Ο Ιούλιος Βερν (Jules Gabriel Verne, 8 Φεβρουαρίου 1828 – 24 Μαρτίου 1905) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ιδιαίτερα γνωστός για τα περιπετειώδη μυθιστορήματά του και τη βαθιά επιρροή του στο λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας. Είναι περισσότερο γνωστός από τα μυθιστορήματά του Ταξίδι στο Κέντρο της Γης (1864), 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1870) και Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (1873). Ο Βερν έγραφε για αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια πριν εφευρεθούν πρακτικά τα αεροπλάνα και πριν επινοηθούν τα μέσα ενός διαστημικού ταξιδιού. Είναι ο δεύτερος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο (μετά την Αγκάθα Κρίστι). Μερικά από τα βιβλία του γυρίστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες, κινούμενα σχέδια και τηλεοπτικές σειρές. Ο Βερν αναφέρεται συχνά ως ο «Πατέρας της Επιστημονικής Φαντασίας», τίτλο που μερικές φορές μοιράζεται με τον Χιούγκο Γκέρνσμπακ και τον Χ. Τζ. Γουέλς.
Ο Ιούλιος Βερν γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1828 στη Ναντ και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά ενός δικηγόρου, του Πέτρου Βερν, και της συζύγου του Σοφίας Αλλότ ντε λα Φυΐ (Sophie Allote de la Fuÿe), που καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι με τους γονείς του στην πολυσύχναστη πόλη της Ναντ. Η οικογένεια περνούσε τα καλοκαίρια σ' ένα εξοχικό σπίτι, λίγο έξω από την πόλη, στις όχθες του ποταμού Λίγηρα. Εκεί ο Ιούλιος και ο αδελφός του Παύλος νοίκιαζαν συχνά μία βάρκα για ένα φράγκο την ημέρα. Ο πατέρας του σκεπτόταν να πάρει τον Ιούλιο στο γραφείο του όταν θα μεγάλωνε. Αλλά ο μικρός και ευφάνταστος Ιούλιος είχε άλλες ιδέες. Εκείνη την εποχή στο λιμάνι άραζαν πλοία που επέστρεφαν από όλες τις γωνιές του κόσμου. Αναθρεμμένος σ' ένα περιβάλλον πλούσιο σε θρύλους για τα μυστηριώδη και μαγευτικά μακρινά μέρη που έβλεπαν στα ταξίδια τους οι ναυτικοί, ο νεαρός Βερν αισθάνθηκε μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του τη λαχτάρα για τα ταξίδια και τις δραματικές περιπέτειες. Η θέα των πολλών πλοίων που έπλεαν στον ποταμό πυροδότησε τη φαντασία του Ιούλιου, όπως ο ίδιος περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του διήγημα "Souvenirs d'Enfance et de Jeunesse".
Η οικογένεια του Βερν ενδιαφερόταν από παράδοση για τη νομική επιστήμη. Ο πατέρας του, ο Πέτρος Βερν, ήθελε να σπουδάσει τον γιο του και να τον κάνει δικηγόρο. Έτσι όταν ο Ιούλιος ήταν μικρός υπέφερε από τους περιορισμούς του πατέρα του, ο οποίος ήταν οπαδός της αυστηρής πειθαρχίας και ήθελε να εφαρμόσει ο γιος του έναν αλύγιστο κώδικα ζωής. Ίσως όμως η αυστηρή πειθαρχία, μαζί με την ανάγνωση δύο ωραίων έργων -του Οικογένεια Ελβετών Ροβινσώνων και του Ιστορίες της Πέτσινης Κάλτσας του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ- να έγιναν αιτία που σαν παιδί ο Ιούλιος Βερν ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις, ένα πάθος που έδειξε αργότερα ως συγγραφέας περιπετειών και επιστημονικής φαντασίας. Το ενδιαφέρον του στο γράψιμο συχνά είχε επιπτώσεις στην πρόοδό του σε άλλα θέματα.
Σε ηλικία 9 ετών, ο Ιούλιος στάλθηκε μαζί με τον Παύλο σε οικοτροφείο. Στο οικοτροφείο, ο Βερν σπούδασε Λατινικά, τα οποία χρησιμοποίησε στο διήγημα "Le Mariage de Monsieur Anselme des Tilleuls" στα μέσα της δεκαετίας του 1850. Η δεύτερη βιογράφος του Βερν (και εγγονή του) Μαργκερίτ Αλλότ ντε λα Φυγ,διατύπωσε τη φήμη ότι ο Ιούλιος Βερν ήταν τόσο γοητευμένος με την περιπέτεια και απογοητευμένος από τον πατέρα του, ώστε σε ηλικία 11 ετών προσπάθησε στα κρυφά να μπει ως μούτσος στο πλήρωμα ενός εμπορικού πλοίου που θα ταξίδευε στις Δυτικές Ινδίες. Όμως κάποιος από τους μόνιμους ναύτες του πλοίου ειδοποίησε τον πατέρα του Ιούλιου ότι ο γιος του σχεδίαζε να το σκάσει κι έτσι το ταξίδι του τελείωσε πρόωρα. Αλλά ο Ιούλιος, πικραμένος, έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας του και της είπε: "Από τώρα θα ταξιδεύω πια μονάχα με τη φαντασία μου". Έτσι, ο αρχικός του πόθος να γίνει ναυτικός δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρά μονάχα στις σελίδες των μυθιστορημάτων του. Αν και στην πραγματικότητα ο Ιούλιος Βερν ποτέ δεν έγινε ναυτικός, η αγάπη του για κάθε τι που συνδεόταν με τη θάλασσα χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή του και πολλά από τα βιβλία που έγραψε αργότερα αναφέρονταν στη θάλασσα.
Λογοτεχνικό ντεμπούτο
Ο Ιούλιος τελείωσε φρόνιμα το γυμνάσιο στη Ναντ και ήταν αρχηγός σ' όλα τα παιχνίδια. Εφηύρε ένα νέο είδος ξυλοπόδαρων και πάντα ζωγράφιζε φανταστικές εικόνες στον μαυροπίνακα για να απεικονίσει τις ιδέες του για τις μηχανές και τις εφευρέσεις του μέλλοντος. Στα λατινικά και στα ελληνικά δεν ήταν ιδιαίτερα καλός, όχι επειδή δεν ήταν επιμελής, αλλά επειδή δεν τον ενδιέφεραν. Μετά το λύκειο, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά και να πάρει την άδεια του δικηγόρου ώστε να αναλάβει αργότερα το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του.
Ως φοιτητής στο Παρίσι, ο Βερν ζούσε στις τυπικές φοιτητικές συνοικίες μ' ένα πενιχρό επίδομα, το περισσότερο από το οποίο το ξόδευε στα βιβλιοπωλεία και στα θέατρα. Η δίψα για διάβασμα ήταν ακόρεστη και ρουφούσε ο,τιδήποτε βιβλίο μπορούσε να αγοράσει ή να δανειστεί. Ολόκληρο χρόνο, το 1848, ο Ιούλιος Βερν έμεινε στο Παρίσι μελετώντας και δουλεύοντας σκληρά. Εκείνη τη χρονιά, σε συνεργασία με τον Μισέλ Καρέ, άρχισε να γράφει λιμπρέτα για οπερέτες, πέντε εκ των οποίων για τον φίλο του και συνθέτη Αριστίντ Ινιάρ. Για κάποιο χρονικό διάστημα ξαναγύρισε στη μελέτη των νομικών για να ευχαριστήσει τον πατέρα του και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στους νομικούς όρους, στα συμβόλαια, στα αδικήματα, στα έγγραφα και στους νόμους. Ωστόσο, δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον γι' αυτή την επιστήμη και μέσα στο νεανικό μυαλό του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν με επιμονή η πλοκή διαφόρων έργων και τα αστεία του παρισινού θεάτρου. Το 1851 δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό Le Musée des familles οι πρώτες του μικρές ιστορίες: "Τα πρώτα καράβια του μεξικανικού ναυτικού" (Les premiers navires de la marine mexicaine) και "Ταξίδι με αερόστατο" (Un voyage en ballon). Οι ταξιδιωτικές ιστορίες που έγραψε για το περιοδικό αποκάλυψαν το πραγματικό του ταλέντο: να περιγράφει με απολαυστικό τρόπο εξωφρενικές περιπέτειες και ταξίδια, δίνοντας έξυπνα επιστημονικά και γεωγραφικά στοιχεία που έδιναν έναν αέρα αληθοφάνειας.
Όταν ο πατέρας του Βερν ανακάλυψε ότι ο γιος του περισσότερο έγραφε παρά μελετούσε νομικά, απέσυρε την οικονομική του υποστήριξη. Ο Βερν αναγκάστηκε να εργαστεί ως χρηματιστής, επάγγελμα που μισούσε παρά το γεγονός ότι ήταν επιτυχημένος σ' αυτό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, γνώρισε τον Βίκτωρα Ουγκώ και τον Αλέξανδρο Δουμά, από τους οποίους έμαθε πολλά που τον ωφέλησαν αργότερα. Επίσης ανακάλυψε πως το να γράφει κανείς θεατρικά έργα σαν ερασιτέχνης και το να γράφει έργα για να ζήσει, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα ήταν διασκεδαστικό και το άλλο εξαιρετικά τολμηρό, ως μέσο που να εξασφαλίζει τροφή και στέγη. Ο Ιούλιος Βερν αναζήτησε τότε έναν άλλον τρόπο για να κερδίζει τα προς το ζην, πάντα με βάση το χάρισμά του να γράφει με ζωντανό τρόπο.
Το 1855 δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα ταξιδιών και περιπέτειας, το "Ξεχειμώνιασμα στους πάγους" (Un hivernage dans les glaces). Στις 10 Ιανουαρίου του 1857 παντρεύτηκε την Ονορίν ντε Βιαν Μορέλ, μια νεαρή χήρα με δύο κόρες. Με την ενθάρρυνσή της, κι ενώ εργαζόταν ως μεσίτης χρεωγράφων, συνέχισε να γράφει και να αναζητά εκδότη. Στις 3 Αυγούστου 1861 γεννήθηκε ο γιος του, Μισέλ Βερν. Έκτοτε ο Ιούλιος Βερν παραπονιόταν ότι το κλάμα του παιδιού τού αποσπούσε τη συγκέντρωσή του για τη συγγραφή μίας ιστορίας για ένα αερόστατο. Αργότερα ο Μισέλ παντρεύτηκε μία ηθοποιό παρά τις αντιρρήσεις του Ιουλίου Βερν, απέκτησε δύο παιδιά με μία ανήλικη ερωμένη και βυθίστηκε στα χρέη. Οι σχέσεις μεταξύ πατέρα και γιου βελτιώθηκαν μετά από αρκετά χρόνια.
Το 1862, κι αφού συνάντησε μεγάλες δυσκολίες να βρει εκδότη για το έργο του, ο Ιούλιος Βερν γνώρισε τον Πιέρ-Ζυλ Ετζέλ, έναν από τους πιο σημαντικούς Γάλλους εκδότες του 19ου αιώνα, ο οποίος εξέδωσε, μεταξύ άλλων, έργα του Βίκτωρος Ουγκώ, της Γεωργίας Σάνδη και των Ερκμάν-Σατριάν. Ο Ετζέλ διάβασε μία ιστορία του Βερν, σχετικά με την εξερεύνηση της Αφρικής με αερόστατο, η οποία είχε απορριφθεί από άλλους εκδότες επειδή ήταν "υπερβολικά επιστημονική". Όμως ο Ετζέλ αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον νέο συγγραφέα. Με τη βοήθεια του Ετζέλ, ο Βερν ξαναέγραψε την ιστορία, η οποία και κυκλοφόρησε το 1863 σε βιβλίο με τίτλο "Πέντε εβδομάδες με αερόστατο", που αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια του Ιουλίου Βερν να εισχωρήσει στον μαγικό του οραματικό κόσμο της μηχανής. Το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ο Ετζέλ έγινε ο μοναδικός εκδότης του Ιουλίου Βερν. Αργότερα, με τη βοήθεια και πάλι του Ετζέλ, ο Βερν ήρθε σε επαφή με ερευνητές και εφευρέτες που διαπλάτυναν τις γνώσεις του, τον συμβούλευαν σε ειδικά θέματα και τον τροφοδοτούσαν με ιδέες.
Μετά την επιτυχία του "Πέντε εβδομάδες με αερόστατο" ο Βερν έγινε γνωστός ως συγγραφέας και μπορούσε πλέον να συντηρείται μόνο με τη συγγραφή. Τα επόμενα χρόνια έγραψε πάρα πολλά μυθιστορήματα που συνήθως δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο 15ήμερο περιοδικό του Ετζέλ Magazine d'Éducation et de Récréation πριν εκδοθούν ως βιβλία. Το βάρος επικεντρώνονταν σε μυθιστορήματα ταξιδιών και περιπετειών. Ο Βερν και ο Ετζέλ αποτέλεσαν ένα εξαιρετικό δίδυμο συγγραφέα-εκδότη μέχρι τον θάνατο του Ετζέλ το 1886. Ακολουθώντας τις συμβουλές του Ετζέλ, ο Ιούλιος Βερν πρόσθετε κωμικές πινελιές στα μυθιστορήματά του, άλλαζε τις δυσάρεστες καταλήξεις των έργων του σε ευχάριστες, και περνούσε ήπια διάφορα πολιτικά μηνύματα.
Τα βιβλία του Βερν, που απευθύνονταν κυρίως σε νεανικό και σχετικά μορφωμένο αρσενικό κοινό, δεν ήταν επιτυχημένα μόνο στη Γαλλία αλλά, χάρη στις μεταφράσεις τους, και σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Τα γνωστότερα έργα του είναι: "Ταξίδι στο κέντρο της Γης" (1864), "Από τη Γη στη Σελήνη" (1865), "20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα" (1869) και "Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες" (1873), τα οποία και σταθεροποίησαν τη φήμη του συγγραφέα σ' ολόκληρο τον κόσμο. Ο "Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες" ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Βερν από άποψη πωλήσεων και διασκευάστηκε επιτυχώς για το θέατρο. Το 1876 εκδόθηκε το πολιτικό δράμα "Μιχαήλ Στρογκόφ", που κι αυτό με τη σειρά του διασκευάστηκε με τη συνεργασία του Αντόλφ ντ'Εννερί σε επιτυχημένο θεατρικό έργο και αποζημίωσε τον Ιούλιο Βερν για τις απογοητεύσεις που δοκίμασε με τα θεατρικά έργα που έγραψε στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Το έργο αυτό γυρίστηκε αργότερα σε ομιλούσα κινηματογραφική ταινία, κάτι που δεν μπόρεσε να συλλάβει η ισχυρή φαντασία του Βερν.
Το 1867, ο Βερν αγόρασε ένα μικρό πλοίο, το Σεν Μισέλ, το οποίο αντικαταστάθηκε διαδοχικά από το Σεν Μισέλ ΙΙ και το Σεν Μισέλ ΙΙΙ, όσο βελτιώνονταν τα οικονομικά του συγγραφέα. Με το Σεν Μισέλ ΙΙΙ, ο Ιούλιος Βερν ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη. Το 1870, του δόθηκε ο τίτλος του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά το 1880, αν και πέρασε πλέον το ζενίθ της δημιουργικότητάς του, ο Ιούλιος Βερν συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει έργα σχεδόν χωρίς διάλειμμα. Η πίστη του όμως στα τεχνικά επιτεύγματα σιγά-σιγά εξασθένησε και από πολιτικής άποψης έγινε πιο συντηρητικός. Παρά τις επιτυχίες του, δεν κατάφερε το 1883 να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, όπως ήταν η επιθυμία του. Έτσι, άρχισε να κάνει πολλά ταξίδια, εν μέρει με ιδιόκτητα μηχανοκίνητα ιστιοφόρα και διατηρούσε ένα εντυπωσιακό σπίτι στην Αμιένη όπου ζούσε και από όπου καταγόταν η σύζυγός του.
Τα τελευταία χρόνια
Στις 9 Μαρτίου του 1886, καθώς ο Ιούλιος Βερν επέστρεφε στο σπίτι του, ο 25χρονος ανιψιός του, Γκαστόν, τον πυροβόλησε δύο φορές με πιστόλι. Η πρώτη σφαίρα αστόχησε αλλά η δεύτερη βρήκε το αριστερό πόδι του Βερν, αφήνοντάς του μόνιμη χωλότητα που δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί. Αυτό το περιστατικό αποσιωπήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά ο Γκαστόν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρικό άσυλο.
Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας (1887), κι αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του Ετζέλ (1886), ο Ιούλιος Βερν άρχισε να γράφει πιο σκοτεινά έργα. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε αλλαγές στην προσωπικότητά του, αλλά ένας σημαντικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι ο γιος του Ετζέλ, ο οποίος ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του, δεν ήταν τόσο αυστηρός στις διορθώσεις του όσο ήταν ο Ετζέλ. Το 1888, ο Ιούλιος Βερν μπήκε στην πολιτική και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος της Αμιένης, θέση την οποία υπηρέτησε επί 15 χρόνια. Στις 24 Μαρτίου 1905, κι ενώ έπασχε από διαβήτη, ο Ιούλιος Βερν πέθανε στο σπίτι του επί της Boulevard Longueville 44 (σημερινή Boulevard Jules-Verne), με τη χαρά ότι το έργο του είχε αγαπηθεί και εκτιμηθεί. Ο γιος του, Μισέλ Βερν, επέβλεψε την έκδοση των μυθιστορημάτων Η Εισβολή της Θάλασσας και Ο Φάρος στην Άκρη του Κόσμου.
Το 1863, ο Ιούλιος Βερν έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο Το Παρίσι στον 20ό αιώνα, όπου ένας νεαρός άνδρας ζει σ' έναν κόσμο με γυάλινους ουρανοξύστες, τρένα υψηλής ταχύτητας, αυτοκίνητα που κινούνται με φυσικό αέριο, αριθμομηχανές κι ένα παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνιών, αλλά δεν μπορεί να βρει την ευτυχία και καταλήγει σ' ένα τραγικό τέλος. Ο Ετζέλ σκέφτηκε ότι η απαισιοδοξία του μυθιστορήματος θα έβλαπτε την ακμάζουσα καριέρα του Βερν και πρότεινε να περιμένει 20 χρόνια για να το δημοσιεύσει. Ο Βερν έβαλε το χειρόγραφο σ' ένα ασφαλές σημείο, όπου ανακαλύφθηκε το 1989. Δημοσιεύθηκε το 1994, και την ίδια εποχή δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά πολλά άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα του Βερν.
Ο Ιούλιος Βερν συνάρπασε τη φαντασία όχι μόνο της Γαλλίας, όπου γεννήθηκε, αλλά και όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Αμερικής. Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Έγραψε ταξιδιωτικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε θάλασσες, σε στεριές και στον αέρα, προβλέποντας μερικά από τα σύγχρονα κατορθώματα του ανθρώπου. Τα μεγάλα συγγράμματά του εισήγαγαν στη φιλολογία μία νέα σχολή, περιγράφοντας με σχεδόν επιστημονικό τρόπο τις τολμηρές και απίστευτες περιπέτειες, που ήταν άγνωστες στους συγχρόνους του.
Εκείνη την εποχή ο κόσμος εξακολουθούσε να αντικρύζει την επιστήμη με φόβο και αγωνία και περιοριζόταν στα εργαστήρια των σοφών, που δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να αποθαρρυνθεί από τις λαϊκές προλήψεις. Ο νέος τύπος μυθιστορήματος που εισήγαγε ο Ιούλιος Βερν ανατάραξε τη φαντασία των ανθρώπων και τους έκανε να στραφούν ψηλά και να ερευνήσουν τον ουρανό έχοντας το ερώτημα αν είναι πραγματικά δυνατή η πτήση στο διάστημα. Έκανε επίσης τους ανθρώπους να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στους βυθούς των ωκεανών και να μελετήσουν αν υπήρχε δυνατότητα να κατακτήσουν τον υποβρύχιο κόσμο. Σήμερα, παρόλο που οι περισσότερες φανταστικές του ιστορίες έγιναν πραγματικότητα, τα έργα του εξακολουθούν να είναι αγαπητά για την πρωτοτυπία τους και το κοσμαγάπητο ύφος τους.
Καθώς ο Ιούλιος Βερν ήταν επί σειρά ετών κάτοικος της Αμιένης, πολλά μέρη της πόλης πήραν το όνομά του. Στην Αμιένη επίσης βρίσκεται ο τάφος του. Το σπίτι όπου έζησε είναι σήμερα μουσείο. Ένα εστιατόριο που βρίσκεται στον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι ονομάστηκε Le Jules Verne. Το 1954, το πρώτο ατομικό υποβρύχιο του κόσμου, το αμερικάνικο Ναυτίλος (Nautilus), πήρε το όνομά του από το ομώνυμο υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο από το 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα. Επίσης, πολλά από τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν γυρίστηκαν σε ταινίες.
Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες
Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες είναι ένα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, το οποίο εκδόθηκε το 1873.
Ο Φιλέας Φογκ ήταν ένας πλούσιος εκκεντρικός τζέντλεμαν, ο οποίος είχε πολλές φαεινές ιδέες. Κάποια μέρα, στην Λέσχη Ριφόρμ, στο Λονδίνο, όπου και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, εξ αφορμής μια συζήτησης, στοιχημάτισε για 20.000 λίρες πως μπορεί να κάνει τον γύρο του κόσμου σε 80 μέρες. Και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι, μαζί με τον υπηρέτη του, Πασπαρτού, τον οποίο είχε προσλάβει λίγες ώρες νωρίτερα. Κατα την διάρκεια του ταξιδιού του, παρακολουθείται στενά, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, από τον επιθεωρητή Φιξ, ο οποίος υποπτεύεται τον Φογκ ως δράστη μιας ληστείας που σημειώθηκε σε τράπεζα του Λονδίνου.
Η διαδρομή που θα ακολουθούσε ήταν η εξής:
Λονδίνο - Σουέζ, μέσω Μοντ Σενί (Mont-Cenis) και Μπρίντεζι σιδηροδρομικώς και ατμοπλοϊκώς (7 ημέρες)
Σουέζ - Βομβάη, ατμοπλοϊκώς (13 ημέρες)
Βομβάη - Καλκούτα, σιδηροδρομικώς (3 ημέρες)
Καλκούτα - Χονγκ Κονγκ, ατμοπλοϊκώς (13 ημέρες)
Χονγκ Κονγκ - Γιοκοχάμα (Ιαπωνία), ατμοπλοϊκώς (6 ημέρες)
Γιοκοχάμα - Σαν Φρανσίσκο, ατμοπλοϊκώς (22 ημέρες)
Σαν Φρανσίσκο - Νέα Υόρκη, σιδηροδρομικώς (7 ημέρες)
Νέα Υόρκη - Λονδίνο, ατμοπλοϊκώς και σιδηροδρομικώς (9 ημέρες)....Σύνολο 80 ημέρες.
Στις Ινδίες σώζει και παίρνει μαζί του την νεαρή χήρα πριγκίπισσα Αούντα από φανατικούς που θέλουν να την κάψουν ζωντανή μαζί με την σορό του συζύγου της, κατά τα τοπικά θρησκευτικά ήθη. Τελικά γυρίζει στην Αγγλία, νομίζοντας ότι είχε χάσει το στοίχημα, γυρίζοντας μια μέρα αργότερα. Όμως, λίγο αργότερα, συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει λίγο νωρίτερα και, τρία λεπτά πριν λήξει η προθεσμία του, πηγαίνει στην Λέσχη και κερδίζει το στοίχημα. Στο τέλος έμαθε ότι αντί να φτάσει στις 21 Δεκεμβρίου, δηλαδή την 80ή μέρα, έφτασε μια μέρα νωρίτερα, λόγω του ότι, ταξιδεύοντας αντίθετα προς την πορεία περιστροφής της Γης, κέρδισε μία ημέρα που δεν είχε υπολογίσει. Μετά από όλα αυτά, η πριγκίπισσα Αούντα γίνεται σύζυγός του.
20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα
Οι 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (γαλλικά: Vingt Mille Lieues sous les mers, πρώτη έκδοση στην καθαρεύουσα: 20.000 λεύγες υπό την θάλασσαν) είναι κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Γάλλου συγγραφέα Ιουλίου Βερν, το οποίο εκδόθηκε το 1869. Στο έργο του αυτό, ο εφευρετικός Ιούλιος Βερν περιγράφοντας το ταξίδι του καθηγητή Αρονάξ μέσα στο υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο «Ναυτίλο», προφητεύει την εφεύρεση του υποβρυχίου, δίνοντας μαγικές περιγραφές του κόσμου των θαλασσινών βυθών.
Ένας απόκοσμος άνθρωπος, ο πλοίαρχος Νέμο, αγανακτισμένος από την κοινωνική αδικία και αποφασισμένος να ζήσει σε ένα δικό του κόσμο, κατασκευάζει ένα περίεργο πλοίο, τον θρυλικό «Ναυτίλο», που ήταν σε θέση να πλέει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και να τρυπάει με το έμβολό του τα διάφορα καράβια που αρμένιζαν στους ωκεανούς.
Τρόμος έχει καταλάβει τους ναυτιλλομένους από την εμφάνιση του θαλασσινού αυτού τέρατος, που το νόμιζαν όλοι σαν μία μεγάλη και πρωτοφανή φάλαινα. Και αποφασίζεται η οργάνωση ειδικής αποστολής για το κυνήγι του τέρατος.
Στην αποστολή αυτή παίρνουν μέρος διάσημες προσωπικότητες. Ο καθηγητής Αρονάξ, ο Σύμβουλος ο οποίος είναι ο υπηρέτης του καθηγητή και ο περίφημος φαλαινοθήρας, αλλά και καμακιστής Νεντ Λαντ. Η έρευνα των θαλασσών προχωρεί προσεκτικά. Έχουν φτάσει κιόλας στις νοτιοαμερικανικές ακτές, χωρίς να αντικρίσουν πουθενά το θαλασσινό τέρας. Ακόμα και στον Ειρηνικό Ωκεανό φτάσανε κι ούτε ίχνος από τη λεία τους φάνηκε πουθενά. Όσο περνούν οι μήνες, τόσο οι ναύτες γίνονται ανήσυχοι. Θέλουν πια να γυρίσουν στην πατρίδα τους, γιατί είναι βέβαιοι ότι ματαιοπονούν. Κι όταν πια είναι έτοιμοι για την επιστροφή, ακούγεται, ξαφνικά, η κραυγή του Νεντ που φώναζε ότι το τέρας έρχεται κατά πάνω τους. Κι έτσι αρχίζει ένα τρελό κυνήγι εναντίον του.
Σε μια στιγμή το τέρας εξακοντίζει εναντίον του πλοίου καταιγισμούς νερού και ρίχνεται κατά πάνω του. Ένα φοβερό τράνταγμα ακολουθεί και ο καθηγητής Αρονάξ πέφτει στη θάλασσα. Ο Σύμβουλος και ο Νεντ πέφτουν από κοντά του για να τον σώσουν. Παλεύοντας με τα κύματα φτάνουν σε κάποιο μικρό νησί κατάκοποι. Κατάπληκτοι αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι νησί, αλλά το ίδιο το θαλασσινό τέρας που κυνηγούσαν, μόνο που ήταν φτιαγμένο από ατσάλι. Γαντζωμένοι σφιχτά πάνω του, για να μη βρεθούν στη θάλασσα, ακούνε μέσα από την κοιλιά του τέρατος, βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος τους.
Σε λίγο ένα σιδερένιο φύλλο ανοίγει και μερικοί ένοπλοι ξεπετιούνται και αιχμαλωτίζουν τους τρεις ξένους, τους οδηγούν μπροστά στον πλοίαρχο Νέμο, ο οποίος τους δηλώνει ότι θα μείνουν μαζί του αιχμάλωτοι, αλλά θα μπορούσαν να χαίρονται την ελευθερία τους μέσα στο πλοίο.
Αργότερα, ο πλοίαρχος Νέμο μαζί με τους αιχμαλώτους του επιχειρούν διάφορα κυνήγια σε υποβρύχια δάση, ντυμένοι με ειδικές στολές και οπλισμένοι με ειδικά όπλα. Επισκέπτονται τα αλιεία των μαργαριταριών κοντά στην Κεϋλάνη, όπου τους επιτίθεται κοπάδι καρχαριών και ο καμακιστής Νεντ σώζει τη ζωή του πλοιάρχου Νέμο από βέβαιο θάνατο. Επίσης, ο πλοίαρχος Νέμο θα τους οδηγήσει σε διάφορα σημεία, όπου βρίσκονται καταποντισμένοι τεράστιοι θησαυροί από χρυσάφι, ασήμι και κοσμήματα, που αποτελούσαν κάποτε φορτία πλοίων τα οποία ναυάγησαν.
Έτσι συνεχίζεται η περιπέτεια ως τη στιγμή που τους δίνεται η ευκαιρία να δραπετεύσουν, ενώ μία τεράστια δίνη παρασύρει τον «Ναυτίλο» στην αβέβαιη τύχη του.
To Tαξίδι στο κέντρο της Γης (τίτλος πρωτοτύπου Vοyage au centre de la terre), είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν, που πρωτοεκδόθηκε το 1864.
Το ταξίδι ξεκινά χάρη στην επιμονή του καθηγητή ορυκτολογίας Λίντενμπροκ (Otto Lidenbrock), όπως είναι το όνομα στην πρώτη γαλλική έκδοση[1] να κατορθώσει αυτό που ποτέ κανείς δεν κατόρθωσε: να προχωρήσει και να φτάσει ως το κέντρο της γης. Μαζί του, ο ανιψιός του Άξελ, που άθελά του γίνεται πρωταγωνιστής της περιπέτειας και ένας μισθωμένος Ισλανδός οδηγός, ο Χανς. Η ανακάλυψη ξεκινά από τον κρατήρα ενός ανενεργού ηφαιστείου στην Ισλανδία. Στην πορεία τους συναντούν αλλόκοτα πλάσματα και περνούν από μυστηριώδεις υπόγειες στοές. Διασχίζουν θαλάσσιες λάβες με πολύχρωμες αποχρώσεις και κάνουν τον αναγνώστη να ζει τη στιγμή μαζί τους. Τελικά καταφέρνουν να βρουν μια έξοδο από τον υπόγειο κόσμο μέσα από ένα ηφαίστειο στην Ιταλία.
Το Από τη Γη στη Σελήνη (τίτλος πρωτοτύπου De la Terre à la Lune), είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Γάλλου θεμελιωτή του είδους Ιουλίου Βερν, ένα από τα πρώτα του έργα. Δημοσιεύθηκε το έτος 1865. Διηγείται, με φαντασία και χιούμορ, την ιστορία του προέδρου ενός συλλόγου βετεράνων του Αμερικανικού Εμφύλιου, του Μπάρμπικέιν, ο οποίος αποφασίζει να κατασκευάσει ένα τεράστιο κανόνι, την «Κολομπιάδα», και να εκτοξεύσει με αυτό ένα βλήμα ως τη Σελήνη. Μετά την παρέμβαση ενός τολμηρού Γάλλου, του Μισέλ Αρντάν, στο τέλος του μυθιστορήματος εκτοξεύονται μέσα στο βλήμα και τρεις άνθρωποι: ο Μπάρμπικέιν, ο Αρντάν και ο πλοίαρχος Νίκολ.
Το μυθιστόρημα είναι αξιοσημείωτο ως προς το ότι ο Βερν επεχείρησε ορισμένους προσεγγιστικούς υπολογισμούς σχετικά με τις προδιαγραφές του κανονιού και, με δεδομένη την έλλειψη στοιχείων πάνω στο θέμα κατά την εποχή του, μερικοί από τους αριθμούς που δίνει είναι εκπληκτικά κοντά στην πραγματικότητα. Το εγχείρημα είναι στ' αλήθεια δυνατό για μη επανδρωμένη πτήση, αλλά μη πρακτικό για επανδρωμένο βλήμα, αφού το μήκος του κανονιού θα πρέπει να ήταν χιλιόμετρα για την επίτευξη της ταχύτητας διαφυγής με περιορισμένη επιτάχυνση ώστε να μπορούν να επιβιώσουν οι επιβάτες.
Κάποια χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο «Τηλεβολικός Σύλλογος» της Βαλτιμόρης, τα μέλη του οποίου αισθάνονται ανία από την απραξία τους σε εποχή ειρήνης, έχει μία συνέλευση κατά την οποία ο Ίμπεϋ Μπάρμπικέιν, ο πρόεδρός του, καλεί τα μέλη να υποστηρίξουν την ιδέα του: Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, ένα μεγάλο τηλεβόλο (κανόνι) μπορεί να εκτοξεύσει ένα βλήμα με τόση δύναμη ώστε αυτό να φθάσει στη Σελήνη. Μετά την ομόθυμη υποστήριξη των μελών του συλλόγου, κάποιοι από αυτούς συναντιούνται και πάλι για να αποφασίσουν για τα επιμέρους θέματα: από πού πρέπει να εκτοξευθεί το βλήμα, τις διαστάσεις και τα υλικά κατασκευής του τηλεβόλου και του βλήματος και την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης.
Και ενώ όλος ο πληθυσμός είναι ενθουσιασμένος με την ιδέα, ένας παλιός αντίπαλος του Μπάρμπικέιν στον πόλεμο, ο πλοίαρχος Νίκολ από τη Φιλαδέλφεια, σχεδιαστής και κατασκευαστής χαλύβδινων θωρακίσεων που προσπαθούσε να τρυπήσει με τα βλήματα των κανονιών του ο Μπάρμπικέιν, άρχισε να κατηγορεί δημόσια το εγχείρημα ως αδύνατο να πραγματοποιηθεί και βάζει μια σειρά στοιχημάτων εναντίον του:
Το πρώτο ζήτημα, η συγκέντρωση των χρημάτων, λύνεται με τη διεξαγωγή εράνων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής με ποικίλα αποτελέσματα (αν και από τις ΗΠΑ μόνο συλλέγονται τα 4 από τα 5,4 εκατομμύρια δολάρια της εποχής που συγκεντρώθηκαν συνολικά, ενώ η Μεγάλη Βρετανία δεν δίνει τίποτα).
Μετά την επιλογή του τόπου για την εκτόξευση (ο «Πέτρινος Λόφος» στην Τάμπα-Τάουν της Φλόριντα), το προεδρείο του Τηλεβολικού Συλλόγου επισκέπτεται την περιοχή και αμέσως αρχίζει η κατασκευή του κανονιού, της «Κολομπιάδας», με την εκσκαφή μιας κυλινδρικής οπής βάθους 300 μέτρων και διαμέτρου 18 υπό την επίβλεψη του μηχανικού Μέρτσισον του Τηλεβολικού, η οποία γίνεται σε χρόνο-ρεκόρ, καθώς πρέπει η εκτόξευση να γίνει κατά το περίγειο της Σελήνης, την 1η Δεκεμβρίου. Αλλά μια έκπληξη περιμένει τον Μπάρμπικέιν: Ο Μισέλ Αρντάν, ένας Γάλλος γνωστός για τα παράτολμα εγχειρήματά του, του στέλνει ένα τηλεγράφημα στις 30 Σεπτεμβρίου με το οποίο του ζητά να αντικαταστήσει το σφαιρικό βλήμα με μεγαλύτερη κυλινδροκωνική οβίδα ώστε να μπει μέσα και να ταξιδέψει στη Σελήνη!
Σε μία συνάντηση του Αρντάν με τα μέλη του Συλλόγου στο ύπαιθρο και μπροστά σε χιλιάδες κόσμου, ο Νίκολ εμφανίζεται, αντιδικεί με πάθος μαζί του και στο τέλος βρίζει τον Μπάρμπικέιν, με τον οποίο αργότερα κανονίζουν να μονομαχήσουν. Τη μονομαχία αυτή αποτρέπει ο Αρντάν, ειδοποιημένος εγκαίρως από τον γραμματέα του Τηλεβολικού Συλλόγου Τζων Τ. Μάστον και τους προτείνει να ταξιδέψουν μαζί του μέσα στην οβίδα, πρόταση που γίνεται δεκτή.
Στο τέλος του μυθιστορήματος το βλήμα εκτοξεύεται με επιτυχία, αλλά η κατάληξη των τριών πρωτοπόρων αστροναυτών αφήνεται αδιευκρίνιστη. Η συνέχεια της ιστορίας περιγράφεται στο επόμενο μυθιστόρημα, το Γύρω από τη Σελήνη, που αφηγείται το τι συμβαίνει στους τρεις τους κατά το ταξίδι τους.
Το Γύρω από τη Σελήνη (τίτλος πρωτοτύπου Autour de la Lune), είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Γάλλου θεμελιωτή του είδους Ιουλίου Βερν, που δημοσιεύθηκε το έτος 1870. Πρόκειται για τη συνέχεια του μυθιστορήματος Από τη Γη στη Σελήνη και περιγράφει το ταξίδι των ηρώων του πρώτου έργου προς και γύρω από τη Σελήνη.
Μετά την εκτόξευσή της από το γιγάντιο κανόνι «Κολομπιάδα», η μεγάλη οβίδα του «Τηλεβολικού Συλλόγου» της Βαλτιμόρης και οι τρεις επιβάτες της, Ίμπεϋ Μπάρμπικέιν, Μισέλ Αρντάν και πλοίαρχος Νίκολ, αρχίζει το πενθήμερο ταξίδι της προς τη Σελήνη. Λίγα λεπτά μετά την έξοδο από τη γήινη ατμόσφαιρα, ένας μικρός άγνωστος αστεροειδής που έχει συλληφθεί από τη βαρυτική έλξη της Γης και έχει καταστεί φυσικός δορυφόρος της, περνά σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, αλλά ευτυχώς δεν συγκρούεται με την οβίδα.
Οι τρεις ταξιδιώτες ζουν ποικίλες περιπέτειες κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου ταξιδιού, όπως το ότι πρέπει να πετάξουν έξω το πτώμα ενός σκύλου που τους συνόδευε και ψόφησε από την εκτόξευση (οι αστροναύτες μας είχαν πάρει δύο σκυλιά, από τα οποία επέζησε το θηλυκό), τη «μέθη» τους από υπερβολική ποσότητα οξυγόνου εξαιτίας αφηρημάδας στη ρύθμιση της σχετικής χημικής συσκευής, κ.ά. Καθώς ζυγώνουν στη Σελήνη, καταλαβαίνουν ότι η τροχιά του βλήματος αποκλίνει και πως, αντί να κατευθύνονται στο κέντρο της ορατής πλευράς της, όπως είχε στοχευθεί, αποκλίνουν προς το βόρειο ημισφαίριό της. Προς στιγμήν μάλιστα νομίζουν ότι θα ξαναπέσουν στη Γη. Τελικά καταλαβαίνουν την αιτία για την απόκλιση: ήταν η βαρυτική έλξη από το μικρό άγνωστο δορυφόρο που την προκάλεσε, καθώς τον συνάντησαν πολύ νωρίς στο ταξίδι.
Η οβίδα φαίνεται ότι μπαίνει σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη αντί να προσεδαφιστεί, όπως ήταν αρχικά το σχέδιο. Οι ταξιδιώτες αρχίζουν σεληνογραφικές παρατηρήσεις σε μεγέθυνση 100× με τη βοήθεια των δύο τηλεσκοπίων και χαρτών που είχαν μαζί τους. Η απόσταση της οβίδας από τη σεληνιακή επιφάνεια γίνεται ελάχιστη (μόλις 50 χιλιόμετρα) όταν αυτή περνά πάνω από τον σεληνιακό βόρειο πόλο και μετά βυθίζεται στο σκοτάδι της σκιάς της Σελήνης, οπότε η θερμοκρασία πέφτει κατά δεκάδες βαθμούς, ώσπου να ξαναβγούν στο φως και τη ζέστη του ήλιου τη στιγμή που περνούν πάνω από τον νότιο σεληνιακό πόλο (στο ίδιο ελάχιστο ύψος, σχεδόν 60 χιλιόμετρα). Από το παράθυρο του μικρού τους διαστημοπλοίου απολαμβάνουν θεαματικές εικόνες, όπως η θέα του «αχτιδοβόλου βουνού» και κρατήρα Τύχωνος, ενός από τους εντυπωσιακότερους στη Σελήνη. Οι ήρωες συζητούν και για την πιθανότητα ζωής στη Σελήνη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι άγονη. Η οβίδα αρχίζει να απομακρύνεται από τη Σελήνη, προς το «ουδέτερο σημείο» όπου οι έλξεις της Γης και της Σελήνης αλληλοεξουδετερώνονται. Ο Αρντάν έχει την ιδέα να πυροδοτήσουν τους πυραύλους στη βάση της οβίδας (που αρχικά θα χρησιμοποιούνταν για τη μείωση της ταχύτητας κατά την προσελήνωση), έτσι ώστε να ωθήσουν την οβίδα προς τη Σελήνη και τελικά να φθάσουν στην επιφάνειά της, επιτυγχάνοντας τον αρχικό στόχο της αποστολής τους.
Μόλις το βλήμα φθάνει στο ουδέτερο σημείο, οι πύραυλοι πράγματι πυροδοτούνται, αλλά αποδεικνύεται ότι η οβίδα δεν είχε γίνει στην πραγματικότητα τεχνητός δορυφόρος της Σελήνης: η ταχύτητά της προς τη Γη είναι μεγάλη και ούτε οι βοηθητικοί πύραυλοι αρκούν για να τη σταματήσουν, οπότε αρχίζει να πέφτει προς τον πλανήτη μας από απόσταση 257 χιλιάδων χιλιομέτρων και πρόκειται να χτυπήσει πάνω στην επιφάνεια της Γης με την ίδια ταχύτητα, 185.400 χιλιόμετρα την ώρα, με την οποία είχε βγει από το στόμιο της «Κολομπιάδας».Κάθε ελπίδα μοιάζει χαμένη για τους Μπάρμπικέιν, Αρντάν και Νίκολ. Μετά από 4 ημέρες το πλήρωμα ενός πλοίου του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ, του «Σουσκεχάνα», παρατηρεί ένα φωτεινό μετέωρο να πέφτει από τον ουρανό στη θάλασσα. Αποδεικνύεται ότι είναι η οβίδα που επέστρεψε και οι τρεις άνδρες στο εσωτερικό της βρίσκονται ζωντανοί και περισυλλέγονται. Τους επιφυλάσσεται θριαμβευτική υποδοχή κατά τον γυρισμό τους, ως υποδοχή των πρώτων ανθρώπων που άφησαν τη Γη.
Οι επιστήμες στο έργο και κριτική
Η αστρονομία στο έργο του Ιουλίου Βερν εκπροσωπείται από αμφότερα τα Από τη Γη στη Σελήνη και Γύρω από τη Σελήνη, το Πάνω σ' έναν κομήτη (Hector Servadac, 1877), καθώς και από το ύστερο μυθιστόρημα Το κυνήγι του αερολίθου (α΄ έκδοση μεταθανάτια, 1908). Στο Γύρω από τη Σελήνη, ειδικά, έχουμε σύνοψη όλων των μέχρι τότε γνώσεων της Σεληνογραφίας.
Τα μαθηματικά έρχονται στο προσκήνιο αναπόφευκτα στο Γύρω από τη Σελήνη, καθώς οι δύο Αμερικανοί του Τηλεβολικού Συλλόγου προσπαθούν να εξηγήσουν στον αμύητο Μισέλ Αρντάν το πώς υπολόγισαν την τροχιά του βλήματος που μεταφέρει τους τρεις τους στη Σελήνη. Ο Αρντάν αποδεικνύεται ανεπίδεκτος και η παράθεση εξισώσεων σταματά. Η προτίμηση και του ίδιου του Βερν βρίσκεται στις περιγραφικές φυσικές επιστήμες και όχι στα μαθηματικά. Στο ίδιο μυθιστόρημα όμως σπεύδει να υπογραμμίσει έμμεσα ότι τα μαθηματικά αποτελούν τον τέλειο τρόπο ερμηνείας και ελέγχου του φυσικού κόσμου: επιστρατεύει την αναπάντεχη συνάντηση με άγνωστο σώμα για να δικαιολογήσει την απόκλιση από τον αρχικό προορισμό, αλλιώς η υπολογισμένη τροχιά της οβίδας θα μετέφερε τους αστροναύτες ακριβώς στο κέντρο της ορατής πλευράς της Σελήνης.
Οι επιπτώσεις που έχει στον άνθρωπο η παραμονή σε ατμόσφαιρα με υψηλότερα του φυσιολογικού ποσοστά οξυγόνου, απασχολούν ιδιαίτερα τον συγγραφέα: τόσο το επεισόδιο στο Γύρω από τη Σελήνη, όσο και ολόκληρη η νουβέλα Δόκτωρ Οξ είναι αφιερωμένα στο θέμα, που συνιστά ένα παράδειγμα ζητημάτων Ιατρικής και Φυσιολογίας.
Για την εντυπωσιακή προβλεπτική ικανότητα του Βερν σε αυτό το έργο του σε επιμέρους θέματα ως προς το διαστημικό πρόγραμμα «Απόλλων» της NASA, ιδίως σε σχέση με την αποστολή «Απόλλων 8», δείτε το λήμμα Από τη Γη στη Σελήνη. Βέβαια δεν αποφεύγονται οι επιστημονικές ανακρίβειες (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Βερν δεν ήταν θετικός επιστήμονας) σε κάποια σημεία του έργου: Η έλλειψη βαρύτητας που κατά το μυθιστόρημα εμφανίζεται μόνο στο «ουδέτερο σημείο» όπου η γήινη έλξη εξισορροπείται από τη σεληνιακή, θα ήταν στην πραγματικότητα μόνιμη σε όλο το ταξίδι, εκτός από τις πολύ σύντομες περιόδους μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα.
Ο μόνος Γάλλος από τους ήρωες του έργου, ο Μισέλ Αρντάν, οφείλει το όνομά του στον αναγραμματισμό του ονόματος του συγγραφέα, πρωτοπόρου φωτογράφου και ερασιτέχνη αεροναύτη Ναντάρ(ψευδώνυμο του Φελίξ Τουρνασόν, 1820-1910), που επεχείρησε ένα ταξίδι στην Αφρική με το αερόστατο «Γίγας». Η γνωριμία του Βερν με τον Ναντάρ έδωσε την αφορμή για τη συγγραφή του Πέντε εβδομάδες με αερόστατο (βλ.λ.). Ο Ναντάρ παρέμεινε ισόβιος φίλος και σύμβουλος επί τεχνικών θεμάτων του Βερν
Μιχαήλ Στρογκόφ
Το Μιχαήλ Στρογκόφ (τίτλος πρωτοτύπου Michel Strogoff) είναι μυθιστόρημα περιπέτειας του Γάλλου συγγραφέα και θεμελιωτή της επιστημονικής φαντασίαςΙουλίου Βερν. Πρωτοδημοσιεύθηκε το έτος 1876 σε δυο τόμους (ο πρώτος τόμος την 14η Αυγούστου και ο δεύτερος την 6η Νοεμβρίου της χρονιάς) από τον εκδότη Πιερ-Ζυλ Ετζέλ. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί μεταξύ άλλων κι από τον Νίκο Καζαντζάκη το 1942 για τις εκδόσεις Δημητράκου
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Ρωσική Αυτοκρατορία του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄. Η Σιβηρία δέχεται επίθεση από ορδές Τατάρων, κάτω από την αιγίδα του τρομερού Φεοφάρ Χαν και την ουσιαστική βοήθεια ενός Ρώσου προδότη, του τέως συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού Ιβάν Ογκάρεφ. Ο Ογκάρεφ στοχεύει ιδίως στην κατάληψη του Ιρκούτσκ, της πρωτεύουσας της ανατολικής Σιβηρίας, όπου έχει αποκλειστεί ο αδελφός του τσάρου. Αυτός είχε στο παρελθόν εξορίσει και καθαιρέσει από τα αξιώματά του τον Ογκάρεφ, που τώρα δίψαγε για εκδίκηση. Έχοντας αιφνιδιάσει τους Ρώσους, οι Τάταροι προελαύνουν ραγδαία, χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Στο πέρασμά τους μεταξύ άλλων κόβουν και τις τηλεγραφικές γραμμές, με αποτέλεσμα να αποκοπεί η Σιβηρία και το Ιρκούτσκ από το τσαρικό παλάτι. Ο τσάρος έχοντας γνώση για την προδοτική δράση του Ογκάρεφ και μη μπορώντας να τηλεγραφήσει, προστάζει τον αξιωματικό Μιχαήλ Στρογκόφ να παραδώσει ένα έγγραφο στον αδελφό του για να τον προειδοποιήσει σχετικά. Ο Στρογκόφ είναι μέλος της επίλεκτης μονάδας των αγγελιοφόρων του τσάρου. Καταγόμενος ο ίδιος από τη Σιβηρία, γνωρίζει όσο κανείς άλλος το δρόμο και τις δυσκολίες για το Ιρκούτσκ. Για να μην τον ανακαλύψουν οι Τάταροι, ο Στρογκόφ ξεκινά το ταξίδι με πλαστή ιδιότητα, ως έμπορος με τ'όνομα Νικόλαος Κορπανώφ.
Στο δρόμο για το Ιρκούτσκ θα γνωρίσει την νεαρή Νάντια Φεντόρ, που έχει προορισμό την ίδια πόλη με σκοπό να συναντήσει τον εκεί εξόριστο πατέρα της. Εξάλλου θα κάνει την γνωριμία με δυο πολεμικούς ανταποκριτές που περιγράφουν την επιδρομή των Τατάρων, τον Άγγλο Χάρυ Μπλουντ και τον Γάλλο Αλσίντ Ζολιβέ. Στο ενδιάμεσο του πολυήμερου ταξιδιού για το μακρινό (5.500 χιλιόμετρα) Ιρκούτσκ, η Σιβηρία πέφτει σε μεγάλο μέρος στα χέρια των κατακτητών και ο Στρογκόφ χάνει την επαφή με τα άτομα που είχε γνωρίσει πρωτύτερα. Ο προδότης Ογκάρεφ, γνωρίζοντας για την ύπαρξη ενός αγγελιοφόρου του τσάρου, κάνει τα πάντα για να τον συλλάβει. Ακάθεκτος ο Στρογκόφ θα συνεχίσει το δρόμο για το Ιρκούτσκ, χρησιμοποιώντας τρένα, καράβια, κάρα, άλογα και τα πόδια του.
Παρόλη την προσοχή του, ο Στρογκόφ θα συλληφθεί στο τέλος από τους Τάταρους, που νωρίτερα από διαβολική σύμπτωση είχαν συλλάβει τη μητέρα του Στρογκόφ Μάρφα, καθώς και σε μια επιδρομή την Νάντια. Ο Ογκάρεφ γνωρίζοντας ότι η Μάρφα είναι η μητέρα του αγγελιοφόρου θα επιχειρήσει να τη μαστιγώσει δημόσια, μπροστά σε όλους τους κρατούμενος. Ο Μιχαήλ δεν θα αντέξει να δει την μάνα του να υποφέρει και θα επέμβει, φανερώνοντας έτσι την ιδιότητά του. 0 Φεοφάρ Χαν, αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς, δεν θα εκτελέσει τον αγγελιοφόρο, αλλά θα δώσει την εντολή να τον τυφλώσουν. Παρότι τυφλός, ο Στρογκόφ θα καταφέρει με την έμπρακτη βοήθεια της Νάντιας να ξεφύγει από την επιτήρηση των Τατάρων και να φτάσει μετά από πολλές κακουχίες στο Ιρκούτσκ. Εδώ όμως είχε καταφέρει να εισέλθει και ο Ογκάρεφ, ο οποίος παρουσιάστηκε στο Μεγάλο Δούκα ως ο αγγελιοφόρος που αναμενόταν από τον τσάρο. Ενώ ο Ογκάρεφ προετοιμάζει το έδαφος για την προδοσία και κατάληψη του Ιρκούτσκ, συναντιέται με τον Στρογκόφ και οι δυο άνδρες θα μονομαχήσουν. Ο Στρογκόφ, που στο μεταξύ έχει ξαναβρεί το φως του, θα καταφέρει να κερδίσει και να ξεκαθαρίσει την υπόθεση μπρος από τον αδελφό του τσάρου. Στο τέλος η Νάντια θα βρει τον πατέρα της, που του είχε αποδοθεί χάρη και είχε οριστεί επικεφαλής ενός τάγματος αυτοκτονίας. Ο Μιχαήλ θα ζητήσει το χέρι της Νάντιας, θα την παντρευτεί στο Ιρκούτσκ και θα επιστρέψουν μαζί με τον πεθερό στην πρωτεύουσα
Βασικοί χαρακτήρες
Μιχαήλ Στρογκόφ, αγγελιοφόρος του τσάρου με το βαθμό του λοχαγού. Κατά τη διάρκεια της αποστολής του χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Νικόλαος Κορπανώφ.
Μάρφα Στρογκόφ, μητέρα του Μιχαήλ Στρογκόφ.
Νάντια Φεντόρ, συνοδός στο ταξίδι του Μιχαήλ Στρογκόφ και μέλλουσα γυναίκα του.
Βασίλη Φεντόρ, πατέρας της Νάντια, εξόριστος στο Ιρκούτσκ.
Χάρυ Μπλουντ, Άγγλος δημοσιογράφος της The Daily Telegraph.
Αλσίντ Ζολιβέ, Γάλλος δημοσιογράφος που δεν αποκαλύπτει την εφημερίδα για την οποία εργάζεται (ισχυρίζεται ότι είναι ανταποκριτής για την ξαδέλφη Μαντελέν).
Φεοφάρ Χαν, αρχηγός των Τατάρων που εισβάλλουν στην Σιβηρία.
Ιβάν Ογκάρεφ, Ρώσος προδότης, υποστηρικτής του Φεοφάρ Χαν. Υπήρξε συνταγματάρχης του τσαρικού στρατού, ώσπου εξορίστηκε και καθαιρέθηκε από τα αξιώματά του από τον αδελφό του τσάρου. Κατέχει ηγετική θέση στους Τατάρους.
Ζαγκάρα, τσιγγάνα θαυμάστρια και βοηθός του Ιβάν Ογκάρεφ.
Ο Τσάρος.
Ο Μέγας Δούκας, αδελφός του τσάρου και κυβερνήτης του Ιρκούτσκ.
Παρατηρήσεις
Στο βιβλίο δεν αναφέρεται η χρονιά κατά την οποία υποτίθεται ότι έλαβαν μέρος οι περιπέτειες του Στρογκόφ. Στην έκδοση των Κλασσικών Εικονογραφημένων αναφέρεται ως έτος το 1840. Αυτό όμως δεν μπορεί να ευσταθεί, καθώς το Νέο Ανάκτορο της Μόσχας όπου ξεκινά η υπόθεση, χτίστηκε στο διάστημα 1838-1849. Υποθέτοντας ότι οι περιπέτειες λαμβάνουν χώρο την εποχή του τσάρου Αλεξάνδρου Β', το ακριβές χρονικό διάστημα πλοκής βρίσκεται μεταξύ 1855, χρονιά ανάληψης της εξουσίας του τσάρου και του 1863, χρονιά κατά την οποία εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις του τοπικού πληθυσμού, που είχαν σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στήριξη του τσάρου από τους Ρώσους. Τέτοιες τάσεις δυσανασχέτησης δεν περιγράφονται καθόλου από τον Βερν, απεναντίας.
Στο έργο δεν αναφέρεται ούτε ρητά το όνομα του τσάρου. Παρόλα αυτά, ο Βερν δεν μπορεί να εννοεί άλλον, από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ της Ρωσίας. Σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος, αναφέρεται θετικά για τις μεταρρυθμιστικές τάσεις και τις φιλελεύθερες αλλαγές που εισήγαγε ο τσάρος. Ο προκάτοχος του, Νικόλαος Α΄ της Ρωσίας, δεν είχε αυτή τη φήμη, ενώ ο διάδοχος του, Αλέξανδρος Γ΄ της Ρωσίας, ανέλαβε τα ηνία του κράτους το 1881, χρονιά κατά την οποία είχε ήδη συγγραφεί το μυθιστόρημα.
Ούτε το όνομα του αδελφού του τσάρου, του Μεγάλου Δούκα, αναφέρεται στο βιβλίο. Ο τσάρος είχε τρεις αδελφούς, από τους οποίους όμως ο μεγαλύτερος, πιο δραστήριος και ιδίως υποστηρικτής των τάσεων μεταρρύθμισης που Αλεξάνδρου Β', υπήρξε ο Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς Ρομανόφ. Έτσι μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να υποθέσουμε ότι αυτόν είχε στο νου του κατά τη συγγραφή ο Βερν.
Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά για τα διάφορα μέρη από τα οποία περνά ο Στρογκόφ μέχρι να φτάσει στο Ιρκούτσκ. Τουλάχιστο σε μια περίπτωση έχουμε ένα λάθος, που μάλλον προήρθε από κακή αντιγραφή τοπωνυμίας. Ο Βερν δεν είχε ποτέ ταξιδέψει στα μέρη που περιέγραφε στα έργα του κι έτσι ήταν εξαρτώμενος από τα γραπτά της εποχής. Μια πόλη στο 15ο κεφάλαιο αναφέρεται ως Καμσκ. Τέτοια πόλη ή χωριό δεν υπήρχε ποτέ στη γύρω περιοχή. Υπάρχει όμως το Καίνσκ. Στην λατινική γραφή τα δυο τοπωνύμια μπορούν εύκολα να διαβαστούν λάθος.
Όσον αφορά την επιδρομή των Τατάρων, αυτή φαντάζει τελείως εξωπραγματική για την εποχή που διαδραματίζεται η πλοκή. Στο παρελθόν πάντα υπήρχαν μάχες μεταξύ Ρώσων και Τατάρων ή Μογγόλων, αλλά όλες αυτές είχαν εκλείψει στον 19ο αιώνα όταν οι Ρώσοι είχαν πλέον το πάνω χέρι. Κανένας ηγέτης των Τατάρων θα μπορούσε να ήταν σε θέση να προκαλέσει την επιδρομή όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο.
Η ιστορία του Στρογκόφ διαφέρει από τα περισσότερα άλλα έργα του Ιουλίου Βερν. Δεν υπάρχει το τεχνολογικό στοιχείο και η επιστημονική φαντασία για την οποία έχει γίνει γνωστός ο συγγραφέας. Βλέπουμε εδώ μια ιστορία που ξετυλίγεται στην απέραντη ρωσική αυτοκρατορία, με αγωνιώδη πλοκή, γεμάτη περιπέτειες, ίντριγκες και μάλιστα ρομάντζο. Ιδίως ρομαντικές ιστορίες είναι σπάνιες στα βιβλία του Βερν. Οι γυναίκες, αν εμφανίζονται, είναι συνήθως χαρακτήρες που μοιάζουν αγίες και μόνο αντικείμενα λατρείας. Στο μυθιστόρημα αυτό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Νάντια Φεντόρ είναι ενεργή, γεμάτη αυτοπεποίθηση και αγωνίζεται έμπρακτα μαζί με τον Μιχαήλ και αργότερα, μετά την τύφλωσή του, λαμβάνει την πρωτοβουλία για να μπορέσουν να φτάσουν μαζί στο Ιρκούτσκ. Ίσως αυτό το μείγμα περιπέτειας και αισθηματικής ιστορίας να ήταν κι ο λόγος που το έργο αυτό έχει διασκευαστεί πολλές φορές για την μικρή και την μεγάλη οθόνη.
Ο Νέμος ήταν υπαρκτό πρόσωπο και Έλληνας μάλιστα ο οποίος γνώρισε τον Βερν στο Παρίσι και είχε κατασκευάσει ένα μικρό υποβρύχιο όταν γύρισε από τις σπουδές του πίσω στην Ελλάδα και μέσω αλληλογραφίας ενημέρωσε τον Βερν ότι το υποβρύχιο βυθίζεται, επιπλέει και μπορεί να μείνει άνθρωπος μέσα. Τα σχέδια του Νέμου κατασχέθηκαν τότε από την κυβέρνηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή