Αυτοπροσωπογραφία του Picasso (30|6|72) |
Στην καρδιά μιας έρημης χώρας ζούσε ένας όμορφος άντρας, δίχως στόμα, δίχως χείλη, μέσα σε ένα σπίτι που χαμογελούσε. Γύρω Από αυτό το παράξενο σπίτι είχαν μαζευτεί όλοι οι λόφοι και τα βουνά της έρημης χώρας, ενώ τα ποτάμια και οι λίμνες γίνηκαν από τότε, τα δαχτυλίδια και τα φτιασίδια του. Το Σπίτι που χαμογελούσε φορούσε στα δυο ψηλά και αντικριστά του παραθύρια, για σκουλαρίκια, δυο ολοστρόγγυλες χρυσές καμπάνες, φτιαγμένες στο ακριβότερο χυτήριο του κόσμου, από τυφλούς τεχνίτες. Χτυπημένος από τη Μοίρα, ο όμορφος άντρας, δίχως στόμα, δίχως χείλη, αποφάσισε να ζήσει εκεί μόνος, αφού οι άνθρωποι τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία και περιέργεια. Η Διαφορετικότητα προξενούσε πάντοτε απρόβλεπτες καταστάσεις. Το σπίτι είχε για πόρτα ένα πλαγιαστό οβάλ άνοιγμα, σαν στόμα, με δυο αμφίκυρτα ψάθινα ρολά, για χείλη, δεμένα με χρυσό σπάγκο. Όλη η φύση είχε ακολουθήσει τον όμορφο άντρα, δίχως στόμα, δίχως χείλη. Τα δάση της έρημης χώρας, περπάτησαν χρόνια τώρα, ως εκεί, και αγκάλιασαν το σπίτι που χαμογελάει, κάνοντας τον πόνο της μοναξιάς του όμορφου άντρα, δίχως στόμα, δίχως χείλη, υποφερτό, γλυκό. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας, είχαν όλοι φύγει σε άλλους τόπους,ξαφνιασμένοι γιατί ανάμεσα τους ζούσε ένας παράξενος άνθρωπος, σαν κάτι να τους δημιουργούσε ενοχές. Μόνον τα ζώα του δάσους ακολούθησαν την παραξενιά της φύσης και έγιναν οι καλύτεροι σύντροφοι, του όμορφου άντρα δίχως στόμα δίχως χείλη. Ο τόπος αυτός όμως έκρυβε ένα μυστικό. Πριν από πολλά χρόνια τα ζώα του δάσους βρήκαν στο ποτάμι, ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι, μέσα σε ένα καλαθάκι, μαζί με ένα σημείωμα γραμμένο στη γλώσσα του δάσους, από την νεράιδα των ανέμων. Αυτό Το τρυφερό πλασματάκι είχε καρδιά από πέταλα λουλουδιών. Ήταν Γραφτό να πεθάνει την εικοστή άνοιξη από τη γέννηση του. Για Αυτό και τα ζώα που το μεγάλωναν με στοργή, μη θέλοντας να πονέσει ο όμορφος άντρας, δίχως στόμα, δίχως χείλη, φύλαξαν το μυστικό με χίλιους δυο τρόπους.. Λίγο πριν την εικοστή άνοιξη, όμως, ο όμορφος άντρας, είδε ένα πρωινό την νέα κοπέλα να πλένεται στο ποτάμι. Εκείνη Δεν τον κατάλαβε και συνέχισε να κολυμπά, βουτηγμένη, στην ανεμελιά του αναπάντεχου. Ο όμορφος άντρας, δίχως στόμα, δίχως χείλη, για να μην την τρομάξει με το παράξενο πρόσωπο του, κρύφτηκε γρήγορα, νιώθοντας την καρδιά του να ανοίγει σαν αγκαλιά μικρού παιδιού. Την Είχε κιόλας ερωτευτεί Αμέσως κατάλαβε τη συνωμοσία των ζώων του δάσους. Χρόνια τώρα, μιλούσε μαζί τους, ρουθουνίζοντας, σε διαφορετικούς χρόνους και μουσικά μέτρα. Ήταν Ο καλύτερος φίλος τους και δεν μπορούσε να καταλάβει πως του κρατούσαν τόσα χρόνια, ένα μυστικό σαν κι αυτό. Το επόμενο πρωί ο όμορφος άντρας δίχως στόμα, δίχως χείλη, βγαίνοντας από το σπίτι που ακόμη χαμογελούσε, κοντοστάθηκε για λίγο, και φτερνίστηκε δυνατά. Αυτό Ήταν πάντοτε το κάλεσμα του, όταν ήθελε να μιλήσει στα ζώα του δάσους. Δεν Άργησαν να μαζευτούν μπροστά στην αυλή του, κι εκείνος άρχισε να τους μιλά, πιέζοντας με τα δάχτυλα του μια το ένα και μια το άλλο ρουθούνι σαν να έπαιζε φλάουτο. Τους Αποκάλυψε πως τώρα πια δεν υπήρχε μυστικό ανάμεσα τους μα δεν είπε τίποτε για τον έρωτα που τον έπνιγε.... Απογοητευμένος και θλιμμένος, χωρίς να ακούει τα ζώα του δάσους, που προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν, κλείστηκε στο σπίτι που χαμογελούσε και δεν βγήκε ποτέ πια από εκεί. Έτσι μάθαμε για μια έρημη χώρα, ένα σπίτι με σφαλιστό χαμόγελο, έναν όμορφο άντρα, δίχως στόμα, δίχως χείλη και για μια όμορφη κοπέλα, θετή κόρη της νεράιδας των ανέμων που ζωγράφισε στην εικοστή της άνοιξη ένα μαρμαρένιο χαμόγελο στην καρδιά του Έρωτα. Του έρωτα που πνίγηκε στο ποτάμι της λήθης, αφήνοντας τα πέταλα της καρδιάς της στις όχθες του, να παριστάνουν χρωματιστά βότσαλα. Να θυμίζουν το χαμόγελο των συννέφων. Των Μαρτύρων κάθε Ιστορίας Αγάπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου