούσε το σίδερο απάνω στο αμόνι.
- Δεν πειράζει, Κακομοιρίδη, είπε το Βασιλόπουλο. Το δάσος είναι απ' έξω από το σπίτι σου κι έχει πλήθος ελάφια, λαγούς, κουνέλια και αγριόπουλα, και ο κάμπος είναι γεμάτος αγριοράδικα.
Και γυρνώντας στα παιδιά, που με απορία κοίταζαν το μαντιλοδεμένο του κεφάλι και το κρεμασμένο του χέρι:
- Ποιος από σας ξέρει να τραβήξει σφενδόνα; ρώτησε.
Όλα ήξεραν. Η σφενδόνα ήταν το μόνο τους παιχνίδι. Το Βασιλόπουλο γύρισε στο δάσκαλο.
- Γράφε λοιπόν, κυρ-λογιότατε, είπε.
Και υπαγόρευσε το πρόγραμμα, κι έγραψε ο δάσκαλος: Δυο ώρες το πρωί και άλλες δυο το απόγεμα δουλειά στο μεταλλείο· κάθε παιδί θα κουβαλά σίδερο στο σπίτι του Κακομοιρίδη. Άλλη μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα, μάθημα· θα παραδίνει ο δάσκαλος μέσα στο δάσος, όταν δε βρέχει, και στο «Σχολείο του Κράτους», όταν είναι κακός καιρός. Και όλες οι άλλες ώρες θα μείνουν για το κυνήγι.
- Κάθε πρωί όλα τ' αγόρια θα μαθαίνουν να σαϊτεύουν, πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Στην αρχή θα σκοτώνουν λαγούς κι ελάφια, και σα μεγαλώσουν, θα σκοτώνουν τους εχθρούς της Πατρίδας.
- Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! φώναξαν μ' ενθουσιασμό τα παιδιά.
Και όλα μαζί έτρεξαν να φιλήσουν τα χέρια του, τα ρούχα του, ό,τι πρόφθαινε το καθένα.
- Και ποιος θα σκάβει το μεταλλείο; ρώτησε ο Κακομοιρίδης. Οι έτοιμες πέτρες τελείωσαν και τα παιδιά δεν μπορούν και να σκάβουν και να κουβαλούν.
- Στο μεταλλείο θα κατεβαίνουν οι φυλακισμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Αντί να σαπίζουν στη φυλακή, ας δουλεύουν για την ωφέλεια του κράτους. Μόνο με τη δουλειά μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι.
Ο γερο-Κακομοιρίδης, μ' ένα-δυο μαραγκούς, είχε τελειώσει την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και τα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ελεύθερα στα πηγάδια.
- Και συ, είπε χαμογελώντας το Βασιλόπουλο στην κόρη του Κακομοιρίδη, που του έφερνε πάλι τον καφέ στο σιδερένιο κουπάκι, εσύ με τα κορίτσια θα βράζεις τη σούπα για όλον αυτόν τον κόσμο, την ώρα που η Βασιλοπούλα θα τη βράζει στο στρατόπεδο για όλο το στρατό.
Κι έτσι άρχισε από τα μικρότερα πράματα ως τα μεγαλύτερα η αναδιοργάνωση και η αναγέννηση στο βασίλειο των Μοιρολατρών. Από το στρατόπεδο των νικημένων εχθρών, το Βασιλόπουλο μάζεψε τις σκηνές και τα υλικά του πολέμου και τα μοίρασε στους δικούς του στρατιώτες. Από τους σκοτωμένους εχθρούς πήρε τα ρούχα και τα φύλαξε στο υπόγειο του παλατιού, για να τα μοιράσει πάλι το χειμώνα, όταν θα έρχουνταν το κρύο. Ύστερα χώρισε τους στρατιώτες του σε τέσσερα τμήματα, κατά τη δουλειά που ήξερε ο καθένας πριν γίνει στρατιώτης. Οι γεωργοί όργωναν κι έσπερναν τα χωράφια, οι χτίστες έχτιζαν αποθήκες και μύλους και έστρωναν δρόμους, οι ξυλοκόποι και οι μαραγκοί έκοβαν δέντρα και δούλευαν στα καράβια του πρωτομάστορη, και οι σιδεράδες και κλειδαράδες δούλευαν στο σιδεράδικο του Κακομοιρίδη που τους διεύθυνε όλους.
Και κάθε πρωί, πριν αρχίσουν άλλη δουλειά, όλοι έβγαιναν στο κυνήγι, και με τα βέλη τους σκότωναν ελάφια, λαγούς, κουνέλια ή αγριοκάτσικα, και με τη σφενδόνα σκότωναν αγριόπουλα, ενώ οι γέροι, που δεν μπορούσαν να τρέχουν στα δάση και στα βουνά, έριχναν τα δίχτυα τους ή τις βόλτες στο ποτάμι και μάζευαν ψάρια. Η Ειρηνούλα είχε κατέβει από το παλάτι με την πρώτη λέξη που της είχε πει ο αδελφός της. Όταν όμως είδε τόσο κυνήγι μαζεμένο και κοίταξε τις κατσαρόλες της που δε χωρούσαν παρά λίγα μικρόπουλα, κάθησε στο χόρτο και άρχισε τα κλάματα. Έξαφνα ένα χέρι έπιασε το δικό της και μια λυπημένη φωνή μουρμούρισε:
- Μην κλαις, Βασιλοπούλα μου, πες μου τι μπορώ να σου κάνω!
- Αχ, Πολύκαρπε! αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Πού θα βράσω τόσα ελάφια και τόσα αγριοκάτσικα; Ούτε το κεφάλι τους δε χωρεί στον τέντζερέ μου!
Ο Πολύκαρπος σηκώθηκε ευθύς, έτοιμος να τρέξει στην άκρη του βασιλείου, για να βρει το καζάνι που χρειάζουνταν για τη σούπα του στρατού, κι έτσι να στεγνώσει τα δάκρυα της Βασιλοπούλας του. Αλλά δροσερό γέλιο ακούστηκε που τους σταμάτησε. Μαζί γύρισαν και είδαν ένα κοριτσίστικο κεφάλι που τους γελούσε από μέσα από τα κλαδιά.
- Το καζάνι είναι δω, Ειρηνούλα, φέρε το κυνήγι σου. Και συ, Πολύκαρπε, έλα να μας ανάψεις φωτιά! είπε η Γνώση.
Έτρεξαν κοντά της και είδαν δυο μεγάλα καζάνια, που τα έσερναν μερικοί στρατιώτες. Η κυρα-Φρόνηση τους οδηγούσε, ενώ παρακάτω, η Ζήλιω και η Πικρόχολη, γελαστές κι ευχαριστημένες, όπως ποτέ ακόμα δεν τις είχε δει η Ειρηνούλα, κουβαλούσαν ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο χόρτα και οπωρικά. Σαστισμένη κοίταξε η Ειρηνούλα και ούτε να ρωτήσει δε σκέφτηκε, πώς βρέθηκαν εκεί οι αδελφές της. Η Γνώση την είδε και άρχισε πάλι τα γέλια.
- Δεν περίμενες να δεις τις αδελφές σου μαζί μας, είπε, ε, Ειρηνούλα; Χάθηκαν μέσα στα δάση και πείνασαν και κρύωσαν, και τότε θυμήθηκαν το παλάτι και θέλησαν να γυρίσουν πίσω. Μα δεν ήξεραν το δρόμο. Τη νύχτα ακούσαμε τα κλάματα τους και βγήκαμε από τη δεντροκουφάλα μας, η μάνα μου κι εγώ. Τους δώσαμε να φάγουν, τους στρώσαμε να κοιμηθούν, και πρωί-πρωί αρχίσαμε μαζί τη δουλειά. Γιατί σε μας, ξέρεις, όλοι πρέπει να δουλεύουν.
- Μα πού βρήκες τα καζάνια; ρώτησε η Ειρηνούλα.
- Η μάνα μου πήγε και τα ξετρύπωσε από μέσα από τα ερείπια που ήταν, στα παλιά χρόνια, τα δημόσια λουτρά, αποκρίθηκε η Γνώση. Σκέφτηκε η μάνα μου πως εκείνα τα καζάνια, που ήταν αρκετά μεγάλα για να ζεσταίνουν τόσο νερό, θα ήταν καλά για να ψήσουν πολύ φαγί. Ο καιρός και η σκουριά τα είχαν τρυπήσει κάμποσο, μα ο Κακομοιρίδης είναι επιτήδειος τεχνίτης κι εύκολα τα μπάλωσε.
Η κυρα-Φρόνηση είχε στήσει τα καζάνια της, ο Πολύκαρπος άναψε φωτιά, και όλα μαζί τα κορίτσια ετοίμασαν τη σούπα του στρατού. Τόση πολλή δουλειά είχε η καθεμιά, που η Ζήλιω και η Πικρόχολη ξέχασαν να μαλώσουν.
- Τι γίνηκαν οι παρακόρες; ρώτησε η Ειρηνούλα, μια στιγμή που βρέθηκε με τη Ζήλιω κοντά στο ίδιο καζάνι.
- Αχ! Μη μου τις θυμίζεις πια! αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας η Ζήλιω. Αυτές μας άναψαν τα μυαλά να φύγομε. Και σαν είδαν πως το μετανοιώσαμε, πήραν ό,τι είχαμε και χάθηκαν και μας άφησαν στη μοίρα μας.
- Και σεις, τι κάνατε; ρώτησε η Ειρηνούλα με συμπάθεια.
- Στην αρχή πιαστήκαμε αναμεταξύ μας. Η μια έλεγε πως η άλλη έφταιγε. Μ' αφού δαρθήκαμε καλά-καλά και μαλλιοκουβαριαστήκαμε, και χύσαμε όσα δάκρυα είχαν τα μάτια μας, είπαμε πως καλύτερα ήταν να παύσομε τους καβγάδες και να γυρέψομε το δρόμο μας. Και μαζί φθάσαμε κοντά στη Γνώση, που άκουσε τα κλάματα μας και βγήκε και μας παρηγόρησε και μας φιλοξένησε.
- Αχ, Ζήλιω! είπε η Ειρηνούλα. Δεν μπορείτε να ξεμάθετε τα μαλώματα;
- Μόνες μας αδύνατο! είπε η Ζήλιω. Αλλά η Γνώση λέγει πως έχει ένα γιατρικό και θα μας το δώσει.
- Τι γιατρικό;
- Δεν ξέρω. Κάθε φορά που πήγα να τη ρωτήσω μου έδωσε αμέσως μια βιαστική δουλειά. Και σαν την τελείωνα και ξαναπήγαινα να τη ρωτήσω, μου έδινε ευθύς μιαν άλλη βιαστική δουλειά. Κι έτσι ακόμα δεν πρόφθασε να μου το πει. Το ίδιο και με την Πικρόχολη.
Και το βράδυ, όταν τελείωσε η δουλειά και όλοι πήγαν να κοιμηθούν, η κούραση τους ήταν τέτοια, που πάλι ξέχασαν να μαλώσουν οι δυο αδελφές. Κι έτσι πέρασαν μερικές μέρες.
Το Βασιλόπουλο έστελνε τακτικά προσκόπους, να μαθαίνουν τι έκαναν οι εχθροί. Αλλά ο θείος Βασιλιάς εξακολουθούσε να είναι τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να γιάνει. Και οι λίγοι στρατιώτες του, που γλίτωσαν από τη μάχη, αντί να συμμαζευθούν γύρω του, όλο κι έφευγαν μακρύτερα, ξαναπερνώντας τα σύνορα κι επιστρέφοντας στα σπίτια τους.
Κάθε μέρα λοιπόν το Βασιλόπουλο μοίραζε στους στρατιώτες του τα όπλα που ολοένα του έφτιανε ο Κακομοιρίδης, και τους γύμναζε στο τόξο και στη λόγχη. Και κάθε μέρα προχωρούσε η δουλειά του πρωτομάστορη, και τα καράβια, από τρία που ήταν στην αρχή, γίνηκαν πέντε, έτοιμα να ριχθούν στον ποταμό. Και πέρασαν μερικές εβδομάδες. Τα σπαρτά είχαν φυτρώσει και οι στρατιώτες χωρικοί θέλησαν να φυτέψουν ελιές, αχλαδιές, μηλιές, και ύστερα θέλησαν να βάλουν μερικά λαχανικά. Μα δεν έφθαναν τα χέρια για να καλλιεργήσουν τόσα χωράφια, και όσοι είχαν αγόρια ή αδέλφια στα ξένα άρχισαν να λυπούνται πως άδειασε ο τόπος από χέρια γερά.
- Και δεν τους γράφετε να ξαναγυρίσουν; τους είπε το Βασιλόπουλο, που δεν έφευγε πια από ανάμεσα τους.
Και όσοι ήξεραν γράμματα κάθησαν κι έγραψαν. Και όσοι δεν ήξεραν είπαν του δασκάλου και τους έκανε γράμμα στο παιδί τους ή στον αδελφό ή στον πατέρα τους, και λίγο-λίγο έφθαναν μερικοί ξενητεμένοι και χρειάστηκαν και άλλα όπλα και άλλα ρούχα και περισσότερο φαγί. Τότε πήγε το Βασιλόπουλο στη χώρα και στα χωριά και μίλησε με τις γυναίκες και τους είπε:
- Τι κάθεστε άεργες και μένετε στα σπίτια σας; Οι άντρες σας βρίσκονται στο στρατόπεδο, και δουλεύουν στα χωράφια, και στρώνουν δρόμους, και φτιάνουν καράβια, και χτίζουν μύλους και αποθήκες. Γιατί δεν έρχεστε και σεις να βοηθήσετε στο μαγείρεμα της σούπας, και να ράψετε ρούχα, για να έχουνε οι άντρες σας να ντυθούν το χειμώνα;
- Και πού να βρούμε υφάσματα; ρώτησαν οι γυναίκες.
- Να τα φάνετε μόνες σας.
- Και πού να βρούμε νήμα;
- Να το κλώσετε σεις!
- Αχ, Βασιλόπουλο μου! αποκρίθηκαν οι γυναίκες. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι και δεν έχομε πρόβατα. Πού να βρούμε μαλλί;
Τότε το Βασιλόπουλο άνοιξε την πολύτιμη πέτσινη ζώνη του κι έβγαλε μερικά φλουριά, κι έστειλε τον Πολύκαρπο, μ' ένα-δυο στρατιώτες, στο βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά ν' αγοράσουν αρνιά και πρόβατα. Και όταν έφεραν πίσω το κοπάδι, το Βασιλόπουλο πρόσταξε να κόψουν το μαλλί και να το μοιράσουν στις γυναίκες, για να το κλώσουν και να το φάνουν, και ύστερα να κόψουν και να ράψουν ρούχα. Φώναξε και όλα τα κορίτσια, και τους είπε ν' αρμέξουν τις προβατίνες, και, με τη συμβουλή της κυρα-Φρόνησης, να φτιάσουν βούτυρο και τυρί, να τ' αλατίσουν και να τα φυλάξουν για το χειμώνα, σαν έλθουν τα χιόνια.
Μια μέρα, εκεί που περνούσε από το δάσος, το Βασιλόπουλο είδε κρεμασμένο στο κλαδί ενός δέντρου, σα μεγάλο χοντρό τσαμπί, ένα ολόκληρο μελίσσι. Η ιδέα του ήλθε τότε να κάνει μέλι, μαζεύοντας σε κυψέλες τις σκορπισμένες μέλισσες. Πήρε λοιπόν κοφίνια, και με μερικούς στρατιώτες γύρισε τους λόγγους και τους κάμπους, και μάζεψε από τις δεντροκουφάλες και τους βράχους όσες μελισσοφωλιές βρήκε, κι έφερε κι έστησε τα κοφίνια του στην είσοδο του δάσους. Και οι μέλισσες έκαναν τόσο μέλι, που αποφάσισε το Βασιλόπουλο να το μαζέψει και να το βάλει στις αποθήκες του για το χειμώνα. Μα πώς να πάρει τις μελόπιτες;
- Κάπνισε τις κυψέλες με θειάφι, Αφέντη, είπε ένα παλικάρι που είχε γυρίσει από τα ξένα. Θα ψοφήσουν οι μέλισσες και τότε με την ησυχία σου μαζεύεις το μέλι. Έτσι το κάνουν στη Φραγκιά.
- Γιατί να σκοτώσομε τις μέλισσες; αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κρίμα δεν είναι; Να τις αυξήσομε πρέπει, απεναντίας.
Και αναποδογυρίζοντας μια γεμάτη κυψέλη, την εσκέπασε μ' ένα άδειο κοφίνι, και, με μικρά χτυπήματα απ' έξω από το γεμάτο μελισσώνα, έδιωξε όλες τις μέλισσες στο αδειανό κοφίνι, το σκέπασε ύστερα, και το έστησε στη θέση του άλλου.
- Να πώς μαζεύομε εύκολα το μέλι χωρίς να σκοτώνομε τις πολύτιμες εργάτριες, είπε το Βασιλόπουλο.
Στράγγισε το μέλι σε κουμνιά, και το κερί το έδωσε να το κάνουν λαμπάδες, για να φωτίζονται το χειμώνα, όταν μικρέψουν οι μέρες. Πέρασαν μήνες, και ωρίμασαν τα σπαρτά, και οι στρατιώτες γεωργοί τα θέρισαν, και τα έβαλαν στις αποθήκες που είχαν χτίσει οι στρατιώτες χτίστες. Και όποιος είχε αμπέλι, έλαβε διαταγή από το Βασιλόπουλο να το κλαδέψει και να το θειαφώσει, για να καταστρέψει την ψώρα που για χρόνια μάραινε τα κλήματα, όπου η αγουρίδα σάπιζε χωρίς να ωριμάζει. Και τόσο καλά δούλεψαν οι στρατιώτες ξυλοκόποι, που αν κι επτά καράβια ανεβοκατέβαιναν το ποτάμι, πλήθος ξύλα περίσσευαν, στοιβαγμένα στις όχθες του ποταμού, και δεν πρόφθαινε ο πρωτομάστορης να τα δουλέψει και να τα καρφώσει.
Τα είδε το Βασιλόπουλο που γέμιζαν τον τόπο, και στοχάστηκε να τα χρησιμοποιήσει αμέσως. Έβαλε και τα φόρτωσαν μια μέρα σε τρία καράβια, κι έδωσε διαταγή του Πολύκαρπου να πάγει με μερικούς στρατιώτες να τα πουλήσει στο γειτονικό βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. Κι ενώ για καλό και για κακό φύλαγαν τέσσερα καράβια στο ποτάμι, τ' άλλα τρία έκαναν πανιά, και καμαρωτά ξεκίνησαν για το βασίλειο του εξαδέλφου Βασιλιά. Σάστισε σαν το έμαθε ο Άρχοντας, και ρώτησε τι έπαθαν οι Μοιρολάτρες και αγόραζαν αρνιά και πουλούσαν ξύλα. Αλλά ο Πολύκαρπος χαμογέλασε μόνο, πήρε τα φλουριά, και γύρισε με τα τρία καράβια κι έδωσε τα φλουριά στο Βασιλόπουλο, που καταχαρούμενο τα φύλαξε στην πέτσινη ζώνη, για τις ερχόμενες ανάγκες του κράτους.
Έτσι ήλθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα των δέντρων, έφυγαν τ' αγριόπουλα, κρύφθηκαν τ' αγρίμια και σκεπάστηκε ο τόπος χιόνια. Τότε άνοιξε τις αποθήκες του το Βασιλόπουλο, έβγαλε το σιτάρι και το έδωσε στους χωρικούς που το κουβάλησαν στους μύλους, και αφού το άλεσαν, μοίρασαν το αλεύρι στις γυναίκες που το ζύμωναν κι έκαναν ψωμί. Μοίρασε τότε τις σοδειές του, κι έτσι πέρασε ο χειμώνας χωρίς να πεινάσει κανένας. Τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν και να δουλεύουν, και μάθαιναν να τραβούν το τόξο και να ρίχνουν το κοντάρι.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ
Το βιβλίο της Δέλτα δραματοποιήθηκε σε ομότιτλο θεατρικό έργο κατά πολύ ικανοποιητικό τρόπο από τον θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη το έτος 1959. Το έργο αυτό πρωτοπαίχτηκε, μετά από επιλογή του Καμπανέλλη, από τον θίασο «Νέο Θέατρο» των Βασίλη Διαμαντόπουλου - Μαρίας Αλκαίου τον χειμώνα 1959-1960.

ΒΙΝΤΕΟ - Παραμύθι χωρίς Όνομα Εστία Νέας Σμύρνης 2013


ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ (1874 - 1941)




Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη, μεγαλεμπόρου βαμβακιού, και της Βιργινίας το γένος Χωρέμη, που κατάγονταν από τη Χίο. Εκτός από την Πηνελόπη η οικογένεια είχε δύο ακόμη κόρες, την Αλεξάνδρα και την Αργίνη και τρεις γιους, τον Αντώνη, τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο. Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο αυστηρό αρχοντικό περιβάλλον του σπιτιού της και τα καλοκαίρια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Αθήνα, Πειραιάς, Χίος, Liverpool, Gratz κ.α.) Τις σχολικές γνώσεις της κάλυψε με κατ’ οίκον μαθήματα. Η σύγκριση των ελληνικών μαθητικών βιβλίων με τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα την έκανε να συνειδητοποιήσει την ανάγκη για συγγραφή παιδικών βιβλίων γραμμένων σε απλή γλώσσα. Μετά την αγγλική κατάκτηση της Αιγύπτου (1882), η οικογένεια έφυγε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Το 1895 η Πηνελόπη παντρεύτηκε το φαναριώτη επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα, με τον οποίο επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου του 1897 στην Αλεξάνδρεια και απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα. Ο Δέλτας ήταν φιλόδημοτικιστής και η Πηνελόπη επηρεάστηκε κυρίως από τον αδερφό του Κωνσταντίνο και τη γνωριμία και σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετούσε την περίοδο εκείνη στο προξενείο της Αλεξάνδρειας και την γνώρισε με τους Πάλλη, Εφταλιώτη, Βλαστό, Φωτιάδη, Ψυχάρη και Παλαμά, με τους οποίους διατήρησε επαφή και αλληλογραφία, συμβάλλοντας στο δημοτικιστικό αγώνα. Από το 1906 ως το 1913 έζησε με την οικογένειά της στη Φρανκφούρτη. Εκεί γνωρίστηκε με το Μανώλη Τριανταφυλλίδη και μέσω αυτού με τον κύκλο του Γληνού και του Δελμούζου, με τους οποίους συνέπραξε αργότερα στην έκδοση του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του οποίου έγινε μέλος το 1910. Μακροχρόνια αλληλογραφία διατήρησε και με το γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, του οποίου το βιβλίο Βυζαντινή Εποποιία ενέπνευσε τη Δέλτα στη συγγραφή μυθιστορημάτων με βυζαντινή θεματική (Για την πατρίδα, Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου). Παράλληλα με τη λογοτεχνία η Δέλτα ασχολήθηκε και με τις παιδαγωγικές μελέτες και το 1910 εξέδωσε το βιβλίο Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας. Το 1909 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1916 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε από κοντά τα Νοεμβριανά γεγονότα. Η φρίκη που αντίκρισε και ο κίνδυνος που αντιμετώπισε ο βενιζελικός και δήμαρχος τότε της Αθήνας πατέρας της συνέβαλαν στην πολιτική μεταστροφή της Δέλτα από την βασιλική στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος υπήρξε πρότυπο της Δέλτα και διατήρησε αλληλογραφία μαζί του, καθώς επίσης με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν ως τη Μικρασιατική καταστροφή επηρέασαν και τραυμάτισαν την ψυχοσύνθεση της Δέλτα, που αντιμετώπιζε περισσότερο συναισθηματικά παρά εγκεφαλικά τα γεγονότα. Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της (προϊούσα παράλυση των άκρων), ήδη από το 1925 ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για περίθαλψη και οικονομική ενίσχυση των προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Μικρασία. Ανάλογη πρωτοβουλία ανέλαβε και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, η είδηση ωστόσο της εισόδου των γερμανών στην Αθήνα την οδήγησε στην αυτοκτονία. Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα. Στο πεζογραφικό έργο της προσπάθησε να επιτύχει τόσο την ψυχαγωγία των μικρών αναγνωστών της όσο και την διαπαιδαγώγησή τους, ιστορική και ηθική. Εξίσου σημαντικό είναι το ιστορικό ερευνητικό της έργο, που οδήγησε στη συγκέντρωση πολύτιμου αρχειακού υλικού για την ελληνική ιστορία του αιώνα μας, ενώ ένα σημαντικό μέρος του συνόλου του έργου της καλύπτει η αλληλογραφία της με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και των γραμμάτων. 


ΠΗΓΕΣ 





1 σχόλιο:

  1. Υπέροχη ανάρτηση!Τη χάρηκα πολύ!
    Να είσαι καλά αγαπημένη μου Γεωργία!Τα φιλιά μου και την αγάπη μου για τη συγκίνηση που μου χάρισες!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή