Το ελπίζει ο Θεός
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος.
|
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1912 ( - 19 Δεκεμβρίου 1911 ) στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, όντας ο δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του μεταξύ Πλούμιτσας, Κροκεών και Γυθείου. Αναχώρησε για την Αθήνα το 1929 με στόχο να ξεκινήσει –μάταια, λόγω οικονομικών δυσχερειών και προβλημάτων υγείας στην οικογένεια– πανεπιστημιακές σπουδές. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης ενώ στη συνέχεια, έως το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες. Στο μεταξύ, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές («Κάτω από σκιές και φώτα», 1929 και «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνω», 1933), οι οποίες έλκυσαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – προκαλώντας ιδιαίτερα την προσοχή του Κωστή Παλαμά. Το επόμενο βιβλίο του («Ο πόλεμος») οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς Μεταξά.
Ακολουθώντας τα βήματα του χωροχρόνου του, ο ποιητής στρατεύτηκε αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την κατάρρευση του μετώπου, το 1941, επέστρεψε πεζή στην Αθήνα. Γρήγορα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΑΜ). Οι ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Το αγρίμι». Συμμετείχε στην κινητοποίηση των Ελλήνων λογοτεχνών συνυπογράφοντας τη διαμαρτυρία “Προς τη Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας”. Αυτή την περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου λίγο αργότερα διετέλεσε αρχισυντάκτης, διευθυντής και εκδότης. Ταυτόχρονα απολύθηκε από το Υπουργείο Εργασίας εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του.
Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό συνδεόμενος μαζί του με στενή φιλία ενώ επίσης γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά και πνευματικά με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ. Στο μεταξύ διαγράφηκε από το ΚΚΕ και απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση των «Ελεύθερων Γραμμάτων» εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Ως δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πειραιά (1955-1959) ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης).
Στο Άγιον Όρος, το 1984, καθισμένος στο μαρμάρινο θρόνο της Μονής Βατοπεδίου. (Φωτ. Κώστας Βρεττάκος) |
Το 1958, μετά από επίσκεψή του στη Ρωσία κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο ένας από τους δύο κόσμους», με αφορμή το οποίο κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509.
Τα επόμενα χρόνια συνάντησε μεγάλες δυσκολίες οικονομικής επιβίωσης. Ανάμεσα σ’ άλλα, εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο (1964) με παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη.
Επέστρεψε στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η Ακαδημία Αθηνών των τίμησε με το Βραβείο Ουράνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Λίγο προτού πεθάνει (4 Αυγούστου 1991, στην Πλούμιτσα) αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επίσης, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το Βραβείο Knocken και το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής (1984), το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (1989). Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με το Γιάννη Ρίτσο και το Γιώργο Βαλέτα (1984), επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά, επίτιμο μέλος του Παρνασσού.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ὁ πράσινος κῆπος
Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.
Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί
Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.
Ἕνας μικρότερος κόσμος
Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν...
Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)
Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι
Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες
φερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης. Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε. Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα; Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Νὰ κάθονται πάνω τῆς ἣ νὰ πορεύονται,
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή. Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα. Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν. Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται.
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ φυσαρμόνικα
Θὰ βγῶ στὸν κάμπο νὰ μαζέψω
τὰ πεσμένα φύλλα τοῦ ἥλιου,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του -τοῦτο τὸ καλοκαίρι-,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του σὲ φύλλα γιὰ νὰ γράψω
τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ τραγούδι σου, Ἑλληνόπουλο!
Γιατὶ τὸ χῶμα δὲ μὲ φτάνει! Δὲ μὲ φτάνει τὸ αἷμα μου!
Γιατὶ τὰ δάκρια μου δὲ φτάνουνε νὰ πλάσω τὸν πηλό μου!
Τί νὰ τὸ κάνω τὸ σπίτι μου; Ἔξω σὲ τραγουδᾶνε!
Ἔξω μιλοῦν γιὰ σένανε! Δέ μου φτάνει ἡ φωνή μου!
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς «Ὄχι» στὸ θάνατο.
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ πήγαινες σφυρίζοντας ἀντίθετα
στ᾿ ἀστροπελέκι,ἀντίθετα στὴ διαταγὴ
καὶ στὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς γῆς! Ἀντίθετα
στὰ γαλανά σου μάτια ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἔρωτα!
Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!
|
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!
Πικραμένος ἀναχωρητής
Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!
Μεταρσίωση
Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.
Τρία ποιήματα
|
http://www.ekebi.gr/
http://users.uoa.gr/
http://www.poiein.gr/
http://digitalschool.minedu.gov.gr/
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
http://poihsh-pezografia.blogspot.gr/
O Νικηφόρος Βρεττάκος, πρώτος αριστερά, με λογοτεχνική συντροφιά (1943). Διακρίνονται ακόμα ο Μάρκος Αυγέρης, τρίτος από αριστερά, και ο Πέτρος Δήμας, δεύτερος από δεξιά. |
Μα πόσο τέλειο κι αυτό το αφιέρωμα...!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Σοφία μου :))
ΔιαγραφήΕύγε κυρία Γεωργία, επιτρέπεται να το κοινοποιήσω;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεβαίως Κωνσταντίνε , σε ευχαριστώ πολύ !!
Διαγραφή