«Η μεγάλη χίμαιρα» είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με έναν γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Είναι η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται κι ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στον φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
http://www.politeianet.gr/
****
Την ‘Μεγάλη Χίμαιρα’ την έγραψε ο Καραγάτσης το 1936, ως η ‘Χίμαιρα’. Αργότερα μετονομάστηκε σε ‘Μεγάλη Χίμαιρα’.
Όλο το έργο χαρακτηρίζεται από μια τραγικότητα που την εκλαμβάνουμε από τον πόνο και τη συγκίνηση που μας μεταδίδει σε όλη του την έκταση.
Η κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρίνα. Η Μαρίνα, γαλλίδα στη καταγωγή, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Έλληνα ναυτικό Γιάννη Ρείζη. Είναι απογοητευμένη από τη μέχρι τότε ζωή της, οπότε, βλέποντας τη μεγάλη χίμαιρα, νιώθει πως αυτό το πλοίο είναι το μόνο μέσον που θα την οδηγήσει στην ελευθερία. Παντρεύεται με τον Γιάννη και πηγαίνουν στην Ελλάδα, στη Σύρο. Ζει μαζί με τη πεθερά της, η οποία συνεχώς την αποδοκιμάζει
Μέσα στο έργο αναλύεται εκτενώς η ερωτική συμπεριφορά της. Η Μαρίνα ζει τον απόλυτο έρωτα με τον άντρα της, αλλά υπάρχει και η ερωτική επιθυμία για τον κουνιάδο της. Είναι μια γυναίκα που θέλει συνεχώς την επιβεβαίωση ότι αποτελεί το αντικείμενο του ερωτικού πόθου.
Όταν το καράβι τους βουλιάζει, τα οικονομικά προβλήματα διαφαίνονται και η οικονομική καταστροφή είναι πλέον αναπότρεπτο γεγονός. Στην συνέχεια, η Μαρίνα καταρρέει ψυχολογικά και οδηγείτε στην κατάθλιψη, ειδικά όταν πεθαίνει η άρρωστη κόρη της. Ακολουθούν οι ενοχές, η κατάρρευση και το τέλος με τον επιτηδευμένο θάνατό της.
Την εποχή που γράφηκε το έργο, χαρακτηρίστηκε από έντονο σεξουαλισμό και αντιμετωπίστηκε ως άσεμνο από τους κριτικούς αλλά και από το αναγνωστικό κοινό. Μετά από τόσα χρόνια, όμως και ενώ τα όρια στη λογοτεχνία έχουν ξεπεραστεί, βλέπουμε το έργο αυτό με άλλη ματιά. Είναι ένα τέλειο ψυχογράφημα που μας περιπλανά σε έναν άλλο χρόνο. Επιπλέον, μας δίνει πληροφορίες για τα ήθη και έθιμα του νησιού καθώς και τον χαρακτήρα τον ανθρώπων της εποχής. Ο Καραγάτσης με την μοναδική του τέχνη και την εξαιρετική γραφή του μας μεταδίδει στο έπακρο τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Δεν είναι μόνο συγγραφέας, μα σκηνοθέτης και φωτογράφος, καθώς ταξιδεύοντας στις εικόνες που ξετυλίγονται μέσω τις γραφής του, μεταφερόμαστε σαν ηθοποιοί, στο σκηνικό της πλοκής του έργου, παίζοντας και εμείς τον δικό μας ρόλο. http://www.artic.gr/
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Τον κοιτάει. Είναι νέος - πολύ νέος για καπετάνιος - ως τριάντα χρόνων. Όμορφος άντρας, με κορμί αρμονικό και πρόσωπο αδρό μα γλυκό, όπου γυαλίζουν δυο μάτια χρυσαφιά, χαμογελαστά και εξυπνότατα. «Ένας Έλληνας. Έτσι πάντα φανταζόμουν τους Έλληνες. Πρέπει να του μιλήσω ελληνικά».
- Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.
- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα
σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.
- Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
- Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
- Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα. http://bikiropoulos.blogspot.gr/
****
Οι μέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι θερμές, καφτερές, γεμάτες τυφλωτικό ήλιο, φως αδυσώπητο. Ο μπάτης δεν κατορθώνει ούτε να ρυτιδώσει τη θάλασσα. Τα μελτέμια δεν έχουν δύναμη ν’ απλώσουν τα φτερά τους. Τη νύχτα αναδίνονται απ’ το πέλαγο οσμές αρμυρές, ανασαιμιές ασάλευτου νερού, που θυμίζουν ιδρώτες οργασμού. Τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα. Κάτω στην πολιτεία, το γλέντι ξεσπάει με τραγούδι, χορό, μεράκι, καημό κι έρωτα. Τρέχει το κρασί γεννώντας παθιασμένη δυσθυμία κι όχι ανάλαφρο κέφι. Τα κορμιά σμίγουν σε παράταιρα αγκαλιάσματα. Βράζουν οι ψυχές. Η ζωή, στο διάβα της, παρασέρνει το άβουλο ανθρώπινο κοπάδι, το εξουθενωμένο απ’ την οργή, τη ζήλεια και το πάθος. Και το φεγγάρι φωτίζει τη νεκρή θάλασσα, τον πυρωμένο βράχο και την ηδονόφιλη πολιτεία με τις ψυχρές αχτίδες του, σαν μια πελώρια ειρωνία του γλαυκού ουρανού προς τη χρυσογάλανη γη.
Είναι το καλοκαίρι…
Για τη Μαρίνα το κρεβάτι είναι πλατύ, η νύχτα ατελείωτη. http://www.artic.gr/
****
(Η Μαρίνα Ρεΐζη ζει στη Σύρα, στο αρχοντικό της πεθεράς της, μαζί με την πεντάχρονη κόρη της Αννούλα, ενώ
ο άντρας της ταξιδεύει. Παρασυρμένη από τις ανεκπλήρωτες ερωτικές της επιθυμίες, ένα βράδυ φεύγει κρυφά
από το αρχοντικό και επιστρέφει τα ξημερώματα, αναζητώντας ερωτική συντροφιά. Το ίδιο βράδυ η κορούλα
της πηγαίνει στο δωμάτιο της και μιας και δεν την βρίσκει εκεί, περιμένοντας τη, κοιμάται στην πολυθρόνα
μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο … Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας θα αρρωστήσει με πνευμονία τη μικρή, η
οποία τελικά θα πεθάνει ,την ίδια βραδιά που η Μαρίνα θα συναντηθεί ερωτικά με τον Μηνά, τον αδελφό του
άντρα της… Η πεθερά της Μαρίνας και γιαγιά της μικρής, η Ρεΐζαινα αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή – τιμητή
για τη νύφη της.
(Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη μοιραία νύχτα…)
Γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα. Τα ανήσυχα χέρια της έψαξαν το μικρό κορμί. Φλεγόταν στον πυρετό .Αννούλα! Είπε ξανά. Η φωνή της είχε κάτι απ’ τον ρόγχο της αγωνίας. Τράνταξε νευρικά τη μικρή, θέλοντας να την ξυπνήσει. Μα το παιδί ήταν πεσμένο σε βύθος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα με μάτια αλαλιασμένα, σα να μην ήξερε τι να κάνη σα να γύρευε βοήθεια από τα άψυχα και τα’ ανύπαρχτα. Και με μιας, έτρεξε στην πόρτα την άνοιξε και φώναξε: Μητέρα! Μητέρα! Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια άλλη πόρτα. Η φωνή της Ρεΐζαινας αντήχησε ανήσυχη! Τι τρέχει; Ελάτε γρήγορε. Η Αννούλα δεν είναι καλά! Η γριά πρόστρεξε όπως είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, με τη μακριά μαύρη της πουκαμίσα. Τι τρέχει; Τι έχει το παιδί; Έκανε να πάει κατά την πολυθρόνα, όπου η Αννούλα κειτόταν βουλιαγμένη στο λήθαργο του πυρετού. Κι άξαφνα κοντοστάθηκε. Το σκληρό, το μαύρο μάτι της έφερε ένα γύρο την κάμαρα. Είδε, πάνω στο ανακατεμένο κρεβάτι, το αδιάβροχο και το μπερέ. Είδε τη Μαρίνα ντυμένη με ρούχα τσαλακωμένα, με μορφή ξαγρυπνισμένη και στραπατσαρισμένη. Είδε την εγγονούλα της με τα μασκαράτικα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στ’ ανοιχτό παράθυρο. Δεν ξεστόμισε λόγο. Η μορφή της ήταν τώρα παγωμένη, σκληρή, λες και χοντροπελεκημένη σε γρανίτη. Έσκυψε και με χέρια που έτρεμαν από λαχτάρα έπιασε το κοιμισμένο παιδί, το ανασήκωσε, το ‘σφίξε στο ξερό της στέρνο. Και δίχως να ρίξει μια ματιά στη νύφη της, βγήκε απ’ την κάμαρα .Η Μαρίνα απόμεινε ακίνητη, παγωμένη. Με μάτι λαφιασμένο είδε τη μαύρη σκιά να χάνεται στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με την Αννούλα στην αγκαλιά. Και κατάλαβε πως το παιδί της έφυγε για πάντα… Το παιδί μου! Στριγγλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου! Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψη. Δεν μπορεί… Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου! Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.Φτού σου! Άτιμε! Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ’ την κάμαρα. (......) Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μια μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ως το μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, που ‘δίωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόνταν βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη… http://frontistiriopaideia.weebly.com/
(Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη μοιραία νύχτα…)
Γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα. Τα ανήσυχα χέρια της έψαξαν το μικρό κορμί. Φλεγόταν στον πυρετό .Αννούλα! Είπε ξανά. Η φωνή της είχε κάτι απ’ τον ρόγχο της αγωνίας. Τράνταξε νευρικά τη μικρή, θέλοντας να την ξυπνήσει. Μα το παιδί ήταν πεσμένο σε βύθος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα με μάτια αλαλιασμένα, σα να μην ήξερε τι να κάνη σα να γύρευε βοήθεια από τα άψυχα και τα’ ανύπαρχτα. Και με μιας, έτρεξε στην πόρτα την άνοιξε και φώναξε: Μητέρα! Μητέρα! Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια άλλη πόρτα. Η φωνή της Ρεΐζαινας αντήχησε ανήσυχη! Τι τρέχει; Ελάτε γρήγορε. Η Αννούλα δεν είναι καλά! Η γριά πρόστρεξε όπως είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, με τη μακριά μαύρη της πουκαμίσα. Τι τρέχει; Τι έχει το παιδί; Έκανε να πάει κατά την πολυθρόνα, όπου η Αννούλα κειτόταν βουλιαγμένη στο λήθαργο του πυρετού. Κι άξαφνα κοντοστάθηκε. Το σκληρό, το μαύρο μάτι της έφερε ένα γύρο την κάμαρα. Είδε, πάνω στο ανακατεμένο κρεβάτι, το αδιάβροχο και το μπερέ. Είδε τη Μαρίνα ντυμένη με ρούχα τσαλακωμένα, με μορφή ξαγρυπνισμένη και στραπατσαρισμένη. Είδε την εγγονούλα της με τα μασκαράτικα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στ’ ανοιχτό παράθυρο. Δεν ξεστόμισε λόγο. Η μορφή της ήταν τώρα παγωμένη, σκληρή, λες και χοντροπελεκημένη σε γρανίτη. Έσκυψε και με χέρια που έτρεμαν από λαχτάρα έπιασε το κοιμισμένο παιδί, το ανασήκωσε, το ‘σφίξε στο ξερό της στέρνο. Και δίχως να ρίξει μια ματιά στη νύφη της, βγήκε απ’ την κάμαρα .Η Μαρίνα απόμεινε ακίνητη, παγωμένη. Με μάτι λαφιασμένο είδε τη μαύρη σκιά να χάνεται στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με την Αννούλα στην αγκαλιά. Και κατάλαβε πως το παιδί της έφυγε για πάντα… Το παιδί μου! Στριγγλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου! Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψη. Δεν μπορεί… Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου! Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.Φτού σου! Άτιμε! Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ’ την κάμαρα. (......) Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μια μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ως το μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, που ‘δίωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόνταν βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη… http://frontistiriopaideia.weebly.com/
****
ΑΡΘΡΟ " Το στοιχειωμένο από τον Καραγάτση «κοκκινόσπιτο» της Σύρου"
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, που διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Σύρο, είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως άσεμνη και ο δημιουργός του ως εισηγητής του ωμού σεξουαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία.
Η άποψη αυτή έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται τα τελευταία χρόνια. Γιατί, κι αν ακόμα ο συγγραφέας θεωρηθεί σεξουαλικά ελευθέριος, ποιος είναι εκείνος που θέτει όρια στη λογοτεχνία; Εξάλλου πόσο σεξουαλικά ελευθέριος ήταν ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο». Πόσο θα σόκαρε το κοινό του 5ου π.Χ. αιώνα η έστω εν αγνοία του σχέση του Οιδίποδα με τη μητέρα του, την Ιοκάστη;
Ολα τα στοιχεία που παραθέτει τόσο απλόχερα ο Καραγάτσης για τη μεταπολεμική Σύρο είναι ταυτισμένα με τις πηγές της εποχής. Το γεγονός αυτό θέτει σε νέα τροχιά την έρευνα γύρω από τις συνθήκες συγγραφής του έργου. Θέτει, δηλαδή, το ζήτημα της επίσκεψης ή της διαμονής του Καραγάτση στη Σύρο.
Πώς αλλιώς, όμως, εξηγείται η αναφορά στη «Λέσχη Ελλάς», στη μικρότερη λέσχη που λειτουργούσε τότε στο Επισκοπείο, στον εξέχοντα ρόλο των προσφύγων, στο εμπόριο που αποτελούσε πραγματική ανάσα ζωής για τον τόπο, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό;
Πώς αλλιώς εξηγείται η «ηρεμία» με την οποία σκιαγραφεί το νησί; Και προφανώς είναι σε θέση να διαχωρίσει τον Αγιο Νικόλαο τον «Πλούσιο» στην Ερμούπολη από τον Αγιο Νικόλαο τον «Φτωχό» στην Ανω Σύρο.
Ομοίως πώς αλλιώς εξηγείται η ακρίβεια γύρω από την «ιδιαιτερότητα» του Επισκοπείου; Μας πληροφορεί ότι παρέχει διπλή θέα στους κατοίκους του, οι οποίοι μπορούν να θαυμάσουν από τη μία τη θάλασσα και από την άλλη το βουνό.
Μύθοι και παραδόσεις του νησιού
Το σπίτι των Ρεΐζηδων στο Επισκοπείο, στο συριανό «Κολωνάκι», προκύπτει από την περιγραφή ότι ήταν ένα διώροφο αρχοντικό, που προέδιδε την οικονομική επιφάνεια της εφοπλιστικής οικογένειας (βλ. Μεγάλη Χίμαιρα, σ. 61,62). Το απόσπασμα αυτό ενέπνευσε τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος συμπεριέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός» (1962) ένα σχετικό ποίημα.
Το κόκκινο σπίτι, το στοιχειωμένο, καταραμένο, αιματοβαμμένο και αμαρτωλό σπίτι της διήγησης σώζεται ώς τις μέρες μας, ερειπωμένο μεν, διατηρώντας όλο του το μεγαλείο δε.
Επειδή η ονομασία «κοκκινόσπιτο» δεν υπάρχει πουθενά στο μυθιστόρημα, λέγεται ότι δόθηκε από τους Συριανούς για να δηλώσουν το γεγονός ότι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των Ρεΐζηδων. Ζωσμένο με θρύλους, μύθους και παραδόσεις, το αντιμετωπίζουμε ως άντρο δαιμόνιων πνευμάτων. Παλιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι ακούγονταν τα βράδια οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας, τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Οι πιο προληπτικοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και μικρότερα αντικείμενά του, βρήκε τραγικό θάνατο ή θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι πιο ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Κάτοικος του Επισκοπείου θυμάται ότι ο χώρος ήταν τόπος συνάντησης χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών και ότι ένας κύριος με ελαφρά νοητική στέρηση -πρέπει όμως να είχε πολύ χιούμορ- διασκεδάζοντας με τον φόβο των κατοίκων, τοποθετούσε στο κεφάλι του τα βράδια μια μεγάλη κολοκύθα και παίζοντας με το φως από τα κεριά, που κρατούσε και τη σκιά, τρομοκρατούσε τους περαστικούς.
Τα δε σενάρια περί ανυπαρξίας νομίμων κληρονόμων ή περί κωλύματος πωλήσεως του σπιτιού, διατηρούν αναλλοίωτο τον θρύλο. Κατά τη γνώμη μου το σπίτι δεν είναι -προς Θεού- στοιχειωμένο, εξάλλου η περιοχή έχει πυκνοκατοικηθεί τα τελευταία χρόνια ενώ οι ίδιες υπερφυσικές κι έως ενός σημείου μακάβριες ιδιότητες απεδίδοντο και στο χείμαρρο της Λαλακιάς πριν από τη διάνοιξη του δρόμου. Την πληροφορία την οφείλω στον κύριο Μάνο Ελευθερίου, τον οποίο θερμά ευχαριστώ.
Αλλά από την άλλη πλευρά γιατί θα πρέπει να καταρρίπτουμε τους θρύλους, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις; Δεν αποτελούν και αυτοί μέρος της ιστορίας του τόπου μας ή έως ενός σημείου δεν αντανακλούν τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της εποχής που τους γέννησε;
Μια αμαρτωλή οικογένεια
Δεδομένης της υπάρξεως του σπιτιού, όμως, τίθεται το ερώτημα, μήπως η ιστορία που πραγματεύεται ο Καραγάτσης είναι πραγματική; Η θεωρία αυτή φαίνεται να ευσταθεί. Δεν μπορώ να φανταστώ δηλαδή ότι οι Συριανοί μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «εφηύραν» το «κοκκινόσπιτο», ότι υπέδειξαν ένα οποιοδήποτε σπίτι στο Επισκοπείο ως τόπο κατοικίας των Ρεΐζηδων. Πιο πιθανό είναι να στήριξε ο Καραγάτσης το μυθιστόρημά του σε μια διαδεδομένη συριανή προφορική παράδοση, που σίγουρα εντυπώνεται στον ακροατή.
Οπως πληροφορήθηκα, είναι «κοινό μυστικό» στο Επισκοπείο ότι η ιστορία της «Χίμαιρας» είναι αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι σήμερα στο νησί οι απόγονοι της «αμαρτωλής» αυτής οικογένειας, απόγονοι που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που επέζησε της καταστροφής. Οταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, κατέφυγε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε ύστερα από αρκετά χρόνια ξανά στο νησί, με άλλο όνομα προκειμένου να αποτάξει από πάνω της τη «ρετσινιά». Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι ουδέποτε διεκδικήθηκε η τεράστια ακίνητη περιουσία.
Το όνομα της οικογένειας ειλικρινά δεν με απασχόλησε ποτέ. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο ένα άλλο σημείο: δεν είναι κρίμα για το νησί μας να μένουν ανεκμετάλλευτοι και να περνούν απαρατήρητοι τέτοιοι χώροι;
* ιστορικός (Για περισσότερα στο βιβλίο του ίδιου «Στοιχεία για την κοινωνική ζωή της Σύρου στη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση. Τα θρυλούμενα για το κοκκινόσπιτο», έκδ. Δήμου Ανω Σύρου). http://www.enet.gr/
Μ[ΙΤΙΑ] ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (1908 - 1960)
Ο Μ. Καραγάτσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα, ένα από τα πέντε παιδιά του Γεώργιου Ροδόπουλου και της Ανθής το γένος Μουλούλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Πάτρας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Λόγω των συνεχών μεταθέσεών του, η οικογένεια έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Ο Καραγάτσης πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του το 1924 στη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ. Το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στα τμήματα Νομικής (αποφοίτησε το 1930) και Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (αποφοίτησε το 1931) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1931 ως το 1939 (χρονιά θανάτου του πατέρα του) εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Παράλληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία, Νέα Εστία κ.α.) και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Το 1946 πέθανε η μητέρα του, στη μνήμη της οποίας αφιέρωσε το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος. Από το 1952 εργάστηκε στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 52 χρόνων · έπασχε από την καρδιά του από το 1958. Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του (με τον Α΄ Έπαινο) στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα - διήγημα - νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελλος. Το έργο του τοποθετείται συμβατικά στα πλαίσια του ρεαλισμού, με έντονη ωστόσο την παρουσία ιδεαλιστικών και λυρικών εξάρσεων. Κυρίαρχη είναι επίσης η ψυχολογική εμπλοκή του συγγραφέα στον κόσμο των ηρώων του και στις ακραίες καταστάσεις που βιώνουν, στα πλαίσια μιας προσπάθειας αναθεώρησης και σκόπιμης επανερμηνείας της ιστορίας με λογοτεχνικά μέσα με στόχο τον προσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και την κριτική της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας. http://www.ekebi.gr/
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου