Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

ΒΑΣΩ ΚΟΣΜΙΔΟΥ - ΙΟΡΔΑΝΟΥ "Η σκιά του δέντρου"

Art: Βίνσεντ Βαν Γκογκ: Μεσημεριανή ξεκούραση

Ιούλιος και πάλι, η κυρά Ασημένια, κάτω απ' το αγαπημένο της δέντρο καταμεσής στα χωράφια. Κρατούσε στην αγκαλιά της το τρίτο βλαστάρι της και το θήλαζε. Τα άλλα δύο παιδιά της, η μεγάλη η Χαρούλα 7 χρονών και ο Κωνσταντής 4, έπαιζαν με τα χρυσαφιά στάχυα. Κρυβόντουσαν στους σωρούς, που είχαν κάνει ο πατέρας τους, ο κυρ Δήμος, η μητέρα τους και οι δυο εργάτες.
Κάθε καλοκαίρι από τα μέσα Ιούνη μέχρι τα μέσα Ιούλη, το σπιτικό τους από την αυγή μέχρι την δύση, ήταν στα χωράφια με τα χρυσά στάχυα!
Κι αυτό το δέντρο το τεράστιο με δυο μικρότερα, έστεκαν στη μέση των χωραφιών σαν όαση στο θερμό θέρος. Το μεγάλο ήταν εκεί πάνω από 200 χρόνια, ήταν μια ελιά τεράστια, με δυο μικρότερες.
Και χρόνια τώρα όταν ερχόταν η εποχή για αλώνισμα, έδεναν δυο λινά λευκά σεντόνια από κλαδιά της, σαν τέντες για να κρατούν ίσκιο στην οικογένεια και στους εργάτες, όταν ξεκουράζονταν ή έτρωγαν και να κοιμήσουν τα μικρά παιδιά.
Για την κυρά Ασημένια, αυτό το δέντρο έλεγε πολλά! Αναμνήσεις...
Εκεί, στον ίσκιο του, γνώρισε τον άντρα της.
Οι γονείς του κυρ Δήμου, βοηθούσαν την οικογένεια της Ασημένιας, στο αλώνισμα. Ο πατέρας του είχε ένα άλογο με κάρο και την βοηθούσε να μεταφέρουν τα δεμάτια που έφτιαχναν από τους σωρούς στάχεων, στο αλώνι.
Αυτή τότε μικρούλα, θα ήταν στην ηλικία της κόρης της. Και ο κυρ Δήμος, ήταν τότε 11 χρονών. Μια μέρα του καυτού Ιούλη, αναζήτησαν την σκιά αυτού του δέντρου, εξαντλημένοι από το τρέξιμο και το παιγνίδι.
Ο μικρός Δήμος, της πέταξε μια ανθοδέσμη από χρυσά στάχυα και αγριολούλουδα στα μαλλιά και της φώναξε: "Ασημένια, εσένα, θα παντρευτώ, όταν μεγαλώσω"
Η μικρή τίναξε εκνευρισμένη τα μαλλιά της και με πείσμα του απάντησε: " Εγώ θα παντρευτώ τον Πετρή"
Πέρασαν πολλά καλοκαίρια και Αλωνάριδες μήνες.
Οι γονείς του Δήμου, είχαν μετακομίσει, σε άλλο πιο μακρινό χωριό.
Όμως, εκείνο το καλοκαίρι, μετά από 9 χρόνια πέρασαν από τα χωράφια των γονιών της Ασημένιας. Ο Δήμος, ολόκληρο παλληκάρι. Το βλέμμα του έψαξε να την βρει, θα ήταν τώρα δεσποινίδα. Την εντόπισε κάτω από τον ίσκιο εκείνου του δέντρου, που σήμερα θήλαζε το τρίτο τους παιδί...
Την πλησίασε. Ναι ήταν δεσποινίς ετών 16 πια και όμορφη.
- Γεια Ασημένια, ο Δήμος είμαι.
Σήμερα, οι γονείς μου και εγώ, ήρθαμε στο χωριό σας για μια επίσκεψη και είπαμε να περάσουμε να σας δούμε.
Εκείνη άφησε τη φέτα από το καρπούζι που έτρωγε σε ένα δεμάτι από στάχυα που χρησιμοποιούσε σαν τραπέζι και κάθισμα μαζί.
- Ο Δήμος, ψιθύρισε, ο Δήμος! Μεγάλωσες...
- Ε, ναι, μα κι εσύ...
Του χαμογέλασε και πήγε να του προσφέρει, καρπούζι...
"Δήμο, Ασημένια, ελάτε, σε λίγο φεύγουμε. Να σε δούμε και εσένα λίγο κορίτσι μου"
Ακούστηκε η μητέρα του Δήμου.
Ο οποίος, τελείως αυθόρμητα, έσκυψε και έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο της Ασημένιας.
- Θυμάσαι τι σου είχα πει, πριν 9 χρόνια;
Εκείνη τον κοίταζε μόνο...
- Μη το ξεχάσεις σε παρακαλώ, θα έρθω πάλι σύντομα!

Γύρισαν μαζί στο σπίτι. Οι γονείς του Δήμου ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Το Καινούργιο κάρο τους, είχε τώρα δύο πανέμορφα άλογα, να το οδηγούν...

Έφυγαν.

Πέρασαν δύο χρόνια. Η Ασημένια, περίμενε με αγωνία την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης και η καρδιά της χόρευε σε ρυθμούς στάχεων, που τα παρασύρει ο καυτός αέρας του Ιούλη.
Ιούλης, ήταν και όλα ήταν έτοιμα να αρχίσει η μεγάλη γιορτή για το αλώνισμα.
Όταν ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων και ρόδες κάρου...
Ναι αυτός ήταν με τους γονείς του. Ο Δήμος της, που της είχε γίνει της 18χρονης πια κόρης, μεγάλη έγνοια στις σκέψεις της.
Θερμές σκέψεις, σε ένα θερμό Αλωνάρη και το κορμί της το έλουζε, ένας παράξενος ιδρώτας. Ποταμάκια που το διέσχιζαν σαν χάδια ακροδαχτύλων και ριγούσε...
Έρωτας, που θέριζε πόθους, στα αλώνια της ψυχής ήταν;...

Ήρθε...

Ναι ήρθε, για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του και τη θέληση της καρδιάς του!
Ήρθε με τους γονείς του επίσημα να την ζητήσει σε γάμο!
Και σε έξι μήνες, είχαν γάμο!

Και τώρα μετά από 8 χρόνια έγγαμου βίου, είχαν 3 παιδιά. Την Χαρούλα επτά χρονών, τον Κωνσταντή τεσσάρων και τον μικρότερο που θήλαζε.

Περνούσαν τα χρόνια και είχε χαρές και πίκρες η έγγαμη ζωή της Ασημένιας και του Δήμου.
Ο Δήμος μοναχογιός ήταν. Οι γονείς του φρόντισαν να πάρουν και κάποια διπλανά χωράφια, που συνόρευαν με αυτά που είχε πάρει προίκα η Ασημένια. Δούλευαν τη γη τους με κέφι και εκείνη τους το ανταπέδιδε καλά!
Πήραν ένα τρακτέρ να οργώνουν. Τα άλογα μεγάλωσαν και κουράστηκαν.
Με ότι έβγαζε η σπορά τους μεγάλωναν τα παιδιά τους.
Η Ασημένια, κοιτούσε την κόρη της την Χαρούλα, να μεγαλώνει και να γίνεται μια πανέξυπνη και άριστη μαθήτρια. Τέλειωσε το Δημοτικό, και ο δάσκαλος της καμάρωνε που πέρασε πρώτη στο Γυμνάσιο!
Εν αντιθέσει με τον Κωνσταντή, που δεν ήθελε να διαβάζει και με το ζόρι περνούσε τις τάξεις.
"Εγώ θα γίνω δάσκαλος, έλεγε, δεν χρειάζεται και πολύ διάβασμα"
Η κυρά Ασημένια, από την μια γελούσε κρυφά και από την άλλη ανησυχούσε.
Ο κυρ Δήμος, φαινόταν να απέχει από όλα αυτά. Τα είχε αναλάβει η γυναίκα του. Μόνο όταν χρειαζόταν να κατεβαίνει στο γυμνάσιο, για του βαθμούς προόδου του τριμήνου ή αν καλούσαν τους γονείς για θέματα σχολικά.

Έφτασε πια η Χαρούλα Ε' Γυμνασίου και ο Κωνσταντής, με τα χίλια ζόρια πέρασε στο Γυμνάσιο. Ο μικρότερος γιός πήγαινε Γ' Δημοτικού.
Και στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές, είχαν να λένε για την Χαρούλα. Μεταξύ των άριστων μαθητριών πάντα και χωρίς φροντιστήρια. Τη στιγμή που οι περισσότερες μαθήτριες, πήγαιναν φροντιστήρια για τις εισαγωγικές στα Πανεπιστήμια. Ο Γυμνασιάρχης, κάλεσε μια μέρα τον κυρ Δήμο.
- Όπως καταλαβαίνετε, για την κόρη σας, σας καλέσαμε. Είναι μια από τις άριστες μαθήτριες. Τι σκοπεύετε να κάνετε;
Μην της στερήσετε το μέλλον της.
- Το μόνο που θέλαμε ήταν να τελειώσει το Γυμνάσιο. Δυστυχώς δεν υπάρχουν τα μέσα για πιο πέρα, πανεπιστήμια και τέτοια.
Άλλωστε τα περισσότερα παιδιά πηγαίνουν φροντιστήρια, εμείς ούτε αυτό δεν μπορούμε να της προσφέρουμε.
- Θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε εμείς οι καθηγητές της, αν και δεν χρειάζεται είναι τόσο έξυπνη και διαβάζει πολύ και στο σπίτι από ότι καταλαβαίνω.
- Ναι διαβάζει. Αφήστε, να το χειριστούμε εμείς οι γονείς της.
Σας ευχαριστώ.

Ο κυρ Δήμος, σε όλο το δρόμο του γυρισμού προς το σπίτι του, σκεφτόταν όλα τα βράδια που έβλεπε την κόρη του να ξαγρυπνά με ένα βιβλίο στο χέρι και το πρωί πάλι πρώτη ξυπνούσε και το έριχνε στο διάβασμα, μέχρι που έφευγε για το σχολείο.
" Αχ, Χαρούλα μου, άδικα παλεύεις δεν θα καταφέρεις τίποτα, τα άλλα παιδιά έχουν όλα τα μέσα, φροντιστήρια... εσύ τίποτα, τίποτα δεν μπορώ να σου προσφέρω. Που να δώσεις, που να περάσεις;..."
Τον έτρωγαν οι τύψεις, πίστευε πως δεν δίνει στα παιδιά του, αυτά που θα έπρεπε..

Αλωνάρης μήνας, φέτος, φιλοξενούσε τον αδελφό του με την γυναίκα του, ο κυρ Δήμος, που είχαν έρθει από Αθήνα. Την άνοιξη είχαν παντρέψει την μοναχοκόρη τους και μετά τον γάμο της, έφυγαν για Καναδά, εκεί θα έμεναν. Ήταν απαρηγόρητοι και η Ασημένια, έκανε τα πάντα για να απαλύνει τον πόνο τους.
Τους είπε και εκείνη τον δικό της. Πως του χρόνου τελειώνει η Χαρούλα το Γυμνάσιο. Είναι η άριστη μαθήτρια, αλλά δεν θα δώσει πανελλήνιες, εισαγωγικές εξετάσεις. Και είναι κρίμα το κορίτσι της το θέλει τόσο πολύ. Αλλά ο πατέρας της, όχι...
Πράγματι, έβλεπαν την Χαρούλα, ακόμα και τώρα στις διακοπές πως έψαχνε ευκαιρίες για να μελετά.
Αποφάσισε ο αδελφός του κυρ Δήμου, να του μιλήσει.
- Δήμο, γιατί δεν θέλεις να δώσει το κορίτσι, εξετάσεις; Όλοι μιλούν ότι είναι άξια.
Ξέρεις, το δικό μου κορίτσι στην ξενιτιά είναι.
Αν περάσει η Χαρούλα στην Αθήνα, θα έχει σπίτι να μείνει, το φαγητό της τα πάντα, όσο χρειαστεί να καθίσει, θα είναι χαρά μας και σαν παιδί μας θα την έχουμε.
Να ξέρεις, αν δεν την αφίσεις, θα το έχεις μεγάλο βάρος, δεν βλέπεις πως ξενυχτά στο διάβασμα; Και μη μου πεις, πως θα αγνοήσεις ότι το θέλει και εκείνη πολύ.
- Αδελφέ μου, σε ευχαριστώ. Αλλά δεν ξέρω.
Νομίζω πως είναι καλύτερα, να βρούμε ένα παλληκάρι και να ανοίξει σπιτικό...
- Και η δική μου κόρη, Δήμο, σπιτικό άνοιξε και μου έφυγε στα ξένα. Μακάρι να καθόταν εδώ και να σπούδαζε κάτι...
Να θυμάσαι, η πόρτα του σπιτιού μου θα είναι ανοιχτή.

ΣΤ' Γυμνασίου η Χαρούλα. Έβλεπε τις συμμαθήτριες, αυτές που θα έδιναν να αποφασίζουν τον τομέα των σπουδών τους. Και εκείνη είχε αποφασίσει, αλλά θα την άφηνε ο πατέρας της;
Πήρε απόφαση, θα του μιλούσε.

- Πατέρα, θέλω πολύ να δώσω πανελλήνιες, δεν σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα και ούτε θα σου ζητήσω. Μια φορά θα δώσω κι αν αποτύχω θα το δεχτώ.
- Πως θα δώσεις, που; Χαμένος κόπος... Τόσα παιδιά θα δώσουν. Θα περάσουν εκείνα που έχουν τα μέσα και κάνουν τα φροντιστήριά τους.
Ωραία, να δώσεις.... Και που παρακαλώ;
- Για Ιατρική, πατέρα
- Μα τι λες, το πήχη βάζεις πολύ ψηλά Χαρούλα μου...
- Σε παρακαλώ πατέρα, αυτό ήταν το όνειρό μου.
- Καλά, καλά, δώσε Ιατρική...

- Ακούς Ασημένια μου, η κόρη μας Ιατρική θέλει... Σίγουρα θα αποτύχει.
- Με τόσο διάβασμα, με τόσες προσπάθειες, εγώ την πιστεύω την Χαρούλα μας.
- Αχ βρε γυναίκα...

Η Χαρούλα έδωσε εξετάσεις.
Όλοι την ρωτούσαν, πώς τα πήγε, πώς έγραψε;
Εκείνη πάντα συγκρατημένη.

" Καλά, θέλω να πιστεύω καλά"

Ο Κωνσταντής την πείραζε: "Εσύ γιατρός και εγώ δάσκαλος, να δούμε ο μικρός τι προτιμήσεις θα έχει; "

Έφτασε η μέρα των αποτελεσμάτων. Η Χαρούλα με την μητέρα της είχαν πιάσει θέση στο ραδιόφωνο, εκεί έλεγαν τις Σχολές και τα ονόματα των επιτυχόντων.

- Χαρούλα μου, τώρα είναι τα δικά σου αποτελέσματα;
- Όχι μητέρα, εδώ είχε δώσει ο Γιάννης, του μπακάλη ο γιός.
- Πέρασε;
- Όχι, δυστυχώς...

Ο κυρ Δήμος, ήταν έξω στην αυλή και είχε βαλθεί να βάφει ένα τραπεζάκι.

- Σσσ μητέρα, εδώ, εδώ... Άκου και εσύ...

Η κυρά Ασημένια, από την αγωνία της είχε γίνει κατακόκκινη...
Ήθελε πολύ να περάσει το κοριτσάκι της, της άξιζε, τόσο διάβασμα και πάλευε ολομόναχη.

- Μητέρα, το γράμμα μου είναι τώρα...

" Ιακώβου Χαρούλα του Δημοσθένους και της Ασημένιας "

Σιωπή και μετά φωνές...
- Χαρούλα μου, κόρη μου....
- Μανούλα μου, μανούλα μου...

Αγκαλιές...

Ο κυρ Δήμος, ο Δημοσθένης, τις άκουγε...
Τα πόδια του λύγισαν, κάθισε σε ένα σκαμνί, κατασκευής του.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Σήκωσε τα χέρια ψηλά σαν να προσευχόταν.

Η πόρτα του σπιτιού ορθάνοιχτη. Οι δύο γυναίκες πετάχτηκαν έξω.

- Δήμο μου, η Χαρούλα μας...
- Πατέρα μου...

- Ξέρω κόρη μου, ξέρω...
Άνοιξε την αγκαλιά του, μπράβο, μπράβο!!

- Παιδί μου συγνώμη, συγνώμη, μόνη σου το παλέψες, εγώ....
Τα δάκρυα και οι λυγμοί, δεν τον άφηναν να μιλήσει...
- Σε παρακαλώ, πατέρα μου, μη μου πάθεις τίποτα, σε χρειάζομαι. Ξέρεις δεν είμαι ακόμα γιατρός, έχω δρόμο μπροστά μου...
- Ναι παιδί μου, ξέρεις αύριο, θα πάω στον ΟΤΕ να τηλεφωνήσω, στον αδελφό μου, να σε περιμένει...

Δέκα χρόνια αργότερα.
Αλωνάρης μήνας, ο κυρ Δήμος και η κυρά Ασημένια, κάτω από τον ίσκιο του ίδιου δέντρου, εκείνης της τεράστιας ελιάς, των άνω 200 χρόνων, να ξαποστάσουν κάθισαν, πάνω σε σωρούς από ξανθιά στάχυα. Άλλωστε τώρα κουμάντο στο αλώνι έκανε ο μικρός γιός τους ο Γιωργής. Τους το είχε πει, μέχρι Γ' Γυμνασίου και πολύ είναι. Εγώ δεν θα φύγω από τα χρυσά χωράφια μας!
Μα πάντα στο θέρισμα και στο αλώνισμα, βοηθούσαν και τα μεγαλύτερα αδέλφια του.
Η γιατρός Χαρούλα και ο δάσκαλος Κωνσταντής.
Και ώρες, ώρες γυρνούσαν στα παλιά, σαν παιδιά, πέταγαν ο ένας στον άλλο στάχυα, κρυβόντουσαν πίσω από τους σωρούς και τα δεμάτια...
Άλλωστε τώρα όλα αυτόματα ήταν με τις μηχανές.... θέριζαν, έκαναν δεμάτια, αλώνιζαν.

- Καιρός για δροσερό καρπούζι, είπε η Χαρούλα και τράβηξε προς τους γονείς της, κάτω από τον ίσκιο του δέντρου.

- Ξέρεις γερό Δήμο μου τι θέλω;
- Τι θέλει το κοριτσάκι μου, η γυναίκα μου;
- Να κρατήσω, το πρώτο μας εγγόνι, κάτω από τον ίσκιο αυτού του δέντρου!

Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου
( Μικρά διηγήματα και ιστορίες)

1/7/2020



.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου