Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΗ - ΤΣΑΓΚΑΡΗ " Εργα "

Η Γαρυφαλλιά  Κατσαμπάνη - Τσαγκάρη γεννήθηκε το 1944 στο Δώριο Τριφυλίας . Σε ηλικία 7 χρονών έχασε τον πατέρα της. Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση τελείωσε στο χωριό της.  Σπούδασε ένα χρόνο στο Πάντειο πανεπιστήμιο και 4 χρόνια στη Σχολή Μαιών του Μαιευτηρίου Αλεξάνδρα.Σαν μαία εργάστηκε στο Δημόσιο , σε αγροτικά ιατρεία του τόπου της για 17 χρόνια. Ζει στη Βαλύρα Μεσσηνίας.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 και έχει γράψει τα πιο κάτω βιβλία :
1. " Τα χελιδόνια ποιήματα για παιδιά" 1993.
2." Αλλα αλήθεια και άλλα παραμύθια" Αφηγήματα - Μύθοι 1995
3. " Στην άκρη της πόλης" Διηγήματα 1996
4. " Διέξοδος και φυγή" Ποιητική Συλλογή 1997
5. " Οι λεύκες ξαναγέμισαν πουλιά "Διηγήματα 1999
6. " Μύθοι  θρύλοι - Ιστορίες "2001
7. " Δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια του τόπου μου "2004
8. " Από καρδιάς " Ποιητική Συλλογή 2008

Πολλές εργασίες της. ποιήματα και πεζά έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά " Πνευματική Ζωή" , " Τριφυλλιακή Εστία", " Νέα Αριάδνη ", " Εκφραση" , "Ιθώμη", " Μαθητική Χαρά", στις εφημερίδες " Σημαία" , "Φωνή", "Μεσσηνιακός Λόγος" , "Μεσσηνιακά Νέα", " Βαλύρα", " Η Φωνή του Αγίου Νίκωνα" , " τα Νέα των Σουμαίων ", ¨Γεωργιτάνικα Νέα " και άλλες.
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν καταχωρηθεί στις εξής ανθολογίες :
1. " Ανθολογίες για παιδιά και νέους" Εκδόσεις " Τοξότης"
2. " Λογοτέχνες του καιρού μας " ( Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης ) Εκδόσεις " Πνευματική Ζωή"
3. " Παναθήναια 2004" Εκδόσεις ΔΕ. ΕΛ.
4. " Ανθολογία ποίησης " ( 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2005, Εκδόσεις " Υδρόγειος"
5. " Ανθολογία ποίησης- Διηγήματος " , Εκδόσεις " Πολιτιστική Συνεργασία" 2006
6. " Μεσσηνιακές Δημιουργίες " Α΄και  Β΄τόμος, Εκδόσεις " Ενωση Μεσσηνίων Συγγραφέων ", 2006 και 2008.

Για το έργο της έχει αποσπάσει άριστες κριτικές, πολλές διακρίσεις από πολιτιστικούς φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Καλεσμένη από αρμόδιους φορείς έχει πραγματοποιήσει πολλές ομιλίες σε Δημοτικά σχολεία, Δήμους  και Πολιτιστικούς Συλλόγους.
Εχει  εργοβιογραφηθεί στην " Πελοποννησιακή Λογοτεχνία" του Κώστα Σταμάτη, στη " Διαρκή ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας " του Μ. Σταφυλά και στην " Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας" του Χάρη Πάτση.
Είναι τακτικό μέλος της " Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών" , της "ΔΕ. ΕΛ." και της "Ενωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων".


 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ









Εφημερίδα " Μεσσηνιακός Λόγος " 29/5/08







ΕΡΓΑ 



" Η κυρά του λόφου " Διηγήματα 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ανθρώπινες ιστορίες έγραψα στα επτά διηγήματα αυτού του βιβλίου.
Ιστορίες από τις αναρίθμητες εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου. Οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί ,καταδεκτικοί , με τα μυστικά και τις αλήθειες τους , τα λάθη και τα πάθη τους.
Συμπεριφορές και στάσεις κάποιων ανθρώπων απέναντι στα συμβάντα, τα προβλήματα της ζωής τους αλλά και τον θάνατο,ξεδιπλώνονται στις σελίδες του.Γιατί όσο απευκταίος κι αν είναι ο θάνατος , όσο  οξύμωρο κι αν φαίνεται , είναι και αυτός κομμάτι της ζωής.
Μακάρι τα ευχάριστα γεγονότα να είναι καθημερινά στη ζωή των ανθρώπων.... Γ. Κ-Τ





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Μάνα 

Μάνα θα πει ζεστή φωλιά,
Μάνα σημαίνει χάδι,
στήριγμα και παρηγοριά
και φως μες το σκοτάδι.
Μάνα, καρδιά που συγχωρεί
κι αστείρευτο κουράγιο,
μες τη φουρτούνα απανεμιά
και στο Βοριά απάγκιο.
Μάνα θα πει υπομονή
αγρύπνια και θυσία.
Μάνα θα πει εικόνισμα 
κι αγάπης εκκλησία.


Η μοναξιά της κορυφής

Μη ζητάς την κορυφή
μην τη ζηλεύεις
έχει εκεί πολλή μοναξιά
και η μοναξιά είναι αρρώστια 
λένε.
Να πορεύεσαι δίπλα
σε αυτούς που αγαπάς 
και σ' αγαπούν,
δικούς και φίλους
-κοντά σ' ανθρώπους-
κι ας είσαι πιο κάτω,
πιο χαμηλά.




Δάκρυ μη σταλάξει

Την ώρα του φευγιού μου
δάκρυ να μη σταλάξει
κουράστηκε να πείτε
πάει να ξαποστάσει.
Στο τελευταίο αντίο
κανείς μη λυπηθεί
ενύσταξε να πείτε 
πήγε  να κοιμηθεί.
Ηταν το πέρασμά μου 
πάνω σε τούτη Γη
για όλους αδιακρίτως
αγάπη αληθινή.



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

 Είναι η ζωή/ της άνοιξης λουλούδι,/ είναι το γέλιο του παιδιού,/ είναι γλυκό τραγούδι.
 Είναι η ζωή / όνειρα, πόθος, δάκρυ,/ είναι ελπίδα και δροσιά,/ είναι η ζωή ΑΓΑΠΗ.
και
Αγαναχτώ/ γιατί εκείνοι που/ κόφτονται για την Ειρήνη/ τελειοποιούν τα σύνεργα της φρίκης/
Ντρέπομαι/ γιατί υπάρχουν στη γη/ παιδιά γυμνά και ξυπόλητα/ και οι ντουλάπες μου/ασφυκτιούν
από τη συλλογή "Διέξοδος και φυγή"
 .
Τώρα στα χωριά/ μνημόσυνα και ξόδια/ τ’ ανταμώματα./
Κλάμα μωρού/ και μάνας νανουρίσματα/ έχουνε χρόνια ν’ ακουστούν./
Γάμοι βαφτίσια ξεχασμένα/ σχολειά κλειστά./
Κάποιες σκιές μ’ άσπρα μαλλιά/ σέρνουν τα βήματα/ σμίγουνε/
σαν ο καιρός ζεστάνει/ και στον καφενέ/ θυμούνται τα παλιά. (Τ ανταμώματα)
και
Αρμονία και χορός/ των λέξεων είναι η ποίηση./
Της αγάπης και του πόνου/ λουλούδι/ της ψυχής άρωμα κι ευαισθησία./
Παιδιά της σιωπής/ και της μοναξιάς τα βιβλία/
είναι περίσσευμα και κατάθεση ψυχής. (Σκέψεις)
από τη συλλογή "Από καρδιάς"



ΔΙΗΓΗΜΑ 
Η γιαγιά από τη Σμύρνη - Από το βιβλίο "Στην άκρη της πόλης"


Ήταν μια ζεστή μέρα του Αυγούστου που πέρασε όμορφα για όλη την οικογένεια. Το καλοκαίρι το περνούσαν σ' ένα παλιό πέτρινο σπίτι, ανακαινισμένο, ευρύχωρο και άνετο, με πολλές κάμαρες, εξώστες και πορτοπαράθυρα, που είχαν, σ' ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα. Μια θάλασσα καθάρια και δροσερή που έτσι σου ερχόταν να την πιεις στο ποτήρι. Την οικογένεια Κωνσταντινίδη, για κείνην μιλάμε, την αποτελούσαν οι γονείς, τα τρία παιδιά τους, η γιαγιά και η Γιοβάνα που προστέθηκε τελευταία για να φιλοξενηθεί για ένα χρόνο.

Η Γιοβάνα είναι ένα δωδεκάχρονο παιδί από τη Βοσνία. Ένα από κείνα τα παιδιά που ο πόλεμος που γινόταν στην πατρίδα τους τα σκόρπισε στους πέντε δρόμους. Δεν άφησε φεύγοντας από την πατρίδα της κανέναν να την καρτεράει. Όλη η οικογένεια της, ο πατέρας της, η μητέρα και ο αδελφός της σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Έμενε σ' ένα ορφανοτροφείο με άλλα ορφανά μαζί, όταν τους είπαν να πάνε, όσα παιδιά ήθελαν, να φιλοξενηθούν στην Ελλάδα για ένα χρονικό διάστημα από οικογένειες. Η Γιοβάνα αποφάσισε να πάει. Μετά, όταν καλοσκέφτηκε την απόφαση της να δεχτεί την πρόταση, ξεπήδησαν από τα Βάθη της ψυχής της κάποιοι φόβοι. Δεν ήξερε που θα πάει, πώς θα την δεχτούν και πώς θα περνούσε. Παρ' όλα αυτά δεν μετάνιωσε, πήγε.

Όταν συναντήθηκε με την οικογένεια Κωνσταντινίδη, που την δέχτηκαν όλοι με χαρά, στοργή και τρυφερότητα, ησύχασε και οι όποιες ανησυχίες και οι φόβοι της διαλύθη-καν. Όταν όμως την αγκάλιασε και την χάιδεψε η γιαγιά Θεανώ το κορίτσι ένιωσε μια μεγάλη σιγουριά και ασφάλεια, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Όσο κι αν σκέφτηκε, όσο κι αν έψαξε, εξήγηση δε βρήκε, ήταν μόνο από ένστιχτο.

Πράγματι περνούσε καλά κι ένιωθε σαν στο σπίτι της. Τα παιδιά δεν την ξεχώριζαν, την είχαν σαν αδερφή τους. Εκείνη λοιπόν την ημέρα του Αυγούστου, τα παιδιά κολύμπησαν αρκετά στη θάλασσα, που ο δρόμος μονάχα τη χώριζε από το σπίτι τους, έφαγαν το μεσημέρι και μετά ξάπλωσαν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν. Να περάσει η κάψα του μεσημεριού. Η Γιοβάνα ξάπλωσε στο κρεβάτι της μα ύπνος δεν την πήρε. Έτσι πέρασε το μεσημέρι σιωπηλή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Περίμενε να ξυπνήσουν τ' άλλα παιδιά. Το απόγευμα τα παιδιά ξανακατέβηκαν στην θάλασσα κολύμπησαν κι έπαιξαν. Σαν μαγεμένα, σαν ήρθε η ώρα κοίταζαν και δεν χόρταιναν να κοιτάζουν τον ήλιο να βουτάει και να νίβεται στη θάλασσα. Κι έμοιαζε να πήραν τα νερά της θάλασσας φωτιά, σαν ν' άναψε πυρκαγιά να φλέγεται ο ορίζοντας στη Δύση. Κάθε μέρα έβλεπαν εκείνο το θέαμα και πάλι δεν το χόρταιναν. Τέτοια ομορφιά δεν έχει χορτασμό.

Μετά το δείπνο τα παιδιά έκατσαν στο μπαλκόνι στη δροσιά, στο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο στον ουρανό, καθρεφτιζόταν στο νερένιο καθρέφτη κι έλουζε τις ακτίνες του στο γιαλό. Η Γιοβάνα ήταν κουρασμένη και καθώς δεν είχε κοιμηθεί το μεσημέρι νύσταζε. Ζήτησε συγγνώμη, καληνύχτισε και πήγε στη κάμαρα της να ξαποστάσει, να κοιμηθεί. Σε λίγο ο ύπνος της σφάλισε τα μάτια.

Ξύπνησε σε κάποια στιγμή, νύχτα ακόμα, κι ένοιωσε να
διψάει πολύ. Σηκώθηκε αθόρυβα και τράβηξε κατά την κουζίνα. Ήπιε νερό κι έκανε να φύγει όταν άκουσε σιγανή κουβέντα. Αφουγκράστηκε και γνώρισε τη φωνή της γιαγιάς Θεανώς που κουβέντιαζε με την κυρα-Δήμητρα που έμενε στο διπλανό σπίτι. Κάθε μια είχε πάει άκρη - άκρη στο δικό της μπαλκόνι, κολλητά στα κάγκελα, είχαν έρθει κοντά - κοντά και τα έλεγαν. Ήταν τόσο γλυκιά, τόσο ήρεμη η φωνή της γιαγιάς, που χαιρόσουν να την ακούς.

"Μια χαρά φαίνεται το πουλάκι μου, μοιάζει να έχει ξεχάσει την κόλαση του πολέμου που γίνεται στον τόπο της και να χαίρεται τη Ζωή" έλεγε η γιαγιά Θεανώ.

Για μένα λέει, σκέφτηκε η Γιοβάνα κι έκατσε σε μια καρέκλα στην κουζίνα για ν' ακούσει τη συνέχεια.

"Φαίνεται να ξέχασε", συνέχισε η γιαγιά "μα ξέχασε στ' αλήθεια; Δε θα ξεχάσει ποτέ όπως δεν ξέχασα κι εγώ. θα ξέρεις, κυρα-Δήμητρα, πως είμαι και εγώ προσφυγοπούλα από τα μέρη της Σμύρνης. Έξι χρονών παιδί ήρθα στην Ελλάδα μαζί με άλλους που σώθηκαν από κείνη την κόλαση του πολέμου. Ζούσαμε σ' ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Το σπίτι μας ήταν μέσα σ' ένα χτήμα δεκαπέντε στρεμμάτων. Ήταν όμορφο και μεγάλο, με κήπο για λουλούδια, με περιβόλι με λογής - λογής καρποφόρα δέντρα, με πηγάδια, όλα μια χαρά. Ο πατέρας μου είχε χτήματα πολλά, ελιές κι αμπέλια. Ασχολιόταν με το εμπόριο κι είχε δύο υπαλλήλους στο μαγαζί του. Τα χτήματα τα δούλευαν εργάτες Γραικοί και Τούρκοι που ο πατέρας τους λόγιαζε για δικούς του ανθρώπους. Τον σέβονταν κι εκείνοι και τον αγαπούσαν πολύ.

Περνούσαμε καλά κι είχαμε καλές σχέσεις μεταξύ μας όλοι, Γραικοί, Τούρκοι, Αρμένιοι κι Οβριοί. Μα οι μεγάλοι, εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους το κουβέρνο του κόσμου, ήθελαν τα πλούτια της Ανατολής, τα πλούτια της Μικρός Ασίας. Μας βάλανε και φαγωθήκαμε. Κι επάνω που είπαμε πως λευτερωθήκαμε όταν ο στρατός μας μπήκε στη Σμύρνη, πάνω που νομίσαμε πως ήρθε και για μας η ανάσταση, ήρθαν τα πάνω κάτω. Οι τρανοί του κόσμου τα μετρήσανε πάλι και είδανε πως δεν είχανε συμφέρον να μείνουν έτσι τα πράγματα. Πήρανε τότε το μέρος των Τουρκαλάδων και μας αφάνισαν. Σκότωσε ο γείτονας τον γείτονα, γίνανε οι άνθρωποι θηρία ανήμερα. Πήρε τα πάνω της η Τουρκιά με την ανοχή των "συμμάχων μας" και με την υποστήριξη τους και έσφαζαν, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν και βυζανιάρικα ακόμα. Έκαψαν τη Σμύρνη, έκαψαν τα χωριά μας. Γέμισαν οι δρόμοι κορμιά χωρίς κεφάλια, έτρεχε το αίμα ποτάμι στους δρόμους κι έφτανε στη θάλασσα. Όλοι οι Ζωντανοί έτρεχαν στην προκυμαία να φύγουν, να σωθούν. Γέμισε η θάλασσα πτώματα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέους, γέρους. Πολλοί έπεφταν μόνοι τους στη θάλασσα για να γλιτώσουν και πνίγονταν. Τα καράβια των "συμμάχων" δεν άφηναν τους Έλληνες να ανέβουν για να σωθούν ή να τους περάσουν απέναντι στα νησιά μας. Όσους κατάφερναν να σκαρφαλώσουν τους έσπρωχναν, τα "συμμαχικά" πληρώματα των καραβιών, τους χτυπούσαν τα χέρια και ξανάπεφταν στη θάλασσα.

Εκεί στο λιμάνι της Σμύρνης γράφτηκε, το 1922 τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο, μια μαύρη σελίδα για τον πολιτισμό της Ευρώπης, για τον πολιτισμό και το δίκιο όλου του κόσμου.

Μας πήρε ο πατέρας όλους και προσπάθησε να μας σώσει φυγαδεύοντας μας με βάρκες στα Ελληνικά νησιά. Τελικά, που λες κυρα-Δήμητρα, όλοι σκοτώθηκαν, ο πατέρας, η μητέρα, τα τρία αδέλφια μου, ο παπούς και η γιαγιά. Εγώ, δεν ξέρω πως, βρέθηκα μέσα σ' ένα βαπόρι μαζί με άλλους πολλούς, στοιβαγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον σαν τις σαρδέλες. Απορώ πως δεν έσκασα. Όλοι έκλαιγαν τους ανθρώπους, τα σπίτια, το βίος που άφησαν πίσω, που έχασαν. Έκλαιγαν που έφυγαν μακριά από τη γη που τους γέννησε. Εγώ έκλαιγα για όλα.

Βγήκαμε στον Πειραιά και δεν ήξερα τι να κάνω, πού να πάω. Με μάζεψε ένα ζευγάρι μεσόκοπων φτωχών ανθρώπων, που δεν είχαν παιδιά και με μεγάλωσαν με αγάπη. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους, μου στάθηκαν σαν γονείς. Αργότερα, σαν μεγάλωσα, γνώρισα το μακαρίτη τον άνδρα μου, προσφυγόπουλο κι αυτός από την Αλικαρνασσό. Παντρευτήκαμε, κάναμε οικογένεια, αποχτήσαμε βιος. Περάσαμε καλά, σπουδάξαμε τα παιδιά μας, ο γιος μας έγινε γιατρός, οι δυο μας κόρες δασκάλες, καλά παιδιά. Τα παντρέψαμε, είδαμε εγγόνια, ευτυχήσαμε. Μα δε ξεχάσαμε τον πόλεμο, τις χαμένες μας πατρίδες, τους ανθρώπους μας που άφησαν εκεί τα κόκκαλά τους, το βίος μας, τα σπίτια μας. Εμείς σταθήκαμε τυχεροί. Στάθηκαν όμως το ίδιο τυχεροί οι υπόλοιποι από το ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες που έφυγαν το 1922 από τη Μικρά Ασία; και οι διακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι πρόσφυγες;

Και η ίδια ιστορία συνεχίζεται. Εκατοντάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες στην Κύπρο από την εισβολή του Αττίλα που χώρισε το νησί στα δυο κατά το συμφέρον το σχεδιασμό και τα κέφια των "τρανών" της γης. Πέρασαν χρόνια, μα πως να ξεχάσεις;

Μετά από αυτό έβαλαν πόδι στα Βαλκάνια και ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από τον πόλεμο στην μεγάλη γει-τονική μας χώρα που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία. Χιλιάδες, εκατομμύρια οι νεκροί, τα ερείπια, ποτάμι το αίμα πάλι. Μα τι τους νοιάζει τους τρανούς. Η μοιρασιά τους κόφτει και το συμφέρον τους, κυρα-Δήμητρα. Παρακαλώ το θεό να προστατεύει όλο τον κόσμο, όλους τους πρόσφυγες και νάχει η Γιοβάνα την τύχη μου".

- Ο Θεός ας ακούσει τις προσευχές σου που είναι και δικές μου, είπε η κυρα-Δήμητρα.

- Πιότερο απ' όλα όμως ας βάλει ο θεός μυαλό σ' εκεί-νους που στο κεφάλι τους αντίς για λογική έχουν άχυρα και σχεδιάζουν έργα του έξω από δω, που κάνουν τους πολέ-μους, είπε η γιαγιά.

Οι δυο γυναίκες σώπασαν. Τώρα καταλάβαινε η Γιοβάνα την αγάπη, τη συμπάθεια που ένιωθε για τη γιαγιά, τη σιγουριά και την ασφάλεια που τη γέμιζε η παρουσία της. Δεν το παλυσκέφτηκε, δρασκέλισε την πόρτα της κουζίνας, βγήκε στο μπαλκόνι έτρεξε κοντά στη γιαγιά και χώθηκε στην αγκαλιά της.

- Γιοβάνα, δεν κοιμάσαι, κόρη μου, είπε η γιαγιά και χάιδεψε τα πλούσια μαύρα μαλλιά του κοριτσιού.

- Δεν είχα ύπνο, γιαγιά, είπε το παιδί.

- Είναι αργά, πάμε παιδί μου να πλαγιάσουμε, είπε η ογδοντάχρονη κυρία. Καλή σου νύχτα, κυρα-Δήμητρα, τα
ξαναλέμε αύριο.

- Καληνύχτα σας, είπε η καλή γειτόνισσα.

Χέρι - χέρι προχώρησαν η γιαγιά η Θεανώ από τη Σμύρνη και η μικρή Γιοβάνα από τη Βοσνία, για τα δωμάτια τους.

- Τα άκουσα όλα, γιαγιά, είπε η Γιοβάνα σιγανά. Τώρα κατάλαβα, τώρα βρήκα την εξήγηση για την αμοιβαία μας αγάπη, για την σιγουριά και την ασφάλεια που νιώθω κοντά σου. Είμαστε και οι δυο προσφυγοπούλες.

Καλή νύχτα, γιαγιά, είπε η Γιοβάνα, φίλησε την κυρία με τη γλυκιά μορφή, με τ' ασημιά μαλλιά κι έτρεξε στην κάμαρη της...
ΠΗΓΗ http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/mathisis/44d.html



Υπερήλικη αγρότισσα μάνα 
Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο του 2002 και εκφωνήθηκε από τη Γαρυφαλλιά Κατσαμπάνη-Τσαγκάρη σε εκδήλωση που έγινε στο Δημαρχείο Δωρίου για να τιμηθεί η Υπερήλικη Αγρότισσα Μάνα, στις 12-8-2002.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΣΣΑ μάνα, την υπερήλικη μάνα, θα γράψω σήμερα με πολλή αγάπη και βαθύ αίσθημα ευθύνης. Ευθύνη γιατί δεν είναι εύκολο μέσα σε λίγα λεπτά και σε λίγες σελίδες χαρτιού να χωρέσουν όσα αξίζουν να γραφτούν και να ειπωθούν για αυτές τις Κυρίες και εδώ το Κυρίες δεν είναι μια απλή προσφώνηση αλλά τίτλος τιμής. Φοβάμαι μήπως με αθέλητες παραλείψεις μου, δεν αποδώσω σωστά την προσφορά τους και δεν καταφέρω να δείξω το μπόι τους. Αν κάπου τις αδικήσω τους ζητώ εκ των προτέρων να με συμπαθάνε.
Κάποιες από αυτές τις υπερήλικες αγρότισσες μάνες, τις μάνες μας, έχουμε την ευτυχία να τις έχουμε κοντά μας. Άλλες έχουν φύγει για το στερνό τους ταξίδι, άγιες μορφές, που είναι κοντά μας ζωντανές πάντα, στο νου, την ψυχή και τη θύμησή μας, άξιες αγάπης και σεβασμού.
Για μας, τους μεγαλύτερους, είναι όλες γνωστές. Είναι οι μάνες μας, οι θειάδες, οι γειτόνισσες και συγχωριανές μας. Είναι η Γιώργαινα, η Μήτσαινα, η Γιαννού, η Κώσταινα, η Νίκαινα, η Αρίσταινα και τόσες άλλες, που έτσι τις ξέρουμε, γιατί στον καιρό τους, όταν παντρεύονταν οι γυναίκες, μαζί με το πατρικό τους επώνυμο έχαναν και το βαφτιστικό τους όνομα και έπαιρναν τ’ όνομα του συντρόφου τους.
Οι γυναίκες αυτές γεννήθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα που πέρασε ενός αιώνα από τους πιο ταραγμένους και φονικούς της ιστορίας. Δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, πολλοί τοπικοί και εμφύλιοι έγιναν στο πέρασμά τους. Ο τόπος μας γνώρισε τη φρίκη τους και η ζωή των μανάδων μας είναι στενά δεμένη με την ιστορία του. Όσα διαδραματίστηκαν τότε, σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή και τα νιάτα τους και τα κουβαλάνε ζωντανά στις αποσκευές της μνήμης τους.
Κάποιες, θυμούνται της Μικρασίας την καταστροφή, με τις ολέθριες για τον τόπο μας συνέπειες. Το ’40, στον πόλεμο, αυτές ξεπροβόδισαν τους άντρες, που πήγαιναν εκεί που τους πρόσταζε το χρέος και το καθήκον τους στην πατρίδα, σαν άλλες Σπαρτιάτισσες, με την ευχή «στο καλό και με τη νίκη».
Κι ενώ οι άνδρες πολεμούσαν στην Αλβανία, οι γυναίκες, οι μάνες μας άρπαξαν, το αλέτρι και την αξίνα, το δρεπάνι και το δικριάνι και καλλιέργησαν τη γη. Στάθηκαν όρθιες για την οικογένεια, για τα παιδιά, για το σπίτι, για τους γερόντους.
Κι όταν η σκλαβιά σκέπασε τον τόπο μας, οι γυναίκες, οι μάνες μας, πολλές απ’ αυτές μαυροντυμένες χήρες του πολέμου, κι άλλες δίπλα στους συντρόφους τους, δούλεψαν και πάσχισαν να διώξουν το φάσμα της πείνας. Όταν πια ο τόπος λευτερώθηκε, άρχισαν να ονειρεύονται ξανά κι είπαν όλοι πως θ’ ανασάνουν και θα γευτούν της Ειρήνης τα αγαθά.
Μα και οι τρανοί του κόσμου, οι «σύμμαχοί μας» δε μας ήθελαν μονιασμένους για να μη διεκδικήσουμε τίποτα, να μη ζητήσουμε ό,τι δικαιούμαστε και με αίμα είχαμε κερδίσει. Μας οδήγησαν στον εμφύλιο και η χώρα μας έγινε ένα απέραντο σφαγείο. Φυσικά και εμείς, ηγεσίες και λαός, δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Να πάνε στον αγύριστο εκείνα τα χρόνια.
Οι γυναίκες αυτές και τότε στάθηκαν δυνατές. Άνοιξαν τάφους κι έθαψαν τους δικούς τους, όσους βρήκαν, ανθρώπους αγαπημένους, άνδρες, αδέλφια, παιδιά. Έκλαψαν, μαυροντύθηκαν μα δεν άφησαν τον πόνο να τους κάμψει την ψυχή. Έκαναν πέτρα την καρδιά και ρίχτηκαν στον αγώνα με περισσότερο πείσμα.
Στα χωράφια, στο όργωμα, στη σπορά, στο θέρο, στα ποτιστικά, στο λιομάζεμα, στα αμπέλια και τις σταφίδες. Πρόσεχαν τα ζώα του σπιτιού, τυροκόμαγαν, ύφαιναν στον αργαλειό τα ρούχα που χρειάζονταν το σπίτι και οι άνθρωποί του, έφτιαχναν προικιά για τα κορίτσια και τις νύχτες έπλεναν και ζύμωναν. Όταν δεν πρόφθαιναν τις δουλειές την ημέρα, έκαναν και νυχτέρια. Είναι να θαυμάζει κανείς πως τα κατάφερναν με τόσες δουλειές, χωρίς τις σημερινές ανέσεις. Κουβάλαγαν νερό με τη βαρέλα στον ώμο από μακριά, το πηγάδι ή τη βρύση. Έφερναν τα ξύλα ζαλιά στην πλάτη, για να κρατήσουν άσβεστη την πατροπαράδοτη Εστία, τη γωνιά ζεστή και γύρω από τη φωτιά την οικογένεια ενωμένη. Οι περισσότερες ήσαν πολύτεκνες και στα χωράφια που δούλευαν έπαιρναν και τα παιδιά τους μαζί για να τα προσέχουν, άλλα στην αγκαλιά κι άλλα στη νάκα.
Ο πόλεμος τελείωσε. Οι γυναίκες, οι μάνες μας, και τότε στάθηκαν δίπλα στους άνδρες που είχαν απομείνει σαν ίσες προς ίσον, με σεβασμό και αγάπη και έβαλαν πλάτη και δύναμη για την ανοικοδόμηση της ερειπωμένης χώρας. Δύναμη υλική και ηθική. Βάλθηκαν όσο κανείς άλλος να νικήσουν τη φτώχεια και την ανέχεια. Αγωνίστηκαν ακούραστα, αθόρυβα, καρτερικά και θυσίασαν τη ζωή τους στην προσφορά, χωρίς να καρτεράνε ανταπόδοση.
Η προσφορά τους σε μας, στα παιδιά τους, είναι ανεκτίμητη. Μας μεγάλωσαν με πολλές στερήσεις. Μας δασκάλεψαν στο σχολείο της ζωής με τον πιο καλό τρόπο κι ας ήσαν αγράμματες οι περισσότερες κι ας μη γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση. Μας έμαθαν την εργασία και τη σκληραγωγία, την αξιοπρέπεια, την πειθαρχία, το καλό και το κακό, το χρέος και το καθήκον, το σεβασμό και την αγάπη στον άνθρωπο. Μας συμβούλευαν και μας παρότρυναν να μάθουμε γράμματα για να ζήσουμε μια ζωή διαφορετική, καλύτερη απ’ αυτήν που έζησαν εκείνες. Μας κράτησαν όρθιους με την αδάμαστη δύναμη της θέλησής τους που ανάβλυζε από τη γεμάτη αγάπη ψυχή τους. Έζησαν ουσιαστικά για μας, για τα παιδιά τους. μας έδωσαν ό,τι μπορούσαν και δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους. Νιώσαμε κι ακόμα νιώθουμε την έγνοια τους, τη ζεστασιά της αγάπης τους και την παρουσία τους δίπλα μας. Αξιώθηκαν οι περισσότερες να δουν τα παιδιά τους επιτυχημένους επιστήμονες, επιχειρηματίες, δημόσιους λειτουργούς και εργάτες της τέχνης.
Οι μάνες μας αγρότισσες καθώς ήσαν, δούλευαν τη γη με ήλιο και βροχή, στο λιοπύρι του καλοκαιριού, στο αγιάζι και το ξεροβόρι του χειμώνα. Αυτό έσκαβε τα πρόσωπά τους, τα γέμιζε ρυτίδες και τις γερνούσε πριν την ώρα τους. Μα στα μάτια των παιδιών τους, στα μάτια μας, φαίνονταν πάντα όμορφες και γλυκές και η αγάπη μας ήταν και είναι πάντα αμείωτη.
Αυτές οι γυναίκες είναι οι μάνες μας, είναι οι ηρωίδες που σ’ αυτήν την εκδήλωση τιμάμε. Στάθηκαν όπως είπαμε πρώτες και καλύτερες, όρθιες στον αγώνα και τις θυσίες και είχαν σκοπό τους να νικήσει η ζωή. Να πάνε τη σκυτάλη της ζωής πιο πέρα. Να προκόψει τούτος ο τόπος και να ζήσουν τα παιδιά τους σ’ έναν κόσμο καλύτερο. Και σ’ αυτό τους τον αγώνα νίκησαν και πέτυχαν στο κέντρο το στόχο τους. Είναι για μας πρότυπα και στα χνάρια τους πατάμε.
Σ’ αυτές τις γυναίκες, στις μάνες μας, εκ μέρους όλων των παιδιών τους, απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ, μαζί με την αγάπη, την ευγνωμοσύνη και το σεβασμό μας.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου