Πίνακας : Παρασκευή Αδαμίδου Κηπουρίδου. (Σπουδή με λάδια.)
Αλωνάρης μήνας. Κι εμείς παιδιά. Ασώπαστα τα τζιτζίκια σε θάμνους και δέντρα. Ξεφάντωναν χαρίζοντας το μονότονο τραγούδι τους στην πλάση. Τα σχολεία κλειστά,οι γονείς στον αγώνα της επιβίωσης κι εμείς αθώα αλάνια,τριγυρνούσαμε ολημερίς με την παρέα εξερευνώντας τον μικρόκοσμο του χωριού. Η χάρη μας έφτανε στις παρυφές του οικισμού όπου απλώνονταν αμπέλια και περιβόλια.
Παρατηρούσαμε τα σταφύλια μέρα τη μέρα να μεστώνουν,μαζεύαμε βερίκοκα και κεράσια από τα δέντρα των περιβολιών μας,κουβεντιάζαμε ξέγνοιαστα. Μια χρυσοκίτρινη,απέραντη θάλασσα οι σιτοβολώνες,κυμάτιζαν στο φύσημα του Λίβα κι εμείς απτόητοι βολτάραμε και χαμογελούσαμε αβίαστα σ’ ένα μέλλον που φάνταζε μελωμένο στα άδολα μάτια μας και γέμιζε την ψυχή μας χαρά,αισιοδοξία και προσμονή. Γλαράκια ανάερα τα όνειρά μας Τίποτα δε βασάνιζε τις άγουρες ψυχές μας. Υπήρχαν άλλοι να αγχώνονται για την επιβίωση. Μας κρατούσαν μακριά από μεγάλες έγνοιες και βάσανα της ζωής.
Κάθε γεωργική εργασία τότε θύμιζε πανηγύρι. Ακάματοι οι γεωργοί,ίδρωναν ολημερίς κι ένας ήλιος βιγλάτορας στους αιθέρες,έβαζε φωτιά στην πέτρα και πύρωνε αλύπητα τον κάμπο.
Το θέρος πραγματικό γιορτάσι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά με το δρεπάνι στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη, κάτω από τον καυτό ήλιο, θέριζαν και μάζευαν τα στάχυα σε μεγάλες θημωνιές. Τα φρύγανα ολόγυρα πύρωναν και σκορπούσαν λογής λογής αρώματα, γεμίζοντας τα εσώψυχα γαλήνη και ψυχική ευφορία. Οι άντρες με τα φανελάκια και οι γυναίκες με κατάλευκα μαντήλια στο κεφάλι, ακούραστοι δούλευαν ολημερίς και σταματούσαν μόνο για να κολατσίσουν και να δροσίσουν τα χείλη τους από το λαγήνι. Τα τραγούδια τα έπαιρνε ο αγέρας και τα έκανε όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. Στέγνωναν τα χείλη κάτω από τον καυτό ήλιο. Κι όταν ο ήλιος έγερνε, φόρτωναν τα δεμάτια στα κάρα κι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού.
Όταν ο θερισμός τελείωνε,άλογα και δοκάνι αναλάμβαναν δουλειά. Εμείς, μικρά παιδιά, ανεβαίναμε στο δοκάνι και μας άρεσε να κάνουμε βόλτα, καθώς τα άλογα έκαναν γύρους στο αλώνι, πατώντας τα στάχυα για να βγει ο καρπός. Ομηρικοί καυγάδες με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια,ποιος θα κάνει την πιο μεγάλη βόλτα. Στιγμές μαγικές,γραμμένες στα κιτάπια της μνήμης με ανεξίτηλα γράμματα. Κρυμμένες στα σκονισμένα της συρτάρια, σιγοκαίνε σαν τη σπίθα κάτω από τη στάχτη και σε κάθε ευκαιρία ξεπετάγονται σαν φλόγες να ζεστάνουν δύσκολες και παγερές στιγμές στο τώρα.
Ακολουθούσε το λίχνισμα και το πολύτιμο χρυσάφι συγκεντρωνόταν σε μεγάλα σακιά και κατέληγε στις αποθήκες. Ένα μέρος έμενε στο σπίτι για τις ανάγκες της οικογένειας και το υπόλοιπο το παρέδιδε ο πατέρας στο συνεταιρισμό, προκειμένου να καλυφθούν κι άλλες ανάγκες της οικογένειας. Βέβαια δεν ήταν λίγες οι φορές που η σοδειά χανόταν την τελευταία στιγμή αν ο καιρός δεν βοηθούσε και τότε τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ. Τότε στερούμασταν κάποια πράγματα, αλλά σαν παιδιά ζούσαμε ξέγνοιαστα και χαρούμενα και δεν είχαμε μεγάλες απαιτήσεις.
Τώρα πια άλλαξαν οι καιροί. Τις χειρωνακτικές δουλειές ανέλαβαν σύγχρονα μηχανήματα. Μεγαλώσαμε κι εμείς. Αλλάξαμε,ωριμάσαμε σκορπίσαμε. Μα οι εικόνες,οι ήχοι,οι ευωδιές,οι ηχολαλιές είναι εκεί. Σε μια κρύπτη της μνήμης καιροφυλακτούν και με την πρώτη ευκαιρία ξεπετάγονται απρόσμενα να φωτίσουν τα περασμένα και να μελώσουν την ύπαρξη.
Παρασκευή Αδαμίδου Κηπουρίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου