Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ " ΜΙΑ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ "






  • Σ’ένα απρόσιτο δάσος, χωμένο στη ζεστή αγκαλιά ενός βουνού, βρισκόταν το παλάτι του βασιλιά Ανεπιθύμητου. Μακριά απ΄ όλα τα βασίλεια του κόσμου, καιρό τώρα, τον είχαν εξορίσει εκεί σαν τιμωρία αφού κάποτε επιθύμησε περισσότερα από όσα έπρεπε. Ο βασιλιάς Ανεπιθύμητος που ποτέ δεν παντρεύτηκε, είχε αποκτήσει μια κόρη, καρπό της αγάπης του με την πιο όμορφη νεράιδα του δάσους. Ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος σε αυτό το παιδί. Το λάτρευε και για έναν ακόμη λόγο…στο πρόσωπό της μικρής του κόρης έβλεπε τον φανταστικό κόσμο να συνυπάρχει με τον πραγματικό. Οι λιγοστοί υπήκοοι του βασιλείου, άνθρωποι που καλλιεργούσαν τη γη τους,απλοί και καλόβολοι, ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στον βασιλιά τους και είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στην μονάκριβη κόρη του. Όμως στην πραγματικότητα ήταν άνθρωποι δίχως επιθυμίες. Είχαν για πολύ καιρό τώρα ξεχάσει να επιθυμούν. Γι΄αυτό το λόγο ο βασιλιάς Ανεπιθύμητος,ονόμασε τη μικρή του κόρη, Επιθυμία, ελπίζοντας να ξυπνήσει κάποτε τις επιθυμίες των ανθρώπων, να τους δει επιτέλους να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους. Η αλήθεια βέβαια είναι, πως ο λαός γνώριζε την αιτία της εξορίας του βασιλιά και αυτό από μόνο του επηρέαζε την καθημερινότητά του. Τα χρόνια περνούσαν και στο παλάτι οι παιδικές φωνούλες και τα παιχνίδια άφησαν τη θέση τους στις επιθυμίες και τα όνειρα μιας πανέμορφης κοπέλας. Φαίνεται πως η όμορφη πριγκίπισσα και μόνον αυτή, η ίδια η Επιθυμία ήταν ο μόνος άνθρωπος στο βασίλειο που μπορούσε να επιθυμεί. Ήξερε όμως τι συνέβαινε πραγματικά γύρω της,σε όλο το βασίλειο και για αυτό δεν φανέρωνε τις επιθυμίες και τα όνειρά της σε κανέναν. Οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να ονειρεύονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Είχαν ξεχάσει να ερωτεύονται. Είχαν απλά πάψει να επιθυμούν. Μόνο σαν έβλεπαν από μακριά την πριγκίπισσα, χαμογελούσαν για λίγο. Ήταν τόσο μεγάλη η απουσία επιθυμίας που ο ίδιος ο βασιλιάς είχε προνοήσει κάθε μέρα, μεσημέρι και βράδυ να υπενθυμίζει στο λαό του την ώρα του φαγητού, αφού ούτε και να φάνε δεν επιθυμούσαν. Είχε διατάξει τα ξωτικά του δάσους να προκαλούν ακατάπαυστη βροχή εκείνες τις ώρες. Έτσι οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους και μέχρι να περάσει η βροχή μαγείρευαν και έτρωγαν. Τελικά όμως εκεί που όλα φαίνονταν σε όλους φυσιολογικά, η μικρή πριγκίπισσα άρχισε δειλά δειλά να μελαγχολεί. Καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν να έχει επιθυμίες σε αυτόν τον μαραζωμένο τόπο, τον στερημένο από επιθυμίες. Κλείστηκε λοιπόν στο δωμάτιό της, τράβηξε τις βαριές βελούδινες κουρτίνες, έτσι που να μην ξεχωρίζει την ημέρα απ’ την νύχτα, σκέπασε τους καθρέπτες για να ξεχάσει την ομορφιά της και η σιωπή της κρατούσε συντροφιά. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια…χειμώνες και καλοκαίρια που δεν τα χάρηκε, διόλου. Μια μέρα όμως ένα αηδόνι επέμενε να κελαηδά έξω απ’ το παραθύρι της. Για πρώτη φορά μετά τόσο πολύ καιρό, η Επιθυμία ένιωσε τη ζεστασιά της συντροφιάς. Ώσπου το αηδόνι έπαψε να τραγουδά. Εκείνη παραξενεύτηκε και πλησίασε το παραθύρι. Είδε το αηδόνι αποκαμωμένο να αργοπεθαίνει…μα κάτι ήταν τρυφερά δεμένο στο ποδαράκι του. Ήταν κάποιο μήνυμα γραμμένο για την ίδια, γραμμένο σε δέρμα ελαφιού. Έλεγε… «η Επιθυμία συνήθως δε φτάνει, η θέληση όμως αρκεί» Πήρε το αηδόνι στα χέρια της, το αγάπησε και του έδωσε ξανά την ανάσα της ζωής. Από τότε όλα άλλαξαν. Το δάσος του Βασιλείου γέμισε αηδόνια,ο κόσμος επιθυμίες και οι καρδιές των ανθρώπων λούστηκαν στο φως. Η πριγκίπισσα Επιθυμία παντρεύτηκε το βασιλιά Θεληματικό έναν όμορφο και θαρραλέο Ελαφοκυνηγό ξακουσμένο στα πέρατα του κόσμου. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε πως αρκεί ένα μικρό και χαριτωμένο αηδόνι για να χαμογελάσει μια θλιμμένη καρδιά. Για να ξεκλειδώσει την Αγάπη και την Επιθυμία που εμείς καμιά φορά δειλά κρύβουμε μέσα μας.

Ο Πίνακας είναι από 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου