Σε μια χώρα πιο μακρινή κι από τα αστέρια ομόρφαινε μέρα τη μέρα ένα θλιμμένο αγριολούλουδο. Είχε χρόνια τώρα, φυτρώσει πάνω σε ένα βράχο, στην άκρια του τελευταίου γκρεμού, σε ένα βασίλειο χωρίς εξουσία ανθρώπων.
Πολύ γρήγορα κι αναπάντεχα, αυτό το εύθραυστο λουλούδι έμαθε να αγκαλιάζει τις ανάσες των θλιμμένων ανθρώπων, και να τις μετατρέπει σε απίθανα αρώματα, σε όνειρα που ταξίδευαν τα ξωτικά σε γήινα μονοπάτια, δίχως τέλος.
Ζούσε μέσα στον πόνο των άλλων και άνθιζε σε όλες τις εποχές του χρόνου
ενώ όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο αναπόφευκτο χρώμα που απλωνόταν στα πέταλά του.
Όταν ο Θεός βούρκωνε και ο κόσμος έβλεπε τη βροχή να ερωτοτροπεί με το χώμα, το θλιμμένο αγριολούλουδο δάκρυζε, γέρνοντας νωχελικά στο πλάι, κάνοντας την ύστατη υπόκλιση, βαθαίνοντας τις μεταξένιες ρίζες του στο βράχο, που το είχε γεννήσει.
Είχε μάθει να ερωτεύεται τη βροχή, να μεταμορφώνει τις σταλίτσες σε δάκρυα και να χαρίζει το σπάνιο χαμόγελό του, την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, ζωγραφίζοντας δακτυλίδια σε μια λίμνη που ποτέ δεν είχε δει, αφού ποτέ δεν υπήρξε..
Μέσα σε αυτό το όνειρο που έκανε την πραγματικότητα να χλομιάζει επικίνδυνα, το λουλούδι της θλίψης χάριζε την μικρή και πολύτιμη σκιά του στα περαστικά ταξιδιάρικα πουλιά, όταν εκείνα ξαπόσταιναν για λίγο, εκεί κοντά του, μιλώντας στη γλώσσα τους παίρνοντας για απάντηση μικρούλες φράσεις από φρέσκα θνητά αρώματα.
Είχε ακόμη μάθει να μετράει το χρόνο επάνω στα λεπτά μακρυά νεύρα του βράχου, που σχημάτιζαν ολόγυρά του, έναν χάρτη βαθύ κι ανεξερεύνητο………….. τον χάρτη του έρωτα.
Με τα χρόνια ο περήφανος κι επιβλητικός βράχος κατόρθωσε να κυρτώσει σχηματίζοντας μια τρυφερή μητρική αγκαλιά για το θλιμμένο αγριολούλουδο προσέχοντας όμως να μην το αγγίξει, γιατί γνώριζε πως έτσι θα το κατέστρεφε. κατά βάθος ήταν ένας άγαρμπος γρανιτένιος γεροντάκος.
Έτσι μέσα σε αυτήν την αθώα συνενοχή, περπατούσαν από μπροστά τους οι στιγμές μια - μια στοιχισμένες σαν μολυβένια στρατιωτάκια, αποφασιστικές και ετοιμοπόλεμες.
Ώσπου ήρθε μια μέρα που δεν έμοιαζε με καμιά πρόγονή της.
Μια μέρα όπου ο ουρανός από πάνω τους γέμισε ερωτευμένα περιστέρια και το αγριολούλουδο τα κοιτούσε με έκπληξη να ανταλλάσσουν μικρά συννεφάκια από ηλεκτρισμένα σ’ αγαπώ σε τέτοια ένταση που ξαφνικά από πουθενά ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα.. Οι φωνούλες των περιστεριών μεταμορφώθηκαν σε έναν κοφτερό μαυροφορεμένο κεραυνό που άνοιξε την καρδιά του βράχου και στέγνωσε τον πόνο του αγριολούλουδου.
Έτσι γεννήθηκε, εκεί πάνω σ’ ένα βράχο η αιώνια στιγμή που έχει την αλμυρή γεύση των δακρύων και το φόρεμα της πρώτης νιότης.
Εκείνης που κουβαλάμε μέσα μας στο βελούδινο πουγκί που έραψε η αιωνιότητα δίχως βελόνα, χρησιμοποιώντας σπάταλα κλωστές αναμνήσεων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου