Την θυμάμαι ακόμη την πρώτη μου σχολική τσάντα, ήταν ένα αρκουδάκι, κίτρινο και χνουδωτό.
Ήταν δώρο από κάποια ξαδέλφη του μπαμπά από την Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι και την μέρα που μου την έφερε.
Είχα κρυφτεί πίσω από τον καναπέ μέχρι να φύγει και έπειτα να τρέξω για να ανοίξω το τυλιγμένο πακέτο που άφησε δίπλα στην θέση που καθόταν.
Εκείνη την τσάντα λοιπόν την θυμάμαι πάντα να κουδουνάει, λόγω της σιδερένιας κασετίνας και των μολυβιών που χόρευαν πάνω - κάτω, δεξιά κι αριστερά κάθε φορά που χοροπηδώντας πήγαινα προς το σχολείο.
Δυο βήματα από το σπίτι μας το σχολείο και κάθε πρωί να μαλώνουμε γιατί ήθελα να πηγαίνω μόνη μου, να καλημερίζω στο διάβα μου τον βενζινά της γειτονιάς, να κόβω δρόμο πηδώντας από το ύψωμα των 40cm (και όχι να κατηφορίζω κάνοντας τον κύκλο) κι έπειτα να τρέχω την ευθεία και να φτάνω στην μεγάλη μουσταρδί πόρτα.
Να χτυπώ την πόρτα και να περιμένω, να περιμένω αρκετά...
Πήγαινα πρώτη, πριν ακόμη από την κυρά Δήμητρα που είχε το κυλικείο και ήταν υπεύθυνη για το άνοιγμα του σχολείου κάθε πρωί.
Αφού η πόρτα δεν άνοιγε, έκανα τον γύρο του κτηρίου ψάχνοντας για το ποδήλατο της, για να βεβαιωθώ αν όντως έλειπε ή αν δεν με άκουσε.
Τελικά τα έξι χρόνια που βρισκόμουν στο Δημοτικό δεν έμαθα ποτέ αν η κυρά Δήμητρα είχε καλή ακοή, γιατί το δικό μου το χτύπημα δεν έτυχε να το ακούσει, μονάχα με έβλεπε από μακριά να κάθομαι στο παγκάκι αριστερά της πόρτας και να την περιμένω.
Ήταν δώρο από κάποια ξαδέλφη του μπαμπά από την Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι και την μέρα που μου την έφερε.
Είχα κρυφτεί πίσω από τον καναπέ μέχρι να φύγει και έπειτα να τρέξω για να ανοίξω το τυλιγμένο πακέτο που άφησε δίπλα στην θέση που καθόταν.
Εκείνη την τσάντα λοιπόν την θυμάμαι πάντα να κουδουνάει, λόγω της σιδερένιας κασετίνας και των μολυβιών που χόρευαν πάνω - κάτω, δεξιά κι αριστερά κάθε φορά που χοροπηδώντας πήγαινα προς το σχολείο.
Δυο βήματα από το σπίτι μας το σχολείο και κάθε πρωί να μαλώνουμε γιατί ήθελα να πηγαίνω μόνη μου, να καλημερίζω στο διάβα μου τον βενζινά της γειτονιάς, να κόβω δρόμο πηδώντας από το ύψωμα των 40cm (και όχι να κατηφορίζω κάνοντας τον κύκλο) κι έπειτα να τρέχω την ευθεία και να φτάνω στην μεγάλη μουσταρδί πόρτα.
Να χτυπώ την πόρτα και να περιμένω, να περιμένω αρκετά...
Πήγαινα πρώτη, πριν ακόμη από την κυρά Δήμητρα που είχε το κυλικείο και ήταν υπεύθυνη για το άνοιγμα του σχολείου κάθε πρωί.
Αφού η πόρτα δεν άνοιγε, έκανα τον γύρο του κτηρίου ψάχνοντας για το ποδήλατο της, για να βεβαιωθώ αν όντως έλειπε ή αν δεν με άκουσε.
Τελικά τα έξι χρόνια που βρισκόμουν στο Δημοτικό δεν έμαθα ποτέ αν η κυρά Δήμητρα είχε καλή ακοή, γιατί το δικό μου το χτύπημα δεν έτυχε να το ακούσει, μονάχα με έβλεπε από μακριά να κάθομαι στο παγκάκι αριστερά της πόρτας και να την περιμένω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου