Στo ορεινό της χωριό, το ανεβασμένο πάνω στις ψηλές κορφές των Αγράφων, τις γεμάτες με ελατιές και πλατύφυλλες καστανιές, εκεί που ακουγόταν πρωί, πρωί το σφύριγμα του τσοπάνη για να μαζέψει τη γιδοβίτσα( κοπάδι από αρνιά και κατσίκια για να τα πάει στο βουνό για βοσκή), εκεί που τα πουλιά με τα πολύχρωμα φτερά τους σκόρπιζαν τις μελωδίες τους, εκεί που το αγέρι φύσαγε και χάιδευε τα πρόσωπα των ανθρώπων, εκεί η Λένα έβρισκε τον πραγματικό της εαυτό.
Το αγαπούσε το χωριό αυτό και περίμενε με αγωνία πότε θα τελειώσει το Σχολείο της και τις παραδόσεις της για να πάει κατ’ ευθείαν εκεί και για θάλασσα ούτε λόγος.
«Στεργιανοί μωρέ εμείς, τι να την κάνουμε αυτή τη μεγάλη, την ατελείωτη θάλασσα που τη βλέπεις και σκιάζεσαι;» έλεγαν οι χωρικοί και χόρταινε η Λένα.
Το πρωινό ξύπνημα δεν το άλλαζε με τίποτε. Έβγαινε στον κήπο και καμάρωνε τα σκυμμένα, από τη βραδινή πάχνη, κεφαλάκια των λουλουδιών, άνοιγε τα μεγάλα της μάτια για να χορτάσει τη μυτούλα του ήλιου που ξετρύπωνε από την κορφή του βουνού, άκουγε τα γλυκοκελαηδήματα των πουλιών και έλεγε μέσα της... «Έδώ είναι η παράδεισος», όπως έγραφε και ο Σολωμός.
Όμορφο κορίτσι η Λένα και καλοκαίρι πάντα στο χωριό για τις διακοπές.
Ωραίες παρέες, κέντημα το μεσημέρι με τις αδερφές της και νεσκαφές, χτυπημένος έτσι που να βγάζει ένα αφρό σαν το αφρισμένο κύμα της θάλασσας, κουβεντούλα και κρυφά από τη μάνα γιατί έχαναν την ώρα τους από τις άλλες δουλειές και ο καιρός περνούσε θαυμάσια. Σκέτη γλύκα τα μεσημέρια!
Το απόγευμα και το βράδυ στην πλατεία για βόλτα και για συζητήσεις με διάφορους φίλους, που και αυτοί έρχονταν από την πόλη για διακοπές...
Η Λένα ήταν όμορφη, με αυτή την απλή, δροσερή ομορφιά που σε εντυπωσιάζει και σε αναγκάζει να την κοιτάς συνέχεια.
Ντυνόταν απλά, αλλά κομψά και πάντα σε απόλυτο συνδυασμό χρωμάτων.
Φορούσε λευκή φούστα και λευκό πουκάμισο; Πάντα όμως στο πέτο ένα κόκκινο λουλούδι.
Φορούσε μπλέ; Και πάλι στο πέτο ένα άσπρο λουλούδι.
Ήταν ένα χάρμα να τη βλέπεις!
Είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο και εργαζόταν ήδη για ένα χρόνο.
Ένα βράδυ κάνοντας βόλτα συνάντησε έναν εξάδερφό της με ένα φίλο του μαζί.
Της πρότειναν να περπατήσουν και το δέχτηκε.
Ωραίο βράδυ, σχεδόν πανσέληνος, κόσμος πολύς στο χωριό και τα λουλούδια να βάζουν στοίχημα για το ποιο θα μυρίσει καλύτερα.
Περπατούσαν και οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, μέχρι που έφτασαν και στο θέμα του γάμου.
Και τότε η Λένα άναψε και φούντωσε.
""Α! Εμείς δεν παντρευόμαστε ποτέ γυναίκα εργαζομένη, που είναι μονίμως πιασμένη με κάτι, που δεν μαγειρεύει, δεν σιδερώνει, δεν θα κοιτάξει τα παιδιά της, όταν θα τα αποκτήσει.
Εμείς τη γυναίκα τη θέλουμε στο σπίτι, νοικοκυρά, φύλακα, μάνα για να μεγαλώσει παιδιά," τόνισαν ξεδιάντροπα οι φίλοι της
'Αστραψε και μπουμπούνησε η Λένα..
Ούτε και καταλάβαινε τι έλεγε, ούτε σκεφτόταν αν τους πρόσβαλε με ό,τι έλεγε...
""Ντροπή σας! κατέληξε...Ντροπή σας που μορφωμένοι, υποτίθεται, άνθρωποι μιλάτε έτσι για την εργαζόμενη γυναίκα. Σας προκαλώ να αναμετρηθούμε ποιος από μας δουλεύει πιο πολύ στο χώρο της εργασίας του; Σας προκαλώ και ελάτε και στο σπίτι μου να δείτε τι ετοιμάζω κάθε μέρα.. Πάντως να ξέρετε ότι οι σκέψεις σας αυτές είναι όχι μόνο λανθασμένες, αλλά και πολύ κακές απέναντι στη συμπεριφορά που θα πρέπει να δείχνετε σε μια γυναίκα.
Αυτά και καληνύχτα τώρα και σκεφτείτε ποια γυναίκα θα μετατρέψετε σε δουλικό!""
Έφυγε και ήταν τόσο ωραία μέσα στο κόκκινο φόρεμα και το κάτασπρο λουλούδι που κρεμόταν απέριττα από το μπούστο της..
Στο σπίτι της έκλαψε!
Κι η μάνα της είπε προφητικά.""Άσε κορίτσι μου και ας λένε ό,τι θέλουν. Το μέλλον θα δείξει τι θα έχουν πετύχει.""
Και δυστυχώς το μέλλον έδειξε και για τους δύο άσχημα πράγματα. Κανείς τους δεν είχε πετύχει αυτό που επιθυμούσε και η καρδιά μου πόνεσε, γιατί σκέφτηκα τα λάθη που μέσα τους άφησαν να φυτρώσουν, γιατί σκέφτηκα τις λαθεμένες θέσεις που είχαν σχετικά με το γάμο και τη σύντροφό τους...
Αλλά «Μωραίνει Κύριος, ον βούλεται απολέσαι» Και αυτοί και οι δύο είχαν μωραθεί.
Ένας υπέρμετρος εγωισμός είχε καθίσει για τα καλά μέσα τους και το μόνο που τους επέτρεπε να βλέπουν ήταν το πώς θα περάσουν τη ζωή τους με κάποια που θα τους έκανε όλα τα θελήματα. Υπηρέτρια ζητούσαν και όχι γυναίκα που θα γινόταν ο σύντροφός τους στις δύσκολες, αλλά και στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής τους.
Να γυρίζουν στο σπίτι τους και να απλώνουν σαν μαχαραγιάδες τα πόδια τους στο τραπέζι για να ξεκουραστούν.
Όμως αυτό δεν είναι συντροφικότητα, δεν είναι αυτό που λέγεται στην τελετή του γάμου για τον άντρα ότι «ούτως οφείλει αγαπάν την εαυτού γυναίκα, ως το εαυτού σώμα. Ουδείς το εαυτού σώμα εμίσησεν ,αλλ’ εκτρέφει και θάλπει αυτό...»
Και πέρασε ο καιρός και η μια μέρα διαδεχόταν την άλλη και το μυαλό αυτών δεν έλεγε να αλλάξει. Τους συναντούσε η Λένα και πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για να τους αποφεύγει.
Όχι! Με τέτοιους ανθρώπους δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει. Τον άντρα της τον ήθελε φωτεινό και χαρούμενο σαν τον ήλιο, λαμπερό σαν την ξάστερη ημέρα, καθαρό στη σκέψη σαν το γάργαρο νεράκι που κατέβαινε από τα βουνά.
Έτσι είχε φανταστεί τη ζωή της και έτσι την ήθελε. Ζευγάρι και οι δύο ενωμένοι. Ο ένας βοηθός και ο άλλος πρωτεργάτης. Όχι! δεν ήθελε την ισότητα, που λένε μερικές τάχα φεμινίστριες. Την κατανόηση και τη συμπαράσταση ήθελε και τη βοήθειά του, όταν εκείνη θα ένιωθε κατάκοπη από την κούραση της εργασίας έξω από το σπίτι και από την εργασία μέσα στο σπίτι. Δεν θα καταδεχόταν ποτέ να μετατρέψει το σύντροφο της ζωής της σε άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Αυτή θα πρωτοστατούσε και εκείνος θα ήταν βοηθός της στα παιδιά για να νιώθουν ότι έχουν πατέρα που τους μιλά, τους διαβάζει παραμύθια, τους στέκεται στις δυσκολίες της εφηβείας και τα ενισχύει, τα συμβουλεύει, τα καταλαβαίνει.
Αυτό ήθελε η Λένα, αυτό λαχταρούσε! Έναν άνθρωπο ήρεμο και με σωστή σκέψη, έναν άνθρωπο που θα τη ρωτούσε αν έχει κάποια ανάγκη για να τη βοηθήσει. Τον καλό του το λόγο ήθελε και ύστερα θα έπαιρνε φτερά και θα πετούσε και θα δημιουργούσε και θα έκανε την κούραση στο πλάι για να καθίσουν μαζί το βράδυ και με ένα ποτηράκι κρασί να κουβεντιάσουν ήρεμα και χωρίς διαπληκτισμούς, χωρίς συνεχή παράπονα για την κούραση τάχα του συζύγου της...
Και το πέτυχε η Λένα! Το πέτυχε γιατί η ίδια ζύμωσε τον εαυτό της με τις ιδέες αυτές, τις γεμάτες από αξίες και σωστές συμπεριφορές.
Και έζησε τη ζωή της, όπως την είχε φανταστεί και ποτέ η κούραση δεν φάνηκε στο πρόσωπό της, γιατί η ριζωμένη χαρά μέσα της ενεργούσε τόσο δραστικά που έδιωχνε κάθε τι που θα μπορούσε να σκιάσει στιγμές αληθινής ευτυχίας και ικανοποίησης.
Η Λένα πρόκοψε και το λουλούδι το φορούσε συνέχεια στο πέτο! Πότε άσπρο, πότε κόκκινο, πότε μωβ!
Μια ομορφιά περπατούσε στο δρόμο!!
Μια ομορφιά, γιατί η ψυχή της ήταν γεμάτη από την ομορφιά του συντρόφου
της!!
Φωτογραφία Α. Οικονόμου - Γιωτάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου