Εκείνο το βράδυ έβρεχε πολύ. Ήταν μια βραδιά τραγική, λες και είχαν ανοίξει οι ουρανοί και έβαλαν στόχο τους να πλημμυρίσουν όλη τη γη. Εκείνο το βράδυ δεν έμοιαζε με κανένα άλλο! Τα σωρευμένα μαύρα, κατάμαυρα σύννεφα, απειλητικά και φριχτά από το απόγευμα, τα έσκιζαν οι συχνές σαν φωτιές ολοκόκκινες αστραπές από τη μια μεριά του ουρανού ως και την άλλη, ενώ οι βροντές συγκλόνιζαν τον τόπο προκαλώντας τον τρόμο.. Κι’ αυτή, μικρή κοπελίτσα ακόμη, γύριζε στους δρόμους ολομόναχη με μόνη συντροφιά το πνιχτό κλάμα και τα αναφιλητά που τράνταζαν το πονεμένο κορμί της. Πού πήγαινε; Τι πήγαινε να κάνει; Ούτε και ήξερε! Βάδιζε μόνο...έτρεχε μόνο μέσα σ’ αυτή την ατελείωτη βροχή και με ένα σωρό σκέψεις στο μυαλό της που λύση τους δεν έβρισκε και ούτε και ήταν σε θέση να εύρει. Δε μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε περάσει μέσα στο ερημωμένους δρόμους του χωριού με τα κλειστά παράθυρα και τα σβησμένα φώτα. Είχε χάσει πια την επαφή και με το χρόνο και το χώρο. Πόσο είχε περπατήσει; Που είχε φτάσει; Τίποτε γνωστό δεν έβλεπε μπροστά της, απελπισία σκέτη! Πληγωμένη στην ψυχή και στο σώμα δεν είχε άλλη αντοχή. Σταμάτησε να περπατά και κούρνιασε σχεδόν, σαν πληγωμένο πουλάκι, στο στέγαστρο που κάπου βρήκε. Κοίταξε γύρω της μήπως και δει κάτι γνωστό... Τίποτε! Ο φόβος διαπερνούσε ψυχή και κορμί, ίδιο κοφτερό μαχαίρι. Κουλουριάστηκε και αμέσως οι σκέψεις αυτές, οι ανάκατες και παλαβές σκέψεις, ξανάρθαν στο νου της και την τάραξαν. Τι και τι δεν πέρασε από το μυαλό της! Ίδια κινηματογραφική ταινία έπαιξε ανήλεα την πονεμένη ιστορία της ζωής της και νόμισε πως τώρα πια χάνει τα λογικά της. Σαν σίφουνας μπήκε μέσα της η ιδέα του ποταμιού, αυτού του ποταμιού που χώριζε το χωριό στα δύο και που πολλές φορές την είχε προκαλέσει, να δώσει μία και να βρεθεί στην υγρή αγκαλιά του και κει να χαθεί και να χαθούν μαζί και όλα τα βάσανα που περνούσε. Ίδιο πλανερό πάντα το ποτάμι και πάντα το ξέφευγε. Απόψε όμως ήταν πιο προκλητικό. Απόψε τα πάντα ενίσχυαν την παλιά της σκέψη, που της γεννήθηκε από τότε που πρωτοήρθε σχεδόν στο χωριό αυτό. Νεοδιόριστη δασκάλα σε ένα χωριό, που την ημέρα έβλεπες μόνο τους άντρες στα καφενεία να κρασοπίνουν και να χαρτοπαίζουν φωνασκώντας και γελώντας με απαίσιο τρόπο, μακριά από την οικογένειά της, μόνη και είκοσι χρόνων μόνο, ζει χωρίς να ζει... Το μόνο που της δίνει χαρά είναι οι πρωινές ώρες στο σχολείο, εκεί με τα παιδιά μαζί, να τους διδάσκει και να τα παίζει, παιδιά και αυτά που δεν γνώρισαν την αγάπη και δεν έμαθαν τι είναι παιχνίδι, τι ζεστασιά πατρική, τι φροντίδα! Και ύστερα σιωπή! Κλεισμένη σε ένα δωματιάκι με το φως της λάμπας μόνο και ένα μαγκάλι με κάρβουνα για να ζεσταίνεται τις νύχτες, οι ώρες δεν λένε να περάσουν, γίνονται βαριές και ασήκωτες, ως να φέξει η άλλη μέρα για να βγει ο ήλιος και να σκορπίσει τη ζωή, τη χαρά και την ελπίδα ίσως. Και ύστερα ήρθε και ένας συνάδερφος. Το σχολείο έγινε πλέον διθέσιο. Ήταν νέος και αυτός και ωραίος, καλοντυμένος και κορδαλής. Πήγαινε το πρωί σχολείο και ήταν σα να είχε βγει από το κουτί, που λένε. Και είδε τη δασκάλα τη μικρή και όμορφη και έβαλε σε ενέργεια το σχέδιό του. Και το πέτυχε! Την κατάκτησε στα γρήγορα... Άλλωστε ποιον άλλον έβλεπε και κείνη; Μόνο βοσκούς και μεροκαματιάρηδες, μόνο γριούλες και γυναίκες κυρτωμένες από την κούραση, με πρόσωπα αυλακωμένα από την πολλή δουλειά και δυστυχώς και το ξύλο των αντρών τους που γύριζαν από το μαγαζί το βράδυ, αφού είχαν κατεβάσει μπόλικα κατοσταράκια κρασί. Μεθυσμένοι σχεδόν πάντα ξέσπαγαν στις γυναίκες τους που τις θεωρούσαν μόνο σαν σκεύος ηδονής ή κάτι σαν τo σάκο του μποξ... Κι’ έτσι τον ερωτεύτηκε και κείνη και το Σάββατο που πήγε στο πατρικό το σπίτι ήταν καταχαρούμενη, αλλά δεν είπε τίποτε. Ανοιχτή στον έρωτα η καρδιά, κλειστό όμως το στόμα στους γονείς. Και η άλλη εβδομάδα ήρθε και ο έρωτας έμπαινε σιγά, μα σταθερά μέσα της. Πλανερός ο έρωτας την έκανε να ξεχάσει την προηγούμενη μαύρη ζωή στο χωριό και της έδειξε το άλλο του πρόσωπο, το ωραίο, το γεμάτο υποσχέσεις και καλοπεράσματα, ψεύτικα όμως όλα αυτά. Και μέσα σ’ αυτή τη χαρά δεν μπόρεσε να καταλάβει με τι άνθρωπο πάει να μπλέξει. Δεν μπόρεσε να δει την υποκρισία του, την ψευτιά του, την απατηλή ζωή που ζούσε. Τυφλός ο έρωτας! Σου κλείνει τα μάτια και τα αυτιά και συ τον ακολουθείς, σαν το σκυλάκι που κολλά στα πόδια σου, και δεν βλέπεις τίποτε δυστυχώς! Και ξαναπήγε στο πατρικό, αλλά και πάλι το στόμα κλειστό. Μα σαν έφτασε η ώρα να αποκαλύψει τον έρωτά της , τότε βρήκε μπροστά της την αντίσταση των γονιών της. Είχαν ήδη μάθει αρκετά πράγματα για τη συμπεριφορά τους στο σχολείο, έμαθαν και για το άσχημο ποιόν του συναδέρφου και αντέδρασαν. «Είναι κακός τύπος, είναι αλαζόνας, είναι υβριστής και βίαιος, είναι μόνο ο εαυτός του» τόνισαν οι δύστυχοι γονείς, αλλά του κάκου. Εκείνη δεν τους άκουσε. Πήδηξε, φώναξε, έκλαψε και κατέληξε. «Εγώ θα τον πάρω, θα τον πάρω και ας λέτε ό,τι θέλετε εσείς. Όλα αυτά είναι ψεύτικες κατηγορίες και δεν τις ακούω». Και η μάνα της είπε.. «Να τον πάρεις, αλλά να μην έρθεις ποτέ να κάνεις παράπονα σε μας, αφού τον διάλεξες» «Όχι! δεν πρόκειται να ρθω ποτέ» απάντησε και έφυγε χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Ο έρωτας είχε νικήσει! Και ύστερα παντρεύτηκε και από κει και πέρα άρχισε νωρίς, νωρίς το μαρτύριό της. Μόνη στο σπίτι και κείνος στο καφενείο κάθε βράδυ ως αργά και οι φωνές και το υβρεολόγιο σε συνεχή βάση, όταν γύριζε. Και τούτο το απόγευμα στο σπίτι έγινε χαλασμός. Νευρίασε, έβρισε, φώναξε χυδαία και χωρίς λόγο και έφυγε και πάλι για το καφενείο και έμεινε εκείνη μόνη να μετρά τα χαλάσματα της ζωής της. Και τότε αποφάσισε να φύγει, να εξαφανιστεί μέσα στην κρύα και βροχερή νύχτα του χειμώνα, μέσα στα μπουμπουνητά και τις αστραπές, που ήταν πιο ήρεμες απ’ ό,τι ήταν εκείνος και κει στη γωνιά κουρνιασμένη πέρασε τη νύχτα με το να θυμάται θύμησες κακές και μανιακές. Και τότε πήρε την απόφαση! «Η ζωή δεν μας χαρίζεται, κερδίζεται με αγώνα και προσπάθεια μεγάλη. Θα ζήσω μόνη και θα παλέψω. Θα φύγω από το χωριό και θα γλυτώσω από το μαρτύριο που ζω...» Τι τα θέλεις όμως; Η ζωή είναι τόσο παράξενη που μερικές φορές δεν ξέρεις πώς πρέπει να τη χειριστείς. Έτσι και η μικρή δασκάλα. Άπειρη, βγαλμένη σαν από το τσόφλι που βγαίνει το πουλάκι της κότας, βγήκε και κείνη στη ζωή για να παλέψει με ποιον; Με το διάβολο; Και πώς να τα βγάλει πέρα μαζί του, αφού αυτός προκειμένου να πετύχει το στόχο του, χρησιμοποιούσε ό,τι το μυαλό της δεν μπορούσε να φανταστεί; Κόντευε να ξημερώσει, ο ήλιος αχνοφώτισε τη βρεγμένη γη και κείνη πήρε λίγο θάρρος και ξεκίνησε για το σπίτι της. Έτρεμε! Έτρεμε από το κρύο, έτρεμε από το φόβο, έτρεμε, γιατί θα ξανάμπαινε στο μέρος αυτό που μόνο πόνο και πίκρα στυφή της δημιουργούσε, αλλά ήταν και το μόνο που μπορούσε να κάνει, αφού είχε πει στη μάνα της ότι δεν πρόκειται ποτέ να της κάνει παράπονα. Μπήκε σιγά στο σπίτι, έβγαλε τα βρεγμένα της ρούχα και ξάπλωσε για λίγο σε μια γωνιά ενός χαμηλού καναπέ. Σιγά μην και ο κύριος είχε καταλάβει την απουσία της. Εκείνος κοιμόταν του παλιού καλού καιρού, που λένε! Σκέφτηκε, καθώς ήταν μαζεμένη στη γωνιά του καναπέ να μην του μιλήσει ποτέ! Τι αστείο! Τον είδε το πρωί κομψό και παρφουμαρισμένο, της μίλησε γλυκά τάχα και αυτό ήταν όλο! Ο έρωτας και πάλι νικητής! Θριαμβολόγησε για μια ακόμη φορά! Χώθηκε στην κρύα αγκαλιά του και ούτε που κατάλαβε τίποτε. Ήταν πλέον και πάλι ευτυχισμένη. Φτερούγισε η καρδιά της, χτύπησε άτακτα και δυνατά και παραδόθηκε σε κείνον, τον απατεώνα και δόλιο.
,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου