Έναστρη φεγγοβολείς, εγώ ο ουρανός
αίσθηση καταρράχτης σιωπηλός
Έγινα μια κοίτη -τρεχούμενο το φως…
Ήρθε και πήρε σχήμα η αγκαλιά.
Μια ατέρμονη γέννα.
Το δάσος, ο άνεμος, οι σπίθες μου- ΕΝΑ
με χέρια κατάφωτα και διψασμένα
χάδι-χάδι συνάζω τη φωτιά
Φωτιά που γλείφει τη φωτιά μου ηδονικά…
Κι η λάβα απ’ το βυθό μου αναβλύζει σε νησιά.
Μα η απεραντοσύνη είναι άδεια και ριγεί…
Μια πόρτα έτριξε –Σιγή…
Ολόκληρος μια ανοικτή πληγή
Γυμνό το δέρμα μου γοά.
Τραγούδια ψάχνουν τη φωνή μου
Που βρίσκεσαι ζωή μου;
Χάνεται η ψυχή μου
με το αξεδίψαστο αίμα που κυλά.
Τη φλόγα μου ψάχνει τρεμάμενη σκιά
Τούτο είμαι μοναχά
Ποιος τον πόνο μου χαράζει
Απ’ το σπαραγμό με βγάζει
Και σαν θάνατος που στάζει
Την πόρτα μου χτυπά;
Βήμα σιδερένιο που βαδίζει
Σαν τα χρόνια μου ραγίζει
Και το στήθος μου γεμίζει
…Μια-Μια χωμάτινη φτυαριά
Οι ακατοίκητοι, είπα θα ‘ναι, να με ζήσουνε ξανά
Τούτοι θα ‘ναι μοναχά.
Αχ! Κι αν είναι το χτυποκάρδι το χαμένο
που επιστρέφει πια ταγμένο
τα όνειρα μου φορτωμένο
να μου δώσει ανασαιμιά;
Με τις ελπίδες μου θολές
αίματος άλαλες κραυγές
Ανοίγω… -Μονάχα πάλλουσες σκιές
της άδειας νύχτας που τρυπά
Κι ο άνεμος… ίδιο φάντασμα ψυχής που με ζητά
Ο άνεμος μου με ουρλιαχτά
Κι απ’ το σκότος της νυχτιάς το λαξεμένο
από την ερημία της γεννημένο
ένα πουλί το μαύρο της ζωσμένο
-λες κι έβγαλε η νύχτα η αξημέρωτη φτερά
σαν μια ψυχή που φτερουγίζει πριν χαθεί
πέταξε μέσα μου για να σταθεί
στου στήθους μου γυμνό κλαδί
και πήρε όψη η ερημιά
όψη ασάλευτη με μύρια πρόσωπα θαμπά
και με κοιτάει μοναχά
Η Μορφή η σκοτεινή είσαι τίνος όντος;
ή μήπως είσαι όντως,
όλα τα αύριο ενός μελανού παρόντος
ήδη από χθες νεκρά;
Είσαι των λιποτακτών τα πλήθη;
Ο μαύρος άνεμος που ήρθε απ’ τη λήθη;
Οι ενοχές που πέτρωσαν στα στήθη
να με στοιχειώσουν τρομερά;
Κάνε να πάψουν όσα έφερες τα βουβά μου ουρλιαχτά
και μου λέει: Ποτέ πια
Φύγε απ’ του ονείρου μου τα μέρη
άσπλαχνο της σκοτεινιάς μου ταίρι
Είσαι η πραγματικότητα που με κοιτά και ξέρει
το ξένο πλάι στην καρδιά
Είσαι όσα άτολμος μπροστά τους δείλιασα
οι δρόμοι που ξεκοίλιασα
το φως μου που δε θήλασα
της θλίψης μου τα αποσιωπητικά
Χάσου! του εαυτού μου ανεξάλειπτη σκιά
μα μου απαντάει πάλι: Ποτέ πια
Όλα τα συντελεσμένα
δάση απολιθωμένα
Στην όψη σου βαλσαμωμένα
μου μιλούνε μ’ απονιά
Κι αν σκορπίζω σε κομμάτια, κι αν με ραμφισμένα μάτια
της τέφρας μου τα μονοπάτια
ριγούν αναζητώντας τη φωτιά.
Ρίζες τα κορμιά πλεγμένα, θα αναστήσουν της καμπάνας τα σχοινιά
και μου λέει: Ποτέ πια
Με ένα «γιατί» απελπισμένο
με ρωτάει απεγνωσμένο
το κεφάλι της αλήθειας που κομμένο
κύλησε σε με μπροστά
Πότε θα βρουν οι ακρωτηριασμένοι
και όσοι άφησα πνιγμένοι
που αναδύονται πρησμένοι
από μέσα μου βαθιά
μια δικαίωση σε μένα που ξεπουλήθηκα στυγνά;
Και μου λέει: Ποτέ πια
Στέκεσαι ακοίμητο -Η Δίκη
η Ετυμηγορία μαζί και η Καταδίκη
Νέμεση εύγλωττη στη φρίκη
που προσαρμόστηκα σκαιά.
Η ζωή μου ανεμομαζέματα
και τα μυριάδες μου τα ψέματα
στα πετρωμένα σου τα βλέμματα.
Όμως, όσα απομείναν στην καρδιά μου ζωντανά
θα ‘ρθει να τα εξαγνίσει ο Άγγελος Με Τα Πύρινα Μαλλιά
και μου λέει: Ποτέ πια
Πνιγμένος στο λώρο του αγέννητος ο ουρανός
Στέγνωσε απ’ τα δάκρυα ένας ωκεανός
Με όλους τους τρόπους μέλλοντας νεκρός
Σκόρπια στάχτη εδώ στο πουθενά
Απέραντη ερημιά τα άδεια τα δωμάτια
Σκόρπια η μουσική μου σε κομμάτια
Και με τα δικά μου μάτια
ένας ασάρκωτος κλαίει γοερά
Για όσα χάθηκαν και δεν θα ‘βρει πια
Πόνος με ανθρώπινη θωριά.
Τούτο είμαι μοναχά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου