Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ( ΙΣΤΟΡΙΑ , ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ,ΤΕΧΝΗ)

Μανουήλ Πανσέληνος - Η Βάπτιση 

Τα Θεοφάνεια είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Το όνομα προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνεια και Φώτα (ή Εορτή των Φώτων).Σε αυτή την εορτή γιορτάζουν τα ονόματα Φωτεινή, Φανή, Φώτιος, Τριάδα, Ουρανία, Ιορδάνης, Ιορδάνα, Περιστέρης, Περιστέρα, Θεοφάνης, Θεοφανία και Θεοχάρης.


Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης (ο Πρόδρομος), γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα από τον ουρανό ακούσθηκε φωνή που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα". Η φράση αναφέρεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, ενώ απουσιάζει από αυτό του Ιωάννη.

Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας. Τα θεοφάνεια ονομάζονται έτσι επειδή η φωνή του θεού ακούστηκε στη γη. Για αυτό ονομάστηκαν έτσι Θεό+Φάνεια. Ο θεός φάνηκε στην γη, θεός+φάνηκε. Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει πως κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.

Ως κύριες τελετές των Θεοφανείων θεωρούνται οι παρακάτω

*Μέγας Αγιασμός (Θρησκευτική τελετή που λαμβάνει χώρα εντός των Εκκλησιών).

*Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού (Θρησκευτική τελετή που ακολουθεί του Μεγάλου Αγιασμού και γίνεται η κατάδυση του Σταυρού σε ακτή Θάλασσας, εντός λιμένων, όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού όπως στην Αθήνα.

Υμνολογία

Αρχαία φαίνεται και η συνήθεια της τέλεσης του Μεγάλου Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανείων, όπου ψάλλονται τα τροπάρια του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού.

Απολυτίκιο Θεοφανείων
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»

Κοντάκιο Θεοφανείων
«Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον»

Μεγαλυνάριο Θεοφανείων
«Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου
εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει
τα παραπτώματα»

 Baptism of Christ (Cappella Scrovegni (Arena Chapel), Padua) by Giotto Di Bondone 


ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρα μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.

Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.

Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ

Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση
κι απ΄ όλα τα ονόματα .... μου αρέσει.
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Έτη πολλά να χαίρεστε πάντα ευτυχισμένα
σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι.

Κάλαντα Φώτων (Θεοφανείων) από τον Πόντo

Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν .
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε .
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε .
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θέόν ομολόγησαν .

Ελεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον .
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε .
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος .
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου .

Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα .
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος .
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε .
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε .

Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο .
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο .
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος .
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν .

Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε .
Σήμερον ο κτίστης δεδόξάστα δι' αυτό το μέγα μυστήριόν .
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος .
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον .

Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο .
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες .
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος .
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε .

Κάλαντα των Φώτων Κάσου

Δεν είναι τούτη η γιορτή ωσάν την περασμένη,
μόνον η μέρα η φρικτή η δοξολογημένη,
που οι παπάδες πορπατούν με το σταυρό στο χέρι,
και μπαίνουν μες τα σπήλαια και λεν τον Ιορδάνη.

Βοήθεια να έχετε τον Μέγαν Ιωάννη.
Κάτου στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφον,
εκεί δένδρον εν ύπηρχε, δένδρον εξεφυτρώθη,
στη μέση κάθετ’ ο Χριστός, στην άκρα η Παναγία,
και τα περικλωνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι.

http://www.asxetos.gr/
http://www.kalanta.gr/


Baptism of Christ by Leonardo da Vinci


Έθιμα

Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Στην Ελλάδα ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα...

Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη.

Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων.

Το πιάσιμο του Σταυρού γίνεται από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους.

Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:

Στις πέντε του Γενάρη
Φεύγουν οι καλικαντζάροι

Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα.

Φεύγουν τότε λέγοντας:

Φεύγετε να φεύγουμε
κι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του...


Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στη χώρα μας έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.



Τα ρουγκατσάρια

Η Ελλάδα είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Ρουγκατασάρια, αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, μωμόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.

Στη Θεσσαλία ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ρουγκάτσια (ρουγκατσάρια). Αυτά αποτελούνταν από ομάδες (10 - 15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή. Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος), ο παπάς, ο παππούς, ο γιατρός και οι "αρκουδιάρηδες". Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των τραγουδιών με τα οποία οι ρουγκατσάρηδες συνόδευαν το πέρασμά τους.

Στην Καστοριά αναβιώνουν τα «Ραγκουτσάρια». Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.

Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.

Οι Μωμόγεροι είναι ένα Ποντιακό έθιμο που γινόταν στον Πόντο τα αρχαία χρόνια μέχρι και τις ημέρες μας. Το έθιμο είναι σατιρικό και συνηθίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων (15 Δεκεμβρίου) μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, άλλα μερικές φορές μέχρι τον μήνα του Φεβρουαρίου. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των Ποντίων, το έθιμο ήταν μια μορφή αναγνώρισης της Ελληνικής προέλευσής τους, και επίσης ένας τρόπος να ξεχαστεί από την Τουρκική δουλεία, και τις βίαιες εξισλαμίσεις.

Το έθιμο Μωμόγεροι είναι ζωντανό ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου οι πολύ Πόντιοι κατοικούν. Στην εβδομάδα πριν από το νέο έτος, τα άτομα θα ντυθούν με διάφορα κοστούμια, όπου κάθε κοστούμι συμβολίζει ένα μέρος του πολιτισμού και της λαογραφίας των Ποντίων. Η αρκούδα συμβολίζει τη δύναμη, η ηλικιωμένη γυναίκα ένα σύμβολο του παρελθόντος, η νύφη για το μέλλον, το άλογο για την ανάπτυξη, ο γιατρός για την υγεία, ο στρατιώτης για την υπεράσπιση, την αίγα (κατσίκα) για τα τρόφιμα και ο Άγιος Βασίλης συμβολίζει το νέο έτος που θα φτάσει σε μερικές μέρες. Σήμερα το έθιμο είναι περισσότερο ψυχαγωγικό, ενώ στο παρελθόν ήταν μαγικό.

Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.

Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.

Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους ελέφαντες των Ινδών.
Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.
http://users.sch.gr/


Τhe Baptism of Christ by Francesco Albani.



Η επιφάνεια των αρχαίων 

Η εορτή των Θεοφανείων περικλείει εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. H χρήση της λέξης Επιφάνεια καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά η πίστη στην εμφάνιση του Θείου στους ανθρώπους με σκοπό να τους βοηθήσει ή να τους νουθετήσει ανάγεται στη νεολιθική περίοδο. Το πρώτο παράδειγμα Επιφάνειας απαντάται στη μινωική Κρήτη και απεικονίζεται στο ολόχρυσο «δακτυλίδι του Μίνωα», που βρέθηκε το 1928 σε αγρό κοντά στο βασιλικό τάφο-ιερό της Κνωσού, στο λόφο Γυψάδες, θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα της κρητομυκηναϊκής σφραγιδικής του 15ου π.Χ. και κοσμεί σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου. Αποτελεί το μεγαλύτερο σφραγιστικό δακτυλίδι που βρέθηκε ποτέ με βάρος 32 γραμμάρια από ατόφιο χρυσάφι και θέμα του είναι τα μινωικά Θεοφάνεια. 


Το δακτυλίδι του «Μίνωα» με θέμα τα μινωικά Θεοφάνεια. 

Ο καλλιτέχνης – δημιουργός του εμφανίζει τη μινωική Μητέρα – Θεά να έρχεται από τη θάλασσα πάνω σε καράβι, σύμβολο της θαλασσοκρατορίας των μινωιτών, που έχει τη μορφή ιππόκαμπου. Στη σύνθεση ξεχωρίζουν και δύο δένδρα, ένα στοιχείο δενδρολατρείας, εξέλιξη του οποίου αποτελεί, πιθανότατα, και το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Το ένα δένδρο είναι πάνω αριστερά και το τραβάει προς τα κάτω μια γυναικεία μορφή και το άλλο πάνω σε βωμό στο κέντρο και το τραβάει μια ανδρική μορφή. Στο δεξί άκρο της εικόνας μια μορφή κάθεται πάνω σε μια κατασκευή και μπροστά της μια γυναικεία μορφή μικρού μεγέθους φαίνεται να κατεβαίνει από τον ουρανό. 

Στο μυκηναϊκό πολιτισμό μια αντίστοιχη τελετουργική σκηνή σώθηκε στο περίφημο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας, ένα αριστούργημα της μυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας, που ανακαλύφθηκε βορειοανατολικά της μυκηναϊκής ακρόπολης της Τίρυνθας το 1915. Φέρει έγγλυφη παράσταση και ανάγλυφη διακόσμηση σε τρεις σειρές. Στο αριστερό άκρο εμφανίζεται μια γυναικεία θεότητα με μακρύ ιερατικό ένδυμα και κάλυμμα στο κεφάλι, που κάθεται σε θρόνο, ακουμπάει σε υποπόδιο και με το δεξί της χέρι υψώνει ένα κωνικό κύπελλο προς τέσσερις λεοντοκέφαλους δαίμονες, που κατευθύνονται σ’ αυτήν ο ένας πίσω από τον άλλο κρατώντας σπονδικές πρόχους. Γύρω από τη γυναικεία μορφή απεικονίζονται διάφορα στοιχεία που τονίζουν το θρησκευτικό χαρακτήρα της παράστασης: πίσω της ένα πουλί, πιθανότατα αετός, μπροστά της κιονίσκος με θυμιατήριο και ψηλά, επάνω από τις μορφές, ο ουρανός με τον τροχό του ήλιου και τη σελήνη. 



Σφραγιστικό δακτυλίδι από το «θησαυρό της Τίρυνθας». 


Θέμα πολλών αμφορέων και κυλίκων είναι n εμφάνιση της Δήμητρας, θέας της γεωργίας, στον Τριπτόλεμο, τον ηγεμόνα της Ελευσίνας, στον οποίο δίνει τους σπόρους και του αποκαλύπτει τα μυστικό της καλλιέργειας της γης ως δώρο για τη φιλοξενία που της προσέφερε ο πατέρας του, όταν n θεά αναζητούσε την Περσεφόνη. Σ’ ένα μαρμάρινο ανάγλυφο, που ανακαλύφθηκε στην Ελευσίνα το 1859 και εκτίθεται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, παρουσιάζονται τρεις μορφές, δύο γυναίκες και ένας έφηβος. Στα αριστερά η θεά Δήμητρα, στα δεξιά η κόρη της Περσεφόνη και στη μέση ο νεαρός Τριπτόλεμος, που παραλαμβάνει τα στάχυα, για να διαδώσει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σίτου. 


Οι θεές της Ελευσίνας Δήμητρα και Περσεφόνη εικονίζονται σε μυστηριακή τελετή. Η Δήμητρα αριστερά παραδίδει στον νέο Τριπτόλεμο στάχυα για να διαδώσει την καλλιέργειά τους στον κόσμο. Δεξιά η Περσεφόνη. Ανάγλυφο. Γύρω στα 440 – 430 π. Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 

Στα μεταγενέστερα χρόνια οι θεοί εμφανίζονται στους ήρωες και στους ανθρώπους συνήθως με τη μορφή ανθρώπου χωρίς να γίνεται αντιληπτή η θεϊκή τους ιδιότητα (ενανθρώπιση), όπως η θεά Ίρις που με τη μορφή της θνητής Λαοδίκης ειδοποιεί την Ελένη ότι ο Πάρης και ο Μενέλαος θα μονομαχήσουν (Ιλιάδα Γ στιχ. 121-140). Κάποιες φορές όμως η εμφάνιση των θεών γίνεται με τη θεϊκή τους ιδιότητα, οπότε μιλάμε για επιφάνεια των θεών, όπως η εμφάνιση της θεάς Αθηνάς στον Αχιλλέα, για να του προτείνει να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα:

«Κατέβηκα απ’ τον ουρανό να παύσω την οργή σου, 
εάν μ’ ακούσεις. Μ’ έστειλε η λευκοχέρα Ήρα, 
που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο. 
(Ιλιάδα, Α 207-209) 

Συγκλονιστική είναι η επιφάνεια στο Ω της Ιλιάδας, όταν ο Δίας στέλνει την Ίριδα στον Πρίαμο με το μήνυμα να πάει στον Αχιλλέα και να ζητήσει το νεκρό γιο του Έκτορα. 

«Πετάξου από τον Όλυμπο, ανεμοπόδαρη Ίρις, 
μέσα στο Ίλιο να πεις του σεβαστού Πριάμου 
να κατεβεί στις πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδη, 
να τον πραΰνει, το ακριβό παιδί του να του δώσσει». 
(Ιλιάδα, Ω 144-147) 


Αργότερα στέλνει και τον Ερμή να οδηγήσει τον γέρο Πρίαμο στην σκηνή του Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει γονυπετής το νεκρό γιο του Έκτορα. 

«Ερμή, που τόσο αγαπάς τη συντροφιά του ανθρώπου
όσο κανείς άλλος θεός και ακούεις όποιον θέλεις,
κατέβα και τον Πρίαμο στων Αχαιών τα πλοία
οδήγα τον να μην τον ιδεί κανείς ή τον νοήσει
από τους άλλους Δαναούς, πριν φθάσει στον Πηλείδη». 
(Ιλιάδα, Ω 334-338) 

Φαίνεται ότι οι ρίζες των εορτών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων χάνονται βαθιά μέσα στο χρόνο και αποτελούν εξέλιξη πανάρχαιων εορτών σε μία εποχή του χρόνου που αρχίζει να φαίνεται η καιρική αλλαγή με το μεγάλωμα της ημέρας. Σκοπός όλων των θρησκευτικών τελετών είναι η δημόσια ευχαριστία του θεού με προσφορές και η επίκληση της βοήθειάς του, για να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας. Έτσι εξηγούνται οι χριστιανικές ικεσίες και οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραστάσεις, όπου θεοί με ανθρώπινες μορφές δέχονται δώρα από λατρευτές. 

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, η Βάπτιση

Ο αγιασμός των υδάτων 

Το τριήμερο των Θεοφανείων ξεκινά με τον εκκλησιασμό των χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Στις εκκλησίες ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν γίνεται σε δύο φάσεις ο «αγιασμός των υδάτων» κατά μίμηση της βάπτισης του Θεανθρώπου. Στην Ελλάδα ο πρώτος αγιασμός γίνεται την παραμονή των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου και λέγεται «μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση. Οι πιστοί θα πάρουν αγιασμό και το αντίδωρο στην εκκλησία και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυρές θα ετοιμάσουν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι, ενώ τα παιδιά θα ξεχυθούν στα σπίτια, για να ψάλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων. 

Μετά τη πρωτάγιαση ο ιερέας με το βοηθό του γυρίζει όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της ενορίας με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό και «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών, για να φύγει μακριά κάθε κακό. Ο αγιασμός βρίσκεται μέσα σ’ ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του ιερέα. Σε αυτό βρέχει ο ιερέας την «αγιαστούρα» του και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος. Μόλις ο ιερέας τελειώσει τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στο βοηθό του. Παλιά τα χρήματα αυτά ήταν μεταλλικά κέρματα, τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο σκεύος με τον αγιασμό, ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν. 
..............................
Το νερό ως μέσο καθαρμού και εξαγνισμού απαντάται στη λατρευτική ζωή πολλών Θρησκειών και η τελετουργία των υδάτων με τους αρχέγονους συμβολισμούς της αποτελούσε βασικό μέσο κάθαρσης. Το νερό άλλωστε θεωρείται συστατικό στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου από πολλούς φιλοσόφους στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Θαλή η φυσική αρχή και αιτία των όντων είναι το ύδωρ (παν συνίσταται εξ ύδατος) και όλα τα φυσικά όντα αποτελούν μετατροπές του αρχέγονου αυτού στοιχείου με πύκνωση ή αραίωση. Το ύδωρ διαστελλόμενο με την εξάτμιση δημιουργεί τον αέρα, ενώ με τη συστολή και τη συμπύκνωσή του παράγει τη γη, πράγμα που επιβεβαιώνεται, όπως λέει, με την εμφάνιση των προσχώσεων στους ποταμούς. Η διδασκαλία του Εμπεδοκλή ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερα «ριζώματα», δηλαδή τη γη, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα. Ο Πλάτωνας στον διάλογο «Τίμαιος» αναφέρει ότι ο δημιουργός έπλασε το σύμπαν από την ολότητα τεσσάρων στοιχείων, από τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη, «τῶν δὲ δὴ τεττάρων ἓν ὅλον ἕκαστον εἴληφεν ἡ τοῦ κόσμου σύστασις. ἐκ γὰρ πυρὸς παντὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς συνέστησεν αὐτὸν ὁ συνιστάς » (Πλάτων, Τίμαιος 32 c 5-7). 

Ο αγιασμός στη χώρα μας έχει την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, και την απαλλαγή τους από την επήρεια των δαιμονίων. Η έννοια αυτή δεν είναι αυστηρά χριστιανική και έχει ρίζες στην αρχαία λατρεία. Στην αρχαιότητα το νερό αξιοποιήθηκε ως μέσο καθαρμού και μύησης στα διάφορα μυστήρια και συνδέθηκε με τις τρεις σημαντικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου: τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Στην Ιλιάδα κύρια θέση κατέχουν οι αναφορές στο λουτρό των νεκρών και τον καθαρμό των πολεμιστών, πριν από διάφορες τελετουργικές ή λατρευτικές πράξεις. O καθαρμός κατά τη γέννηση αποτελούσε αναπαράσταση του μύθου, ότι μόλις γεννήθηκε ο Δίας τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο, ο οποίος μετονομάσθηκε σε Λούσιο. Το λουτρό αυτό του νεογέννητου ανθρώπου συνιστά και τον πρώτο θρησκευτικό καθαρμό του. Και εδώ οι ομοιότητες με τη χριστιανική βάπτιση, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδεται n άφεση του προπατορικού αμαρτήματος, είναι εμφανείς. 

Η εορτή των «πλυντηρίων» στην αρχαία Αθήνα 

Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει πολλές εκδηλώσεις, που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν ότι η τελετή του αγιασμού των υδάτων στη θάλασσα την ημέρα των Θεοφανίων έχει τις ρίζες της στην εορτή των «Πλυντηρίων», που γινόταν μία φορά το χρόνο στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και είχε καθαρτήριο χαρακτήρα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι στην εορτή των «Πλυντηρίων» μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς και το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από τον «προσιζάνοντα ρύπον» των κακών πράξεων των ανθρώπων και να ανανεωθούν οι ιερές δυνάμεις του. 

Οι τελετές αυτές γίνονταν, κατά τους αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές, ως εξής: Αρχικά καθάριζαν και εξάγνιζαν το ναό της Παλλάδος Αθηνάς στην Ακρόπολη. Στο χρονικό αυτό διάστημα το Ιερό δένονταν με σχοινιά (μία πρακτική που τηρείται ακόμα και σήμερα σε Χριστιανικούς ναούς). Οι ιέρειες του ναού που ήταν επιφορτισμένες με τον καθαρισμό ήταν παρθένες και ονομάζονταν «λουτρίδες» ή «πλυντρίδες». Μία ακόμη ιέρεια, η οποία λεγόταν «κατανίπτης», ήταν ειδικά επιφορτισμένη να επιμελείται του αγάλματος της θεάς. Η προπαρασκευαστική αυτή εργασία αποτελούσε την εορτή των Καλλυντηρίων. 

Έπειτα άρχιζε η μεγάλη ήμερα των Πλυντηρίων. Σε αυτή κύριο ρόλο είχαν οι λεγόμενες «Πραξιεργίδες», ιέρειες που ήταν υπεύθυνες να ετοιμάζουν το άγαλμα για το λουτρό. Έβγαζαν από το ξόανο τα ενδύματα και τα κοσμήματα, το κάλυπταν με πέπλα και άρχιζε η πομπή με την εποπτεία των «νομοφυλάκων». Το άγαλμα της θεάς μεταφερόταν επισήμως στον όρμο του Φαλήρου, βαπτίζονταν μέσα στη θάλασσα και παρέμενε εκεί όλη την ημέρα. Η ημέρα αυτή θεωρείτο στην Αθήνα ως αποφράδα, γιατί η πόλη κατά το χρονικό αυτό διάστημα στερούνταν την προστασία της πολιούχου θεάς. Για αυτό έπαυε κάθε εργασία και ήταν επιβεβλημένη και επίσημη αργία. Το βράδυ το άγαλμα της Θεάς επανέρχονταν στην Αθήνα συνοδευόμενο από τις «Πραξιεργίδες» και εφήβους που κρατούσαν δάδες αναμμένες. Στόλιζαν το άγαλμα όπως πριν και καθαρισμένο μετά το λουτρό το τοποθετούσαν και πάλι επισήμως στο ναό. 

Οι τελετές αυτές γίνονταν το μήνα Θαργηλιώνα (Μάιο), είναι αόριστο όμως ποια προηγείτο της άλλης. Κατά το λεξικογράφο Φώτιο τα Καλλυντήρια τελούνταν την 19η του μηνός Θαργηλιώνος και τα Πλυντήρια την 29η του ίδιου μήνα. Η ετυμολογική έννοια των δύο λέξεων όμως θέτει σε αμφισβήτηση τις ημερομηνίες αυτές, καθώς λογικό είναι το πλύσιμο να προηγείται του καλλωπισμού. Κάποιοι μελετητές συμφωνούν με το Φώτιο και υποστηρίζουν ότι τα Καλλυντήρια ήταν προπαρασκευαστική εορτή καθαρισμού του ιερού της Αθηνάς στην Ακρόπολη και προηγούνταν, ενώ τα Πλυντήρια ήταν η τελετή του λουτρού του ξόανου της θεάς και ακολουθούσε. 
Αλέξης Τότσικας
Φιλόλογος – Συγγραφέας
https://argolikivivliothiki.gr/


The Baptism of Christ by Paolo Veronese

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

(Ἀντιγραφὴ τῶν β΄ καὶ γ΄ οἴκων τοῦ ὡς ἄνω κοντακίου, τὸ ὁποῖο φέρει ὡς ἀκροστιχίδα τὴ φράση «τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ» καὶ ὡς ἐφύμνιο, σὲ κάθε οἶκο, τὸν στίχο «τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον».)
β´
Οὐχ ὑπερεῖδεν ὁ θεὸς τὸν δόλῳ συληθέντα, ἐντός
τοῦ παραδείσου
καὶ ἀπολελωκότα τὴν θεοΰφαντον στολὴν
ἦλθε γὰρ πρὸς τοῦτον ἱερᾷ πάλιν φωνῇ καλῶν τὸν
παρακούσαντα∙
«Ποῦ εἶ, Ἀδάμ; ἀπάρτι μὴ κρύπτου με∙θέλω θεωρεῖν σε∙
κἄν γυμνὸς εἶ, κἄν πτωχός εἶ, μὴ αἰσχυνθῇς∙
σοὶ γὰρ ὡμοιώθην·
αὐτός ἐπιθυμῶν θεὸς οὐκ ἐγένου∙
ἀλλ’ ἐγὼ νῦν βουληθεὶς σὰρξ ἐγενόμην∙
ἔγγισόν μοι οὖν καὶ γνώρισον, ἵνα λέξῃς∙
“ἦλθες, ἐφάνης
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον”.
γ´
Ὑπὸ τῶν σπλάχνων τῶν ἐμῶν ἐκάμφθην ὡς οἰκτίρμων
καὶ ἦλθον πρὸς τὸ πλάσμα
προτείνων τὰς παλάμας, ἵνα περιπτύξωμαι σέ∙
μὴ οὖν αἰδεσθῇς με∙ διὰ σὲ γὰρ τὸν γυμνὸν
γυμνοῦμαι καὶ βαπτίζομαι∙
ἤδη μοι Ἰορδάνης ἀνοίγεται, καὶ ὁ Ἰωάννης
εὐτρεπίζει τὰς ὁδοὺς μου ἐν ὕδασι καὶ ἐν διανοίαις».
Τοιαῦτα ὁ σωτὴρ οὐ λόγοις ἀλλ’ ἔργοις
πρὸς τὸν ἄνθρωπον εἰπὼν ἦλθεν, ὡς εἶπε,
τῷ μὲν ποταμῷ τῷ βήματι προσεγγίζων,
τῷ δὲ Προδρόμῳ
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Ἀκολουθεῖ ἡ άπόδοση τοῦ Τάσου Θεοφιλογιαννάκου:
ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
β΄
Δὲν περιφρόνησε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ποὺ στὸν παράδεισο ἀπογυμνώθηκε
μὲ δὸλο
κι ἔχασε τὴ στολὴ τὴ θεοΰφαντη∙
ἦλθε σ’ αὐτὸν πάλι –ἄς παράκουσε– καὶ μὲ φωνὴ ἱερὴ τὸν
καλεῖ:
«Ποῦ εἶσαι, Ἀδάμ; Τώρα πιὰ μὴ μοῦ κρύβεσαι. Θέλω νὰ σὲ θωρῶ.
Κι ἄν εἶσαι γυμνὸς, κι ἄν εἶσαι πτωχός, μὴ ντραπεῖς.
Γιατὶ μὲ σένα ὁμοιώθηκα.
Ἐπιθυμοῦσες, μὰ θεὸς δὲν ἔγινες.
Ἰδοὺ ἐγώ λοιπόν, θέλησα κι ἔγινα σάρκα δική σου.
Ἔλα, ἄγγιξέ, γνώρισέ με καὶ πές:
“ἦλθες, φάνηκες,
τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
γ´
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν μου κάμφθηκα
καὶ ἦρθα στὸ πλάσμα, ἐσένα,
τείνοντάς σου τα χέρια γιὰ νὰ σὲ περιπτυχθῶ∙
μὴ μὲ ντραπεῖς λοιπόν∙ γι’ ἐσένα τὸν γυμνὸν
γυμνώνομαι καὶ βαπτίζομαι.
Ἤδη ὁ Ἰορδάνης μοῦ ἀνοίγεται καὶ ὁ Ἰωάννης
στὰ ὕδατα καὶ στὶς καρδιές ἑτοιμάζει τοὺς δρόμους μου.
Αὐτά ὁ Σωτήρας εἶπε στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μὲ λόγια,
ἀλλὰ μὲ ἔργα καὶ ἦρθε, ὅπως εἶπε,
μέσα στὸν ποταμό βαδίζοντας
καὶ στὸν Πρόδρομο γέρνοντας,
τὸ Φῶς τὸ Ἀπρόσιτο.
http://frear.gr/




Περουτζίνο Βάπτιση του Ιησού, 1481-1482
Πέτρος Γλέζος - Θεοφάνια σ’ ένα νησάκι 

Δυο μέρες πριν από τα Φώτα, ο ξάδελφός μας ο Αντώνης μάς έκανε ξαφνικά την πρόταση:
– Ξαδέλφια, τι λέτε; Έρχεστε να πάμε στο Νησί, που θα βαφτίσω ένα παιδί;
– Και δεν πάμε, ξάδελφε, συμφωνήσαμε πρόθυμα και λίγο απερίσκεπτα η σύζυγός μου κι εγώ.
Το Νησί είναι ένα μικρό μακρόστενο νησάκι, που γειτονεύει με το δικό μας. Ένα πολύ μικρό νησάκι –άλλο ένα δίπλα του είναι ακατοίκητο που ολόκληρο το σώμα του το πιάνει το μάτι σου, μόλις ανεβείς σε κάποια κορφή των Φαναριών, να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα, σαν ένα κήτος ή σαν ένα καράβι χωρίς κατάρτια. Ίσως γι’ αυτό, επειδή είναι έτσι μικρό μπροστά στο δικό μας το νησί, που είναι μεγάλο και με βουνά ψηλά, το λένε «Νησί».

Το Νησί θα ’ναι δε θα ’ναι δυο τρία μίλια μακριά από τις ανατολικές μας ακτές, τις όμορφες, τις γεμάτες μικρούς χαριτωμένους κόλπους, θαλασσινές σπηλιές και χαμηλές βουνοπλαγιές κατάφορτες από λιόδεντρα και σκίνους και φίδες. Όλοι όλοι οι κάτοικοι του Νησιού λογαριάζονται καμιά διακοσαριά ψυχές, τριάντα σαράντα οικογένειες. Και φυσικά είναι όλοι τους ψαράδες. Όταν είναι μπονάτσες, ανοίγονται οι βαρκούλες τους γύρω γύρω στο πέλαγος, σαν μέλισσες, για να τρυγήσουν τον ανθό της θάλασσας. Όταν είναι βαρυχειμωνιές, οι άνθρωποι ξεμοναχιάζονται στο Νησί, αποκλεισμένοι από τον άλλον κόσμο· μπορεί να κάμουν και δέκα και δεκαπέντε μέρες να ξεμυτίσουν οι βαρκούλες τους. Τότες οι ψαράδες κάθονται στο χαμηλό ακροθαλάσσι, αγναντεύουν την αγριεμένη θάλασσα, πάνε κι έρχονται βαριεστημένοι στις δυο τρεις ταβερνούλες του νησιού και πίνουν ρακή και καπνίζουν. Και οι γυναίκες φροντίζουν τότε ακόμη πιο πολύ τα λίγα κατσικάκια τους και τις κοτούλες τους, τα μόνα ζωντανά του Θεού που ζουν και τρέφονται πάνω στο γυμνό νησάκι, και ζουν και τρέφουν με το γαλατάκι τους και με τ’ αυγά τους τα παιδιά του τόπου. Πάλι μπορεί να κάνω και λάθος, μπορεί εκτός από τα κατσίκια και τις κότες να κυλάει άπραγος τις μέρες του πάνω στο Νησί και κανένας γαϊδουράκος.

Σ’ αυτό λοιπόν το μικρό γειτονικό νησί, περάσαμε τη χρονιά εκείνη τη μεγάλη, τη φωτεινή γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη γιορτή των Θεοφανίων.

Ώσπου να φτάσουμε από το χωριό μας στο Βόλακα, στο ακροθαλάσσι απ’ όπου «θα ρίχναμε πέρα στο Νησί», χρειάστηκε να οδοιπορήσουμε τρεις τέσσερεις ώρες. Οι γυναίκες πήγαιναν μπροστά, καβάλα σε δυο γαϊδουράκια, ο ξάδελφός μου κι εγώ ακολουθούσαμε πεζοπορώντας και κουβεντιάζοντας. Το πόσους ωραίους τόπους είδαμε, το πόσον ωραία βουνολάγκαδα περάσαμε, θα χρειαζόνταν πολλή ώρα να το διηγηθώ. Τώρα ξαναζώ και θυμούμαι μόνο την ώρα λίγο πριν από το δειλινό που, φτάνοντας στο ακρογιάλι, βρήκαμε τη βάρκα του μελλούμενου κουμπάρου από το Νησί να μας περιμένει στον ήσυχο κολπίσκο του Βόλακα. Πήδησε στη στεριά και μας υποδέχτηκε με πολλή ευγένεια, αλλά και με κάποια αδιόρατη σχεδόν στενοχώρια και δε δέχτηκε ούτε να ξαποστάσουμε λίγο στο πετροκάλυβό μας –είχαμε εκεί κάτω ένα χτήμα– ούτε να πιει μια ρακή.
– Πρέπει να περάσουμε στο Νησί πριν μας πάρει η νύχτα… μας είπε με σοβαρό ύφος.
Μπήκαμε λοιπόν στη βαρκούλα του, κι ο κουμπάρος κι ο βοηθός του τράβηξαν κουπί να βγούμε λίγο στ’ ανοιχτά, με την ελπίδα πως ύστερα θ’ ανοίξουμε πανάκι. Όμως ο λίγος αεράκος που φυσούσε ήταν ενάντιος, ο κουμπάρος λοιπόν, ύστερα από λίγη σιγανοκουβέντα με το βοηθό του, έβαλε γερά μπροστά να τραβά κουπί. Το ίδιο κι ο βοηθός. Λίγο λίγο ο ιδρώτας άρχισε ν’ αυλακώνει τα ηλιοψημένα πρόσωπά τους. Τώρα το ενάντιο αεράκι όλο και δυνάμωνε. Και σα να μην έφτανε αυτό, ο κουμπάρος έπρεπε ν’ αδειάζει συνεχώς, μ’ ένα μεγάλο σαρδελοκούτι, και νερό από τον πάτο της βαρκούλας του.
Τότες, όπως η νύχτα πλησίαζε κι η βάρκα όλο και περισσότερο κλυδωνιζόταν, η ξαδέλφη μου, που ήταν ολωσδιόλου στεριανή, άρχισε να φοβάται. Στην αρχή μάς κοίταζε σιωπηλά, κι εμείς της δίναμε κουράγιο. Ύστερα, έτρεμε πια να κουνηθεί από τη θέση της. Ο κουμπάρος, που καταλάβαινε το φόβο της, την παρηγορούσε:
– Μη φοβάσαι, καλέ, και φτάσαμε!…
Κι αληθινά. Είχαμε πια φτάσει στα χαμηλά πλάγια του Νησιού, εδώ κι εκεί περνούσαμε μέσα σε μικρές ξέρες, προσέχοντας μη χτυπήσει απάνω τους η βαρκούλα μας. Το λίγο κύμα σπούσε πάνω τους και τις καβάλαγε με χαμηλό, ήρεμο παφλασμό· ήταν σα να μιλούσε και μας βεβαίωνε πως δεν είχαμε πια κανένα κίνδυνο.

Τέλος, όταν το σούρουπο είχε προχωρήσει για καλά, η βαρκούλα μας έπεσε πλάι στην πρωτόγονη έρημη αποβαθρούλα του Νησιού. Ο κουμπάρος κι ο βοηθός του έβγαλαν στη στεριά τις γυναίκες σχεδόν σηκωτές στην αγκαλιά, κι ο ξάδελφός μου κι εγώ πηδήσαμε στη στεριά, όχι βέβαια με τόση λαχτάρα όσην οι γυναίκες, μα, όσο να ’ναι, με αρκετή ανακούφιση. Τότε μόνον ο κουμπάρος ο Νησιώτης μάς είπε, με τη χαριτωμένη συρτή, τραγουδιστή μιλιά του Νησιού, το μεγάλο μυστικό:
– Κουμπάροι, το βαρκάκι είναι μόνο για τέσσερεις νοματέους… Γι’ αυτό βιαστήκαμε μη φρεσκάρει…
Άλλο τίποτα δεν είπε. Αλλά καλά καταλάβαμε την αποσιωπημένη συνέχεια, όταν τώρα ξέραμε πως τόσην ώρα είμαστε έξι αντί τέσσερα πρόσωπα μέσα στη βαρκούλα.

Φαντάζεστε βέβαια την ευχαρίστησή μας όταν βρεθήκαμε στο ήσυχο, ολοκάθαρο και… ακίνητο σπιτάκι του κουμπάρου. Οι γυναίκες μάς δέχτηκαν με χίλιες χαρές, τα παιδιά κρεμάστηκαν γύρω μας και μας κοίταζαν με θαυμασμό, μασουλώντας κιόλας τα ξερά σύκα που τους είχαμε φέρει. Κι αυτά ακόμη τα αβάφτιστα –ήταν δυο δίδυμα– ανασήκωναν από τις κρεμαστές κούνιες τους τα παχουλά προσωπάκια τους κι ανταποκρίνονταν πρόθυμα στα γέλια και στα κανακέματα που τους κάναμε.

Το βράδυ, ο κουμπάρος ήταν στενοχωρημένος, γιατί, λέει, το φαΐ «ήταν πολύ άνοστο και δεν τράβαγε κρασί». Και όμως. Ήταν εκλεκτό ψάρι με ολόλευκη τρεμάμενη κρούστα, σαν αέρινο γλύκισμα, που το εκάλυπτε –αυτό είναι ένα ειδικό μαγείρευμα, για να κρατάει το ψάρι πολλές μέρες– ένα ψάρι από τα πιο νόστιμα φαγητά που μου έτυχαν ποτέ.

Τη νύχτα ο αγέρας δυνάμωσε για καλά. Τον ακούγαμε να ξυρίζει τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού. Κι η αναπόληση του ταξιδιού μας του δειλινού, έκανε την ευτυχία της τωρινής μας ασφάλειας ακόμη μεγαλύτερη.

– Αλήθεια, αν καμιά φορά φυσήξει κανένας πολύ δυνατός σίφουνας, δεν μπορεί τάχα να το πάρει το Νησί; άκουσα την ξαδέλφη μου να ρωτάει τον άντρα της με χαριτωμένη αφέλεια, στο ανοιχτό διπλανό δωμάτιο, που αυτοί είχαν πάει να κοιμηθούν.

Όμως η ερώτηση έδινε θαυμάσια την εικόνα του παραμυθιού που ζούσαμε. Το Νησί ήταν αληθινά σαν ένα μικρό ξεκάταρτο καράβι ανάμεσα πελάγου. Έτσι το είδαμε την άλλη μέρα το πρωί, όταν βγήκαμε στο ξάγναντο της εκκλησιάς, διασχίζοντας μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά το μόνο δρομάκο του Νησιού, που χώριζε στη μέση τις δυο μόνες σειρές των σπιτιών του.

Φαίνεται πως όλη τη λαχτάρα τους για ομορφιά και αρχοντιά εδώ στο χαμηλό ταπεινό νησάκι οι αγαθοί νησιώτες την είχαν διοχετεύσει στην εκκλησία του. Έλαμπε ολόκληρη μέσα και έξω. Πρόβαλλε πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια, πάνω ακόμη κι από όλη τη χαμηλή γη του νησιού σαν αληθινά μεγάλος Οίκος του Θεού. Ήταν βαμμένη ολόλευκη, με τον τρούλο μόνο γαλάζιο, ένα καθαρό γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό. Η μικρή της αυλή ήταν κεντημένη με λευκό χαλίκι, και τα δεντράκια της –δυο τρία χαμηλά δεντράκια– ίσκιωναν με το λίγο πράσινό τους την ασπράδα της. Μέσα η εκκλησία άστραφτε ολοκάθαρη.

Όταν μπήκαμε στην εκκλησιά, η μικρή σύναξη –όλο το χωριό– παρ’ όλη την κατάνυξη με την οποία παρακολουθούσε την ωραία ακολουθία των Θεοφανίων, βρήκε τρόπο να περιεργαστεί τους «ξένους». Κι αυτός ακόμη ο ιερέας –ένας συμπαθητικός ώριμος άντρας– επέμεινε να μας λιβανίσει λίγο περισσότερο, όταν πέρασε δίπλα μας, για να μας τιμήσει βέβαια, αλλά και για να βρει καιρό να μας καλοδεί.

Ύστερα το γλυκύ μέλος του ύμνου του Κυρίου μάς έφερε όλους προς αυτόν:

Επεφάνης σήμερον
τη οικουμένη
και το φως Σου, Κύριε,
εσημειώθη εφ’ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε.
Ήλθες, εφάνης,
το Φως το απρόσιτον.


Όταν «αγιάστηκαν» τα νερά, το εκκλησίασμα πέρασε ήσυχα ήσυχα από την Ωραία Πύλη και πήρε αγιασμό, φιλώντας το χέρι του ιερέως. Κι ύστερα, με τον ιερέα και τον ψάλτη, με την «Αρχή του τόπου» –έναν και μόνον χωροφύλακα– και με τον υποδιδάσκαλο μπροστά, ακολουθήσαμε κι εμείς στις επισκέψεις στα σπίτια που γιόρταζαν.

Τα βαφτίσια γίνηκαν το απόγευμα. Ο ξάδελφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να βαφτίσουμε τα δίδυμα, και ο κουμπάρος το δέχτηκε εγκάρδια. Εν τω μεταξύ ένας ακόμη γονιός, που είχε αβάφτιστο παιδί, ήρθε και μου ζήτησε να το βαφτίσω. Δέχτηκα την τιμή με προθυμία.

Φυσικά, στα βαφτίσια συνάχτηκε όλο το χωριό. Δεν έμεινε ψυχή σε άλλο σπίτι, εκτός από δυο παράλυτες γριούλες. Γύρω γύρω στην κολυμβήθρα σπρώχνονταν τα παιδιά, πιο πίσω οι μεγάλοι, έως έξω στις αυλές, όπου αποτραβιόνταν οι άντρες για να κάμουν τόπο. Κι ο καημένος ο ιερέας κουράστηκε αρκετά για να τελειώσει με τάξη και ευπρέπεια και τις τρεις βαφτίσεις.

Ύστερα μοιράσαμε τα «μαρτυριάτικα» σε όλο το χωριό, που μας εύχονταν να τα «χιλιάσουμε», και το βράδυ χρειάστηκε να φάμε δυο φορές για να «τιμήσουμε το τραπέζι» και στα δυο σπίτια των κουμπάρων, ένα τραπέζι πλούσιο, ευλογημένο και καλόκαρδο.

Όταν την άλλη μέρα το μεσημέρι, αφού ευχηθήκαμε σε όλους τους Γιάννηδες, κατεβήκαμε στο λιμανάκι του Νησιού για να «μπαρκάρουμε» για το δικό μας, όλο το χωριό πρόβαλε στις πόρτες των σπιτιών να μας ευχηθεί, να μας προπέμψει:

– Στο καλό να πάτε! Στο καλό να πάτε!…

Τώρα οι καλοί μας κουμπάροι είχαν πάρει τα μέτρα τους. Στο λιμανάκι μάς περίμενε το καινούργιο καϊκάκι του καπετάν Νικήτα, για να μας μεταφέρει στον τόπο μας. Είχαν στρώσει ακόμη και χράμια απάνω στο καλοπλυμένο κατάστρωμα του καϊκιού, για να ξαπλώσουν άνετα οι γυναίκες.

Με φρέσκο πρίμο αγέρι το καϊκάκι, σαν πουλί που πετούσε ξυστά πάνω στη θάλασσα, μας έφερε σε είκοσι λεπτά της ώρας στο νησί μας. Βγήκαν μαζί μας στη στεριά ο καπετάνιος κι οι κουμπάροι μας «να φάνε μαζί μας μια ελιά», «να πιουν ένα κρασί», κι ύστερα σάλπαραν πάλι για το Νησί. Τώρα για να «βρούνε τον καιρό» χρειάστηκε «να κόψουν» ένα σωρό βόλτες. Τους παρακολουθούσαμε όπως λίγο λίγο ξεμάκραιναν. Το λευκό πανί πότε φούσκωνε με τον άνεμο, πότε σούρωνε στην άπνοια. Ύστερα, σιγά σιγά το καϊκάκι καβατζάρισε* τη μικρή γλώσσα της γης του Νησιού και χάθηκε πίσω της.

Τότε νοιώσαμε την πίκρα του χωρισμού από τους καλούς ήσυχους Νησιώτες, που ζουν εκεί στο μικρό νησί τους άγνωστοι και αγνοημένοι, και που σ’ εμάς έτυχε η καλή τύχη να τους γνωρίσουμε και να τους αγαπήσουμε. Κι ας ζήσαμε μαζί τους μόνον τρεις ημέρες. Έφτασαν αυτές για να τους βάλουν στην καρδιά μας. Βέβαια, γι’ αυτό βοήθησε κι ο φωτισμός και η θέρμη με την οποία ζέστανε τη χριστιανική ψυχή μας η ευκαιρία να χαρούμε τη μεγάλη γιορτή των Φώτων στο ήσυχο νησάκι τους.

Αληθινά. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα γαλήνια, τα σεμνά, τα ζεστά χριστιανικά Φώτα του γλυκύτατου εκείνου Γενάρη του έτους 194…, τα Φώτα που ο καλός Θεός μάς αξίωσε να γιορτάσουμε στο Νησί.

* καβατζάρω: περνώ έναν κάβο (ακρωτήρι).

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

http://www.snhell.gr/


Baptsm of Christ  by Cima da Conegliano 

Νίκος Καρούζος - Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου

Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο. Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.

Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ' τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος
μαυροντυμένος μ' ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ' ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια

καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ' ὅλα τ' ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ' ὅλες τὶς ἀχτίδες
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ' ἕνας σκύλος
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.
http://www.myriobiblos.gr/


Η Βάπτισις του Χριστού. Ψηφιδωτό από την βυζαντινή μονή Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη.


Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ  - Θεοφάνεια 

Σ’ αμάξι που αστροπλούμιστα σέρνουν παγόνια
των πόθων η θεά δείχνεται στο λαό της,
περνάει, αλαλαγμός και σπαραγμός της νιότης,
και πίσω της τραβάει τα δεκαοχτώ μου χρόνια.
Γίνηκαν κόσμος, γίνανε ζωή τα χιόνια
και πλάσαν το κορμί και το συλλογισμό της,
κι απάνω στο βασιλικό το μέτωπό της
φωλιάζουν, άγρια πουλιά, τα καταφρόνια.

Του κάκου των αγνών ονείρων το παλάτι
στο δρόμο της για κείνη από χρυσάφ’ υψώνω,
μ’ ένα διαμαντοκάμωτο στη μέση θρόνο.

Περνάει, περνάει μες στ’ αστροφάνταστο τ’ αμάξι·
σαν από πιο θεϊκά χρυσόνειρα χορτάτη,
μήτε γυρίζει το παλάτι να κοιτάξει!

1895

http://www.greek-language.gr/


Η Βάπτιση του Χριστού. Νόβγκοροντ, 16ος αιώνας 
Πηγή: www.lifo.gr

Στέλιος Σπεράντσας  - Φώτα

Φώτα, φως άγιας γιορτής
γύρω λαμπυρίζει.
Άγιος Γιάννης Bαφτιστής
το Xριστό βαφτίζει.


Σήμερα μες στο νερό,
θάλασσα, ποτάμι,
ρίχνουν το χρυσό σταυρό,
τ’ άγιασμα να κάμει.

Σ’ όλα τα νερά αγιασμός
και σε μας ο φωτισμός.
Στου σπιτιού μας τη μεριά
πάμε μ’ αναφτά κεριά.

http://www.snhell.gr/
ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ - ΜΑΝΔΡΑΤΖΗ " ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ "


Αφίεμαι στη γλώσσα γης και ουρανού
Σταγόνα από ρυάκι ή ωκεανού
Στην κρύπτη παγωμένης πόας και ανάπηρου κλαδιού.
Στο παγωμένο χνώτο
σαστισμένου αμνού

Συντάσσομαι με το έλεος του χιονιά
Που ανορθόδοξα κατά το δοκούν αγιάζει
Με το νέο φεγγάρι χρονιάς
που αχνά το τζάμι σχεδιάζει
Με τη μνήμη της άγριας τριανταφυλλιάς
Τη φλέβα που ανταριάζει
Με αγέρα που στα τρίστρατα λύκους ημερώνει
Με πένα αιμάτινη που για
άλυτους χρησμούς θυμώνει

Κάθε Γενάρη βαπτίζομαι σε Ιορδάνη ή σε στέρνα
Αμέτρητα χρυσάφια ρέουν στα μαλλιά, στα χέρια
Λιποτακτούν οι αμαρτίες περιστέρια
Σε αγεωγράφητους αδεσποτους ουρανούς

Μετά
Μαζεύω μανουσάκια στο ποτήρι
Για να μεθάω δίσεκτους καιρούς
Και χαμηλά στην παλάμη ενός γήινου Θεού μου, ξανανιώνω

Φωτεινή Ψι. 


Η εικόνα των Αγίων Θεοφανείων

Δέσποινα Ιωάννου-Βασιλείου

Τα Άγια Θεοφάνεια είναι μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Εορτάζεται το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου στα Ιορδάνια νάματα και ταυτόχρονα φανερώνεται η Τριαδική Θεότητα στον κόσμο.

Η σπουδαιότητα της εορτής φαίνεται από τις ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι μετά το Πάσχα, η εορτή των Θεοφανίων είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή.

Το γεγονός της Βαπτίσεως έχει τεράστια θεολογική σημασία. Ο αγιογράφος κατάφερε να αποτυπώσει με τα χρώματα αυτό το πλούσιο σε νοήματα γεγονός.

Ο Χριστός βρίσκεται μεταξύ ψηλών βράχων, που σμίγουν και σχηματίζουν «κλεισούραν». Τα νερά, που δεν είναι αγιασμένα, μας θυμίζουν την εικόνα του θανάτου – κατακλυσμού. Ο συμβολισμός των βράχων της εικόνας της γεννήσεως συνεχίζεται στην εικόνα των Θεοφανίων και καταλήγει στην εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη. Η εικόνα της βαπτίσεως παρουσιάζει τον Ιησού να εισέρχεται στα νερά, στον υγρό τάφο. Ο Άδης έχει την μορφή ενός σκοτεινού σπηλαίου, που περιέχει όλο το σώμα του Κυρίου, δείχνοντας την προκάθοδο Του στον Άδη, για να διαλύσει το δυνατό του κόσμου τούτου. Όπως αναφέρει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιησούς «Καταβάς ἐν ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν».

Η κάθοδος του Χριστού στα Ιορδάνια νερά σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ’ επέκταση τον καθαγιασμό ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 22).

Ο Χριστός στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ή με άσπρο ρούχο στη μέση του. Το σώμα του σαν να είναι σκαλισμένο στο ξύλο με διάφορα σχήματα γραμμένα ζωηρά κι όχι σαρκώδες. Είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα κι έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμά της. Με το δεξί ή και με τα δύο του χέρια ευλογεί τα νερά και τα ετοιμάζει να γίνουν τα νερά της βαπτίσεως, τα οποία αγιάζει με την δική του κατάδυση. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη εξαγνισμού, γιατί ήταν προαιωνίως αγνός. Πήρε το βάπτισμα του Ιωάννη από ταπεινοφροσύνη και σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση. Βαπτιζόμενος ο Κύριος δεν αγιάστηκε από το νερό αλλά αγίασε το νερό και μαζί με αυτό ολόκληρη την κτίση.

Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά, για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του, να βαπτιστεί από το Ιωάννη και να βγει στην δημόσια δράση. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό ότι είναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἀμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν. α΄ 29), στάθηκε καθοριστική. Σε μερικές εικόνες της βαπτίσεως ο Χριστός εικονίζεται να πατά πάνω σε μια πλάκα, στην οποία από κάτω βρίσκονται καταπλακωμένα φίδια, τα οποία ξεπροβάλλουν το κεφάλι τους θέλοντας να γλυτώσουν. Η παράσταση αυτή είναι παρμένη από το βιβλίο των Ψαλμών και εδράζεται στο στίχο «σὺ ἐκρατέωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» (Ψαλμ. ογ΄ 13).


Μέσα στον Ιορδάνη, γύρω από το σώμα του Κυρίου, κολυμπούν ψάρια. Κάτω ξεχωρίζουν μια γυναίκα κι ένας γέρος να κάθονται πάνω σε θεριόψαρα. Η γυναίκα συμβολίζει τη θάλασσα κι ο γέροντας τον Ιορδάνη ποταμό. Ο γέροντας κρατά στα χέρια του μία υδρία από την οποία τρέχει νερό. Αυτά τα πρόσωπα ζωγραφίζονται με βάση τον ψαλμικό στίχο «ἡ θάλασσα εἶδεν καὶ ἔφυγεν ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». (Ψαλμ. ριγ΄ 3).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει μια βαθιά αλληγορία στη στροφή του Ιορδάνη προς τα οπίσω. Ο ποταμός πηγάζει από δύο πηγές, τη μια που ονομάζεται Ιόρ και την άλλη που λέγεται Δαν. Από την συνένωση των δύο ποταμών προκύπτει ο Ιορδάνης που χύνεται στην Νέκρα θάλασσα. Έτσι και το ανθρώπινο γένος προήλθε από τους προπάτορες, τον Αδάμ και την Εύα. Μετά την αποστασία το ανθρώπινο γένος πορευόταν στην αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο, που αλληγορούνται με τη Νεκρά θάλασσα. Ο Σωτήρας Χριστός με τη Ενανθρώπησή του ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την υποδούλωση στη φθορά και στο θάνατο με αποτέλεσμα ακόμη και ο Ιορδάνης ποταμός να θέλει να στραφεί προς τα πίσω, και να μη θέλει να νεκρωθεί.

Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια. Την φανέρωση της Αγίας Τριάδας ο αγιογράφος τη δηλώνει με το χέρι του Πατρός, που ευλογεί από ένα τμήμα ενός ημικύκλιου που παριστά τους ουρανούς. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος και φωτίζουν το περιστέρι. Κατά τη στιγμή αυτή ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Του Υιόν. Ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται στον Ιορδάνη φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχία του Σατανά. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέρχεται με μορφή περιστεράς , βεβαιώνει την μαρτυρία του Πατρός και μας χαρίζει το αδιασάλευτο θεμέλιο της πίστεώς μας. Είναι το Πνεύμα που «ἐντέλλεται» το Χριστό και τον οδηγεί στη δημόσια αποστολή του.

Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κατ΄ αναλογία με το κατακλυσμό και το περιστέρι με το κλαδί της ελιάς είναι σημείο της ειρήνης. Το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου «ἐπεφέρετο ἐπάνω» από τα αρχέγονα νερά κι ανέδειξε τη ζωή (Γεν. α΄ 2). Έτσι και τώρα στη Βάπτιση αιωρείται πάνω στα νερά του Ιορδάνη και προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος.

Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται με ταπείνωση και σεβασμό στο πρόσωπο του Μεσσία. Είναι στραμμένος προς το Άγιο Πνεύμα , που κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Το πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένο σε πλάγια στάση λόγω της υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος. Το δεξί του χέρι αγγίζει το κεφάλι του Χριστού ενώ το αριστερό βρίσκεται σε στάση δεήσεως. Το κεφάλι του είναι αναμαλλιασμένο και το γένι του αραιό. Η έκφραση του είναι αυστηρή και σοβαρή. Τα χέρια και τα πόδια του είναι άσαρκα, διότι «ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μτ. γ΄ 4). Το πρόσωπό του αγιογραφείται λιπόσαρκο και μελαψό, για να δηλωθεί ο καύσωνας της ερήμου. Φορεί ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση (Μτ. γ΄ 4).

Δίπλα του Προδρόμου βρίσκεται μια αξίνα σφηνωμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου. Συμβολίζει τα λόγια του προφήτη Ιωάννη: «…ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται˙ πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. γ΄ 10). Εδώ φανερώνεται η θεία δίκη που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, για να διαλέξει τα καρποφόρα από τα άκαρπα δέντρα.

Στη δεξιά πλευρά της εικόνας βρίσκονται οι άγγελοι. Έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους και τα προτείνουν στο Χριστό, έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Ένα ιδιαίτερο ύφασμα ή το ιμάτιο σκεπάζει τις ανοικτές παλάμες, που έχουν σχήμα δεήσεως και συνάμα προθυμίας για εξυπηρέτηση.

Τα απότομα φωτεινά χρώματα που ξεχύνονται από το ουρανό και κατεβαίνουν ως το Χριστό, τους Αγγέλους και τον Πρόδρομο, «δημιουργούν ιερότητα υπερβατικής ατμόσφαιρας, κατάλληλης για την εικόνα της Βαπτίσεως που είναι γεμάτη από υπερφυσικά στοιχεία, όπως η μεγαλειώδης φωνή του Πατρός και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος».

Πηγή: Δέσποινας Ιωάννου–Βασιλείου, Το Δωδεκάορτο–Εικόνα: Η άλλη γλώσσα της Θεολογίας, Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λευκωσία 2009.


Ιωάννης Κορνάρος - Μέγας ει Κύριε






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου