Που βλέπεις τη μέρα να ’ρχεται και είσαι σίγουρος ότι είναι καλή… Που ανοίγεις το παράθυρο και πετάγεται το σκοτάδι έξω τρομαγμένο…
Και μετά ευτυχής φωνάζεις « καλημέρα, αγάπη μου!» στην αγάπη της ζωής σου και την τραβάς στην αγκαλιά σου κι εφησυχασμένος αφήνεσαι μαζί της στον ύπνο. Όλο το πρωί… Μέχρι που ο ήλιος να μεσουρανήσει για να μπορεί να διώξει τη νωθρότητα απ’ τα γλυκοξενυχτισμένα σώματα. Κουλουριασμένος ο έρωτας θερμαίνεται κι ενδίδει. Μουσικές ξετυλίγονται και σκορπίζονται γύρω τριγύρω… Στροβιλίζονται στο χώρο ανάσες θερμές όμοιες με τα κίτρινα φύλλα που ελευθερώνει ο βοριάς του φθινοπώρου μέχρι ν’ απλωθούν, όπου φτάσουν… Και σμίγουν. Σμίγουν καφές ζεστός με γάλα μέχρι να λιώσουν ζάχαρη χτυπημένη. Γίνονται κρέμα αφράτη που ξεχειλίζει απ’ το φλυτζάνι. Ταιριαστό συνοδευτικό για το κυριακάτικο ξύπνημα. Αχνιστό, μυρωδάτο, γλυκύτατο! Κάτι λιγότερο από σερμπέτι... Κάτι περισσότερο από κανέλλα… Πώς ν’ αντισταθείς; Αφήνεσαι και δίνεσαι… Έτσι απλά… Αφήνεσαι και παραδίνεσαι… Γι’ αυτό πονάω τώρα που οι Κυριακές μου σε ψάχνουν.
Γι’ αυτό τα παντζούρια μου δε λένε ν’ ανοίξουν. Κι η καφετιέρα μου έκαψε την αντίστασή της και μου ’κοψε την «καλημέρα»…
Κι οι μουσικές μόνο το « αχ!» συναντούνε… Μόνο το « αχ!»…
Ταπεινά ευχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή