Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΖΑΒΑΛΗ ΜΑΙΚΩ " Ο παππούς μου..."



Έρχονται κάποιες μέρες ανά καιρούς, δύσκολες πολύ, κι αυτομάτως εκείνες τις μέρες έρχεται στο νου μου o παππούς και η μέρα που μου έμαθε να οδηγώ ποδήλατο δίχως βοηθητικές ρόδες.
Περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί μου o παππούς, δεν έφταιγε μόνο το όνομα του που μου έδωσαν, σήμερα το καταλαβαίνω.
Μία μέρα από τις πολλές, ύστερα από την επιμονή μου να πετάξω πια τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατο μου, με πήγε στη μικρή αλάνα των τσιγγάνων, για να αρχίσει η εκπαίδευση. Φαινότανε βουνό, δύσκολο κι άπιαστο να καταφέρω να ισορροπήσω. Εκείνος κάθισε σε ένα παγκάκι κι εγώ έκοβα γύρους στην αλάνα, τριγύρω από τα σταθμευμένα φορτηγά των τσιγγάνων. Κάτι λεπτά, μου ήταν αρκετά για να φτάσω στο πρώτο μου όνειρο, αυτό το απίθανο όνειρο που είχα για τότε. Τα πόδια έδιναν δύναμη, τα πετάλια γυρνούσαν κι εγώ δεν έπεφτα. O παππούς καμάρωνε σα να είχα κάνει κάτι σπουδαίο - και ναι - για εμένα ήταν σπουδαίο, είχα καταφέρει να πραγματοποιήσω το όνειρο μου.
Αυτό ήταν ένα από τα πολλά που μου έμαθε o παππούς, μία από τις ασχολίες του μαζί μου.
Θυμάμαι ολόκληρες τις μέρες μας, ατόφιες ακόμη και σήμερα. Με περίμενε να ξυπνήσω κι αφού ντυνόμουν, φορούσαμε και οι δύο τα γυαλιά ήλιου μας για να προστατέψουμε τα μάτια μας από τα μυγάκια κι ανεβαίναμε στο μηχανάκι του. Η πρώτη μας στάση ήταν το χωράφι μας, με άφηνε στην αρχή του χωραφιού κι ενώ εκείνος οδηγούσε αργά το μηχανάκι του στην άκρη του δρόμου, εγώ έτρεχα παραδίπλα, μέχρι το τέλος του χωραφιού. Αφού τελειώναμε το πότισμα, η επόμενη στάση μας ήταν στο τέλος του χωριού. Εκεί υπήρχε ένα μικρό κτήμα, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένας γαϊδουράκος, τον οποίο έπρεπε να δω οπωσδήποτε κάθε μέρα, ενώ έπειτα έπρεπε επίσης να επισκεπτώ τις δύο στρουθοκάμηλους στην άλλη άκρη του χωριού. Κι o παππούς έκανε το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα και τελικά καταλήγαμε στο καφενείο. Μπύρα εκείνος, πορτοκαλάδα εγώ και να χαζεύω τους ερχόμενους και αυτούς του φευγιού. Αφού έπεφτε o ήλιος ξεκινούσαμε για το σπίτι.
Κατέβαινα πρώτη από το μηχανάκι κι έτρεχα στη γιαγιά, ώστε να προφτάσω να της πω πώς o παππούς ήπιε πάλι.
Αφού έπλενα τα πόδια μου στο νιπτήρα του μπάνιου κι όχι στη ντουζιέρα, καθόμουν στον μικρό καναπέ του σαλονιού για να δούμε τηλεόραση και τότε άρχιζε η μάχη! Μία μάχη για το τι θα δούμε, που συνήθως έληγε υπέρ μου, έτσι o παππούς ξάπλωνε στον μεγάλο καναπέ και ενώ εγώ ήμουν ξαπλωμένη στον μικρό, κρατούσε στο χέρι του το ένα πέλμα του ποδιού μου και βλέπαμε μαζί το πρόγραμμα της επιθυμίας μου.
Έως που τα μεσάνυχτα περνούσαν και ξεκινούσαν τα παρακαλετά ώστε να πάω για ύπνο. Η τηλεόραση έκλεινε κι εγώ συνέχιζα να κάθομαι στον καναπέ κοιτώντας το κόκκινο λαμπάκι της να ανάβει και λέγοντας "Δεν πειράζει, μου αρέσει το λαμπάκι". Τελικά αφού o παππούς έλεγε πώς θα μου πει παραμύθι, έτρεχα για το υπνοδωμάτιο, ενώ προηγούνταν μία μάχη με τη γιαγιά για το ποια θα βάλει πρώτη την πιτζάμα της, γιατί με διαφορετικά δεδομένα δε θα την φορούσα ποτέ!
Ξαπλώναμε όλοι μαζί στο μεγάλο κρεβάτι με εμένα στη μέση, κρατούσα το χέρι της γιαγιάς κι o παππούς με έπαιρνε αγκαλιά, έκανε το γνωστό "αβαβαβα" για να δηλώσει πως κάνει κρύο, ώσπου να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα κι άρχιζε την  ιστορία του. O "Πιπερκάκης και η Φουρκαλίτσα" ήταν το μόνο παραμύθι που ήξερε και μου το έλεγε ανελλιπώς κάθε βράδυ.
Μέσα στη νύχτα πολλές ήταν οι φορές που ξυπνούσα διαμαρτυρόμενη πως ήθελα νερό, εκείνος πήγαινε να μου φέρει, αν επέστρεφε γρήγορα δεν το έπινα, γιατί καταλάβαινα πως το είχε γεμίσει από το νιπτήρα της τουαλέτας, η οποία ήταν κοντάσ το δωμάτιο, και μετά από αρκετή γκρίνια σηκωνόταν ξανά με κατεύθυνση προς την κουζίνα αυτή τη φορά.
Οι φορές που μαλώναμε ήταν πολλές και κατέληγαν με εμένα να ανεβαίνω πάνω στο σπίτι μας κι εκείνος μετά από μισή ώρα το πολύ να χτυπά το κουδούνι παρακαλώντας να κατέβω κάτω γιατί τού έλειψα.
O παππούς ήταν εκείνος που μου έμαθε να οδηγώ ποδήλατο δίχως βοηθητικές ρόδες, να φτιάχνω μόνη μου χαρταετό και πολλά άλλα πράγματα, το πιο σημαντικό όμως που μου έμαθε ήταν το πως αγαπά ένας άνθρωπος. Πως ένας άνθρωπος φροντίζει και περιποιείται κάποιον που αγαπά, πως τον ζητά και του λείπει ακόμη και τα πρώτα λεπτά που βρίσκεται χώρια του.
O παππούς έφυγε την χρόνια του 2008, από κύρωση ήπατος, ζητώντας με κάθε μέρα στο θάλαμο του νοσοκομείου που ήταν, δίχως όμως ποτέ να με αναγνωρίζει φανερά όταν βρισκόμουν εκεί, εκτός από κάποιες φορές που μου έσκαγε κάποιο χαμόγελο. Την βραδιά που τον φέραμε σπίτι, δε τον φίλησα πριν πέσω για ύπνο σκεπτόμενη πως θα το έκανα την επόμενη μέρα. Λίγο πριν το ξημέρωμα όμως o παππούς κατέληξε. Ο Παππούς που μου έμαθε πως είναι να αγαπάς και να το δείχνεις την κάθε στιγμή, τέλος μου έμαθε πως τις επιθυμίες μας δεν πρέπει να τις αφήνουμε ποτέ για αργότερα, γιατί ίσως πάντα να είναι αργά...


Υ.Γ. Επίσης o παππούς μου έμαθε πως είναι να ξαπλώνεις στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου και να βγάζεις τα πόδια σου από το παράθυρο για να δροσίζονται, να το δοκιμάσετε!


Η φωτογραφία είναι από το οικογενειακό αρχείο της γράφουσας.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου