Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Όταν τελειώνει το στενό ποτάμι, μας καρτερεί
η απέραντη θάλασσα
Αντόνιο Ματσάδο


Autumn Effect, 1905 - Francis Picabia


Ορέστης Αλεξάκης

Περνούσε ποταμός κάτω απ’ το σπίτι
κι όταν τη νύχτα
κλείνανε τα μάτια κι έσβηνε «φου» η μητέρα το
καντήλι, ακούγαμε βοές νερών πολλών, βόγγους
των δέντρων που ξερίζωνε το ρέμα, κρωγμούς
πουλιών που τρόμαζε ο αχός
Κι απόμακρα
φωνές που μας καλούσαν
από τη χώρα των λησμονημένων.
( Το ρόπτρο, επιλεγμένα ποιήματα, Εκδόσεις των Φίλων, 2014) 



Wassily Kandinsky, Autumn in Murnau (1908)

Λίνα Βαταντζή - Το Καθημερινό Ποτάμι

Στην πόλη όμορφα όλα φαντάζουν
ή μάλλον όμορφα όλα τα συλλογιέμαι -
πώς αλλιώς θα αντέξω το αιώνιο ποτάμι
καθώς οργισμένο ροβολά στην κοίτη.

Είναι αλήθεια οργιώδης η φύση
τα δέντρα χτίζουν πέργκολες
το νερό σμιλεύει σπηλιές στις όχθες -
Μα πέρασε ο γείτονας και άφησε
το μαντήλι του στα φύλλα
και η κοκκινομάγουλη έριξε
στις δίνες μια ιστορία εφηβική.
Ρυπαρό στις καταιγίδες παρασέρνει
τις πηγές του
ασθενικό στον καύσωνα απειλητικά
τα βρύα του κινεί.

Σήμερα γερασμένο άφριζε λευκό
αύριο θα ανθίσει η ακροποταμιά –
σκόρπισα ένα ποίημα στη ροή
διαβαίνοντας την τοξωτή γέφυρα.

Silent Stream Painting by Henry Parker


Χάρης Βλαβιανός - Cry me a river

Ποτάμι εσύ αδέκαστο
(της αιωνιότητας αρχαία μεταφορά)
που τις διαρκείς του σώματος μεταμορφώσεις
τα νερά σου με φθόνο καθρεφτίζουν
της αντοχής και της αδιαλλαξίας την τέχνη δίδαξέ μου
ώστε τέλος αντάξιο ν’ αξιωθώ του μίσους που μας δένει
στο ερωτικό σου δέλτα μέσα
στο άγιο αυτό τρίγωνο του τίποτα για πάντα να χαθώ.
(Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, 1992)



Sunlight on the Banks of the Loing, 1908 - Francis Picabia

Ν. Βρεττάκος - Το Ποτάμι Μπυές

Κ’ ήσουν εσύ ποτάμι, Μπυές, που κάτω από το λόφο
έρρεες ανάμεσα στα δέντρα με τα φρέσκα
φύλλα` που μες στον καθρέφτη σου
σάλευαν οι δαντέλες των βουνών και γίνονταν
κι αυτές ποτάμι. Κ’ έσκυψα κ’ εγώ τότε στη διάφανη
κοίτη σου, όπου σμίγοντας έρρεαν αξεχώριστα
ο ουρανός και το νερό. Κοίταξα και ξαφνιάστηκα :
Είδα πώς είμαι ακόμη πρόσωπο. Πως έχω
συναντηθεί με τον εαυτό μου. Κ’ έσκυψα περσότερο
και βρήκα το χαμένο μου μαργαριτάρι, εκείνη,
την ιριδίζουσα φωνή που άρθρωνα
από τον πέτρινο εξώστη της γης, κοιτάζοντας
το γλυκό φως. Και σούλεγα: αν ήξερες
θα με γνώριζες, Μπυές,απ’ την σκηνή μου που ταξιδεύει άλλοι δουλεύουν με το χώμα, άλλοι με το χαλκό,
εγώ δουλεύω με τον πόνο` θα με γνώριζες.
Και, ωραίο ποτάμι που είσαι Μπυές, σούλεγα, με τον κόσμο
καθρεφτισμένον στην καλή του ώρα και μ’ ένα κάλλος
που δεν θυμίζει παρελθόν. Και σε κοιτούσα,
τα δέντρα κρέμονταν μες στο νερό σου, κ’ έλεγα:
Καθρεφτίζεις τον ουρανό ή εσύ καθρεφτίζεσαι;
Γιομίζει το στόμα σου λέξεις και φως –
αυτό θα ειπεί άλλωστε ποιητής, ή αγάπη:
Το φως μες στο στόμα σου να γίνεται λέξεις
κ’ οι λέξεις, να γίνονται φως.
Από τη συλλογή «Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία» (Διογένης, Αθήνα 1975) 




Pierre Auguste Renoir - The Bridge at Argenteuil in Autumn 1882

Νικηφόρος Βρεττάκος - Το ποτάμι


Εγώ θα σε λέω Μαρία. Μπορείς να με λες
κ’ εσύ αδελφό, ή ποτάμι
γιατί,
έχω μέσα μου ένα τραγούδι όπως ένα
μεγάλο ποτάμι που έχει χάσει τις άκρες του,
που μπορούνε, λαμπρά δαχτυλίδια, οι στροφές του
να καλύψουν την έρημο. Να φτάσει, αναβλύζοντας
ατέλειωτες μάζες φωτός εξαπτέρυγες,
ως εκεί που κανένα ποτάμι δεν έφτασε
σε τούτο τον κόσμο. Να φτιάξει μια διάφανη
λίμνη στα πόδια σας, να βλέπετε μέσα σας.
Να γίνει δυο ζώνες χρυσές: μια για τ’ άπειρο
και μια για τη γη»
( ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)




 Γυναίκες πλένουν ρούχα σ ένα ρυάκι- Daniel Ridgway Knight

Μιχάλης Γκανάς - Στο ποτάμι


Με τον καιρό πέφταν τα φύλλα
γίνονταν βούκινα οι καρποί, τι σάλπιζαν
δίπλα μου το νερό-νερό
η πέτρα-πέτρα
δεν είχε μονοπάτι ο θάνατος.
Ξάστερο το ποτάμι με λιγνά νερόφιδα
ίσκιοι πουλιών, χίλια τζιτζίκια.
Τι ‘ταν που σάλεψε! Χαλίκια στη συρμή
κι ο τρομαγμένος πετροκότσυφας.
Γύρισα για να δω, κανένας.
Μόνο στην άκρη το νερό θολό,
σημάδια από θεόρατες πατούσες
κι οι πέτρες γύρω τους βρεγμένες.
Πρόλαβα κι έκλεισα τ’ αυτιά
την ώρα που ‘σκαγε το γέλιο του.
 Μαύρα Λιθάρια (1993)


 Γυναίκες πλένουν ρούχα στο ποτάμι – Adolphe Theodore Jules Potemont



Νάνσυ  Δανέλη - Το ποτάμι της ζωής.

Ηλιοβασίλεμα στις όχθες πλάι
ραγίζουν των θλιμμένων οι καρδιές.
Κοιτάζοντας το ποτάμι
ραγίζουν
κοιτάζοντας τις φλέβες τους.

Μοιάζουν οι φλέβες με ποτάμια
στους χάρτες των σωμάτων.

Πόσες ακόμα φορές θα δούνε
το νερό να ταξιδεύει στο ποτάμι
πόσες ακόμα φορές θα δούνε
το αίμα να ταξιδεύει στις φλέβες τους;

Ποτίζει το νερό τη γη
το αίμα την αλήθεια.

Ακούγοντας το ποτάμι ραγίζουν.
Κατηφορίζει τραγουδώντας
θα θα θάλασσα.

Μ΄ αυτό το θα της θάλασσας
να παρηχεί σαν θάνατος.

Το μόνο θα που βγαίνει πάντα αλήθεια.

Nepean River shallows  - painting by Joe Cartwright

Γιώργος Δροσίνης - Το Ποτάμι
Πες μου ποτάμι που τρελά
μέσα στους κάμπους τρέχεις
και τόσες εμορφιές της γης
με τα νερά σου βρέχεις,
γιατί μας ψάλλεις θλιβερό
σκοπό με τη φωνή σου;
Ποιός άλλος ζει τέτοια ζωή
γλυκιά σαν τη δική σου;

Κι εκείνο αποκρίθηκε:
Την ευτυχία έχω
αφού η μοίρα μού ‘γραψε
αιώνια να τρέχω.

Αν ροδοδάφνες γέρνουνε
με χάρη στα νερά μου,
αν λυγαριές κι αγράμπελες
ανθίζουν στα πλευρά μου,
μήπως μπορώ να τις χαρώ
και να τις αγαπήσω
περνώ, τις βλέπω μια στιγμή
και τις αφήνω πίσω…

Και το ποτάμι σώπασε
κι αφήνει το διαβάτη
με πικραμένη την καρδιά,
με δακρυσμένο μάτι
γιατί μια μαύρη, μια σκληρή
ιδέα τον τρομάζει
πως κι η δικιά του η ζωή
με το ποτάμι μοιάζει.



Ilya Ostroukhov - La rivière à midi, 1892


Γεώργιος Δροσίνης - Η θάλασσα και τα ποτάμια

Πήγαν τα ποτάμια
παραπονεμένα
κι είπαν της θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ εσένα
όλα μας τα πλούτη,
όλη τη χαρά μας,
όλη τη ζωή μας,
όλα τα νερά μας.
Και για πληρωμή μας
συ τι μας χαρίζεις;
Παίρνεις τα νερά μας
και μας τ᾿ αρμυρίζεις!
Και τους είπ᾿ εκείνη:
Πώς μπορώ ν᾿ αλλάξω;
Τα γλυκά νερά σας
πώς να τα φυλάξω;
Είμ᾿ από τη φύση
αρμυρή πλασμένη
Κι αρμυρό κοντά μου
καθετί θα γένει.
Τα παράπονά σας
πόνε στα χαμένα.
Θέτε το καλό σας;
φεύγετ᾿ από μένα.



Branch of the Seine near Giverny - Monet
Ο. Ελύτης - Οἱ κλεψύδρες τοῦ ἀγνώστου

Πιο μακριά, πολύ μακριά το πράο  τραπεζομάντιλο – η συνάντηση
Καλημέρα, ποταμάκι μου! Είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας!
Τα  κρύσταλλα ευωδιάσανε – τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να  διαγνώσουμε το  τέλος
Γιατί τόσους φακέλλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που  διψώ ένα στόμα να μου πη  ουρανός και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων…

Έτσι θα βγούμε απ’ το  μυαλό μας… οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του απογέματος
Με  άμμο βαφτίστηκαν τα  λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι έτοιμα
Να σαλπάρουν αν  τους πη ο Έρωτας  - τα   λόγια

Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής
Κατά που θαυμάζεται ο άνεμος, πες μου κατά πού  ξεχύνονται οι κελαηδισμοί
Ποιαν όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι’ αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω – σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το  αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο ένα γράψιμο κόκκινο
Θα ‘ρθουν πολλές γυναίκες να το  μοιραστούν ώσπου να γίνουν διάφανες
Θα ‘ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις   μοιραστοῦνε,
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα
Κι όλο το  μυστικό αληθεύεται σιγά-σιγά, γλυκά-γλυκά γίνεται μέρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.




Henry H. Parker The River Mole, Dorking Surrey

Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ - ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
δάχτυλα των φύλλων

Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
χαρτιά από σάντουιτς,

Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα…
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
ούτε φλυαρώ.

Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Η έρημη χώρα, απόσπασμα




Albert Bierstadt Kerns River Valley California

A. EMΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΘPYΛIKON ANAKΛINTPON
O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του τοπείου ήταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε. Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπίο στα δάχτυλα του πεπρωμένου


Θεόφιλος: "Η Λάρισσα με τον ποταμό Πηνειό"
.
Langston Hughes - Έχω γνωρίσει ποτάμια

Έχω γνωρίσει ποτάμια:
Έχω γνωρίσει ποτάμια αρχαία ίσαμε τον κόσμο, παλιότερα κι απ᾽ το ανθρώπινο αίμα στις ανθρώπινες φλέβες
η ψυχή μου βάθυνε σαν τα ποτάμια
Λούστηκα στον Ευφράτη, όταν οι αυγές ήταν νεαρές
Έκτισα την καλύβα μου κοντά στον Κόγκο και με νανούρισε να κοιμηθώ
Αγνάντεψα τον Νείλο κι ανασήκωσα τις πυραμίδες πάνωθέ του
Άκουσα το τραγούδι του Μισσισσιπή, όταν ο Έιμπ Λίνκολν κατέβηκε στη Νέα Ορλεάνη, κι είδα τον λασπωμένο κόρφο του χρυσό στο ηλιοβασίλεμα.
Έχω γνωρίσει ποτάμια:
αρχαία, μελαχρινά ποτάμια
Η ψυχή μου βάθυνε σαν τα ποτάμια.
μτφρ. Αντώνης Πετρίδης




Ο Ιλισός περνούσε μπροστά από το Ολυμπιείο (Έργο του 1833, από τον γερμανό ζωγράφο Johann Michael Wittmer)

Νίκος Καρούζος - Κι όλο πηγαίνω στις πηγές

Τώρα μαθαίνω το σώμα μου,
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού
με το σακούλι του αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω στις πηγές.

Ποτάμια, δάση και νερά,
ποτάμια, δάση με καλούν.
Ποτάμια, δάση και νερά
και το κελάηδισμα είμαι εγώ
κι όλο πηγαίνω στις πηγές.

Κινώντας φύλλα και πουλιά,
υμνώντας φύλλα στη σιωπή.
Υμνώντας φύλλα και πουλιά
και το φτερούγισμα είμαι εγώ
κι όλο πηγαίνω στις πηγές.







 Οι καταρράκτες του Ιλισού, Αθήνα 1801-1806. Έργο του βρετανού ζωγράφου Edward Dodwell. Τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1821
.

Γιάννης Κοντός - Το μεγάλο ποτάμι της μνήμης τα παρασύρει όλα

Η μητέρα μου στην αιώρα
ατενίζει τη θάλασσα,
που κανονικά δεν υπάρχει έξω
από το σπίτι μας.

Πάει κι έρχεται μισοφέγγαρο,
εκκρεμές, κορίτσι ξεχασμένο
στο δρόμο, περασμένα μεσάνυχτα.
Όπως αιωρείται θυμίζει το χρόνο,
το χώμα και εγκαρσίως
τα νερά. Η ομιλία της
είναι απόηχος του προσώπου,
μια σκιά της ψυχής.

Περνάει (απότομα) νέα,
αγέρωχη, με μαύρα μαλλιά.
Με φωνάζει, με μαλώνει, να μη φεύγω μακριά της
και χαθώ στον κόσμο: ο χαμένος, ο απωλεσθείς,
ο άπελπις, ο ανέστιος.
(Ο αθλητής του τίποτα)




 Léon Joubert, τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα. Σημερινή τοποθεσία: στο τέλος της Λεωφόρου Καποδιστρίου, μεταξύ Καλογρέζας, Περισσού και Νέας Ιωνίας


ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ - ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ

στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.

Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.



Ο Μύλος στην Κάτω Ποταμιά Γρανίτσα Ευρυτανίας. Έργο του Λαϊκού ζωγράφου Χρηστου Καγκαρα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ -  Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό
που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.
Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό
πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.
Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.

Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει
περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.

Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.
Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.
Πιστεύει πως όπου να ’ναι θ’ αλλάξει η τύχη του.

Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν
πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του
κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο
εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.

Παρ’ όλα αυτά επιμένει.
Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.

Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει
πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.
Μα είναι αργά.

Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.
Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.




Αργυρός Ουμβέρτος-Χαϊδελβέργη

Χρίστος Λάσκαρης - Το Ποτάμι

Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει
το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό,
κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει
κρεμασμένος απ’ τον ουρανό.
Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει
από άξαφνο του ποταμού λυγμό,
χαμηλώνει το φεγγάρι και ρωτάει
τι έχει και στενάζει το νερό.
Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι,
στ’ ανοιχτού πελάγου το χαμό,
κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει,
για αγάπη και για χωρισμό.



Σπίτι δίπλα στο ποτάμι, Γκούσταφ Κλιμτ

Χρίστος Λάσκαρης - Φύρανε το ποτάμι

Φύρανε το ποτάμι
και οι ιτιές ξεράθηκαν
διώχνοντας όλα τα πουλιά.
Θυμάσαι το νερό γυναίκα;
Ήταν τα μάτια μας π’ αδειάσανε.
Τώρα,
μείναμε μόνο εγώ
και συ
και τούτο το πανί
που σε βοηθάει να ξεσκονίζεις.
Λοιπόν, ξεσκόνιζε.
Σε λίγο θα φανούν οι ξένοι.







Monet 1886 Tulip Field in Holland



Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης

Το τραγούδι μου είναι
ένα κούτσουρο χοντρό
Ένα κουρέλι μάλλινο

Τραγουδάω όπως
τραγουδάει το ποτάμι

Όπως γεννιέται κανείς
Όπως κρυώνει κανείς

Τραγουδάω
Τραγουδάω την ελπίδα
που δεν έχει χρώμα,
τραγουδάω εσάς.

τραγουδάω το αίμα
που παντού στη γη
είναι κόκκινο,
τραγουδάω εσάς




Pierre Auguste Renoir The Washer-Women 


Λόρκα - Mικρή μπαλάντα των τριών ποταμών

Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
ρέει ανάμεσα σε πορτοκαλιές κι ελαιόδεντρα.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
κατεβαίνουν από το χιόνι στο σιτάρι.*

Αχ ο έρωτας
που έφυγε και δεν ήρθε!

Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
έχει τα γένια κατακόκκινα.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
το ένα λυγμός και τ’ άλλο αίμα.

Αχ! ο έρωτας
που έφυγε με τον αέρα!

Για τα ιστιοφόρα
η Σεβίλη έχει ένα δρόμο.**
Στο νερό της Γρανάδας
λάμνουν μόνο οι αναστεναγμοί.

Αχ! ο έρωτας
που έφυγε και δεν ήρθε!

Γουαδαλκιβίρ, πύργος ψηλός
και άνεμος στους πορτοκαλεώνες.
Ο Nτάρρο και Χενίλ, πυργίσκοι
πεθαμένοι πάνω σε λιμνούλες.

Αχ! ο έρωτας
που έφυγε με τον αέρα!

Ποιός θα πει πως το νερό φέρνει
μια πυρκαγιά από κραυγές!

Αχ! ο έρωτας
που έφυγε και δεν γύρισε!

Φέρνει πορτοκαλανθούς, φέρνει ελιές
Ανδαλουσία! Στις θάλασσές σου.

Αχ! ο έρωτας
που έφυγε με τον αέρα!
 Μετ. Μαριάννα Τζανάκη



 William Blake Richmond: «Η κοιλάδα του Ευρώτα», 1883


Ioanna mips - Το ποτάμι


Είναι μέρες τώρα που αναρωτιέμαι τι είναι ο άνθρωπος….

Είναι ποτάμι ορμητικό που σε συνεπαίρνει με τη δίνη του. Σε ξαφνιάζει με τη δροσιά του. Σε παρασύρει και νιώθεις πρόσκαιρη ευτυχία. Και μετά ανακαλύπτεις ξαφνικά πως το ποτάμι είναι θολό. Σε ρουφάει, σε παρασύρει, σε καταπίνει και συ βουλιάζεις και χαίρεσαι. Δε θέλεις να σωθείς. Νιώθεις τις λάσπες του να κολλάνε επάνω στο κορμί σου και τις θεωρείς ιάματα. Βρωμίζεις και χαίρεσαι. Στον πάτο ξαπλώνεις και ηρεμείς. Τα πνευμόνια σου γεμίζουν θάνατο και χαίρεσαι. Λυτρώνεσαι από την απάθεια και κερδίζεις τη ζωή. Ελπίζεις να σωθείς. Ελπίζεις να χαθείς. Δεν ξέρεις τι ελπίζεις. Σε τι να ελπίζεις; Το ποτάμι είναι βρώμικο. Σε φτύνει. Σε ξερνάει. Δε μπορεί να ανεχτεί που το πλησίασες, που μπήκες μέσα του. Σε ρήμαξε και συ το νιώθεις σαν κομμάτι του εαυτού σου. Πως γίνεται; Εσύ ήσουν αέρινη. Δεν το ανεχόσουν το νερό. Καιρό στεκόσουν και κοίταζες τα ποτάμια να περνούν από δίπλα σου και δεν ήθελες ούτε το βλέμμα σου να σπαταλήσεις. Και τώρα; Γιατί να θέλεις να ξεδιψάσεις με απόνερα; Σκέψου… δεν είναι λογικό! Μα χωράει λογική, όταν σε άγγιξε η ψυχή του; Πενθείς… πενθείς και χάνεσαι για λίγα λασπωμένα απόνερα. Βουλιάζεις για μια ακόμα φορά και νιώθεις σταγόνα που σε ξέρασε το ορμητικό ποτάμι… και στάζεις… Στάζεις σταγόνες και συ…

Έτσι είναι ο άνθρωπος. Ποτάμι θολό και βρώμικο… Μη ψάχνεις άλλο μέσα του. Τίποτα δε θα βρεις. Απογοητεύσου ήρεμα πια…


Πίνακας - Ιωάννα Ξέρα



Horhe Luis Borges - Είναι τα ποτάμια



Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη

παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσταλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.»
Μετάφραση, Δημήτρης Καλοκύρης


Ιωάννα Ξέρα - Σπερχειός ποταμός 

Bertolt Brecht - ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΣΕ ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΙΑ
1
Το καλοκαίρι το χλωμό, όταν οι άνεμοι όλοι πάνω
απ’ τα φυλλώματα των πιο μεγάλων δέντρων τρέχουν,
στους ποταμούς και στις λιμνούλες πρέπει να τραβάμε,
εκεί που οι λούτσοι και τα φύκια τις μονιές τους έχουν.
Μες στο νερό αλαφραίνει το κορμί. Όποτε το μπράτσο
έξω άβαρο στον ουρανό θα πέσει απ’ το νεράκι,
θαν το ζυγίζει μες στη λήθη το αγεράκι όρθιο
μπερδεύοντάς το με κανένα καφεδί κλαδάκι.

2
Στον ουρανό τα μεσημέρια επικρατεί ησυχία.
Τα μάτια κλείνεις, όταν χελιδόνια ξεπετάνε.
Πατάς ζεστή την άμμο. Κι άμα νιώσεις κρύο ρεύμα,
θα ξέρεις ψάρια γύρω-γύρω σου πως κολυμπάνε.
Το σώμα, η ραχοκοκαλιά και το ήρεμό μου χέρι –
πόσο ήσυχα… τί τέλεια στο νερό είμαστ’ ενωμένοι!
Κι όταν ψυχρά ψαράκια ανάμεσά μας μπαινοβγαίνουν,
στεγνώνει ο ήλιος –νιώθουμε– τη σάρκα τη βρεγμένη.

3
Το βράδυ, με τα μέλη μουχλιασμένα απ’ τη μακριά μας
σιέστα, οπού θα νιώθουμε βαριοί, νωθροί σα βόδια,
χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε θα πρέπει πάντα
να ορμάμε στο νερό τσαλαβουτώντας χέρια-πόδια.
Το πιο καλό όμως είν’ να καρτεράμε νά ’ρθει βράδυ.
Τότε έρχεται στη γη ο ουρανός ωχρός σαν καρχαρίας,
κακός και πεινασμένος, στα ποτάμια και στα θάμνα,
και τους κυρίους κυνηγώντας φέρνει εις τας κυρίας!

4
Ανάσκελα θα πρέπει να ξαπλώνεσαι – υπτίως.
Ν’ αφήνεσαι να σε πηγαίνει όπου σε πάει το ρεύμα.
Δεν πρέπει καν να κολυμπάς, ειμή μονάχα και όταν
χαλικοβότσαλα απ’ τον βυθό σου κάνουν νεύμα.
Ψηλά, στα ουράνια πάντα τα έναστρα το μάτι νά ’χεις
γυναίκα λες και σε καλεί σ’ ερωτικά θολάμια.
Χωρίς πολλές κινήσεις λάμνε ωσάν τον Παντοδύναμο
που πέφτει για να δροσιστεί στων θόλων τα ποτάμια.
«Η Βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα» (μεταφρ.: Γιώργος Κεντρωτής), εκδ. Gutenberg, 2014


 Ιωάννα Ξέρα - Σπερχειός ποταμός 

Τόλης Νικηφόρου -  το ποτάμι

πορτοκαλιές όχθες
κιτρινισμένα φύλλα π’ αγγίζουν το νερό
αυτό το ποτάμι
που φιδοσέρνεται στον κάμπο
είναι η ζωή μου

ήρεμο κι αργό
ένα βουβό πάθος
πυρετός για τη θάλασσα
μια λαχτάρα για τα ψηλώματα που άφησε για πάντα
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)

Ιωάννα Ξέρα - Σπερχειός ποταμός 

Τόλης Νικηφόρου -  ένα ποτάμι στοιχειωμένο

ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου
από προγόνους και μνήμες σκοτεινές
λάμψεις της αστραπής που σχηματίζουν λέξεις
ταξίδια μυστικά σε χώρες που ποτέ δεν γνώρισα
ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου
μια μουσική
ένα μελλοντικό καράβι
πλησίστιο που περιπλανιέται
σε κατακόμβες φωτεινές του γαλαξία
 Από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό (1998)

Bierstadt Albert In the Mountains

Κωστής Παλαμάς - Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι

Τρέχ᾿ η ματιά μου ελεύθερη, χάνεται, σχίζει
κάτου τα κύματα τα σύννεφα ψηλά,
και πάει και σταματά εκεί που   γλυκογγίζει
και με τη θάλασσα ο ουρανός μιλά .
Κοιμάται τ᾿ ακρογιάλι, η αύρα πλέει δειλά,
ασπρίζει  εδώ πουλί κι εκεί ουρανός  μαυρίζει.
Η  νύχτα εχύθ᾿ η δύσις μοναχά ροδίζει,
η μέρα είναι νεκρός οπού χαμογελά.
Μα και της  δύσεως σε λίγο φεύγ᾿ η χάρη,
και  μέσ᾿ στη  λίμνη μας θα δούμε το φεγγάρι
ένα ποτάμι ολόχρυσο πλατύ να   κάμει.
Και τότε θα σου πω αγάπη  μου δροσάτη:
-Μέσ᾿ στην καρδιά μας, θάλασσα πάθη γεμάτη,
ο Έρως είν᾿ αυτό  τ᾿ ολόχρυσο ποτάμι.



Frederic Edwin Church The River of Light


Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Το Ποτάμι

Όλα ανεβοκατεβαίνουν,
όλα πάνε και γυρίζουν.
Ένα μόνο δε γυρίζει:
το ποτάμι, το ποτάμι.
Όλα χάνουν τη λαλιά τους,
όλα κάποτε σωπαίνουν.
Ένα μόνο δε σωπαίνει:
το ποτάμι, το ποτάμι.
Όλα πάνε και γυρίζουν,
όλα κάποτε σωπαίνουν.
Ένα μόνο δε γυρίζει,
ένα μόνο δε σωπαίνει:
Το ποτάμι το ποτάμι.



"Solitude" -- 1897 -- Thomas Moran


Γιάννης Παππάς - Τα μέσα μου ποτάμια

Μέσα μου κυλάνε δυο ποτάμια,
δυο φλέβες που χτυπάνε δυνατά.
Άραχθος και Λούρος έρχονται από ψηλά.
Ο ένας έρχεται από το Τόμαρο,
φίδι που γδέρνεται στ’ άγρια βουνά
μέχρι να βγει στο ξέφωτο.
Πλατάνια και ιτιές ,τριφύλλια ,καλαμπόκια,
και κάτω στο τελείωμα ελιές και εσπεριδοειδή,
πουρνάρια, δρυς, παλιά υδραγωγεία ,υδρόμυλοι,
νεροτριβές και χάνια.
Ο άλλος Άραχθος ορμητικός,
θεριεύει με τα δάκρυα των ανθρώπων
με τον καθημερινό τους μόχθο.
Πέτρα πάνω στην πέτρα• σε κάθε πέτρα κι ένας άγιος.
Πέτρινα γεφύρια, ξωκλήσια, εικονίσματα,
αλώνια, βρύσες, αναβαθμίδες της ξερολιθιάς.
Δρόμοι των νερών των ανθρώπων και των πολιτισμών.
Μέσα μου κυλάνε δυο ποτάμια,
δυο φλέβες που χτυπάνε δυνατά.



Rowing Boats on the Banks of the Oise - Vincent van Gogh
OKTAΒΙΟ ΠΑΣ - Αψίδες

«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;
Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι
Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος
,
τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,
Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα
Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,
γραμμή επάνω στο νερό!

Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες
αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,
Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο
φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ
Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι
ακολουθώ, το χαμηλό
ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από
Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.

Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,
Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει
Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,
Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,
Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.

μετφρ. Νεοκλής Κυριάκου


Claude  Monet - The Bridge At Argenteuil

Τίτος Πατρίκιος -  ’Ισως ένα ποτάμι

Μ’ άρπαξε από τ’ αμπέχωνο πάνω στα πυρωμένα βράχια.
«Τα ποτάμια στέρεψαν» μου φώναξε «στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ’ οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο».
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
«‘Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι».
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελλαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. ‘Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: «Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν’ αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών».
‘Επειτα ήραν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.
(από τη συλλογή «Μαθητεία 1952-1962», Πρίσμα, 1978)




 Park by the river   by Leonid Afremov 

F. Pessoa  - Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό

Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό
Δεν είναι αρκετό να ανοίξεις το παράθυρο.
Για να δεις τα δέντρα και τα λουλούδια
Δεν είναι αρκετό να μην είσαι τυφλός.

Είναι επίσης απαραίτητο να μην έχεις φιλοσοφία.
Με την φιλοσοφία δεν υπάρχουν λουλούδια, μόνο ιδέες.
Υπάρχει μόνο ο κάθε ένας από εμάς, σαν μια σπηλιά.

Υπάρχει μόνο ένα κλειστό παράθυρο, και ένας ολόκληρος κόσμος έξω,
Και ένα όνειρο για το τι θα μπορούσαμε να δούμε αν το παράθυρο ήταν ανοιχτό,
Το οποίο δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε όταν το παράθυρο είναι ανοιχτό



Claude Monet The Studio Boat

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ - Ποτάμι

Είναι ένα ποτάμι γεμάτο κοριτσίστικα γέλια. Ψίθυροι
Ανοίγουν τα φτερά τους. Στεναγμοί παιδιών που κάποτε
δεν στρέψαμε για να τα δούμε.
Είναι ένα ζώο μαγνητικό και λείο που ψάχνει ακούραστο
το πέλαγος. Ένα κονσέρτο κρουστών. Ένα Αdante για
φλάουτο και τσέλο. Η λεύκα: η άρπα. Η φλαμουριά: η βιόλα
στο κόκκινο πλευρό μου. Χίλιες μικρές ρίζες, ένα Silencio
λυπημένων εγχόρδων, που βαθιά μέσα μου σφαδάζουν και
διψούν να πλεχτούν με ό, τι δικό μου.
Είναι η ασίγαστη φωνή της γης.
Είναι μια γλώσσα για τα γλυπτά της πέτρας.
Μια λίμα που λιμάρει μέταλλα και ξύλα.
Μια μηχανή που σκάβει.

Είναι μια γέννα. Μια μυστική αναγγελία.
Με το εύφωνο σώμα που ψιθυρίζει
το τραγούδι μας.

Γονατίζει. Προσεύχεται στο φλεγόμενό του άστρο.
Αγαθό. Ακαταμάχητο. Κάθε κυματισμός του
είναι ένας πρόλογος για βλάστηση.
Μια αργόσυρτη προσευχή στην αιώνια πορεία
Μέσα κι έξω. Μ΄ αστραπές στο φεγγίτη.



 Evening Chime, Isaac Ilyich Levitan (1892)


Γιάννης Ρίτσος 

*Ένα κόκκινο ποτάμι κυκλόφερνε το σπίτι μας·
ξεκόψαμε απ’ τον έξω κόσμο·

αργότερα μας ξέχασε κι ο κόσμος·
δε μας φοβόνταν πια· δε φοβόμαστε.
Περνούσαν, βέβαια, κάπως μακριά μας ακόμα οι διαβάτες,
όμως δεν κάναν πια το σταυρό τους
μήτε πια φτύναν μες στον κόρφο τους για να ξορκίσουν τα φαντάσματα.
Ο πιο κοντινός στο σπίτι μας δρόμος
γέμισε αγριόχορτα, τσουκνίδες, αγκάθια
και μάλιστα με κάτι γαλάζια αγριολούλουδα — δεν έμοιαζε πια δρόμος.
Το νεκρό σπίτι

*Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέ-
στη του ήλιου.

*ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ

Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
http://www.iefimerida.gr/

*Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια. Εδώ δεν είναι να “μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα. Εδώ είναι να “ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του. Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο. Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας. Κι όταν κοιμόμαστε, το “να μας χέρι κρεμασμένο απ” όξω απ” την κουβέρτα, βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.
Το καπνισμένο Τσουκάλι

*ΥΠΟΘΗΚΗ
Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

*Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

Van Gogh -Bridges across the Seine at Asnieres

Μίλτος Σαχτούρης - ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Δυστυχισμένα όνειρα
τα χρόνια μας περνούν μέσα στην αγωνία
οι εφημερίδες λησμονούν
όμως μες στην καρδιά μας
καίει μια κατακόκκινη πληγή
απ’ το παλιό χρυσάφι

Όλο μαζεύουμε τα πράγματά μας
τα κρύβουμε σε βαθιά υπόγεια
λύνουμε τις ντουλάπες μας
στήνουμε ανάποδα τις καρέκλες μας
κι ο απελπισμένος ήλιος μπαίνει
από μια χαραματιά και τις φωτίζει

Πρέπει να βγούμε στα ποτάμια
ακόμα λίγο και θα σπάσει το πουλί
μες στο κεφάλι μας
ακόμα λίγο και θα πήξει
το αίμα μέσα στην καρδιά μας
πρέπει να βγούμε σύρριζα
πρέπει να βγούμε μέσα απ’ τα ποτάμια»






 Isaac Levitan. The Istra River


Γιώργος Σεφέρης - Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό.
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε
το μεσημέρι.
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω
καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει
από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής
και δέλτα.
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα,
και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά, βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός νά πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα.
όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε
ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα,
να μεγαλώνει και να μικραίνει.
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.



 Village on the Bank of a River - Isaak Levitan

Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα
.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.»




 Paul Cézanne 1904-05 River Banks

Αντώνης Φωστιέρης - Ποτάμι


Έπεσα σε λάκκο με άσπρο και κάηκα.
Όμως το ποίημα είναι ποτάμι
Και μια υγρασία θαυμαστική
Θαρρώ γλυκαίνει τη σιωπή απ’ την οργή της
Αν την πρόδωσα. Δεν φταίω, τ’ ορκίζομαι.
Κάποιοι ξεχάσαν ένα βάζο με φωνήεντα στο ράφι
Που θα το ‘φτανα. Ύστερα έμαθα με φλούδες συλλαβών
Να φτιάνω πλοία. Μικρά, όσο το δάχτυλο παιδιού
Και τα ‘ριχνα μες στο νεράκι που έφευγε —
Τότε κατάλαβα : Μονάχα ο χωρισμός
ενώνει τους ανθρώπους. Τα υπόλοιπα
Τα ξέρετε από άλλες διηγήσεις. Πως «πίσω δεν γυρνάει»
Πως «δις εμβήναι τω αυτώ ουκ έστιν» και τα όμοια.
Μας τα ‘παν, τα ξανάπαν, σαν το αυτονόητο
Να είχε χρείαν ερμηνείας. Αλλά το ποίημα
Είναι ποτάμι από δάκρυα ξένα. Παιδί που αντρώθηκε
Συχνά το βλέπω να γυρνάει προς την πηγούλα του.
Κι όταν φουσκώνει
Απ’ την πολλήν αγάπη
Πνίγει.
(Από τη συλλογή Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Καστανιώτης)



The Siene At La Grande Jatte Spring 1888 | Georges Seurat 

Μάνος Χατζιδάκις - Το ποτάμι

Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούσ’ ο κύριος Δικαστής
Κυνηγούσε τα θηρία
Κι αγαπούσε μια Κυρία
Ώς την ώρα που η τρελή
Πνίγει την μικρή Κυρία
Που τη νόμισε παιδί
Κ’ έτσι ο Δικαστής μονάχος
Προτιμά να σκοτωθεί
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Θάψανε το Δικαστή
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και την πίκρα μου ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια νύφη ερημική
Που σαν τέλειωσεν ο γάμος
Έφυγε ο γαμπρός το βράδυ
Και δεν ήρθε την αυγή
Έτσι η νύφη στολισμένη
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Έγινε κι αυτή κραυγή





 Barges on the Seine Pierre-Auguste Renoir, 1869


Αργύρης Χιόνης - Ακίνητος στου ποταμού την κοίτη


«ΑΦΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ κι ούτε θα υπάρξει ποίημα
ωραίο ως δέντρο, γιατί, αιώνες τώρα, γράφουμε
ποιήματα, κήπους φανταστικούς δημιουργούμε,
δίχως καρπούς και δίχως κελαηδίσματα, και δε
φυτεύουμε ένα δέντρο ο καθένας, να μεγαλώσει,
να φουντώσει, να καθόμαστε τα καλοκαίρια
κάτω από τον ίσκιο του, γλυκό κρασί να πίνουμε
με φίλους και γειτόνους;»
Σκέψεις που κάνει ενώ εκπονεί το τελευταίο ποίημά του,
ποίημα τόσο αδύναμο κι αναιμικό που δεν μπορεί ούτ’ ένα
σπίνο να σηκώσει στα κλαδιά του, ούτε ένα μυρμηγκάκι
να φιλοξενήσει στη σκιά του.
 Ο ακίνητος δρομέας, 1996



The Siene At La Grande Jatte Spring 1888 | Georges Seurat 


 Andre Ughetto - [Το Πρόσωπο Ποταμού]
στη Marie
 
Φρέσκο πρόσωπο τόσο
Που θα ‘θελε να το γευτεί κανείς
Μάγουλα λεία φρουτώδη
Μάτια μπλε ελεκτρίκ
Λαμπερά και ξαφνικά
Συννεφιασμένα
όπως και το δικό μας είναι το πρόσωπο του ποταμού:
χαρωπό θλίβεται, καταπραΰνεται και ταράζεται,
αναρριγεί στο αστείο, με γέλιο σκαμμένο
απ’ τα κεντρίσματα βροχής, φτιάχνει μία ρίμα
για τις ουράνιες τροπές, παίζει στον καθρέφτη
καθώς ο καθένας αντανακλά
στην ατμόσφαιρα ενός βλέμματος που τον καρφώνει.
Οι μεγάλοι ποταμοί είναι προσωπικότητες:
Ο Ροδανός μυστικός 
γονατιστός
στο δέλτα του∙
Ο Ρήνος μουσικός 
καθοδηγούμενος
απ’ τ’ άστρο του Βορρά∙
Ο Σηκουάνας με τις όχθες του
χρυσοχόος
των Παρισίων∙
Ο Τάμεσης με την καρδιά του
να χτυπά μ’ έναν ρυθμό
της θάλασσας∙
Ο Τίβερης εξαίσια
εγκωμιασμένος
απ’ τους ποιητές∙
Ο Δούναβης βαβαρικός – αυστριακός – λίγο σλοβακικός
ουγγρικός με μεγαλοπρέπεια – μία όχθη κροατική –
από τις Σιδηρές Πύλες δραπετεύει στη Σερβία
και τελειώνει ρουμάνικος δίπλα στη Βουλγαρία∙
Ο Βόλγας «Μητέρα της Ρωσίας»
νεύει στους καπετάνιους των πλοίων του,
στον μακρύ του δρόμο που τον φλερτάρουν πέντε θάλασσες∙
Ο Γάγγης ιερουργός
φορτωμένος με μιάσματα
και καθαρτήριος∙
Ο Χουάνγκ Χε παραληρεί, ο υπέροχος Γιάνγκ Τσε
Ο ένας είναι Κίτρινος συχνά, ο άλλος όχι και τόσο Γαλάζιος,
– οι Κινέζοι φτιάχνουν φράγματα στις διαθέσεις τους
των «αγαθών γιγάντων», άλλοτε των απαίσιων δράκων∙
Μεγάλο ποτάμι ιροκέζικο που εφηύρε ο Cartier
όμορφο γέννημα των Μεγάλων Λιμνών, ο Άγιος Λαυρέντιος που αναπνέει
στη σκιά των μικρών οχυρών που θα γίνουν πολιτείες,
στην κρύα συντροφιά του ατλαντικού βασιλείου∙
Ο Μισσισσιπής με τους πλατείς ώμους,
που έχει σαν υπηρέτες τον Οχάιο και τον Μιζόυρι
παίρνει τη μυρωδιά από τους βάλτους της Λουιζιάνα
υποχθόνιες ραδιουργίες ακόλαστων βαθών…
 
 Και τι να πει κανείς και για τον Αμαζόνιο
με τα πολλά αχανή του στάδια νωχέλειας,
για τον εξημερωμένο Νείλο, τον Μεγάλο Κηπουρό της χώρας του,
για τον Τίγρη και τον Ευφράτη, που ανάμεσά τους σωριάζονται
οι πύργοι του λόγου συνθλίβοντας τον πρίγκιπα και τον αρχιτέκτονα;
Αποφασιστικό παιδί
Αρνείσαι μ’ ένταση
Το μέλλον των ρυτίδων
Και των σημαδιών του χρόνου
Αν μεγαλώσεις θα ήθελες
Να έμενες κοριτσάκι
σαν
που περπατά σε αδρανή πλαγιά
με βούληση λυγισμένη στους μεάνδρους του
περήφανη γεμάτη αγάπη για τον μυχό της.
Άλλοτε το χρώμα, η μυρωδιά, η γεύση και η βία
στο νερό της οικουμένης διέκριναν τις κοίτες
των «πατέρων ιδρυτών» τοπίων
και χωρών
– ευχάριστα άτακτοι στη ζωηρή τους νεότητα,
ακροβάτες ξεφτισμένοι από το κατόρθωμα,
γεννούν τις πόλεις σε χοντρά στομάχια αστικά –
και αν μας αρέσουν οι γιορτινές τους όχθες
ξέρουμε ότι δεν καταλαγιάζουν όλοι,
σε κατάσταση μανίας (εξαιρετικής ή ενδημικής)
προσποιούμενοι, προς στιγμήν, ότι θα τα παρασύρουν όλα
στον βούρκο με τα πτώματα και τα ερείπια
με τρόπο που αρμόζει στους κατακτητές, ακόμη κι αν είναι τόσο άκακοι!
Ό,τι καιρό κι αν έχει, προς τις εκβολές,
με το χρώμα τους θολωμένο,
με επιβραδυμένο βήμα 
θα φτάσουν στην ακτή,
θα καταθέσουν τα κέρδη τους,
τη λεηλασία της πλαγιάς.
Και μνήμες της πηγής
πλημμυρισμένες από αλάτι,
η εκβολή θα είναι
της μάχης ο επίλογος.
Παιδί που αναρριγείς
Το αίνιγμα του χρόνου
Αποτυπωμένο στο πρόσωπό σου
Στην Ιστορία της οποίας 
Οι πανίσχυροι ποταμοί
Δεν είναι παρά μία εικόνα.
[Μετάφραση: Χαράλαμπος Μαγουλάς]

Banks of the Seine, Vétheuil, 1880 Claude Monet 
 
Αντώνης Σαμαράκης - Το ποτάμι

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.

Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…
– Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει…
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.,


(από τη συλλογή Ζητείται ελπίς)






 Antonietta Brandeis Ponte Vecchio, Florenz



ΜΟΥΣΙΚΗ 


Παραδοσιακό και θλιβερό ρώσικο τραγούδι.
Για την ακρίβεια οι “βαρκάρηδες” ήταν μουζίκοι, Ρώσοι χωρικοί, που σέρνανε δεμένοι με λουριά τις βάρκες στον ποταμό Βόλγα.
Tο τραγούδι θεωρείται αντιπροσωπευτικό της δυστυχίας των απλών χωρικών στην τσαρική Ρωσία, αγαπήθηκε πολύ σε όλο τον κόσμο και τραγουδήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες.


Barge Haulers on the Volga, Ilya-Repin




Wassily Kandinsky - "Volga Song", 1906 






 Ισαάκ Λεβιτάν, Στο Βόλγα, 1888





 Río de amapolas. M. Gornay Martine Gornay


Στίχοι - Μουσική: Γιάννης Αγγελάκας

Δεν ξέρω οι θεοί ακόμα τι μου οφείλουν
Όσο κοιμάμαι αυτοί μοιράζουν τα χαρτιά
Έξω απ' την πόρτα σου να λιώνω θα με στείλουν
Ή στο κρεβάτι σου να κλαίω από χαρά

Τα δάκρυά μου είναι ένα διάφανο ποτάμι
Ορμάει μέσα σου γκρεμίζει ό,τι βρει
Και μεθυσμένο σού φωνάζει
έλα να φύγουμε μαζί

Ή μοναξιά σου είναι ένα βρώμικο λιμάνι
Κανείς δεν θέλει στα νερά του να σταθεί
Μην την ακούς όταν μιλάει
κάψε ό,τι πρέπει να καεί

Σου λέω μην βιάζεσαι δεν ξέρεις πού έχεις φτάσει
Ξυπνάς μια μέρα μ' ένα υπέροχο φιλί
Και όσα για πάντα είχες χάσει
Για πάντα έχουν σωθεί

Μην στέκεις μόνη εκεί κάτω στο πηγάδι
Ή αγάπη μου ήδη σου έχει ρίξει το σκοινί
Και μεθυσμένη σού φωνάζει
έλα να φύγουμε μαζί

Ή μοναξιά σου είναι ένα ψεύτικο σημάδι
Μέσ στην καρδιά σου ζωγραφίζει μια πληγή
Μην την ακούς όταν μιλάει
κάψε ό,τι πρέπει να καεί

Σου λέω μην βιάζεσαι δεν ξέρεις πού έχεις φτάσει
Ξυπνάς μια μέρα μ' ένα υπέροχο φιλί
Και όσα για πάντα είχες χάσει
Για πάντα έχουν σωθεί

Μην στέκεις μόνη εκεί κάτω στο πηγάδι
Ή αγάπη μου ήδη σου έχει ρίξει το σκοινί
Και μεθυσμένη σού φωνάζει
έλα να φύγουμε μαζί

Σου λέω μην βιάζεσαι δεν ξέρεις πού έχεις φτάσει
Ξυπνάς μια μέρα μ' ένα υπέροχο φιλί
Και όσα για πάντα είχες χάσει
Για πάντα έχουν σωθεί


Η Ελευθερία Αρβανιτάκη και ο Δώρος Δημοσθένους, τραγουδούν το τραγούδι για το Ραδιομαραθώνιο 2015, "Eπτά Ποτάμια", σε μουσική και στίχους του Γιώργου Χατζηπιερή, που κυκλοφορεί από τον Τεμπέλη Δράκο.
Ραδιομαραθώνιος 2015. Διοργανώτες: Συνεργατισμός, Super FM

Στίχοι: Γιώργος Χατζηπιερής
Μουσική: Γιώργος Χατζηπιερής

Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη - Δώρος Δημοσθένους feat. Χορωδία 1ου Δημοτικού Σχολείου Αμαρουσίου υπό τη διεύθυνση του Θωμά Κοντογιώργη.
Ενορχήστρωση: Μάριος Τακούσιης
Παραγωγή: Ο Τεμπέλης Δράκος

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Καλοπαίδης
Video Animation by: Zedem Media 
(www.zedemanimations.com)

Στίχοι
Κύλησε το ποταμάκι το πορτοκαλί
Είναι που οι πεταλούδες πάνε σε γιορτή

Μέσα απ’ τη σπηλιά αναβλύζει πράσινη πηγή
Απ’ τα λέπια κάποιου δράκου πούχει χτενιστεί

Χίλιες κόκκινες καρδούλες μπήκαν στην σειρά
Κι ένα κόκκινο ποτάμι πήρε να κυλά

Καθε που θα πλημμυρίσει γίνεται γιορτή
Και γεμίζει με αγάπη κάθε τι στη γη

Στέλνει ο ήλιος δυο ακτίνες για να τεντωθεί
Και ‘να κίτρινο ποτάμι απλώνεται στη γη

Τό σκασαν απ’ τις σελίδες λέξεις κι αριθμοί
Για να φτιάξουν το ρυάκι το μενεξεδί

Τα όνειρα μας τα γαλάζια φύγαν ξαφνικά
Και γλυστρήσαν σαν ποτάμι μες στην ξεγνοιασιά

Και στο τέλος τ’ αστεράκια μπήκαν στην σειρά
Και το μπλε το ποταμάκι φτειάξαν στα ψηλά

Τρέχουνε τα ποταμάκια τα χρωματιστά
Μέσα σ’ ανθισμένους κάμπους, πόλεις και χωριά

Χέρι χέρι μες στη λίμνη πάνε να λουστούν
Με ένα παραμύθι να ξελογιαστούν

Τότε ο ουρανός πετάει μία πετονιά
Και τραβάει από τη λίμνη όλα τα νερά

Και προβάλλει ένα τόξο τόσο φωτεινό
Μια κορδέλλα που ενώνει γή και ουρανό

Λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα λα
.. 


Στίχοι: Κώστας Φασουλάς
Μουσική: ΔημήτρηςΠαπαδημητρίου

Βαθύ ποτάμι ο έρωτας
βαθύ κι αγριεμένο
που μέσα του αγκαλιάζονται
καρδιά, ψυχή και σώμα.
Μα είναι φορές που γίνεται καμίνι πυρωμένο ....

Βαθύ ποτάμι ο έρωτας
βαθύ κι αγριεμένο
που μέσα του αγκαλιάζονται
καρδιά, ψυχή και σώμα.

Μα είναι φορές που γίνεται καμίνι πυρωμένο
και παίζει με τη δίψα μου
και το στεγνό μου στόμα.

Να'ταν το ανέλπιστο φιλί
που με κερνάς απόψε.
Να ρίζωνε και να άνθιζε βαθιά μες στην καρδιά μου.

Παιχνίδι σου η κάθε σου κορφή
θα φάνταζε μπροστά μου
κι εσύ δε θα 'σουν μια φωτιά
που καίει τα σωθικά μου.

Βαθύ ποτάμι ο έρωτας
βαθύ κι αγριεμένο
που μέσα του ναυάγησα
χωρίς να λογαριάσω
το πως θα λύσω τη θηλιά
που με κρατά δεμένο
και που θα βρω την αντοχή
αντίκρυ να περάσω.



Στίχοι: Γιώργος Μιχαηλίδης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο,
η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.

Κοιλάδα της Φουέντε Οβεχούνα,
το χέρι που σ’ έσπερνε,
τον κεραυνό τώρα κρατάει,
ποιος το σταματάει, ποιος το σταματάει,
ποιος, ποιος το σταματάει.

Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.

Αιώνες γονατισμένη από την πίκρα,
η ψυχή του λαού,
φτερούγες τώρα βγάζει κι ανεβαίνει,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.

Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο,
η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια,
ποιος τη σταματάει, ποιος τη σταματάει,
ποιος, ποιος τη σταματάει.




Camille Pissarro |Woman Washing Her Feet in a Brook







Rainbow1883 · Georges Seurat 


In the middle of the night
I go walking in my sleep
From the mountains of faith
To a river so deep
I must be looking for something
Something sacred I lost
But the river is wide
And it's too hard to cross

And even though I know the river is wide
I walk down every evening and I stand on the shore
And try to cross to the opposite side
So I can finally find out what I've been looking for





By the rivers of Babylon by Boney M

By the rivers of Babylon, there we sat down 
Ye-eah we wept, when we remembered Zion. 

By the rivers of Babylon, there we sat down 
Ye-eah we wept, when we remembered Zion.

When the wicked 
Carried us away in captivity 
Required from us a song 
Now how shall we sing the lord's song in a strange land 

When the wicked 
Carried us away in captivity 
Requiering of us a song 
Now how shall we sing the lord's song in a strange land 

Let the words of our mouth and the meditations of our heart 
Be acceptable in thy sight here tonight 

Let the words of our mouth and the meditation of our hearts 
Be acceptable in thy sight here tonight 

By the rivers of Babylon, there we sat down 
Ye-eah we wept, when we remembered Zion. 

By the rivers of Babylon, there we sat down 
Ye-eah we wept, when we remembered Zion. 

By the rivers of Babylon (dark tears of Babylon) 
There we sat down (You got to sing a song) 
Ye-eah we wept, (Sing a song of love) 
When we remember Zion. (Yeah yeah yeah yeah yeah) 

By the rivers of Babylon (Rough bits of Babylon) 
There we sat down (You hear the people cry) 
Ye-eah we wept, (They need that ???) 
When we remember Zion. (Ooh, have the power)


Solong boys you can take my place got my papers 
I got my pay So pack my bags 
and I'll be on my way to yellow river
Put my guns down the war is won
Put my bags as the time has come
I'm going back to the place that I love yellow river
Yellow river yellow river is in my mind and in my eyes
Yellow river yellow river is in my blood it's the place I love
Get no time for explanation got no time to loose
Tomorrow night should find me

Sleeping underneath the moon at yellow river
Cannon fire triggers in my mind I'm so glad I'm still alive
And I've been gone for such a long time to yellow river
I remember the nights were cool I can still see the waterpool
And I remember the girl that I knew from yellow river




I don't know why I love her like I do
All the changes you put me through
Take my money, my cigarettes
I haven't seen the worst of it yet
I want to know that you'll tell me
I love to stay
Take me to the river, drop me in the water
Take me to the river, dip me in the water
Washing me down, washing me down

I don't know why you treat me so bad
Think of all the things we could have had
Love is an ocean that I can't forget
My sweet sixteen I would never regret

I want to know that you'll tell me
I love to stay
Take me to the river, drop me in the water
Push me in the river, dip me in the water
Washing me down, washing me

Hug me, squeeze me, love me, tease me
Till I can't, till I can't, till I can't take no more of it
Take me to the water, drop me in the river
Push me in the water, drop me in the river
Washing me down, washing me down

I don't know why I love you like I do
All the troubles you put me through
Sixteen candles there on my wall
And here am I the biggest fool of them all

I want to know that you'll tell me
I love to stay
Take me to the river and drop me in the water
Dip me in the river, drop me in the water
Washing me down, washing me down.

Written by Al Green, Mabon Lewis Hodges •



https://itzikas.wordpress.com/
https://n-tomaras.blogspot.gr/
http://ideoforein.blogspot.gr/
http://www.bookbook.gr/
http://nikiforosvrettakos.gr/
http://img.pathfinder.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
http://blogs.sch.gr/
http://poetry-in-greece.blogspot.gr/
https://antonispetrides.wordpress.com/
http://www.poiein.gr/
http://tetradioexodou.blogspot.gr/
http://www.nikiforou-poems.gr/
http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
http://aretimaurogianni9.blogspot.gr/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/
http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/
https://www.translatum.gr/
http://windmills-ofyourmind.blogspot.gr/
http://eclass.sch.gr
http://monopoihmata.blogspot.gr/

http://www.bibliotheque.gr/
http://www.athensmagazine.gr/
https://play.google.com/ http://www.metrolyrics.com/
http://www.palmografos.com/
http://blogs.sch.gr




1 σχόλιο: